Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

ΡΟΜΆΝΤΣΟ ΜΕ ΜΙΑ

 


Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΘΛΙΜΜΕΝΟ ΔΡΟΜΟ

 

Όταν ήμουν μικρός, μέχρι
δεκαοχτώ, είκοσι χρονών,
ερωτευόμουν εύκολα.
Έβλεπα μια κοπέλα κάπου, στο δρόμο, στην καφετέρια,
στο αστικό, αντάλλαζα ματιές ίσως μερικές κουβέντες
κι ύστερα έπλαθα ολόκληρες ιστορίες γι αυτήν. Είχε την
πλάκα της  αυτή η ιστορία όσο τη θυμάμαι και ο μεγάλος
μου αδερφός με κορόιδευε. Τι είναι αυτά που κάνεις, έλεγε,
αν τη γυναίκα δεν τη βάλεις κάτω, τι να τα κάνεις τα
λουλούδια και τις αγάπες;  Εγώ όμως παρέμενα αθεράπευτα
ρομαντικός. Έβλεπα φερ ειπείν τον εαυτό μου συνέχεια να
είναι ιππότης, να χαρίζει τριαντάφυλλα, να προστατεύει
την αγαπημένη του από τους κακούς. Ακόμα και μια φορά
που πήγα στο πορνείο, ερωτεύτηκα την γυναίκα που έκανε
τη δουλειά της. Πήγα πολλές φορές απ έξω από το «σπίτι»
την έστησα και περίμενα ώρες να βγεί. Όταν κάποτε, επιτέλους
κατάφερα να τη συναντήσω, της μίλησα και να δεις που με
θυμήθηκε. Α, έκανε, εσύ. Ναι, της απάντησα, πάμε να πιουμε
ένα καφέ; Μαζί; Γέλασε. Ήταν μεγάλη, τριανταπέντε
σίγουρα και όμορφη. Γιατί όχι; Πήρα πεισσότερο θάρρος.
Μα εσύ είσαι μωρό, συνέχισε χαμογελώντας. Ύστερα μου
χάιδεψε το κεφάλι. Πάμε, είπε. Ήταν ένας αξέχαστος καφές.
Έκοψα ένα λουλούδι απ τη γειτονιά της το πρόσφερα. Για μένα
λουλούδι; Αχνογέλασε και με φίλησε αληθινά. Έβαλα τότε τα
δυνατα μου να την πείσω ν αλλάξει τη ζωή της κι αυτή όλο
γελούσε με μένα που τα πίστευα όλα αυτά με θέρμη. Μη γελάς,
με στενοχωρείς που δε με πιστεύεις, εγω σ αγαπώ! Είσαι
ότι πιο ωραίο έχω συναντήσει στη ζωή μου, συνέχισα.
Εκείνη έσφιγγε τα σφιχτοδεμένα χέρια της, ύγραιναν τα μπλε
μάτια της, που είχαν χάσει τη λάμψη τους, έβγαζαν μια θλίψη,
μια κούραση, από τα όσα  είχε περάσει στη ζωή της. Αλλά
εγώ άλλα έβλεπα. Σα να μη με ενοιαζε τίποτε, τόσος ήταν
ο ενθουσιασμός μου που της είπα ότι θα παντρευτούμε και
πως θα ζούσαμε για πάντα μαζί. Ήθελα να την αγκαλιάζω,
συνέχεια να χώνομαι στο στήθος της να της πιάνω τα χέρια,
να της χαιδεύω τα ξεραμένα χείλη. Ύστερα έφυγε. Δεν ξέρω
πως αλλά έφυγε και δεν την ξαναείδα. Θυμάμαι όμως για
πάντα εκείνο το λατρεμένο βλέμμα της. Σ ευχαριστώ, μου
είπε και μπορεί να έκλαψε όταν έφυγε.
Κάποια φορά που τόλμησα να πάω να τη ζητήσω, παρά λίγο
να με δείρει η τσατσά. Έχουμε εδώ άλλα κορίτσια , είπε
και μου δειξε τις ημίγυμνες, τις καινούριες. Δεν τις θέλω ,
μούτρωσα, εγώ ψάχνω αυτή. Ούτε τ
o όνομα της δεν ήξερα.

 

 

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

ΜΗΠΩΣ ΈΒΡΕΞΕ ΜΟΝΆΧΑ ΕΔΏ;

 


ΕΞΤΡΑ ΛΑΡΤΖΖΖΖΖ!...

