Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

ΈΡΩΤΑΣ ΕΊΝΑΙ, ΌΧΙ ΑΣΤΕΊΑ





Αυτό που είχαμε συμφωνήσει με τα μάτια ήταν σίγουρο.Το άλλο σίγουρο ήταν τα μάτια της που με κοίταζαν μια ζωή με ένα «θέλω».Το κατάλαβα γρήγορα πως η Αλέκα θα μπορούσε να φτάσει ακόμα και στο θάνατο αν δεν περνούσε το δικό της. Πως ήταν αυτή; Μια γυναίκα πραγματικά εντυπωσιακή, από την πρώτη φορά που ήπιαμε καφέ μόνοι μας, τα μάτια της παιχνίδιζαν στιγμιαία με θέληση να γίνεται το δικό της. Εγωισμός του θανατά, μειωμένη αίσθηση του κινδύνου, σαν η ζωή να ήταν παιχνίδι, τίποτε άλλο. Ακόμα και τώρα που προσπαθώ να σημειώσω ακριβώς το περίγραμμα του προσώπου της ανατριχιάζω. Ήταν τρελή; Δεν μπόρεσα ποτέ να βάλω όρια στην τρέλα και στη λογική. Ορισμένοι άνθρωποι βρίσκονται συνέχεια σ αυτή την κόψη του ξυραφιού, ακριβώς επάνω. Συνήθως πέφτουν απ την πλευρά της τρέλας. Αυτό δεν ήταν μακριά από την Αλέκα. Θα μου πεις τώρα, γιατί εγώ έκανα την πάπια και συνέχεια έβγαζα τον εαυτό μου απέξω. Μπορεί να έχεις δίκιο, κατα βάθος είχα εξομολογηθεί στον εαυτό μου πως την ήθελα αλλά ήταν αδερφή της γυναίκας μου, παντρεμένη με τον βλάχο, καλό παιδί ο Σπύρος, ζούσε στον κόσμο του και την λάτρευε. Λάτρευε την Αλέκα που τον είχε παντρευτεί από συμφέρο, του είχε κάνει δυο παιδιά, του καθόταν στο κρεβάτι ανάσκελα κοιτάζοντας το ταβάνι χωρίς να κάνει καμιά άλλη κίνηση, μέχρι να τελειώσει, μετρώντας ως το δέκα. Ύστερα πεταγόταν επάνω κι έπαιρνε τους δρόμους.
-Που θα πας ρε Αλέκα; τη ρωτούσε αυτός μερικές φορές κλαίγοντας
-Πως κάνεις έτσι; μια βόλτα για καφέ.
Έφευγε και επέστρεφε όποτε ήθελε. Ήθελε να ζήσει. Αυτό μου είπε εκείνη την πρώτη φορά που ήπιαμε καφέ. Δε με νοιάζει τίποτε, σκοτείνιασε το πρόσωπο της. Ε, πως, προσπάθησα να την προσγειώσω. Έχεις άντρα, παιδιά, υποχρεώσεις... κι έσκασε στα γέλια. Με έκανες κι ανατρίχιασα, να κοίτα την τρίχα μου; κάγκελο έγινε! Και σήκωσε το μανίκι να φανούν οι ξανθές τρίχες στα χέρια της. Σου αρέσουν; συνέχισε προσπαθώντας να βρει τα μάτια μου. Κοίταξα πρώτα τις τρίχες που άστραφταν στο Καλοκαιρινό φως, γύρισα το πρόσωπο μου στο γαλάζιο. Μου άρεσε αλλά δεν ήθελα να το ομολογήσω και νευρίαζα που μου άρεσε. Είδες κάτι μυστήρια πράγματα που μας συμβαίνουν; Αυτές οι ηθικές υστεροβουλίες, τα σκαμπανεβάσματα των ανθρώπινων κανόνων, οι κάθετες τομές που δίχαζαν τον νου, στο τι πρέπει να κάνουμε, ποιους πρέπει ν αγαπάμε και ποιους όχι, ποιους να ερωτευόμαστε και ποιους όχι με είχαν βάλει πολλές φορές σε κόντρα με το μέσα μου. Ύστερα έστρεψα πάνω της. Χαμογέλασα με νόημα να ξεφύγω, με τρόπο πως δεν ήταν ανάγκη να γίνει κάτι μεταξύ μας. Θα πάμε για τένις; Ρώτησα για να την φέρω σε