Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

ΚΑΙ ΦΎΓΑΝΕ

 



 

Κατηφόριζα εκείνο το απόγευμα του Νοέμβρη την λεωφόρο Ηλιουπόλεως για το καφενείο του Σωτήρη. Φορούσα ένα ωραίο κουστούμι- πάντα έτσι πήγαινα στα καφενεία, κυριλέ - ήθελα να ξεχωρίζω απο το πλήθος, να λένε, να, αυτός με το κουστούμι είναι κύριος. Τώρα μάλιστα που πλησίαζα τα εξήντα, παρ΄ότι μερικές φορές βαριόμουν, ποτέ δεν παραμελούσα το ντύσιμο μου. Απο παιδί μου άρεσε να ξεχωρίζω αλλά ήταν βλέπεις και η γυναίκα μου η Ανθούλα που με είχε κακομάθει, τριάντα χρόνια τώρα παντρεμένοι.
-Πως θα βγείς στον κόσμο; μου λεγε και τίναζε καμιά τρίχα απο το σακκάκι μου. Μικρός είσαι τώρα; Α, ρε κακομοίρη μου! Ευτυχώς που έχεις εμένα, αλλιώς θα έζεχνες στη βρωμιά.
Ήταν πράγματι σπουδαία νοικοκυρά η γυναίκα μου. Να με έκαιγε ο θεός αν έλεγα κακό λόγο ή έκανα παράπονα. Αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω. Δουλευταράς ήμουν, τα κατάφερνα και δε μας έλειπε τίποτε. Βέβαια, υπάλληλος σε σούπερ Μάρκετ είμαι, χρόνια τώρα αλλά έκανα και άλλες δουλειές, ότι εύρισκα για να συμπληρώνω τα κενά μας. Παλαιότερα, μέχρι να παντρέψουμε τα δυο κορίτσια μας, είχαμε κάποιες δυσκολίες. Πάνε όμως τώρα όλα αυτά κι ο καθένας είχε πάρει το δρόμο του.
Λίγο προτού φτάσω, συνάντησα τον Ιγνάτιο τον φίλο μου τον νεκροθάφτη. Στρουμπουλός, ατσούμπαλος, κοντός, φαλακρούλης. Μια ζωή, απο παιδί, έτσι τον θυμόμουν.
-Με την καράφλα γεννήθηκες; τον ρώτησα καθώς πλησίαζα.
Κατάλαβε πως είχα διάθεση γι αστεία κι έκανε πως δεν άκουσε.
-Τι γίνεται Μεθυστοκλή;
-Αγαμέμνονα με λένε του υπενθύμισα. Πως πάει η δουλειά;
-Ποια δουλειά; έκανε αγανακτισμένος. Δεν έχει δουλειά.
-Δεν πεθαίνει ο κόσμος; απόρεσα εγώ ενώ είχαμε φτάσει στο καφενείο και καθίζαμε στο τραπεζάκι μας.
-Δυστυχώς δεν πεθαίνει. Δεν ξέρω πια τι να κάνω.
-Ν αλλάξεις δουλειά.
-Τώρα στα εξήντα; κι έπειτα δε βαριέσαι, ένας θάνατος τη βδομάδα, κάτι θα γίνει, δεν μπορεί, ο θεός φροντίζει για όλους ολοκλήρωσε κι εγώ τον έκοβα με αλλήθωρο μάτι. Ρε τον νεκροθάφτη! σκέφτηκα αλλά δεν του απάντησα. Ήρθε ο καφετζής, παραγγείλαμε τα γνωστά. Εγώ μπύρα μικρή, αμστελ, χωρίς ποτήρι ο Ιγνάτιος ούζο. Ούζο σκέτο.
-Κανονικά, αποφάνθηκε, πρέπει να σου κάνει άγαλμα η Άμστελ και ρούφηξε την πρώτη γουλιά.
-Και σένα ο Πιλαβάς; τον αντιπείραξα. Τα κάναμε συνέχεια αυτά
-Δε μου λες, είπε πιο σοβαρά. Έχεις σκεφτεί πόσες μπύρες έχεις πιει τόσα χρόνια;
-Οοού! έγνεψα.
-Πίνεις δέκα μπουκάλια την ημέρα;
-Παραπάνω..
-Ας πούμε δεκαπέντε;
-Χμ, πες δεκαπέντε.
-..επί τριάντα μέρες που έχει ο μήνας, μας κάνουν τρεις δεκαπέντε σαράντα πέντε, τετρακόσιες πενήντα μπύρες τον μήνα. Πόσους μήνες έχει ο χρόνος;
-Δώδεκα.
-Δώδεκα ε; Τετρακόσια πενήντα, πες πεντακόσια για στρογγυλοποίηση δηλαδή, επι δώδεκα μας κάνουν έξι χιλιάδες μπύρες το χρόνο. Πώ,πώ!
-Επι σαράντα χρόνια στρογγυλοποιημένα γέλασα εγω, πόσο μας κάνουν;
-Σαράντα επι έξι χιλιάδες; Διακόσιες σαράντα χιλιάδες μπύρες. Φαντάζεσαι να είχες κρατήσει τα μπουκάλια; Θα έχτιζες ένα σπίτι μ αυτά.
Είχα όντως χτίσει ένα σπίτι στην άκρη του Υμηττού, με χίλια ζόρια τόσα χρόνια. Είχα και κήπο μισό στρέμμα που τον περιποιόμουν Χειμώνα -Καλοκαίρια. Φύτευα ζαρζαβατικά, μελιτζάνες σκόρδα, πατάτες, καυτερές πιπεριές που μου άρεσαν πολύ. Στην άκρη του κήπου είχα φτιάξει μια παράγκα. Εξωτερικά με αμίαντο και μέσα, έχτισα αριστοτεχνικά όλα τα μπουκάλια έπο τις μπύρες που είχα πιει. Κανείς δεν ήξερε τι έκανα εκεί μέσα. Ούτε η γυναίκα μου η Ανθούλα, ούτε τα παιδιά μας. Τους απαγόρευα να μπουν.
