Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΊΟΣ ΦΊΛΟΣ

 


Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΦΙΛΟΣ

 Το είχα πάρει απόφαση πως η ζωή μου πολύ δύσκολα θα μπορούσε ν αλλάξει. Και πως να γινόταν αυτό, δηλαδή, αφού  τόσα χρόνια τώρα έκανα μόνο δουλειές του ποδαριού. Τον περισσότερο καιρό, δούλευα γκαρσόνι, όπου εύρισκα. Στην αρχή πήγαινα σε ρέστωραντ πολυτελείας.  Να σερβίρω τους λεφτάδες, που με θεωρούσαν υπηρέτη τους  και τέτοιος ήμουν, αυτό δεν είναι ψέμματα. Όσοι έχουν δουλέψει γκαρσόνια και δεν νιώθουν απελπισία που είναι αναγκασμένοι να κουβαλάνε πιάτα, σερβίτσια, μακαρονάδες, πετσέτες στους πελάτες, το αικιού τους θα πρέπει να είναι πολύ χαμηλό. Το μυαλό τους δεν κόβει. Εμενα όμως το μυαλό  μου έκοβε. Δεν ήμουν βλάκας. Τριάντα πέντε χρόνια στο πεζοδρόμιο. Το μεγάλο σχολείο. Τα είχα σπουδάσει,  αυτά, όλοι με έλεγαν τσακάλι κκαι το νιωθα, δεν ήμουν βλάκας.  Άτυχος ήμουν και γι΄αυτό σκεφτόμουν τελευταία,  να βρω κάποιο κόλπο, κάτι να κάνω για να μην ξαναδουλέψω γκαρσόνι. Να μην είμαι υπηρέτης του κάθε χαζοχαρούμενου νεόπλουτου. Ενας τρόπος ήταν να κερδίσω κάποτε στο λότο. Κι έπαιζα μετα μανίας μέχρι την τελευταία μου δεκάρα. Πήγαινα στα μεγαλύτερα προποτζίδικα, διάβαζα συστήματα, μιλούσα με άλλους που είχαν κερδίσει, παρακολουθούσα στατιστικές  αλλά τίποτα.. Βέβαια, έξυπνος ήμουν, καταλάβαινα πως ονειροβατούσα, ζεις όμως και με τα όνειρα. Όλα τα βράδια που δεν μπορούσα να κοιμηθώ, σκεφτόμουν για να ξεχνιέμαι και να περνάει η ώρα, τι θα έκανα τα λεφτά που θα κέρδιζα. Μελετούσα και την παραμικρή λεπτομέρεια,  έλεγα σ΄αυτούς που με είχαν αδικήσει πως δεν θα έδινα τίποτε, θα ξεχρέωνα κάτι λίγα χρέη, θα πήγαινα και στην  Ελένη κορδωμένος να της δείξω τα λεφτα μου- η Ελένη είναι η μοναδική γυναίκα που με ανέχεται, με τόση φτώχεια ποια γυναίκα σε θέλει; θα υπερεφανευόμουν πως παρ ότι είχα τελειώσει μόνο το Λύκειο, ήμουν πιο έξυπνος από τόσα κορόιδα που περίμεναν με το μεροκάματο να γίνουν πλούσιοι. Αυτή ήταν η μια μανία μου. Η άλλη ήταν το ινερνετ. Είχε ο κύριος Νίκος πολλούς υπολογιστές και μου είχε χαρίσει έναν πριν χρόνια.