μια άλλη της τρέλα, αυτή του τένις. Παίζαμε τένις με μανία, οι κόντρες μας τα Σαββατοκύριακα ήταν ατέλειωτες, όπως ατέλειωτο συνεχιζόταν το παιχνίδι της αναμονής για το πότε θα βρισκόμασταν στο κρεβάτι. Εγώ το φοβόμουν, φοβόμουν την κατάσταση που μπορούσε να γίνει έκρυθμη, να ξεφύγει, να εκτροχιαστεί αλλά δεν της έλεγα τίποτε κάθε φορά που μάθαινα από τα υπονοούμενα της γυναίκας μου πως η Αλέκα είχε πάει με κάποιον άλλον ή πως απατούσε τον Σπύρο και απορούσα με τον εαυτό μου που δε με ένοιαζε, που δε νευρίαζα, ενώ στη γενικότερη συμπεριφορά μου καυτηρίαζα αυτές τις καταστάσεις και ήμουν καθαρά εναντίον των γυναικών που απατούσαν τους συντρόφους τους. Η γυναίκα μου το είχε καμάρι για την υποδειγματική  συζυγική μου ταυτότητα. Εγώ όμως τις έκανα τις δουλειές μου. Κρυβόμουν δε γινόταν αλλιώς μα δεν άφηνα τις ευκαιρίες να πάνε χαμένες. Δεν μπορεί; Δεν μπορεί εσύ να πηγαίνεις μόνο με την Κατερίνα; Μου λεγε η Αλέκα. Κατερίνα λένε τη γυναίκα μου. Με κοιτούσε πάνω από το φιλέ του τένις όταν συναντιόμασταν μαζέψουμε τα μπαλάκια, η Αλέκα. Και τότε προσπαθούσε να με αγγίξει με το σώμα της, με τα μεγάλα κατάξανθα μαλλιά της, με τους ιδρωμένους ώμους και πολλές φορές το κατάφερνε. Με έμπλεκε σιγά-σιγά στο δίχτυ της μαζί μ αυτό του φιλέ και στο νου μου ήρθε ένα τρομερό βράδυ. Θα ήταν τρεις-τέσσερις τη νύχτα όταν ξύπνησα από το χτύπημα του τηλεφώνου. Πρόλαβε και το σήκωσε η Κατερίνα. Ήταν ο Σπύρος που φώναζε, έκλαιγε, έλεγε ελάτε, ελάτε να την πάρετε, είναι τρελή. Η Κατερίνα έκλεισε τη συσκευή, σήκω, μου είπε, πάμε. Δεν είχα καμιά όρεξη για τέτοια πράγματα. Κατά βάθος συμπονούσα αυτόν τον Σπύρο με όσα τραβούσε από την Αλέκα αλλά ο ρόλος του παρηγορητή δε μου πήγαινε καθόλου. Αρκετές φορές, όταν πίναμε καμιά μπύρα προσπαθούσε να μου μιλάει για το πρόβλημα του. Δεν το απέφευγα, του λεγα πως συμφωνούσα μαζί του, πως κάτι έπρεπε να γίνει, μα πάντα βγάζαμε το συμπέρασμα και πιο πολύ εκείνος, που κουνούσε το κεφάλι του με πικρία και έλεγε πως δεν πρόκειται να βάλει μυαλό η Αλέκα, γιατί αυτή ήταν το παντοτινό  πρόβλημα. Βγήκαμε έξω στο κρύο, τουρτουρίσαμε και βλαστήμησα την ώρα που πήρα την απόφαση να πάω. Μην κάνεις έτσι, αδέρφια μας είναι, άκουσα τη γυναίκα μου στο σκοτάδι κι αναλογίστηκα, τι σόι αδέρφια είμασταν κι αν με ένοιαζε εμένα τι κάνει ο Σπύρος με την Αλέκα. Στην ουσία δεν έπρεπε να με νοιάζει αλλά δεν ξέρω πως, κατά κάποιο μυστήριο τρόπο, νιώθεις κάπως για αυτούς τους ανθρώπους που σέρνονται γύρω σου . Σα να είναι αλλιώτικοι από τους ξένους, ίσως γιατί και εσύ περιμένεις κάτι από αυτούς. Είσαι αφελής, έλεγε η Αλέκα. Αδέρφια, νύφες και κουραφέξαλα. Δεν υπάρχουν αυτά, όλα είναι ίδια.
