Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020

Η ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΉΣ





Μη ξεχνάς τι κάνεις εδώ, γιατί ήρθες και που θα πας, ήταν πια, μια πανάρχαια εικόνα στα στήθη του καβαλάρη, εκείνη την ημέρα που με πήρε από το χέρι η μητέρα να με πάει στο σχολείο, βγαίνοντας στην πλατεία του Άγριου. Ήταν περήφανη που με έσερνε στο χωριό, σα να κουβαλούσε κάτι πολύτιμο κι όμως εγώ ένιωθα ένοχος για τον θάνατο του παππού.
Στην πλατεία έκανε κρύο, φυσούσε ένας βοριάς που ξερίζωνε τα δέντρα που θα με πήγαινε;
Το σχολείο ήταν ένα κτίριο μεγάλο, η μάνα με παρέδωσε στον δάσκαλο κι έφυγε. Και, έχει ενδιαφέρον η πρώτη μέρα μας στο σχολείο, εκεί που ξεφεύγουμε από την οικογένεια, να μπούμε στην κοινωνία. Καθίσαμε στο πρώτο το θρανίο, εγώ κι ο Σωτήρης με το πλατσουκωτό κεφάλο να γράψουμε τα πρώτα γράμματα.  Ήμασταν οι μοναδικοί συνομήλικοι στο Άγριο αλλά ποτέ δε γίναμε πραγματικοί φίλοι. Πίσω μας ήταν τα θρανία της Δευτέρας και έχει σημασία εδώ να πως τότε όλο το σχολείο ήταν μια τάξη! Μια ορθογώνια σάλα σε διάταξη π; Πρώτη, Δευτέρα, αριστερά, απέναντι Τρίτη, Τετάρτη. Πίσω από τη Δευτέρα η Πέμπτη και πίσω από την Τετάρτη η Έκτη με τα μεγάλα παιδιά που ήταν πολύ περήφανοι και κάτι σαν αρχηγοί.  Ο δάσκαλος που το λέγαμε Κύριο, ένας και μοναδικός, ξεκινούσε από την Πρώτη και τελείωνε με την Έκτη όλα τα μαθήματα, πρωί-απόγευμα κι όλη μέρα στο σχολείο με διακοπή μιας μεσημεριανής ώρας, ήθελες δεν ήθελες κάτι σου έμπαινε στο αφτί, κάτι έμενε στο μάτι, στην οπτική μάθηση.
Ο Σωτήρης έσκυψε και έφτιαξε ένα ωραίο άλφα, εγώ έβαλα την ουρά του άλφα από κάτω. Το είδε ο Σωτήρης και μου είπε συνωμοτικά, όχι έτσι! Έτσι είναι και μου έδειξε το ωραίο του άλφα. Το κοίταξα εγώ που είχα γεμίσει τη σελίδα με το άλφα και την ουρά του από κάτω και ντράπηκα γι αυτό το άλφα, όσο τίποτε στη ζωή μου,  άρα δεν μπορούσα να καταλάβω τη γραφή κι έπρεπε να προσέξω περισσότερο. Νευρίασα, δεν έκλαψα, από τότε