Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

Η ΙΣΤΟΡΊΑ ΕΝΟς ΑΣΉΜΑΝΤΟΥ

 


ΤΟ ΚΡΙΝΟ ΠΑΝΩ ΣΟ ΜΕΛΙ.

 

Είχε πάει κάπου μακριά από το σπίτι του. Μην φανταστείτε καμιά τεράστια απόσταση, ίσως ένα προάστιο πιο δίπλα. Από την Ηλιούπολη στο Μπραχάμι, ας πούμε, παραμόνευε ο παράξενος τρόπος για να ζήσει. Τσακώθηκε λίγο με την γυναίκα του, προσποιητά μάλλον, για να βρει ευκαιρία να φύγει, το χρησιμοποιούσε μερικές φορές αυτό το κόλπο κι έπιανε. Δεν είχε κάτι συγκεκριμένο να κάνει, απλά ήθελε να είναι μόνος. Το έκανε συχνά και του άρεσε. Αυτός κι ο εαυτός του, οι καλύτεροι φίλοι.

Μπήκε σε μια καφετέρια, παράγγειλε καπουτσίνο και τον έπινε με σκουριασμένες σκέψεις, γιατί είχε παντρευτεί, τι τον ήθελε τον γάμο και τέτοια, δεν του άρεσαν οι δεσμεύσεις, οι υποχρεώσεις, τα παιδιά και τα σκυλιά ή μπορεί να τα ήθελε αλλά, από μόνα τους, ως δια μαγείας, σαν παραμύθι. Τότε μπορεί να του άρεσαν, ίσως όμως να μην του ταίριαζε και η γυναίκα που είχε παντρευτεί, πράγμα που του τόνιζε συνέχεια με στόμφο: «μπορεί να γνώρισες πολλές γυναίκες αλλά εμένα παντρεύτηκες!» Μπορεί, λοιπόν, να μην ήταν αυτή που είχε ονειρευτεί αλλά αρνιόταν να το παραδεχτεί, ήταν μια καλή σκέψη και την ενστερνίσθηκε κι ετοιμαζόταν να φύγει, όταν στο βάθος πήρε το μάτι του έναν φίλο με δυο γυναίκες παρέα, που τις γνώριζε εξ αποστάσεως. Η μία ήταν η Ελπίδα, μια γυναικάρα, που την είχε δει μερικές φορές να κυκλοφορεί με έναν πιτσιρικά. Η άλλη, δεν ήξερε το όνομα της, ήταν κοντούλα σαν κούκλα, μικροσκοπική. Ο φίλος, του έκανε νόημα να πάει στην παρέα τους. Παντρεμένος ήταν κι αυτός, φαίνεται πως είχε βρει κάποιον τρόπο να ξεπορτίσει. Αμυδρά θυμόταν, πως σε μια από τις τελευταίες τους συναντήσεις, του είχε πει ότι ψαχνόταν με κάτι μικρές αλλά δεν τον είχε πιστέψει. Να, όμως που έλεγε την αλήθεια.
Πήγε στο τραπέζι τους με αίσθηση ανωτερότητας. Είχε την  υπεροχή, ήταν ένας έξυπνος και ωραίος άντρας γύρω στα τριανταπέντε. Ο φίλος του ήταν επίσης γοητευτικός αλλά κομπλεξαρισμένος. Φτωχούλης, ασήμαντος, μεροκαματιάρης με δυο παιδιά.
-Θα κεράσεις; Τον ρώτησε αφού τον σύστησε στις γυναίκες.
-Και βέβαια θα κεράσω! Ότι καλύτερο έχει το μαγαζί, είπε με έπαρση.
-Το ξέρουμε πως έχεις λεφτά…είπε με νόημα ο φίλος του.
-Λεφτά! Όποιος δεν έχει λεφτά σήμερα είναι βλάκας, είπε περιφρονητικά.
-Μην το λες αυτό! έκανε η Ελπίδα που ναι μεν ήταν γυναικάρα αλλά η φτώχεια ξεχείλιζε από τα μπούτια της, που ήταν έτοιμα να πεταχτούν από το σχιστό τσόλι που φορούσε.
-Γιατί;
-Γιατί η φτώχεια έχει αξιοπρέπεια! είπε πειραγμένη.
-Τρίχες!
-Τρίχες;
-Τρίχες.
-Είσαστε πολύ υπερόπτης.
-Είμαι.
-Το λες σα να μην σε πειράζει.
-Δεν με πειράζει.
-Εγώ δεν θα μπορούσα να ζήσω με έναν άντρα σαν εσένα, είπε εμφανώς πειραγμένη.
-Καλά, θα τσακωθείτε τώρα; Εδώ βρεθήκαμε για να διασκεδάσουμε, μίλησε ο φίλος του.