 Καθόμουν στην έκτη στάση Ιλισίων και περίμενα το λεωφορείο να πάω στη δουλειά μου. Η ώρα ήταν τρεις το μεσημέρι, ο ήλιος έσκαγε σαν σφυρί στο κεφάλι μου, - το ένιωθα σαν εκείνο το μπρούτζινο γκόγκ που χτυπούσε ο μαύρος, στην αρχή των παλαιών τανινών του κινηματογράφου. Κόσμος πολύς δεν περίμενε, ίσως πέντε-έξι στέκονταν γύρω μου. Ναι, πέντε-έξι και μια χοντρή γυναίκα έγκυος. Την παρατηρούσα και σκεφτόμουν, πως αντέχουν οι χοντροί το βάρος τους και πόσο μάλλον όταν είσαι και έγκυος γυναίκα. Τι κοιτάς; με ρώτησε με έχθρα κι εγώ γύρισα πίσω μου να δω σε ποιον μιλάει. Εγώ; έδειξα με τον δεξιό δείχτη τον εαυτό μου, απορημένος. Ναι, εσύ! μου φώναξε. Που κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις! και μ έκανε να κοκκινίσω από ντροπή. Εγώ είμαι συνεσταλμένος, δεν είμαι όποιος κι όποιος, πήγα δικαιολογηθώ αλλά η χοντρή είχε πάρει ανάποδες και μ έστρωσε στο κυνήγι. Το βαλα στα πόδια, τι να κανα; ενώ πίσω μου έπεφτε το γέλιο της αρκούδας. Φυσικά κατάφερα να ξεφύγω εύκολα απ την γκαστρωμένη χοντρή και λίγο πιο κάτω, σταμάτησα το τρέξιμο να ξελαχανιάσω. Ρε, τι έπαθα, σκεφτόμουν, μεγάλος άνθρωπος, πενήντα χρονών τώρα εγώ, να με κυνηγάει μια χοντρή κι όπως κοίταζα το λεωφορείο που ερχόταν-πάει το είχα χάσει- μου ήρθε ένα μπουγέλο νερό απ το χέρι της χοντρής μέσα απο το λεωφορείο! Με πήρε κι ο αέρας απ τη φόρα του οχήματος- το νερό κύλησε στο κουστούμι μου, έγινα μούσκεμα, πως θα πήγαινα τώρα στη δουλειά μου; Ανασηκώθηκα, τινάχτηκα κι ένας περαστικός με κοίταζε με λύπηση. Τα μάτια μας συναντήθηκαν κι απορήσαμε και οι δύο. Αυτός άνοιξε τα χέρια του, δείγμα πως με συλλυπούταν και έφυγε το δρόμο του. Εγώ κοίταξα μια μπρος μια πίσω και αποφάσισα να πάω πίσω στην έκτη στάση, ήταν πιο κοντά απ ότι υπολόγισα. Περπατούσα αργά, δε μ ένοιαζε και να καθυστερούσα στη δουλειά μου- ήμουν προϊστάμενος στην τροφοδοσία μεγάλου εμπορικού οίκου τριάντα χρόνια τώρα. Σκέφτηκα να πεταχτώ σπίτι ν αλλάξω αλλά ντράπηκα , τι θα λεγα στη γυναίκα μου; κι έπειτα όπως το παρατηρούσα σε λίγο θα στέγνωνε. Βέβαια θα της το έλεγα το βράδυ και θα γελούσαμε, α, γελάμε πολύ με την γυναίκα μου, παιδιά δεν έχουμε, δε μας έδωσε ο θεός, έτσι έλεγε αυτή κι έκανε σταυρούς. Έφτασα ξανά στην έκτη στάση και ήμουν μόνος. Καλύτερα, σκέφτηκα, μην έχουμε πάλι κανένα άτυχο γεγονός. Σε λίγο όμως είδα να καταφτάνει δρομαίως ο φίλος μου ο Λεωνίδας. Ο Λεωνίδας, ναι βέβαια, φίλοι από παιδιά. Μαζί στο δημοτικό, μαζί στο γυμνάσιο, στις αλάνες, αργότερα είχε γίνει και κουμπάρος αλλα εμείς κρατούσαμε το φίλος. Φίλος είναι άλλο πράγμα, έλεγε ο Λεωνίδας, κουμπάρο κάνεις κι από συμφέρο. Μόλις έφτασε κοντά μου, ξελαχάνιασε, μου δωσε το χέρι, του δωσα το δικό μου, πάντα έτσι έκανε, όποιον συναντούσε τον χαιρετούσε δια χειραψίας, εγώ το βαριόμουν αυτό αλλά τι να κανα; φίλος ήταν. Τι κάνεις εδώ ρε; με ρώτησε με έξαψη. Και γιατί είσαι μούσκεμα; κοίταξε τον ουρανό. Μήπως έβρεξε μονάχα εδώ; κι έδειξε γύρω. Είχε πλάκα ο μπαγάσας. Α, τίποτα, έριξα ένα μπουκάλι νερό πάνω μου, κάνει πολύ ζέστη, δεν κάνει; Κι άμα κάνει ζέστη, μπουγελώνεσαι μοναχός σου; ξεκαρδίστηκε στο γέλιο. Εντάξει, αλλά εδώ τι κάνεις; σοβαρεύτηκε. Περιμένω το λεωφορείο, είπα ήσυχα. Εσύ; περιμένεις το λεωφορείο; τόνισε τα λόγια του. Τι να το κάνεις το λεωφορείο; Να πάω στη δουλειά μου ρε Λεωνίδα. Και γιατί θα πας με το λεωφορείο; εσύ μισείς τα μέσα μαζικής μεταφοράς; γιατί δεν παίρνεις το αυτοκίνητο σου; Έχω αυτοκίνητο εγώ; άνοιξα τα μάτια μου. Ωστόσο είχε μαζευτεί κόσμος και παρακολουθούσε τη συζήτηση. Τι θέλετε σεις; τους έδιωξε πέρα με το χέρι του σαν να έδιωχνε μύγες, ο Λεωνίδας. Ρε, άιντε πάμε να πάρεις το αυτοκίνητο, τρελάθηκες; Και με παρέσυρε αγκαζέ στο δρόμο..