Έναν υπολογιστή που δεν τον ήθελε και μου τον χάρισε. Έτσι κάνουν αυτοί οι πλούσιοι, χαρίζουν ότι δεν χρειάζονται και σε υποχρεώνουν. Έτσι κι εγω όλο τον ελεύθερο χρόνο μου εκει μέσα τον περνούσα. Γράφτηκα στο φεις μπουκ κι έκανα επιλεκτικά μόνο εκατον πενήντα φίλους. Ούτε έναν παραπάνω. Δεν ήθελα άλλους. Κι αυτούς είναι σαν να μην τους έχεις! Σούφρωνε τα χείλια της, η Ελένη. Φίλοι είναι αυτοί που δεν συναντιόσαστε ποτέ; Εγώ ξέρω οι φίλοι  βγαίνουν παρέα, συναντιούνται, μιλάνε, βοηθάνε ο ενας τον άλλον στα προβλήματα, εσένα τι φίλοι είναι αυτοί;  ξέρει κανένας απο δαύτους πως δεν έχεις να φας; Αυτά μου τα λεγε συνέχεια, εμένα όμως ήταν πεποίθηση πως αυτοί οι φίλοι κάποια μέρα θα με έσωζαν. Δεν ξέρω πως μου έβγαινε αυτό αλλά  ήμουν εκατό τοις εκατό σίγουρος πως θα με βοηθούσαν.. . Μιλούσα μαζί τους πολλές ώρες,  τους έκανα λαικ,  μου έκαναν. Πειράζουμε ο ένας τον άλλον, οι περισσότερες γυναίκες με γουστάρουν γιατι είχα  βάλει μια πολύ ωραία φωτογραφία στο προφίλ μου και όχι μόνο. Αυτά δεν τα έβλεπε η Ελένη που περιττό να πω ότι δεν είχε ιδέα απο υπολογιστη. Τι υπολογιστή να ήξερε αφου μια ζωή δούλευε σκουπίστρια στην εταιρία του κυρίου Νίκου. Α, ναι, παντού αυτός ο κύριος Νίκος, μας βοηθούσε, καλός άνθρωπος αλλα πλούσιος.Τώρα όμως τα πράγματα είχαν σκουρήνει περισσότερο. Ήμουν ανεργος πάνω απο τρεις μήνες. Με συντηρούσε η Ελένη  αλλιώς θα είχα πεθάνει της πείνας. Τι θα κάνεις; τι θα έκανες αν δεν είχες εμένα; μου φώναζε κάθε μέρα. Κοίτα να βρεις καμια δουλειά Βαγγέλη, το φειςμπουκ και τα καφενεία δεν δίνουν λεφτά. Καταλαβες Βαγγέλη; Το ονομά μου είναι Βαγγέλης. Αλλά τι το θέλεις το όνομα; οι φτωχοί δεν χτειάζεται να έχουν όνομα. Μένω τελευταία σε ένα ημιυπόγειο που μου έκανε χάρη να μου παραχωρήσει ο κυριος Νίκος. Πήγαινε εκεί,  μου είπε, δεν έχω τίποτα  καλύτερο. Δεν πειράζει, του απάντησα, έχω συνηθίσει εγώ. Έχω κοιμηθεί και στις πέτρες, στα παγκάκια. Στα παγκάκια ε; Στις πέτρες; Άνοιγε τα μάτια του. Έφαγες σήμερα; Ναι, δυο βερίκοκα. Να πάρε μισό ευρω  να  πάρεις νερό. Τι να το κάνω το νερό; απορούσα. Ε, πως, άνθρωπος είσαι θα διψάσεις. Κι έφευγε με τα σιγανά του βήματα σαν πλούσια γάτα που ήταν. Η κατάντια μου είχε φτάσει στην απελπισία. Κάτι έπρεπε να κάνω. Να βρω μια δουλειά. Να γίνω άνθρωπος. Η Ελένη μου το ξεκαθάρισε. Αιντε αγόρι μου, εσύ δε βάζεις μυαλό, άιντε στο καλό, αφησέ με μήπως βρω κι εγω κανέναν άντρα της προκοπής, να παντρευτώ. Εσύ δεν κάνεις προκοπή.
Αλλά την παρακάλεσα.
  Έπεσα στα πόδια της, καταξευτιλιστηκα και της υποσχέθηκα πως να, όπου να είναι θα πήγαινα να πιάσω δουλειά στο καφενείο του Νικήτα.  Αυτό το ακούω χρόνια τώρα, καλά, εντάξει αλλά είναι η τελευταία σου ευκαιρία, εντάξει!