-Ναι, βέβαια για να διασκεδάσουμε, επανέλαβε σαν ηχώ η κοντή κούκλα.
-Δεν τσακωνόμαστε, μη φοβάσαι, γέλασε αυτός.
-Όχι, δεν τσακωνόμαστε, μιλάμε, έκανε και η Ελπίδα.
-Θα πιούμε άλλο εδώ; ρώτησε κοιτώντας τους.
-Να πάμε κάπου αλλού; Πρότεινε η κοντή κούκλα.
-Πάμε, συμφώνησαν.
Οι γυναίκες πήγαν στην τουαλέτα, να φρεσκαριστούν.
-Που θα τις πάμε; Ρώτησε μουλωχτά ο φίλος του.
-Πάμε για φαγητό στη Λωξάντρα.
-Είναι ακριβά εκεί ρε!
-Εγώ πληρώνω.
-Εντάξει. Άμα είναι έτσι… θα τις αγκαλιάσουμε λες; είπε ακόμα πιο συνωμοτικά.
-Την κυνηγάς από καιρό την κοντή ε; γέλασε.
-Χμ, ναι, κάνει τη δύσκολη, άσε η άλλη..
-Αν δεν τις πηδήξουμε απόψε, ξέχασε το, δεν θα τις πηδήξουμε ποτέ, αποφάνθηκε.
Ωστόσο οι γυναίκες γύρισαν.
-Λοιπόν αρχηγέ; Που θα μας πας; Ρώτησε και τον κοίταζε προκλητικά η Ελπίδα.
-Πάμε και θα δείτε.
Μπήκαν στο καινούριο του αυτοκίνητο, μια ασημένια μπεμβέ, που μόλις είχε αγοράσει.
-Καινούριο ε; Έκανε ενθουσιασμένη δίπλα του η Ελπίδα.
-Εμ, φαίνονται τα λεφτά, γέλασε από πίσω η κοντή κούκλα.
-Σιγά μην το ματιάσετε, χαμογέλασε και πάτησε το γκάζι μόλις βγήκε στην Βουλιαγμένης.
Η ασημένια μπεμβέ απογειώθηκε σαν αεροπλάνο στον άδειο δρόμο. Δεν είχε κίνηση εκείνη την ώρα.
-Μην τρέχεις τόσο πολύ, του είπε η Ελπίδα. Φοβάμαι, κι ακούμπησε πάνω του. Αυτός της έπιασε το χέρι, χαμήλωσε ταχύτητα. Την κοίταξε στα μάτια κι ύστερα στο άνοιγμα του φορέματος, στα μπούτια. Η Ελπίδα πήρε το χέρι του και μαζί με το δικό της τα έχωσε ανάμεσα στα πόδια της. Ώσπου να φτάσουν στην Λωξάντρα, είχε φτάσει πιο μέσα της. Κι ο φίλος του  δεν πήγαινε πίσω. Είχε αγκαλιαστεί με την κοντή και φιλιόντουσαν. Γύρισε, τον κοίταξε κλείνοντας του το μάτι και συνέχισε να χαϊδεύει το ιδρωμένο μύρο της Ελπίδας.
-Φτάνει, του χαμογέλασε, μόλις σταμάτησε για να παρκάρει.
-Ναι, φτάσαμε, έκανε πως την διόρθωνε.
Η Λωξάντρα ήταν μια πολυτελέστατη ταβέρνα στο γκολφ της Γλυφάδας. Πήγαινε πολλές φορές εκεί.
-Ωραίο μαγαζί, θαύμασαν οι φίλοι του όταν κάθισαν.
-Ναι, ωραίο, συναίνεσε. Χαίρομαι που σας αρέσει.
-Είδες; Άμα θέλεις γίνεσαι ευγενικός, έτσι μ’ αρέσεις, έκανε η Ελπίδα.
-Τότε θα είμαι συνέχεια ευγενικός, μειδίασε.
Έφαγαν, ήπιαν κόκκινο κρασί, ήρθαν περισσότερο στο κέφι, μίλησαν διάφορα, πέρασε η ώρα, οδήγησε πίσω, κανόνισαν να αφήσει τον φίλο του με την κοντή κούκλα κάπου στο Μπραχάμι κι αυτοί συνέχισαν για την Ηλιούπολη. Σταμάτησε σε ένα σκοτεινό στενό κι αμέσως φιλήθηκαν. Άρχισαν τα χάδια, άναψαν.
-Που θα πάμε; Δεν μ αρέσει στο αυτοκίνητο, τραβήχτηκε η Ελπίδα που κατάλαβε πως προχωρούσε πολύ.
-Πάμε στο μαγαζί μου, είπε.
-Τι μαγαζί;
-Έκθεση επίπλων, και ξεκίνησε.
Της είχε βγάλει την κιλότα και τώρα εκείνη προσπαθούσε να την ξαναφορέσει.
-Μην την φοράς, την εμπόδισε με το χέρι του. Μου αρέσει η σκέψη ότι δεν φοράς τίποτε από κάτω. Έτσι κι αλλιώς σε λίγο θα την ξαναβγάλεις.