Προχωρούσαμε με τον Λεωνίδα αγκαζέ και μου φάνηκε κάπως. Γύρισα και τον κοίταξα. Μου φάνηκε ψηλός σα μια πολυκατοικία. Με κοίταξε κι αυτός. Τι με κοιτάς; μου είπε. Κάνεις σα να με βλέπεις πρώτη φορά. Όχι, ρε του λέω, τι πρώτη φορά... και μέσα μου σκεφτόμουν αν πράγματι τον έβλεπα για πρώτη φορά. Μην κάνεις σαν χαζός, σε πείραξε το μπουγέλο που σου ριξε η χοντρή; Έλα, φτάσαμε κάτσε λίγο να τα πούμε, εγω δεν έρχομαι μέσα. Καθίσαμε στο πεζούλι δίπλα στο γκαζόν της μονοκατοικίας. Α, ρε κερατά! έχεις το πιο ωραίο σπίτι στα Ιλίσια. Και μόνο γι αυτό, σε ζηλεύω. Μόνο γι αυτό; άνοιξα τα μάτια μου. Εντάξει, και το αυτοκίνητο σου δεν παίζεται, εγώ δεν είχα ποτέ πόρσε, έκανε κι έδειξε την μαύρη πόρσε που ήταν αραγμένη στο γκαράζ. Ο ίσκιος που έπεφτε από τα μεγάλα δέντρα δρόσιζε τον χώρο. Ωραίες οι ακακίες αλλά γεμίζουν τον κόσμο με τα άνθη τους, είπε ο Λεωνίδας και τις κοίταζε. Της γυναίκας σου θα της βγαίνει η πίστη για να μαζεύει όλα αυτά τα άνθη και τα κίτρινα φύλλα ε; Ο παππούς σου δεν είπες πως τις φύτεψε; Κοίταξα τα δέντρα κι έγνεψα ναι, τι να λεγα; ότι δεν τις φύτεψε; Λοιπόν, συνέχισε, άιντε να σε αφήσω τώρα εγώ να πας και στη δουλειά σου, γιατί άργησες κιόλας. Εντάξει κουμπάρε; έλα γεια. Φιλιθήκαμε σταυρωτά. Πάντα έτσι κάναμε όταν χωρίζαμε με τον Λεωνίδα, μου σφιξε πάλι το χέρι, ωχ αυτές οι ατέλειωτες χαιρετούρες του! Κι έφυγε. Με άφησε μόνο μου. Εντάξει, λέω, ας μπω να πάρω την πόρσε να πάω στη δουλειά μου, τι κάθομαι; Άνοιξα την εξώπορτα, προχώρησα στο διάδρομο, έψαξα τα κλειδιά μου, φτάνοντας κοντά στο πολυτελέστατο αυτοκίνητο. Αλλα κλειδιά δεν υπήρχαν επάνω μου. Έψαξα όλες τις τσέπες, την τσάντα μου, τίποτε. Που στο διάολο είχαν πάει τα κλειδιά; Τα είχα χάσει; Και πως θα έπαιρνα τώρα το αυτοκίνητο; Α, σκέφτηκα, θα χτυπούσα το κουδούνι να μου ανοίξει η γυναίκα μου, αλλά εγώ δεν είχα ούτε γυναίκα ούτε αυτοκίνητο, τι διάολο έκανα εκεί; Γύρισα να κοιτάξω για τον Λεωνίδα αλλά κι αυτός είχε φύγει πολλή ώρα πριν... Ένας μεγάλος μαύρος σκύλος βγήκε από το σπιτάκι του και ερχόταν προς εμένα με αργά απειλητικά βήματα. Οπισθοδρόμησα ιδρωμένος, σύγκορμα. Θα είχα κιτρινίσει πολύ, ο φόβος κάλπασε σαν λευκό άλογο στις φλέβες μου. Κατουρήθηκα. Όπως πήγαινα πίσω-πίσω σκόνταψα σε μια πέτρα, κύλησα στο πράσινο γκαζόν, το πουκάμισο μου γέμισε πρασινάδα-πως θα πήγαινα έτσι στη δουλειά μου; γεμάτος πρασινάδες; ο διευθυντής θα γκρίνιαζε και με το δίκιο του. Ωστόσο ο μαύρος σκύλος είχε φτάσει από πάνω μου κι με έγλειφε με μια τεράστια γλώσσα. Ένιωσα τα σάλια του να κυλάνε σ αυτιά μου, αισθάνθηκα χειρότερη αηδία από κείνη που ένιωσα όταν με μπουγέλωσε η χοντρή, σηκώθηκα έτοιμος να το βάλω στα πόδια αλλά δεν το κανα γιατί θυμήθηκα πως άμα το βάλεις στα πόδια ο σκύλος θα σε δαγκώσει οπωσδήποτε κι έτσι στήθηκα απέναντί του, αντιμέτωπος με τα ήρεμα μάτια του. Έσμιξα τα χείλια μου μπρος και έξω, απόρεσα με τη συμπεριφορά του. Πάντα φοβόμουν τα σκυλιά, δε θα αγόραζα ποτέ έναν σκύλο και μάλιστα μαύρο, ίσως κανένα χαζόσκυλο, κανένα Ραν-Ταν-Πλαν ναι, αλλά μαύρον και τεράστιο σαν τούτον εδώ; Ποτέ. Αλλά ο μαύρος σκύλος στεκόταν χαρούμενος εκεί μπροστά μου. Κουνούσε την ουρά του πέρα-δώθε, πέρα-δώθε. Λες να ήταν δικός μου ο σκύλος;

Τέλος

 

 

 

Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

ΚΑΙ ΦΎΓΑΝΕ

 



 