τόσο μικρός σπανιότατα έκλαιγα, έσβησα όλα τα Άλφα που είχα γεμίσει τη σελίδα του τετραδίου με τις μπλε οριζόντιες γραμμές και άρχισα να φτιάχνω το κανονικό . Ο Κύριος ερχόταν που και που να ρίξει μια ματιά σ αυτά που φτιάχναμε και ήταν ένας βλοσυρός, ένας σκοτεινός άνθρωπος που τον είχαν εξοστρακίσει στο Άγριο, σ αυτή τη μεριά του χρόνου και του τόπου που σχεδόν δεν υπήρχε στον χάρτη.
Ο Αλέξαντρος Τούμας δίδαξε στο Άγριο, δεκατρία χρόνια. Τον είχαν στείλει από τα βόρεια, είχε τελειώσει την παιδαγωγική Ακαδημία, ούτε ψηλός, μηδέ χοντρός, γύρω στα σαράντα, σαρανταπέντε, δύσκολος άνθρωπος, κυβερνούσε με τη βέργα και το χαστούκι, ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα σ αυτή τη μικρή κοινωνία των άξεστων και αγράμματων χωρικών που ελάχιστοι είχαν τελειώσει το Δημοτικό και ζούσαν με τα πρόβατα και τα γίδια, τους κάμπους και τα βουνά.
Αυτός, λοιπόν ο άνθρωπος χτυπούσε αλύπητα τα παιδιά, το ξύλο έπεφτε καθημερινά, τα παιδιά έκλαιγαν και θαρρώ πως θα είχε αποκτήσει ένα είδος σαδισμού καθώς όταν έριχνε τις σφαλιάρες, το πρόσωπο του έκανε συσπάσεις τα χείλη του έσφιγγαν, στράβωνε, η συνήθως γλυκερή εικόνα που είχε όταν συνομιλούσε με τους μεγάλους, φορώντας πάντα τη γραβάτα και το κουστούμι του που τα σιδέρωνε επιμελώς η γυναίκα του, μια ασυναγώνιστα χοντρή αλλά όμορφη γυναίκα που κρατούσε αξιοπρεπώς τη θέση της φροντίζοντας και τα δυο παιδιά που είχαν αποκτήσει πριν έρθουν στο Άγριο. Πρέπει να πω, όμως πως ήταν ένας δεινός δάσκαλος. Είχε μια μεταδοτικότητα, ισχυρός γνώστης της Ιστορίας, της Χημείας, των Μαθηματικών και εν συνόλω όλων αυτών που έπρεπε να μεταδώσει στους μαθητές του. Εμένα δεν με είχε χτυπήσει ποτέ. Μια φορά ίσως εκεί στην πρώτη, μου τράβηξε το αφτί και σαν να ντράπηκε γι αυτό που έκανε όταν τα μάτια μας συναντήθηκαν, δεν είπε τίποτε, έφυγε και πήγε να ρίξει δυο σφαλιάρες στον Μίλτο, ενώ εγώ τον παρακολουθούσα, χωρίς να νιώθω τίποτε γι αυτόν, ίσως μια συμπόνια και μια παραδοχή.