Βέβαια, το όλα είναι ίδια, είναι μια κουβέντα, γι αυτό εγώ δεν τα ισοπέδωνα όλα, δεν ήταν όλα ίδια, πώς να το κάνουμε, μου φαινόταν αδιανόητο.
Φτάσαμε και βρήκαμε ένα σπίτι σε πολεμική εξέγερση. Η Αλέκα και ο Σπύρος βρίσκονταν σε δυο μέτρα απόσταση, ματωμένοι και οι δυο. Ο Σπύρος είχε γρατσουνιές στο μάγουλο, η Αλέκα σχισμένο το κάτω χείλος. Έτρεχε αίμα καυτό, φούσκωνε παραπάνω από όσο ήταν κανονικό. Τα μάτια της άγρια, έσχιζαν το μισοσκόταδο, πέταγαν φωτιές και αν ήταν δυνατόν ήθελε να τον σκοτώσει. Ο Σπύρος τα μπέρδευε, έλεγε ακατάληπτα λόγια. Πιάστε τη ρε παιδιά, είναι για δέσιμο, εγω δε φταίω, τι να κάμω, θα τη στείλω στη μάνα της, αλλά έχω δυο παιδιά- το κοριτσάκι και το αγοράκι τα είχαν κλειδώσει στο δωμάτιο τους να μη βλέπουν τις σκηνές τουλάχιστον. Προσπαθήσαμε να μπούμε στη μέση αλλά η κατάσταση ήταν πολύ άγρια. Η Αλέκα βούτηξε μια γυάλινη πιατέλα και προσπαθούσε να του ορμήσει, ήταν εντελώς έξω από τα μυαλά της. Πούστη θα σε σκοτώσω! φώναζε, τόλμησες να με χτυπήσεις εμένα! Τι σου κανα ρε πούστη;
Κάποια στιγμή ηρέμησαν. Κάθισαν ο ένας στο τραπέζι και η άλλη έκλαιγε κουλουριασμένη στον καναπέ που είχε γεμίσει αίματα. Τι έγινε ρε παιδιά, τι θα γίνει, θα σκοτωθείτε; Καλύτερα να χωρίσετε, δεν είναι πράγματα αυτά, είπα εγω. Ο Σπύρος επέμενε πως η Αλέκα είχε πηδηχτεί εκείνο το απόγευμα, ότι την είχε παρακολουθήσει ο ίδιος, η Αλέκα δεν απαντούσε σ αυτό και δεν ήθελε να χωρίσει όταν και ο Σπύρος κάπως μουδιασμένα αναφερόταν στο χωρισμό. Άκρη δεν έβγαινε. Η Κατερίνα προσπάθησε να τους συμβιβάσει, πήρε την Αλέκα στο άλλο δωμάτιο να τα πούνε, έμεινα με το Σπύρο στην τραπεζαρία να τραβάει τα μαλλιά του. Τι να κάνω ρε φίλε; Πες μου τι θα έκανες εσύ, με ρωτούσε συνέχεια.
-Θες την αλήθεια; Τον κοίταξα σοβαρά στα μάτια
Έγνεψε ναι.
-Εγώ θα την είχα χωρίσει  ή καλύτερα δε θα την είχα παντρευτεί ποτέ. Πρέπει να χωρίσεις, αυτή είναι η γνώμη μου. Η τώρα ή αργότερα αυτό θα γίνει, γι αυτό λέω να το πάρεις απόφαση.
-Δεν μπορώ μωρέ, είναι τα παιδιά..την αγαπάω κιόλας…τι να πω… μισόκλαιγε. Μού ρχεται να τη σκοτώσω!
-Τι λες ρε; Είναι πράγματα αυτά; Εμείς πάμε να φύγουμε.