Κατηφόριζα εκείνο το απόγευμα του Νοέμβρη την λεωφόρο Ηλιουπόλεως για το καφενείο του Σωτήρη. Φορούσα ένα ωραίο κουστούμι- πάντα έτσι πήγαινα στα καφενεία, κυριλέ - ήθελα να ξεχωρίζω απο το πλήθος, να λένε, να, αυτός με το κουστούμι είναι κύριος. Τώρα μάλιστα που πλησίαζα τα εξήντα, παρ΄ότι μερικές φορές βαριόμουν, ποτέ δεν παραμελούσα το ντύσιμο μου. Απο παιδί μου άρεσε να ξεχωρίζω αλλά ήταν βλέπεις και η γυναίκα μου η Ανθούλα που με είχε κακομάθει, τριάντα χρόνια τώρα παντρεμένοι.
-Πως θα βγείς στον κόσμο; μου λεγε και τίναζε καμιά τρίχα απο το σακκάκι μου. Μικρός είσαι τώρα; Α, ρε κακομοίρη μου! Ευτυχώς που έχεις εμένα, αλλιώς θα έζεχνες στη βρωμιά.
Ήταν πράγματι σπουδαία νοικοκυρά η γυναίκα μου. Να με έκαιγε ο θεός αν έλεγα κακό λόγο ή έκανα παράπονα. Αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω. Δουλευταράς ήμουν, τα κατάφερνα και δε μας έλειπε τίποτε. Βέβαια, υπάλληλος σε σούπερ Μάρκετ είμαι, χρόνια τώρα αλλά έκανα και άλλες δουλειές, ότι εύρισκα για να συμπληρώνω τα κενά μας. Παλαιότερα, μέχρι να παντρέψουμε τα δυο κορίτσια μας, είχαμε κάποιες δυσκολίες. Πάνε όμως τώρα όλα αυτά κι ο καθένας είχε πάρει το δρόμο του.
Λίγο προτού φτάσω, συνάντησα τον Ιγνάτιο τον φίλο μου τον νεκροθάφτη. Στρουμπουλός, ατσούμπαλος, κοντός, φαλακρούλης. Μια ζωή, απο παιδί, έτσι τον θυμόμουν.
-Με την καράφλα γεννήθηκες; τον ρώτησα καθώς πλησίαζα.
Κατάλαβε πως είχα διάθεση γι αστεία κι έκανε πως δεν άκουσε.
-Τι γίνεται Μεθυστοκλή;
-Αγαμέμνονα με λένε του υπενθύμισα. Πως πάει η δουλειά;
-Ποια δουλειά; έκανε αγανακτισμένος. Δεν έχει δουλειά.
-Δεν πεθαίνει ο κόσμος; απόρεσα εγώ ενώ είχαμε φτάσει στο καφενείο και καθίζαμε στο τραπεζάκι μας.
-Δυστυχώς δεν πεθαίνει. Δεν ξέρω πια τι να κάνω.
-Ν αλλάξεις δουλειά.
-Τώρα στα εξήντα; κι έπειτα δε βαριέσαι, ένας θάνατος τη βδομάδα, κάτι θα γίνει, δεν μπορεί, ο θεός φροντίζει για όλους ολοκλήρωσε κι εγώ τον έκοβα με αλλήθωρο μάτι. Ρε τον νεκροθάφτη! σκέφτηκα αλλά δεν του απάντησα. Ήρθε ο καφετζής, παραγγείλαμε τα γνωστά. Εγώ μπύρα μικρή, αμστελ, χωρίς ποτήρι ο Ιγνάτιος ούζο. Ούζο σκέτο.
-Κανονικά, αποφάνθηκε, πρέπει να σου κάνει άγαλμα η Άμστελ και ρούφηξε την πρώτη γουλιά.
-Και σένα ο Πιλαβάς; τον αντιπείραξα. Τα κάναμε συνέχεια αυτά
-Δε μου λες, είπε πιο σοβαρά. Έχεις σκεφτεί πόσες μπύρες έχεις πιει τόσα χρόνια;
-Οοού! έγνεψα.
-Πίνεις δέκα μπουκάλια την ημέρα;
-Παραπάνω..
-Ας πούμε δεκαπέντε;
-Χμ, πες δεκαπέντε.
-..επί τριάντα μέρες που έχει ο μήνας, μας κάνουν τρεις δεκαπέντε σαράντα πέντε, τετρακόσιες πενήντα μπύρες τον μήνα. Πόσους μήνες έχει ο χρόνος;
-Δώδεκα.
-Δώδεκα ε; Τετρακόσια πενήντα, πες πεντακόσια για στρογγυλοποίηση δηλαδή, επι δώδεκα μας κάνουν έξι χιλιάδες μπύρες το χρόνο. Πώ,πώ!
-Επι σαράντα χρόνια στρογγυλοποιημένα γέλασα εγω, πόσο μας κάνουν;
-Σαράντα επι έξι χιλιάδες; Διακόσιες σαράντα χιλιάδες μπύρες. Φαντάζεσαι να είχες κρατήσει τα μπουκάλια; Θα έχτιζες ένα σπίτι μ αυτά.
Είχα όντως χτίσει ένα σπίτι στην άκρη του Υμηττού, με χίλια ζόρια τόσα χρόνια. Είχα και κήπο μισό στρέμμα που τον περιποιόμουν Χειμώνα -Καλοκαίρια. Φύτευα ζαρζαβατικά, μελιτζάνες σκόρδα, πατάτες, καυτερές πιπεριές που μου άρεσαν πολύ. Στην άκρη του κήπου είχα φτιάξει μια παράγκα. Εξωτερικά με αμίαντο και μέσα, έχτισα αριστοτεχνικά όλα τα μπουκάλια έπο τις μπύρες που είχα πιει. Κανείς δεν ήξερε τι έκανα εκεί μέσα. Ούτε η γυναίκα μου η Ανθούλα, ούτε τα παιδιά μας. Τους απαγόρευα να μπουν.