Έφτασαν στην έκθεση, μπήκαν, κλείδωσε την πόρτα πίσω του, δεν άναψε φως, την παρέσυρε προς την τουαλέτα και τη στρίμωξε στον τοίχο, σήκωσε το φόρεμα, άνοιξε το φερμουάρ του και της έβαλε το κρίνο αμέσως, ήταν έτοιμος μετά από τόσα χάδια και τόση αδημονία, το λευκό φως σάρκαζε, ο κόσμος έσταζε μέλι.
-Μη βιάζεσαι, του είπε ναζιάρικα.
-Μη σε νοιάζει, θα σου δώσω όσο κρέας θέλεις, την ησύχασε.
Καθώς άρχισε το μέσα έξω, ένα φως αναβόσβηνε ρυθμικά, σύμφωνα με τις κινήσεις τους.
-Τι είναι αυτό; τρόμαξε η Ελπίδα.
-Τίποτα, γέλασε και την τράβηξε παραπέρα.
Πίσω της ακριβώς ήταν ένας διακόπτης και τον πίεζε με την πλάτη της κάνοντας τον να αναβοσβήνει.
Τέλειωσαν εκεί το πρώτο με φωνές ηδονικές. Το κρίνο πάνω στο μέλι πάνω στις τρίχες, πάνω στο φόρεμα, παντού.
-Θα με λερώσεις, του παραπονέθηκε και πήρε το λευκό στο στόμα.
Ήταν τόση η δίψα τους που συνέχισαν αμέσως,  πήγε στο βάθος, άναψε ένα χαμηλό πορτατίφ, γυμνώθηκαν, έσμιξαν τα νεανικά κορμιά τους, αγαλλίασαν, την ανέβασε στον πάγκο του εργαστηρίου, έτσι που να τον βολεύει, άνοιξε τα πόδια, γονάτισε, φίλησε τρυφερά το ωραίο της μαύρο, άνοιξε και παιχνίδισε την γλώσσα πάνω στην ωραία σάρκα, στα λευκά ημισφαίρια.
-Μη! ανατρίχιασε η Ελπίδα. Μη από εκεί, με τρελαίνεις δεν το έχω ξανακάνει.
Αυτό τον ερέθισε περισσότερο, θα ανέβαινε σε παρθένο βουνό.
Έβαλε πρώτα στην πρώτη πόρτα, να πάρει υγρά και πάνω στην τρελή ανάσα της, τον έχωσε με βία στο βουνό.
-Ααα! Μη!.. με ξεσκίζεις! ούρλιαξε αλλά τον έσπρωχνε με τα χέρια της να μπει περισσότερο.
Πάντα αναρωτιόταν γιατί οι γυναίκες γούσταραν  τόσο πολύ από το βουνό και καθώς μπαινόβγαινε, την κοίταζε στο πρόσωπο. Δάγκωνε τα χείλια της, γύριζε το κεφάλι δεξιά-αριστερά, έσβηνε από την ατέλειωτη ευχαρίστηση. Ύστερα ανέβηκε κι αυτός στον καναπέ, την έβαλε να καθίσει στα τέσσερα, όπως τα ζώα, μία  μπρος, μια στο βουνό, μέχρι τα χαράματα που τους βρήκαν αγκαλιασμένους σε κάποιον από τους πολλούς καναπέδες, τρελάθηκαν  με τις σάρκες τους. Στο σκοτάδι, όταν ξύπνησε, προσπαθούσε να θυμηθεί, πόσες φορές την είχε πάρει. Πάνω από εφτά φορές, μονολόγησε. Εφτά ήταν τα θαύματα κι αυτό το όγδοο
-Με πονάει το βουνό μου, μουρμούρισε η Ελπίδα και τον ξανάφτιαξε.
-Από μπροστά μωρό μου, από μπροστά, είναι πρωί ακόμα, τον παρακάλεσε.
Ο πρωινός έρωτας μετά από μια οργιαστική νύχτα, σου κόβει τα πόδια, σε παραλύει. Βασανίστηκε πολύ, ίδρωσε και κάποτε τα κατάφερε μουγκρίζοντας σαν ζώο. Αηδιασμένος από τον εαυτό του σηκώθηκε, ντύθηκε βιαστικά.
-Τι έπαθες; τον ρώτησε με ανησυχία ενώ ντυνόταν κι αυτή.
-Τίποτα, την απέφυγε. Πρέπει να φύγουμε, έχω πολλές δουλειές σήμερα.
-Είσαι παντρεμένος! τρεμόπαιξε τα μάτια της
-Νόμιζα πως το ήξερες.
-Έπρεπε να μου το πεις, μούτρωσε.
-Τι θα άλλαζε;
-Πόσα χρόνια; έχεις παιδιά;
-Όχι ακόμη, τέσσερα πέντε.. δε θυμάμαι.
-Την αγαπάς;
-Δεν ξέρω.
-Κι εμένα;
-Είναι νωρίς, θα δούμε. Έλα να σε πάω στο σπίτι σου.