Σηκώθηκα, φώναξα τη γυναίκα μου, πάμε να φύγουμε, δεν μπορώ να βρω άκρη μ αυτούς εδώ είπα κλείνοντας την πόρτα πισω μου κι ο Σπύρος μας κατευόδωνε, λέγοντας εντάξει ρε παιδιά δεν είναι τίποτε, θα περάσει! Εγώ έπιανα το κεφάλι μου με συμφορά κι ανάμεσα σ όλα τα άλλα,μη σε ξαναδώ να πίνεις καφέ ή ποτό με την Αλέκα, μου σφύριξε η γυναίκα μου κι εγω ανταριάστηκα αλλά δεν άνοιξα αυτή την κουβέντα, έβλεπα πως τα πράγματα πήγαιναν κατευθείαν σε αδιέξοδα, επειδή εκείνη η κρυφή μου επιθυμία δεν είχε κοπάσει ποτέ, πράγμα που με νευρίαζε ακόμα περισσότερο αφού εγώ ποτέ στο παρελθόν δεν είχα επιθυμήσει τη γυναίκα ενός άλλου και μάλιστα μια τέτοια γυναίκα σαν την Αλέκα που ήταν σίγουρο πως πήγαινε με πολλούς. Δεν το είχε τίποτε δηλαδή αν της άρεσε κάποιος, μου το είχε πει αυτό ανοιχτά, πολλές φορές  και στο μυαλό μου ήρθε πάλι αυτός ο κακομοίρης ο Σπύρος. Δεν πίστεψα πως κάποτε θα εκπλήρωνε την απειλή του αλλά που ξέρεις; Όλα να τα περιμένεις από κάτι τέτοιους ανθρώπους και το είπα στην Αλέκα μετά από αρκετό καιρό που τα πράγματα είχαν ησυχάσει κάπως μεταξύ τους. Κι όταν ήταν έτσι τα πράγματα, ποτέ δε μιλούσαν για την κατάσταση τους, λες και δεν έτρεχε τίποτε, λες και όλα πήγαιναν μια χαρά. Αλλά εγώ ήξερα πως όλα αυτά ήταν πρόσκαιρα. Όταν σε ένα ζευγάρι γίνουν τέτοιες καταστάσεις και ανταλλάξουν λόγια βαριά, βρισιές και ξύλο, ποτέ δε θα τα βρουν. Δυο πράγματα δεν ξεχνιούνται, μου λεγε κάποιος φίλος: Το γαμίσι και το ξύλο και το σκεφτόμουν μερικές φορές αν είχε δίκιο και έκλεινα προς τη μεριά πως, ναι, έτσι πρέπει να είναι αυτά τα δυο πράγματα δεν λησμονιούνται. Και εμένα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, μου είχε καρφωθεί να πάω μια φορά με την Αλέκα. Τώρα το γιατί, σιγά-σιγά το διωχνα απ το μυαλό, δεν ήθελα να το εξετάζω. Απλά είχα υπολογίσει να το κάνω όταν θα χώριζαν. Οπότε θα είχα λιγότερες τύψεις ή καθόλου. Ξανασκέφτηκα βέβαια πως ήταν αδερφή της γυναίκας μου αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία αφού η Αλέκα το παράγραφε. Άρα, μπορούσα να το παραγράψω κι εγώ. Το γιατί ήθελα να το κάνω, δεν ήταν μόνο πως η Αλέκα ήταν μια εντυπωσιακή, πανέμορφη γυναίκα, κι άλλες πολλές τέτοιες μπορούσα πανεύκολα να έχω, όμως διαβόλου κάλτσα σαν κι αυτήν δεν εύρισκες εύκολα και τέλος πάντων δεν μπορούσα να το εξηγήσω τι ακριβώς ήταν αυτό που με τραβούσε σα μαγνήτης κοντά της. Σιωπηλά την ήθελα αλλά δεν θα έπεφτα και στο γκρεμό. Μόνο να ευχαριστιόμασταν μια δυο φορές αυτό το πάθος και να φύγει. Έτσι σκεφτόμουν.
Είχε έρθει η Άνοιξη, τα λουλούδια άνθιζαν, η φύση μοίραζε απλόχερα τους πόθους της και μαζί με αυτούς ανέβαιναν και οι άλλοι πόθοι: οι έρωτες και τα ανθρώπινα πάθη. Τα περισσότερα Σαββατοκύριακα πηγαίναμε για τέννις όλοι μαζί. Κι ύστερα για κανένα ουζάκι στην παραλία. Όταν μέναμε μόνοι με τον Σπύρο άρχιζε να με τριβιλίζει, έτσι η Αλέκα αλλιώς η Αλέκα, ξέρω πως συνεχίζει να πηδιέται μ αυτόν ή με τον άλλον. Είσαι σίγουρος; Άνοιγα τα μάτια μου εγώ. Ε, καλά τώρα, επέμενε, αφού τους έχω πιάσει. Επ, αυτοφόρω ; συνέχιζα εγώ. Όχι, αλλά σχεδόν, τι να σου λέω τώρα. Και για δε χωρίζεις; Την αγαπάω, με αποτελείωνε.