Μόλις τελείωσε τους λογαριασμούς ο Ιγνάτιος κι εγώ έπινα την έκτη μπύρα μου και το ανάλογο ούζο αυτός, αφού συλλογίστηκα αρκετά, γύρισα και του το είπα.
-Έχω πράγματι κρατήσει όλα τα κενά μπουκάλια που είπες.
-Μιλάς σοβαρά; γούρλωσε τα μάτια του.
-Σοβαρά μιλάω.
-Δεν σε πιστεύω... τσέβδισε. Πάμε να τα δούμε; που τα έχεις;
-Μέσα στην παράγκα.
-Αυτή που έχεις στην άκρη του κήπου;
-Αυτή.
-Θα πάμε;
-Να μην πιούμε κανα δυό ακόμα;
-Ε, να πιούμε, συναίνεσε.
Παραγγείλαμε και πίναμε. Κάθε βράδυ το
 ίδιο βιολί.
Όταν κατηφόριζα για το καφενείο δεν κουραζόμουν. Ούτε βιαζόμουν να φτάσω, γιατι ήξερα πως με περιμένουν οι μπύρες. Στον γυρισμό, επειδή δεν οδηγούσα και δεν είχα πάρει δίπλωμα ποτέ, κουραζόμουν στις ανηφόρες. Αν δεν τύχαινε να με πάει κανένας γνωστός, έκαμνα μισή ώρα για να φτάσω- πεντακόσια μέτρα δρόμος.
Απόψε είχα τον Ιγνάτιο.
-Έχεις τη μερσεντές απ έξω τον ρώτησα στη δωδέκατη μπύρα.
-Όχι.. απάντησε με δυσκολία. Τη νεκροφόρα έχω.
-Ε, θα πάμε μ αυτή. Να σου δείξω τα μπουκάλια με τις μπύρες. Έχω και ούζο εκεί να πιούμε και καμιά σειρά.
-Καλά λες, αλλά για τα μπουκάλια δε σε πιστεύω.
-Πάμε και θα δεις.
Κουτσά-στραβά, κάποια στιγμή φύγαμε. Μπήκαμε στη νεκροφόρα. Μεθυσμένος καθώς ήμουν, δεν πρόσεξα το φέρετρο που κουβαλούσε πίσω.
Φτάσαμε στο σπίτι μου. Ο Ιγνάτιος ερχόταν εκεί
 για πρώτη φορά- η παρέα μας μέχρι τότε, ήταν μονάχα για το καφενείο. Η ώρα θα είχε πάει μια και μια παράξενη ησυχία βασίλευε παντού. Μπήκαμε στην αυλή, προχωρήσαμε προς το βάθος, προς την παράγκα.
Η γυναίκα μου κοιμόταν του καλού καιρού. Τι να έκανε η γυναίκα; Να περίμενε εμένα να γυρνάω μεθυσμένος κάθε βράδυ, πότε στις μία, πότε στις πέντε;
Μπήκαμε στην παράγκα και ο Ιγνάτιος έμεινε άγαλμα.
-Τι κάνεις εδω μέσα ρε μεγάλε; Κι άρχισε να περιδιαβαίνει τους διαδρόμους που είχα χτίσει αριστοτεχνικά, σαράντα χρόνια με τα καφάσια και τα μπουκάλια από την Άμστελ.
Η παράγκα ήταν μεγάλη. Τουλάχιστον εξήντα μέτρα μήκος επί τριάντα πλάτος. Σχεδόν διακόσια τετραγωνικά-ούτε οι μεγαλύτερες κάβες δεν είχαν τέτοια αποθήκη. Ενδιάμεσα απο τα καφάσια, που και που, έχτιζα ισορροπημένα τα άδεια μπουκάλια της Άμστελ-μόνον Άμστελ, κοκκίνιζε ο τόπος. Εγώ άραξα στο γραφείο που διατηρούσα σε μια γωνιά. Δε μου έκανε πια καμιά εντύπωση ο χώρος, τον είχα συνηθίσει.
-Τι θα τα κάνεις όλα αυτά; ήρθε κοντά μου ο Ιγνάτιος. Διακόσιες σαράντα χιλιάδες μπουκάλια;
-Θα πιεις ένα ούζο; γέλασα.
-Θα πιώ.
Του βαλα ούζο, άνοιξα μια
 μικρή παγωμένη από το ψυγείο
-Στην αρχή, του είπα, πριν από τόσα χρόνια, πήγαινα τα κενά στο σούπερ μάρκετ. Αμέσως όμως αντιλήφτηκα πως δεν άξιζε τον κόπο-μια δεκάρα επιστροφή δίνουνε, ούτε το περπάτημα να πηγαίνω πίσω. Έτσι σκαρφίστηκα την ιδέα να τα αποθηκεύω εδώ. Τουλάχιστον να ξέρω πόσο πίνω!
-Μπράβο ρε μεγάλε! Δεν το περίμενα αυτό! Έχεις μυαλό τελικά. Θα τους τα πάρεις τώρα τα φράγκα.
-Πως θα τους τα πάρω; μουρμούρισα.
-Τι λες ρε; φώναξε. Ξέρεις τι λες; Να φωνάξεις εδώ τα κανάλια, να δούνε τον μεγαλύτερο μπεκρή όλων των αιώνων. Να δεις τι έχει να γίνει!
-Λες;
-Εμ, βέβαια λέω!
 Αν δεν το κάνεις εσύ, θα τους φωνάξω εγώ. Και μετά να φωνάξεις την Άμστελ να τα πουλήσεις! Ένα κάρο λεφτά..
-Μη λες ανοησίες!
 