Με το κεφάλι σκυφτο, αυτή η κατάσταση κράτησε κάμποσο καιρό ακόμα ίσως έξι μήνες
 και το περίεργο είναι πως εγώ γινόμουν όλο και πιο αδιάφορος. Κορόιδευα τον εαυτό μου και την Ελένη. Εκεί που την εύρισκα πραγματικά, ήταν ο υπολογιστής μου και οι φίλοι μου.Κλικ απο δω, λάικ απο κει, σχολίαζα αλλλα δεν έβγαινε τίποτε.  Το πράγμα άρχισε να δυσκολεύει όταν με διέγραψε πρώτα η Νίκη. Απόρεσα  πραγματικά, της έστειλα μήνυμα μα ήταν αμετάπιστη. Σε έκανα ντιλιτ, μου είπε. Πέρασα το χέρι μου ανάμεσα στα μαλλιά μου, έτσι κάνω όταν δυσκολεύομαι κι άρχισε να με πιάνει τρόμος στην ιδέα πως θα μπορούσαν να με διαγράψουν όλοι. Μούσκεψα το βράδυ στον ιδρώτα, πετάχτηκα επάνω άνοιξα τον υπολογιστή. Ναι, οι σκέψεις επαληθεύονταν. Και άλλοι δυο φίλοι με διέγραψαν. Το πρωί πήγα στο καφενείο σκοτωμένος, δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν. Τι να τους έλεγα άλλωστε. Δεν είχα κανέναν φίλο εκεί, εμένα οι φίλοι μου ήταν στις οθόνες κι μου ράγιζε η καρδιά που τους έβλεπα μετα από τόσα χρόνια να αποχωρούν. Να με  διαγράφουν ένας-ένας. Γύρισα το μεσημέρι είδα πως είχαν αποχωρήσει άλλοι δέκα. Δεν προσπάθησα να μεταπείσω κανέναν και τα κουβέντιασα με τον Τζονυ. Ο Τζόνυ είναι ο καλύτερος μου φίλος. Μη φοβάσαι μου είπε στο τσατ, δεν μπορει να σε διαγράψουν όλοι, κάποιο λάθος θα έκανες. Εσυ, του λέω για ένα μικρό λάθος θα με διαγράψεις. Εγω Βαγγέλη δε θα σε διαγράψω ποτέ. Λοιπόν πάρε μια μέρα το λεωφορείο κι έλα να τα πούμε απο κοντά. Να έρθεις στο σπίτι μου να φάμε και να πιούμε. Θα έρθω του είπα, στο υπόσχομαι. Όπως περνούσαν οι μέρες, σιγά-σιγά, ίσως μέσα σε ένα μήνα μου είχαν απομείνει μόνο δώδεκα φίλοι. Είχα συνηθίσει πια και δεν μου έκανε καμιά εντύπωση. Τελείωσε αυτή η δουλειά έλεγα στον εαυτό μου κι έψαχνα να βρω δουλειά αλλά που..
Πήγα απο δω, ρώτησα απο εκει, τίποτα. Η Ελένη δεν μου μιλούσε άλλο. Πάψαμε να κάνουμε και έρωτα, το πράγμα χειροτέρευε άγρια. Εκείνο το Σαββατοκύριακο είχα αποφασίσει πως χρειαζόταν να πάω
  να βρω τον  Τζόνυ. Περιττό να σας πω, πως ήταν ο τελευταίος, ο μοναδικός φίλος που μου είχε απομείνει. Αλλα ήταν πραγματικός, μη σε νοιάζει με παρηγορούσε και τα κουβεντιάζαμε συνέχεια. Εσυ πόσους φίλους έχεις; τον ρωτούσα αν και έβλεπα στο προφιλ του πως είχε πάνω απο τρεις χιλιάδες. Χαχαχα! γελούσε μη το σκέφτεσαι καλέ μου, θα έρθεις τη Δευτέρα που μου υποσχέθηκες; Θα έρθω του είπα και το φιξάραμε. Μου έδωσε οδηγίες πως θα πάω γιατι το σπίτι του ήταν έξω απο την πόλη. Με το κεφάλι σκυφτό, το μυαλό μου καρφωμένο στους δρόμους, γύριζα σαν αδέσποτος σκύλος. Όλη εκείνη την Κυριακή δεν πήγα καθόλου στην Ελένη. Σκεφτόμουν μόνο πως θα έφτανα στον Τζόνυ. Μόνο ο Τζόνυ θα με έζωζε, αυτός, ο τελευταίος οθονικός μου φίλος. Βέβαια το είχα παρακάνει με την Ελένη,  καλά μου είπε, έπρεπε να την αφήσω ήσυχη. Όπως μου ρχόταν στο νου η σκέψη πως θα ζούσα χωρίς αυτήν κάθισα σε ένα παγκάκι κι έκλαψα.