Το καφενείο του χωριού το είχε τότε ο Βασίλης Πλιάτσικας, πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου, λεπτός, ξερακιανός, ένας χαμογελαστός τύπος με ίσια μύτη, έξυπνος κι αγράμματος που μισούσε τους Καραδήμους από το σόι των ισχυρών γαιοκτημόνων που ανήκε και ο Τηλέμαχος Καραδήμος.  Στο Άγριο υπήρχαν οχτώ-δέκα φατρίες, άλλοι φτωχοί, οι περισσότεροι, άλλοι πλούσιοι που αλληλομισούνταν μεταξύ τους, παντρεύονταν μεταξύ τους.
Άνοιγε το καφενείο πρωί-πρωί, έπινε καφετσίπουρο, ύστερα ανέβαινε η γυναίκα του στο πόδι του. Ο Βασίλης έτρεχε στους κάμπους με τα ζωντανά, με τα στάχυα, τα φίδια και το σανό, μα πάντα είχε μαζί του το τσίπουρο, να πίνει και να μην τον κρυφοβλέπει η γυναίκα του. Με τον πατέρα μου είχαν μια καλή σχέση αν και διαφωνούσαν στα πολιτικά. Ο Βασίλης ήταν δεξιός έως βασιλικός, ενώ ο πατέρας μου κομμουνιστής.
Το μεσημέρι εκείνο είχε γυρίσει νωρίτερα από τον κάμπο, την ώρα που τα παιδιά επέστρεφαν στα σπίτια για το μεσημεριανό φαγητό, γυναίκα του κατέβηκε στο σπίτι οπότε βρήκαν ευκαιρία με τον πατέρα μου να πιουν και να ευχαριστηθούν. Ο Βασίλης δε μεθούσε, ο πατέρας μου γινόταν λιώμα. Φώναζε, έβριζε, αγρίευε.  Θα ήταν το Καλοκαίρι που τέλειωνε η σχολική χρονιά, σε λίγο θα παίρναμε τους πρώτους μας βαθμούς και όλοι είχαμε αγωνία γιατί ο Τούμας ήταν πολύ φειδωλός με τους βαθμούς, σε κανέναν δεν έβαζε δέκα και το εννιάρι του ήταν για πολύ εξέχουσες περιπτώσεις. Στο σπίτι δεν ήταν κανείς, παράξενο και σπάνιο αλλά συνέβαινε αφού η μητέρα έλειπε πολλές ώρες στο χτήμα και ο πατέρας ήταν στο καφενείο. Μπήκα μέσα άφησα την τσάντα με τα βιβλία κάπου και τότε ήρθε η Ρούλα η γειτονοπούλα, ένα χρόνο μικρότερη από μένα, δεν πήγαινε ακόμα σχολείο και ξαπλώσαμε στο πάπλωμα, χάμω, κρεβάτια δεν υπήρχαν ή δε θυμάμαι αν υπήρχε κάποιο για τους γονείς μου και γδυθήκαμε, μείναμε γυμνά, ήρθαν σε επαφή το αρσενικό με το θηλυκό και μια παράξενη γλύκα κυλούσε στα κορμιά μας, ώσπου μπήκε ο πατέρας μου και μας είδε που ήμασταν όπως ήμασταν, θυμωμένος και μεθυσμένος, αξύριστος κι εμείς ντυθήκαμε γρήγορα, η Ρούλα έφυγε, σιγά-σιγά σα ντροπιασμένη. Ο πατέρας μου δύσθυμος σήκωσε το καπάκι της κατσαρόλας, ύστερα με κοίταξε που είχα σηκωθεί.
-Που είναι η μάνα σου; Με ρώτησε.
-Την είδα πέρα στο χτήμα, στη Χατζιά, απάντησα.
-Ποιος θα μας βάλει να φάμε; Ο ίδιος ποτέ δε μαγείρευε κι ήθελε να χει πάντα κρέας στο πιάτο του. Κοίταζε την κατσαρόλα με τη φασουλάδα λες κι έβλεπε σίχαμα.
Ωστόσο είχαν γυρίσει ο Σωτήρης με τον Αντώνη, ο Χάρης ήταν στο Γυμνάσιο στην κωμόπολη και ο Μήτσης-Δημήτρης έβοσκε τα πρόβατα στον κάμπο. Ο πατέρας μου έβαλε στα πιάτα φασουλάδα και καθίσαμε στο τραπέζι, στο σοφρά, δηλαδή ένα είδος χαμηλού τραπεζιού, γιατί τραπέζι κανονικό δεν υπήρχε.
Μόλις καθίσαμε ο πατέρας μου με κοίταζε παράξενα. Τον κοίταζα κι εγώ μέσα στα μάτια.
-Εσύ δε θα πλύνεις τα χέρια σου; Και εννοούσε που με είχε δει γυμνόν με τη Ρούλα.
Σηκώθηκα κι έπλυνα τα χέρια μου, ξανακάθισα και τρώγαμε. Ο Αντώνης ήταν λιχούδης, ο Σωτήρης μάλλον λιτοδίαιτος σαν εμένα και όταν αποφάγαμε, ο πατέρας μου έβαλε τιμωρία και τους δυο στο κατώι αφού τους έριξε μερικές σφαλιάρες κι εγώ απορούσα με τον τρόπο του αλλά δεν ήξερα τι είχαν σκαρώσει οι δυό τους γιατί, δεν μπορεί να τους σφαλιάριζε έτσι, χωρίς λόγο.

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα με τον ομώνυμο τίτλο.

2 σχόλια:

  1. Έχω μια αμυδρά εντύπωση Κώστα ότι το έχω διαβάσει ξανά παλιότερα εδώ; ή κάνω λάθος. Στο παλιό μπλογκ;
    Καλησπέρα φίλε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ναι Τζον. Επαναλήψεις. Ενίοτε. Καλή σου μέρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...