Μόλις τελείωσε τους λογαριασμούς ο Ιγνάτιος κι εγώ έπινα την έκτη μπύρα μου και το ανάλογο ούζο αυτός, αφού συλλογίστηκα αρκετά, γύρισα και του το είπα.
-Έχω πράγματι κρατήσει όλα τα κενά μπουκάλια που είπες.
-Μιλάς σοβαρά; γούρλωσε τα μάτια του.
-Σοβαρά μιλάω.
-Δεν σε πιστεύω... τσέβδισε. Πάμε να τα δούμε; που τα έχεις;
-Μέσα στην παράγκα.
-Αυτή που έχεις στην άκρη του κήπου;
-Αυτή.
-Θα πάμε;
-Να μην πιούμε κανα δυό ακόμα;
-Ε, να πιούμε, συναίνεσε.
Παραγγείλαμε και πίναμε. Κάθε βράδυ το
 ίδιο βιολί.
Όταν κατηφόριζα για το καφενείο δεν κουραζόμουν. Ούτε βιαζόμουν να φτάσω, γιατι ήξερα πως με περιμένουν οι μπύρες. Στον γυρισμό, επειδή δεν οδηγούσα και δεν είχα πάρει δίπλωμα ποτέ, κουραζόμουν στις ανηφόρες. Αν δεν τύχαινε να με πάει κανένας γνωστός, έκαμνα μισή ώρα για να φτάσω- πεντακόσια μέτρα δρόμος.
Απόψε είχα τον Ιγνάτιο.
-Έχεις τη μερσεντές απ έξω τον ρώτησα στη δωδέκατη μπύρα.
-Όχι.. απάντησε με δυσκολία. Τη νεκροφόρα έχω.
-Ε, θα πάμε μ αυτή. Να σου δείξω τα μπουκάλια με τις μπύρες. Έχω και ούζο εκεί να πιούμε και καμιά σειρά.
-Καλά λες, αλλά για τα μπουκάλια δε σε πιστεύω.
-Πάμε και θα δεις.
Κουτσά-στραβά, κάποια στιγμή φύγαμε. Μπήκαμε στη νεκροφόρα. Μεθυσμένος καθώς ήμουν, δεν πρόσεξα το φέρετρο που κουβαλούσε πίσω.
Φτάσαμε στο σπίτι μου. Ο Ιγνάτιος ερχόταν εκεί
 για πρώτη φορά- η παρέα μας μέχρι τότε, ήταν μονάχα για το καφενείο. Η ώρα θα είχε πάει μια και μια παράξενη ησυχία βασίλευε παντού. Μπήκαμε στην αυλή, προχωρήσαμε προς το βάθος, προς την παράγκα.
Η γυναίκα μου κοιμόταν του καλού καιρού. Τι να έκανε η γυναίκα; Να περίμενε εμένα να γυρνάω μεθυσμένος κάθε βράδυ, πότε στις μία, πότε στις πέντε;
Μπήκαμε στην παράγκα και ο Ιγνάτιος έμεινε άγαλμα.
-Τι κάνεις εδω μέσα ρε μεγάλε; Κι άρχισε να περιδιαβαίνει τους διαδρόμους που είχα χτίσει αριστοτεχνικά, σαράντα χρόνια με τα καφάσια και τα μπουκάλια από την Άμστελ.
Η παράγκα ήταν μεγάλη. Τουλάχιστον εξήντα μέτρα μήκος επί τριάντα πλάτος. Σχεδόν διακόσια τετραγωνικά-ούτε οι μεγαλύτερες κάβες δεν είχαν τέτοια αποθήκη. Ενδιάμεσα απο τα καφάσια, που και που, έχτιζα ισορροπημένα τα άδεια μπουκάλια της Άμστελ-μόνον Άμστελ, κοκκίνιζε ο τόπος. Εγώ άραξα στο γραφείο που διατηρούσα σε μια γωνιά. Δε μου έκανε πια καμιά εντύπωση ο χώρος, τον είχα συνηθίσει.
-Τι θα τα κάνεις όλα αυτά; ήρθε κοντά μου ο Ιγνάτιος. Διακόσιες σαράντα χιλιάδες μπουκάλια;
-Θα πιεις ένα ούζο; γέλασα.
-Θα πιώ.
Του βαλα ούζο, άνοιξα μια
 μικρή παγωμένη από το ψυγείο
-Στην αρχή, του είπα, πριν από τόσα χρόνια, πήγαινα τα κενά στο σούπερ μάρκετ. Αμέσως όμως αντιλήφτηκα πως δεν άξιζε τον κόπο-μια δεκάρα επιστροφή δίνουνε, ούτε το περπάτημα να πηγαίνω πίσω. Έτσι σκαρφίστηκα την ιδέα να τα αποθηκεύω εδώ. Τουλάχιστον να ξέρω πόσο πίνω!
-Μπράβο ρε μεγάλε! Δεν το περίμενα αυτό! Έχεις μυαλό τελικά. Θα τους τα πάρεις τώρα τα φράγκα.
-Πως θα τους τα πάρω; μουρμούρισα.
-Τι λες ρε; φώναξε. Ξέρεις τι λες; Να φωνάξεις εδώ τα κανάλια, να δούνε τον μεγαλύτερο μπεκρή όλων των αιώνων. Να δεις τι έχει να γίνει!
-Λες;
-Εμ, βέβαια λέω!
 Αν δεν το κάνεις εσύ, θα τους φωνάξω εγώ. Και μετά να φωνάξεις την Άμστελ να τα πουλήσεις! Ένα κάρο λεφτά..
-Μη λες ανοησίες!
 