Εκείνο τον Απρίλη, είχε πάει ταξίδι για δουλειές στο εξωτερικό, με πήρε τηλέφωνο να μου το υπενθυμίσει η Αλέκα. Θα πάμε για τένις; Με ρώτησε και κατάλαβα πως είχε έρθει η ώρα της. Δεν ξέρω πως αλλά το κατάλαβα πως θα κάναμε έρωτα. Πως θα τελείωνε κι αυτό το μαρτύριο. Πράγματι μόλις συναντηθήκαμε κάναμε σαν τρελοί, μόνο που δεν φιληθήκαμε μπροστά στον κόσμο. Κοντράραμε τα μάτια και τα σώματα μας πάνω στο φιλέ που μας χώριζε μέχρι να τελειώσουμε τα γκέιμς και τα σετ. Με νίκησε. Ήταν σπουδαία παίχτρια. Μούσκεμα στον ιδρώτα και οι δυο, παρατήσαμε πετσέτες, τσάντες, τζιμπράγκαλα, λες και είχαμε συνεννοηθεί χωρίς να μιλήσουμε γι αυτό, πήγαμε στην έρημη παραλία. Πέσαμε στην άμμο σαν θηρία που ήθελε ο ένας να φάει τον άλλον, κάναμε τι κάναμε κι αμέσως μετάνιωσα. Σηκώθηκα και της είπα πως αυτό ήταν σαν να μην έγινε. Μη φοβάσαι! Γέλασε. Εσύ να το ξεχάσεις, για μένα είναι εύκολο. Και φύγαμε ο ένας εδώ κι άλλος εκεί. Όμως δεν το ξεχάσαμε, συνεχίζαμε να συναντιόμαστε ερωτικά κι κάθε φορά λέγαμε τα ίδια. Φυσικά κανένας δεν μας είχε πάρει χαμπάρι, ο Σπύρος συνέχιζε να μου λέει τα παράπονα του, η γυναίκα μου να μην κάνω παρέα με την Αλέκα, εγώ της απαντούσα, ζηλεύεις την αδερφή σου; Και εκεί τέλειωνε το πράγμα. Όχι, ακριβώς, εκεί άρχιζε για μένα που καθόμουν ώρες και συλλογιζόμουν τι κάθαρμα ήμουν και πόσο υποκριτές μπορούν να γίνουν οι άνθρωποι. Όταν ήρθε το Καλοκαίρι, σιωπηλά συμφωνήσαμε να αραιώσουμε, πράγμα που έγινε. Και να δεις που πραγματικά νόμιζα πως δεν είχε συμβεί τίποτα μεταξύ μας. Όλα γίνονταν φυσιολογικά, όπως ήταν πριν γίνουν. Είχαμε αποκρύψει στα κατάβαθα της ψυχής μας το γεγονός. Τέτοιοι άνθρωποι ήμασταν. Κι εμένα και της Αλέκας, το έδειχνε αυτό, μας άρεσε που το είχαμε κρύψει τόσο καλά. Βέβαια το πάθος μας είχε σκουριάσει. Ούτε εγώ την ήθελα πια, ούτε εκείνη εμένα. Είχαμε γίνει φίλοι. Δυο φίλοι καθάρματα. Η Αλέκα συνέχιζε το δρόμο της πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον. Ένα βράδυ, την πέτυχα σε κάποιο μπαράκι, με έναν νεαρό που τον έδιωξε μόλις με είδε. Πήγα κοντά της ήταν μεθυσμένη στουπί. Τα μάτια της γυάλιζαν η βότκα έτρεμε στα χέρια της.
-Κάτσε, μου είπε. Κάτσε όμορφε να τα πούμε.
Της χαμογέλασα, με λύπησε αλλά κι εγώ ήμουν πιωμένος. Όχι τόσο όσο εκείνη, είναι αλήθεια πως τις γυναίκες τις πιάνει πιο εύκολα το ποτό.