Κάποια στιγμή σηκώθηκα. Πέρασα πάλι το χέρι, τα δάχτυλα ανάμεσα στα μαλιά μου. Έκανε κρύο. Ένας ψιλός αέρας σφύριζε πάνω απ τις κορφές των κτιρίων. Προχώρησα προς την υπόγα, μόνος,
  πεινασμένος,  κι άυπνος δυο, τρεις μέρες, δεν ξέρω πόσο. Είχα μια ξεχασμένη τσίχλα  στην τσέπη του πουκαμισου, την ξεκόλλησα, είχε μείνει λίγο χαρτί γύρω της. Την έβγαλα προσεκτικά και την ξαναμάσησα. Αλλά χορταίνεις με την τσίχλα; Γιατί να πεινάνε οι άνθρωποι; τι χρειαζόταν το φαί; μήπως έπρεπε η φύση να φρόντιζε διαφορετικά για τους ανθρώπους; Δηλαδή να μην έχουν ανάγκη να τρώνε; Έκανα τέτοιες ερωτήσεις στον εαυτό μου ακόμα κι όταν είχα μπει στην υπόγα. Κάθισα στο λειψό τραπέζι, άναψα το κερί. Το φως ήταν κομμένο καιρό. Έψαξα να βρώ κάτι να τσιμπήσω, καμμιά φορά έκρυβα κανένα κομμάτι ψωμί σε  σακούλες νάυλον αλλά αυτή τη φορά δεν είχα κρύψει ούτε τρίμα. Μόνο ένα σαπισμένο ροδάκινο, που ήταν στην βρώμικη κουζίνα  βρήκα. Το πλυνα, το καθάρισα όπως μπορούσα και το έφαγα. Έφαγα και το κουκούτσι. Η ψίχα του ροδάκινου δεν τρώγεται, είναι πικρή. Θεόπικρη και πιάνει μούχλα. Όμως αυτή η ψίχα με  κράτησε. Έριξα ένα παλιό πέτσινο μπουφάν στους ώμους και βγήκα στο δρόμο. Νύχτα ήτανε, το ξεροβόρι θέριζε τον κόσμο μου. Ξεκίνησα να περπατώ. Περπατούσα, περπατούσα, δεν ξέρω πόσες ώρες, και το χάραμα  είχα βγει απο την πόλη όπως μου είχε πει ο Τζόνυ. Ναι, εκεί πήγαινα, που αλλού, δεν είχα που αλλού να πάω. Να ερθεις οπωσδήποτε, θα σε φιλοξενήσω, να μείνεις όσο θέλεις μου είχε πει και με είχε κατασυγκινήσει.Και να τώρα που έφτανα σε κείνη την ερημιά που με είχαν φέρει οι οδηγίες του. Πήρα το μονοπάτι που έβγαζε πίσω απο τον λόφο. Έστριψα μια μεγάλη στροφή. Είδα το σπίτι του Τζόνυ. Μικρό μου φάνηκε. Μικρούλι.  Θα μας χωρούσε άραγε και τους δυο; Προχώρησα κατα εκεί. Ο ήλιος είχε φέξει για τα καλά. Οι πόρτες είναι ανοιχτές, μου είχε πει ο Τζόνυ. Δεν κλειδώνω ποτέ. Πράγματι, ήταν ανοιχτές. Μπήκα απο την μία  με σιγανά βήματα. Η ανάσα μου σχεδόν σταματημένη. Προχώρησα στο μικρό διάδρομο. Μπήκα στη σάλα. Κοίταξα πάνω στο γραφείο. Ένας γάτος καθόταν πάνω στα πλήκτρα του υπολογιστή και μου χαμογελούσε.

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΜΕΤΕΚΌΜΙΣΑΝ ΣΤΟ ΑΜΈΡΙΚΑ

  Χωρί ς μιζέρια, δίχως γκρίνια- ο κόσμος μας δεν είναι, σίγουρα, ο καλύτερος. Ο πλανήτης γη ίσως απ τα χειρότερα μέρη για να κατοικήσεις. Ο...