Οι δουλειές του πήγαιναν περίφημα. Άνοιξε κι άλλη έκθεση επίπλων, προσέλαβε προσωπικό, ξέφυγε από το εργαστήρι κι από ξυλουργός έγινε επιχειρηματίας. Απόκτησε χρήμα, πλούτη κι ήθελε να κατακτήσει τον κόσμο. Η γυναίκα του ήταν ευτυχισμένη η Ελπίδα το ίδιο. Τις φρόντιζε να μην τους λείπει τίποτε. Ο ίδιος είχε αρχίσει να παχαίνει, έπαιρνε κιλά επικίνδυνα.
-Δεν θέλω να γίνεις χοντρός, του είπε η γυναίκα του.
-Παράτα με! της απάντησε για πρώτη φορά έτσι.
-Πως μου μιλάς! τόλμησε.
-Σκάσε! και της έδωσε δυο χαστούκια.
Ήταν η αρχή και κάθε αρχή, έχει συνέχεια, δεν ήξερε ούτε μπορούσε να το εξηγήσει, κάτι συνέβαινε κι εκεί που ήταν μια χαρά, τον νευρίαζε και την πλάκωνε στα χαστούκια. Αυτός που έλεγε πως οι γυναίκες είναι σαν τα τριαντάφυλλα, τώρα τα μαδούσε.
-Είσαι τρελός! του φώναξε μια μέρα ανάμεσα από κλάματα. Τι σου φταίω εγώ;
-Τίποτα, έλεγε και ηρεμούσε. Συγνώμη.
Μετάνιωνε πικρά, έλεγε πως δεν θα το ξανακάνει και μετά από κάθε ξυλοδαρμό, της έκανε έρωτα. Κάθε μέρα έκανε έρωτα. Την ημέρα με την Ελπίδα και το βράδυ την γυναίκα του.
Η γυναίκα του άντεχε, έκανε υπομονή. Η Ελπίδα δεν ήξερε τίποτε. Την είχε προσλάβει υπάλληλο στην καινούρια έκθεση, έπαιρνε τον μισθό της, τα δώρα της, τα λούσα. Η γυναίκα του δεν ανακατευόταν στις δουλειές του, το είχε απαγορεύσει ρητά. Αλλά ούτε κι εκείνη το ήθελε. Καθόταν στο σπίτι της, φρόντιζε τα οικιακά, ήταν μια νοικοκυρούλα. Μόνο να μην την έδερνε…
Αυτός αποστεωμένος από αισθήματα, κουβαλούσε το χρήμα στην πλάτη του, μακάριος. Κάπνιζε ακριβά πούρα, έπινε που και που πανάκριβα ουίσκι κι έτρωγε σαν βουβάλι. Θα είχε φτάσει εκατό κιλά μα δεν τον ένοιαζε, δεν πα να καιγόταν ο κόσμος…
-Πως έγινες έτσι ρε! του είπε μια μέρα ο παλιός φίλος που του είχε γνωρίσει την Ελπίδα.
-Να μη σε νοιάζει! Του πέταξε σκληρά, εσύ να κοιτάζεις την φτώχεια σου, που δεν έχεις να πάρεις ούτε το γάλα του παιδιού σου.
-Εγώ δεν έχω αυτά που λες αλλά δεν είμαι ηλίθιος! του απάντησε εξ ίσου σκληρά.
Πως είχε καταντήσει έτσι; δεν αναγνώριζε τον εαυτό του. Νευρίαζε με το παραμικρό, μόνο όταν βρισκόταν με την Ελπίδα ηρεμούσε, λες και ήταν το χάπι του, την έπαιρνε και πήγαιναν στα ακριβότερα ξενοδοχεία, στον Αστέρα Βουλιαγμένης και αλλού. Δεν του έκανε ποτέ σκηνές, ήταν  πάντα χαρούμενη, γελαστή, έτοιμη να του ανοίξει τα πόδια.
Όπως ξαφνικά είχε αρχίσει να δέρνει την γυναίκα του, έτσι ξαφνικά, σταμάτησε, αλλά ούτε της μιλούσε πια, ούτε της έκανε έρωτα. Η γυναικούλα δεν παραπονιόταν, είχε αξιοπρέπεια ή ήταν αγαθή. Ότι και να ήταν, πάντως, δεν έδειχνε τα συναισθήματα της. Η κατάσταση συνεχίστηκε σ’ αυτό τον ρυθμό, περίπου δυο χρόνια. Σταδιακά, έχασε πάλι τα κιλά, έγινε ο γνωστός αθλητικός τύπος που ήταν πριν. Τα νεύρα του είχαν χαλαρώσει, άλλαζε δέρμα σαν τον Χαμαιλέοντα. Η ζωή συνεχίζεται, έλεγε, όλα αλλάζουν, όλα τρέχουν, τίποτε δεν είναι παντοτινό, επέμενε ένα βράδυ που είχε πάει με την Ελπίδα στον Αστέρα Βουλιαγμένης, αφού έφαγαν, την αγκάλιασε για τελευταία φορά, ανόρεχτος και σκεφτόταν να γυρίσει στην γυναίκα του. Σ’ αυτήν που είχε παντρευτεί και είχε παραμελήσει κι όλη την νύχτα δεν κοιμήθηκε. Στριφογύριζε στο κρεβάτι, ανήσυχος και το είχε αποφασίσει. Μάλιστα, δεν έβλεπε την ώρα να ξημερώσει, να τελειώσει με αυτή την ιστορία, είχε βαρεθεί.
Δεν της είπε τίποτε. Ούτε η Ελπίδα κατάλαβε, τι έκρυβε στην ψυχή του.