-Δε λέω ανοησίες, είπε κι έπεσε σε μια ντάνα άδεια μπουκάλια.
Σωριάστηκε ανάμεσα τους κι ο θόρυβος από το πέσιμο ήταν εκκωφαντικός. Με χίλια ζόρια κατάφερα να τον ανασύρω, αφού έπεσα κι εγώ δυο-τρεις φορές.
-Σιγά! του φώναζα. Θα ξυπνήσουμε τη γειτονιά.
-Σιγά τη γειτονιά.. χικ.. ποιος μας ακούει δυο η ώρα τη νύχτα. Αυτοί έχουνε άγρια μεσάνυχτα.. χικ..
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ήχησαν οι σειρήνες του περιπολικού. Ήταν η Αστυνομία που έψαχνε τον Ιγνάτιο.
-Εμένα ψάχνουν; με ρώτησε.
-Που να ξέρω; ψέλλισα. Πάμε να δούμε.
Σέρνοντας τα βήματα μας φτάσαμε στην εξώπορτα, όπου μας περίμενε το περιπολικό
-Τι ζητάτε; Ρώτησα
-Ποιανού είναι η νεκροφόρα; αναρώτησε ο αξιωματικός.
-Δική μου... γιατί σε νοιάζει;.. χίκ, έκανε ο Ιγνάτιος.
-Μας πήρανε τηλέφωνο. Περιμένουν τον νεκρό για να τον κλάψουνε
-Ποιο νεκρό; ρώτησα αλλοπαρμένος.
-Δεν έχεις νεκρό στο φέρετρο; απευθύνθηκε στον Ιγνάτιο
-Έεεεχω.. και τι σε νοιάζει κυρ Αστυνόμε... δικό σου είναι; χικ!
-Έχεις νεκρό στη νεκροφόρα; σάλεψα, ξεμέθυσα.
-Και γιατί δεν τον πήγες σπίτι του; στην εκκλησία; μπερδεύτηκα.
-Αφού πίναμε τις μπύρες και τα ούζα...
-Άστα αυτά! διέταξε ο μπάτσος. Έλα, σύνελθε να πάμε τον νεκρό στο σπίτι του.
-Καλά, να τον πάμε, κλαψούρισε.
-Θα πάμε συνοδεία, θ αφήσεις το φέρετρο με τον νεκρό στους δικούς του κι ύστερα κάνε ότι θέλεις. Κατάλαβες;
-Κατάλαβα, ψέλλισε ο Ιγνάτιος.