-Δε λέω ανοησίες, είπε κι έπεσε σε μια ντάνα άδεια μπουκάλια.
Σωριάστηκε ανάμεσα τους κι ο θόρυβος από το πέσιμο ήταν εκκωφαντικός. Με χίλια ζόρια κατάφερα να τον ανασύρω, αφού έπεσα κι εγώ δυο-τρεις φορές.
-Σιγά! του φώναζα. Θα ξυπνήσουμε τη γειτονιά.
-Σιγά τη γειτονιά.. χικ.. ποιος μας ακούει δυο η ώρα τη νύχτα. Αυτοί έχουνε άγρια μεσάνυχτα.. χικ..
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ήχησαν οι σειρήνες του περιπολικού. Ήταν η Αστυνομία που έψαχνε τον Ιγνάτιο.
-Εμένα ψάχνουν; με ρώτησε.
-Που να ξέρω; ψέλλισα. Πάμε να δούμε.
Σέρνοντας τα βήματα μας φτάσαμε στην εξώπορτα, όπου μας περίμενε το περιπολικό
-Τι ζητάτε; Ρώτησα
-Ποιανού είναι η νεκροφόρα; αναρώτησε ο αξιωματικός.
-Δική μου... γιατί σε νοιάζει;.. χίκ, έκανε ο Ιγνάτιος.
-Μας πήρανε τηλέφωνο. Περιμένουν τον νεκρό για να τον κλάψουνε
-Ποιο νεκρό; ρώτησα αλλοπαρμένος.
-Δεν έχεις νεκρό στο φέρετρο; απευθύνθηκε στον Ιγνάτιο
-Έεεεχω.. και τι σε νοιάζει κυρ Αστυνόμε... δικό σου είναι; χικ!
-Έχεις νεκρό στη νεκροφόρα; σάλεψα, ξεμέθυσα.
-Και γιατί δεν τον πήγες σπίτι του; στην εκκλησία; μπερδεύτηκα.
-Αφού πίναμε τις μπύρες και τα ούζα...
-Άστα αυτά! διέταξε ο μπάτσος. Έλα, σύνελθε να πάμε τον νεκρό στο σπίτι του.
-Καλά, να τον πάμε, κλαψούρισε.
-Θα πάμε συνοδεία, θ αφήσεις το φέρετρο με τον νεκρό στους δικούς του κι ύστερα κάνε ότι θέλεις. Κατάλαβες;
-Κατάλαβα, ψέλλισε ο Ιγνάτιος.

Και φύγανε. Με άφησαν μόνο μου να τριγυρίζω σαν φάντασμα στον κήπο μου μέχρι το πρωί, με ένα μπουκάλι Άμστελ στο χέρι.

ΤΕΛΟΣ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΜΕΤΕΚΌΜΙΣΑΝ ΣΤΟ ΑΜΈΡΙΚΑ

  Χωρί ς μιζέρια, δίχως γκρίνια- ο κόσμος μας δεν είναι, σίγουρα, ο καλύτερος. Ο πλανήτης γη ίσως απ τα χειρότερα μέρη για να κατοικήσεις. Ο...