Βιάστηκε να φτάσει στο σπίτι του, χαρούμενος που είχε πάρει τέτοιες αποφάσεις. Ένας γλυκός, Φθινοπωριάτικος αέρας έπνεε καθώς ανηφόριζε την Βουλιαγμένης. Ήρεμος, παρκάρισε την μπεμβέ, κατέβηκε και προχώρησε την αυλή του σπιτιού του. Άδειο του φάνηκε, χωρίς να ξέρει γιατί. Αλαφιασμένος, ξεκλείδωσε. Μπήκε στο σαλόνι, κοίταξε ερευνητικά, δεν είδε κανέναν, έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα. Κανείς.
Πήγε στην κουζίνα. Το ίδιο. Βουβαμάρα, τεράστια ησυχία.
Επέστρεψε στο σαλόνι. Πάνω στο τραπεζάκι, είδε το γράμμα. Έσκυψε και το διάβασε.

«Τα ξέρω όλα. Μην με αναζητήσεις. Φεύγω για πάντα. Η γυναίκα σου.»

ΤΕΛΟΣ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΑ ΣΊΔΕΡΑ ΝΑ ΜΙΛΟΥΝ

    Να γράψω κάτι, βέβαια όχι αναγκαστικά αλλά ούτε επίτηδες. Τίποτε δεν με εκπλήσσει πια, τα περιμένω όλα, ακόμα κι αυτό ότι μεγάλωσα. Στην...