Και φύγανε. Με άφησαν μόνο μου να τριγυρίζω σαν φάντασμα στον κήπο μου μέχρι το πρωί, με ένα μπουκάλι Άμστελ στο χέρι.

ΤΕΛΟΣ

 

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΊΟΣ ΦΊΛΟΣ

 


Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΦΙΛΟΣ

 Το είχα πάρει απόφαση πως η ζωή μου πολύ δύσκολα θα μπορούσε ν αλλάξει. Και πως να γινόταν αυτό, δηλαδή, αφού  τόσα χρόνια τώρα έκανα μόνο δουλειές του ποδαριού. Τον περισσότερο καιρό, δούλευα γκαρσόνι, όπου εύρισκα. Στην αρχή πήγαινα σε ρέστωραντ πολυτελείας.  Να σερβίρω τους λεφτάδες, που με θεωρούσαν υπηρέτη τους  και τέτοιος ήμουν, αυτό δεν είναι ψέμματα. Όσοι έχουν δουλέψει γκαρσόνια και δεν νιώθουν απελπισία που είναι αναγκασμένοι να κουβαλάνε πιάτα, σερβίτσια, μακαρονάδες, πετσέτες στους πελάτες, το αικιού τους θα πρέπει να είναι πολύ χαμηλό. Το μυαλό τους δεν κόβει. Εμενα όμως το μυαλό  μου έκοβε. Δεν ήμουν βλάκας. Τριάντα πέντε χρόνια στο πεζοδρόμιο. Το μεγάλο σχολείο. Τα είχα σπουδάσει,  αυτά, όλοι με έλεγαν τσακάλι κκαι το νιωθα, δεν ήμουν βλάκας.  Άτυχος ήμουν και γι΄αυτό σκεφτόμουν τελευταία,  να βρω κάποιο κόλπο, κάτι να κάνω για να μην ξαναδουλέψω γκαρσόνι. Να μην είμαι υπηρέτης του κάθε χαζοχαρούμενου νεόπλουτου. Ενας τρόπος ήταν να κερδίσω κάποτε στο λότο. Κι έπαιζα μετα μανίας μέχρι την τελευταία μου δεκάρα. Πήγαινα στα μεγαλύτερα προποτζίδικα, διάβαζα συστήματα, μιλούσα με άλλους που είχαν κερδίσει, παρακολουθούσα στατιστικές  αλλά τίποτα.. Βέβαια, έξυπνος ήμουν, καταλάβαινα πως ονειροβατούσα, ζεις όμως και με τα όνειρα. Όλα τα βράδια που δεν μπορούσα να κοιμηθώ, σκεφτόμουν για να ξεχνιέμαι και να περνάει η ώρα, τι θα έκανα τα λεφτά που θα κέρδιζα. Μελετούσα και την παραμικρή λεπτομέρεια,  έλεγα σ΄αυτούς που με είχαν αδικήσει πως δεν θα έδινα τίποτε, θα ξεχρέωνα κάτι λίγα χρέη, θα πήγαινα και στην  Ελένη κορδωμένος να της δείξω τα λεφτα μου- η Ελένη είναι η μοναδική γυναίκα που με ανέχεται, με τόση φτώχεια ποια γυναίκα σε θέλει; θα υπερεφανευόμουν πως παρ ότι είχα τελειώσει μόνο το Λύκειο, ήμουν πιο έξυπνος από τόσα κορόιδα που περίμεναν με το μεροκάματο να γίνουν πλούσιοι. Αυτή ήταν η μια μανία μου. Η άλλη ήταν το ινερνετ. Είχε ο κύριος Νίκος πολλούς υπολογιστές και μου είχε χαρίσει έναν πριν χρόνια.Έναν υπολογιστή που δεν τον ήθελε και μου τον χάρισε. Έτσι κάνουν αυτοί οι πλούσιοι, χαρίζουν ότι δεν χρειάζονται και σε υποχρεώνουν. Έτσι κι εγω όλο τον ελεύθερο χρόνο μου εκει μέσα τον περνούσα. Γράφτηκα στο φεις μπουκ κι έκανα επιλεκτικά μόνο εκατον πενήντα φίλους. Ούτε έναν παραπάνω. Δεν ήθελα άλλους. Κι αυτούς είναι σαν να μην τους έχεις! Σούφρωνε τα χείλια της, η Ελένη. Φίλοι είναι αυτοί που δεν συναντιόσαστε ποτέ; Εγώ ξέρω οι φίλοι  βγαίνουν παρέα, συναντιούνται, μιλάνε, βοηθάνε ο ενας τον άλλον στα προβλήματα, εσένα τι φίλοι είναι αυτοί;  ξέρει κανένας απο δαύτους πως δεν έχεις να φας; Αυτά μου τα λεγε συνέχεια, εμένα όμως ήταν πεποίθηση πως αυτοί οι φίλοι κάποια μέρα θα με έσωζαν. Δεν ξέρω πως μου έβγαινε αυτό αλλά  ήμουν εκατό τοις εκατό σίγουρος πως θα με βοηθούσαν.. . Μιλούσα μαζί τους πολλές ώρες,  τους έκανα λαικ,  μου έκαναν. Πειράζουμε ο ένας τον άλλον, οι περισσότερες γυναίκες με γουστάρουν γιατι είχα  βάλει μια πολύ ωραία φωτογραφία στο προφίλ μου και όχι μόνο. Αυτά δεν τα έβλεπε η Ελένη που περιττό να πω ότι δεν είχε ιδέα απο υπολογιστη. Τι υπολογιστή να ήξερε αφου μια ζωή δούλευε σκουπίστρια στην εταιρία του κυρίου Νίκου. Α, ναι, παντού αυτός ο κύριος Νίκος, μας βοηθούσε, καλός άνθρωπος αλλα πλούσιος.Τώρα όμως τα πράγματα είχαν σκουρήνει περισσότερο. Ήμουν ανεργος πάνω απο τρεις μήνες. Με συντηρούσε η Ελένη  αλλιώς θα είχα πεθάνει της πείνας. Τι θα κάνεις; τι θα έκανες αν δεν είχες εμένα; μου φώναζε κάθε μέρα. Κοίτα να βρεις καμια δουλειά Βαγγέλη, το φειςμπουκ και τα καφενεία δεν δίνουν λεφτά. Καταλαβες Βαγγέλη; Το ονομά μου είναι Βαγγέλης. Αλλά τι το θέλεις το όνομα; οι φτωχοί δεν χτειάζεται να έχουν όνομα. Μένω τελευταία σε ένα ημιυπόγειο που μου έκανε χάρη να μου παραχωρήσει ο κυριος Νίκος. Πήγαινε εκεί,  μου είπε, δεν έχω τίποτα  καλύτερο. Δεν πειράζει, του απάντησα, έχω συνηθίσει εγώ. Έχω κοιμηθεί και στις πέτρες, στα παγκάκια. Στα παγκάκια ε; Στις πέτρες; Άνοιγε τα μάτια του. Έφαγες σήμερα; Ναι, δυο βερίκοκα. Να πάρε μισό ευρω  να  πάρεις νερό. Τι να το κάνω το νερό; απορούσα. Ε, πως, άνθρωπος είσαι θα διψάσεις. Κι έφευγε με τα σιγανά του βήματα σαν πλούσια γάτα που ήταν. Η κατάντια μου είχε φτάσει στην απελπισία. Κάτι έπρεπε να κάνω. Να βρω μια δουλειά. Να γίνω άνθρωπος. Η Ελένη μου το ξεκαθάρισε. Αιντε αγόρι μου, εσύ δε βάζεις μυαλό, άιντε στο καλό, αφησέ με μήπως βρω κι εγω κανέναν άντρα της προκοπής, να παντρευτώ. Εσύ δεν κάνεις προκοπή.
Αλλά την παρακάλεσα.
  Έπεσα στα πόδια της, καταξευτιλιστηκα και της υποσχέθηκα πως να, όπου να είναι θα πήγαινα να πιάσω δουλειά στο καφενείο του Νικήτα.  Αυτό το ακούω χρόνια τώρα, καλά, εντάξει αλλά είναι η τελευταία σου ευκαιρία, εντάξει!
Με το κεφάλι σκυφτο, αυτή η κατάσταση κράτησε κάμποσο καιρό ακόμα ίσως έξι μήνες