-Τι νομίζεις πως είναι ο κόσμος ρε μάγκα; Ποτέ δε με έλεγε γαμπρέ ή με το όνομα μου. Αυτός έλεγε και με έδειχνε όταν ήθελε ν αναφερθεί σε μένα στην παρέα. Τίποτε δεν είναι. Γαμηθήκαμε! Και τι έγινε; Τέλειωσε ο κόσμος; Χαχαχα, αστείος είσαι; Άκου φίλε, προσπαθούσε να σοβαρευτεί. Εγώ είμαι ότι θέλω. Εγώ δεν κρέμομαι απ τα αρχίδια κανενός Σπύρου, αλλά δε θα χαραμίσω τη ζωή μου, δεν είμαι εγώ για τέτοια. Για κοίταξε με!
Σηκώθηκε επάνω, κι άνοιξε το στήθος της. Έσκισε το λινό φόρεμα που φορούσε. Ο κόσμος γύρισε κατά εκεί, ένα αααα, ακούστηκε θαυμαστικά, την Αλέκα δεν την ένοιαξε, νόμιζε πως ήμασταν μόνο εμείς οι δυο εκεί.
-Κοίταξε με ρε μάγκα και πες μου! Δεν είμαι η ομορφότερη; Κάνω εγώ για τα μούτρα ενός άντρα; Όποιος κι αν είναι αυτός. Κοιτάξτε με όλοι ρε: φώναξε γύρω κι άφησε το φόρεμα να κυλίσει χάμω στο δάπεδο μένοντας εντελώς γυμνή. Δε φορούσε τίποτε άλλο, το ήξερα αυτό, το έκανε συχνά, έβγαινε χωρίς κυλόττα. Το ααααα τώρα έγινε συρμός έγινε πέλαγος, όλοι έκαναν έναν κύκλο γύρω μας. Χιλιάδες μάτια την κοίταζαν ολόγυμνη, να παραπατάει σα να έπαιζε σε μια σκηνή θεάτρου. Τα μάτια των θεατών γούρλωσαν, άντρες γυναίκες, θαμώνες του μπάρ όρμησαν να την φάνε. Άρχισαν να την βρίζουν οι γυναίκες ήθελαν να έρθει η Αστυνομία, την έσπρωχναν, την χαστούκιζαν κι εγώ δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα, χαμένος μέσα σ αυτήν την άβυσσο της πραγματικότητας, χαμένος μέσα σ αυτή την ωμή βία του ανθρώπινου είδους, μάτωσα τα χείλια μου προσπάθησα να της πιάσω το χέρι δεν το κατάφερα. Το ανθρώπινο σμήνος την παρέσυρε στο σκοτάδι, σβαρνίστηκε το λευκό της σώμα στα σκαλιά, κατακρημνίστηκε γύρω από το αίμα της αξιοπρέπειας ενός κατακερματισμένου κόσμου.
Τελος






3 σχόλια:

  1. Με ένα τραγικό φινάλε ξεμπροστιάζεις την απέραντη υποκρισία ενός άρρωστου κόσμου. Πάρα πολύ καλό Κώστα.
    Η Αλέκα λοιπόν. Γεμάτη αλήθεια, τόλμη και θράσος. Και γύρω της οι άλλοι. Οι ...ηθικοί και οι τίμιοι. Αυτοί που πρώτα ερεθίστηκαν με τη γυμνή της σάρκα και ύστερα την διαπόμπευσαν σκοτώνοντάς την.
    Πόσο τραγικό πραγματικά.
    Ναι, το λάτρεψα αυτό σου το αφήγημα φίλε Κώστα. Το θεωρώ θεματικά, εικαστικά, ένα από τα καλύτερά σου, που γράφουν ιστορία.

    Όσο για τον πίνακά σου, εκρηκτικό θέμα πλην όμως αληθινό. Το ζήτημα είναι ποιος κόσμος το αντέχει και πως.

    Ακόμα σκέφτομαι την Αλέκα στην τελευταία σου σκηνή. Με τάραξε.
    Καλησπέρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Γεια σου Τζον. Είναι αλήθεια από τα σπουδαιότερα διηγήματα μου. Ο πίνακας για όσους αντέχουν. Να ξέρεις πως, εκτιμώ τον τρόπο που υπάρχουμε εμείς οι δυο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Διαχρονικό το ταξίδι και η παράλληλη συμπόρευσή μας Κώστα. Καλησπέρα.

      Διαγραφή

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...