 και το περίεργο είναι πως εγώ γινόμουν όλο και πιο αδιάφορος. Κορόιδευα τον εαυτό μου και την Ελένη. Εκεί που την εύρισκα πραγματικά, ήταν ο υπολογιστής μου και οι φίλοι μου.Κλικ απο δω, λάικ απο κει, σχολίαζα αλλλα δεν έβγαινε τίποτε.  Το πράγμα άρχισε να δυσκολεύει όταν με διέγραψε πρώτα η Νίκη. Απόρεσα  πραγματικά, της έστειλα μήνυμα μα ήταν αμετάπιστη. Σε έκανα ντιλιτ, μου είπε. Πέρασα το χέρι μου ανάμεσα στα μαλλιά μου, έτσι κάνω όταν δυσκολεύομαι κι άρχισε να με πιάνει τρόμος στην ιδέα πως θα μπορούσαν να με διαγράψουν όλοι. Μούσκεψα το βράδυ στον ιδρώτα, πετάχτηκα επάνω άνοιξα τον υπολογιστή. Ναι, οι σκέψεις επαληθεύονταν. Και άλλοι δυο φίλοι με διέγραψαν. Το πρωί πήγα στο καφενείο σκοτωμένος, δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν. Τι να τους έλεγα άλλωστε. Δεν είχα κανέναν φίλο εκεί, εμένα οι φίλοι μου ήταν στις οθόνες κι μου ράγιζε η καρδιά που τους έβλεπα μετα από τόσα χρόνια να αποχωρούν. Να με  διαγράφουν ένας-ένας. Γύρισα το μεσημέρι είδα πως είχαν αποχωρήσει άλλοι δέκα. Δεν προσπάθησα να μεταπείσω κανέναν και τα κουβέντιασα με τον Τζονυ. Ο Τζόνυ είναι ο καλύτερος μου φίλος. Μη φοβάσαι μου είπε στο τσατ, δεν μπορει να σε διαγράψουν όλοι, κάποιο λάθος θα έκανες. Εσυ, του λέω για ένα μικρό λάθος θα με διαγράψεις. Εγω Βαγγέλη δε θα σε διαγράψω ποτέ. Λοιπόν πάρε μια μέρα το λεωφορείο κι έλα να τα πούμε απο κοντά. Να έρθεις στο σπίτι μου να φάμε και να πιούμε. Θα έρθω του είπα, στο υπόσχομαι. Όπως περνούσαν οι μέρες, σιγά-σιγά, ίσως μέσα σε ένα μήνα μου είχαν απομείνει μόνο δώδεκα φίλοι. Είχα συνηθίσει πια και δεν μου έκανε καμιά εντύπωση. Τελείωσε αυτή η δουλειά έλεγα στον εαυτό μου κι έψαχνα να βρω δουλειά αλλά που..
Πήγα απο δω, ρώτησα απο εκει, τίποτα. Η Ελένη δεν μου μιλούσε άλλο. Πάψαμε να κάνουμε και έρωτα, το πράγμα χειροτέρευε άγρια. Εκείνο το Σαββατοκύριακο είχα αποφασίσει πως χρειαζόταν να πάω
  να βρω τον  Τζόνυ. Περιττό να σας πω, πως ήταν ο τελευταίος, ο μοναδικός φίλος που μου είχε απομείνει. Αλλα ήταν πραγματικός, μη σε νοιάζει με παρηγορούσε και τα κουβεντιάζαμε συνέχεια. Εσυ πόσους φίλους έχεις; τον ρωτούσα αν και έβλεπα στο προφιλ του πως είχε πάνω απο τρεις χιλιάδες. Χαχαχα! γελούσε μη το σκέφτεσαι καλέ μου, θα έρθεις τη Δευτέρα που μου υποσχέθηκες; Θα έρθω του είπα και το φιξάραμε. Μου έδωσε οδηγίες πως θα πάω γιατι το σπίτι του ήταν έξω απο την πόλη. Με το κεφάλι σκυφτό, το μυαλό μου καρφωμένο στους δρόμους, γύριζα σαν αδέσποτος σκύλος. Όλη εκείνη την Κυριακή δεν πήγα καθόλου στην Ελένη. Σκεφτόμουν μόνο πως θα έφτανα στον Τζόνυ. Μόνο ο Τζόνυ θα με έζωζε, αυτός, ο τελευταίος οθονικός μου φίλος. Βέβαια το είχα παρακάνει με την Ελένη,  καλά μου είπε, έπρεπε να την αφήσω ήσυχη. Όπως μου ρχόταν στο νου η σκέψη πως θα ζούσα χωρίς αυτήν κάθισα σε ένα παγκάκι κι έκλαψα.
Κάποια στιγμή σηκώθηκα. Πέρασα πάλι το χέρι, τα δάχτυλα ανάμεσα στα μαλιά μου. Έκανε κρύο. Ένας ψιλός αέρας σφύριζε πάνω απ τις κορφές των κτιρίων. Προχώρησα προς την υπόγα, μόνος,
  πεινασμένος,  κι άυπνος δυο, τρεις μέρες, δεν ξέρω πόσο. Είχα μια ξεχασμένη τσίχλα  στην τσέπη του πουκαμισου, την ξεκόλλησα, είχε μείνει λίγο χαρτί γύρω της. Την έβγαλα προσεκτικά και την ξαναμάσησα. Αλλά χορταίνεις με την τσίχλα; Γιατί να πεινάνε οι άνθρωποι; τι χρειαζόταν το φαί; μήπως έπρεπε η φύση να φρόντιζε διαφορετικά για τους ανθρώπους; Δηλαδή να μην έχουν ανάγκη να τρώνε; Έκανα τέτοιες ερωτήσεις στον εαυτό μου ακόμα κι όταν είχα μπει στην υπόγα. Κάθισα στο λειψό τραπέζι, άναψα το κερί. Το φως ήταν κομμένο καιρό. Έψαξα να βρώ κάτι να τσιμπήσω, καμμιά φορά έκρυβα κανένα κομμάτι ψωμί σε  σακούλες νάυλον αλλά αυτή τη φορά δεν είχα κρύψει ούτε τρίμα. Μόνο ένα σαπισμένο ροδάκινο, που ήταν στην βρώμικη κουζίνα  βρήκα. Το πλυνα, το καθάρισα όπως μπορούσα και το έφαγα. Έφαγα και το κουκούτσι. Η ψίχα του ροδάκινου δεν τρώγεται, είναι πικρή. Θεόπικρη και πιάνει μούχλα. Όμως αυτή η ψίχα με  κράτησε. Έριξα ένα παλιό πέτσινο μπουφάν στους ώμους και βγήκα στο δρόμο. Νύχτα ήτανε, το ξεροβόρι θέριζε τον κόσμο μου. Ξεκίνησα να περπατώ. Περπατούσα, περπατούσα, δεν ξέρω πόσες ώρες, και το χάραμα  είχα βγει απο την πόλη όπως μου είχε πει ο Τζόνυ. Ναι, εκεί πήγαινα, που αλλού, δεν είχα που αλλού να πάω. Να ερθεις οπωσδήποτε, θα σε φιλοξενήσω, να μείνεις όσο θέλεις μου είχε πει και με είχε κατασυγκινήσει.Και να τώρα που έφτανα σε κείνη την ερημιά που με είχαν φέρει οι οδηγίες του. Πήρα το μονοπάτι που έβγαζε πίσω απο τον λόφο. Έστριψα μια μεγάλη στροφή. Είδα το σπίτι του Τζόνυ. Μικρό μου φάνηκε. Μικρούλι.  Θα μας χωρούσε άραγε και τους δυο; Προχώρησα κατα εκεί. Ο ήλιος είχε φέξει για τα καλά. Οι πόρτες είναι ανοιχτές, μου είχε πει ο Τζόνυ. Δεν κλειδώνω ποτέ. Πράγματι, ήταν ανοιχτές. Μπήκα απο την μία  με σιγανά βήματα. Η ανάσα μου σχεδόν σταματημένη. Προχώρησα στο μικρό διάδρομο. Μπήκα στη σάλα. Κοίταξα πάνω στο γραφείο. Ένας γάτος καθόταν πάνω στα πλήκτρα του υπολογιστή και μου χαμογελούσε.

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...