Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

ΡΟΜΆΝΤΣΟ ΜΕ ΜΙΑ

 


Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΘΛΙΜΜΕΝΟ ΔΡΟΜΟ

 

Όταν ήμουν μικρός, μέχρι
δεκαοχτώ, είκοσι χρονών,
ερωτευόμουν εύκολα.
Έβλεπα μια κοπέλα κάπου, στο δρόμο, στην καφετέρια,
στο αστικό, αντάλλαζα ματιές ίσως μερικές κουβέντες
κι ύστερα έπλαθα ολόκληρες ιστορίες γι αυτήν. Είχε την
πλάκα της  αυτή η ιστορία όσο τη θυμάμαι και ο μεγάλος
μου αδερφός με κορόιδευε. Τι είναι αυτά που κάνεις, έλεγε,
αν τη γυναίκα δεν τη βάλεις κάτω, τι να τα κάνεις τα
λουλούδια και τις αγάπες;  Εγώ όμως παρέμενα αθεράπευτα
ρομαντικός. Έβλεπα φερ ειπείν τον εαυτό μου συνέχεια να
είναι ιππότης, να χαρίζει τριαντάφυλλα, να προστατεύει
την αγαπημένη του από τους κακούς. Ακόμα και μια φορά
που πήγα στο πορνείο, ερωτεύτηκα την γυναίκα που έκανε
τη δουλειά της. Πήγα πολλές φορές απ έξω από το «σπίτι»
την έστησα και περίμενα ώρες να βγεί. Όταν κάποτε, επιτέλους
κατάφερα να τη συναντήσω, της μίλησα και να δεις που με
θυμήθηκε. Α, έκανε, εσύ. Ναι, της απάντησα, πάμε να πιουμε
ένα καφέ; Μαζί; Γέλασε. Ήταν μεγάλη, τριανταπέντε
σίγουρα και όμορφη. Γιατί όχι; Πήρα πεισσότερο θάρρος.
Μα εσύ είσαι μωρό, συνέχισε χαμογελώντας. Ύστερα μου
χάιδεψε το κεφάλι. Πάμε, είπε. Ήταν ένας αξέχαστος καφές.
Έκοψα ένα λουλούδι απ τη γειτονιά της το πρόσφερα. Για μένα
λουλούδι; Αχνογέλασε και με φίλησε αληθινά. Έβαλα τότε τα
δυνατα μου να την πείσω ν αλλάξει τη ζωή της κι αυτή όλο
γελούσε με μένα που τα πίστευα όλα αυτά με θέρμη. Μη γελάς,
με στενοχωρείς που δε με πιστεύεις, εγω σ αγαπώ! Είσαι
ότι πιο ωραίο έχω συναντήσει στη ζωή μου, συνέχισα.
Εκείνη έσφιγγε τα σφιχτοδεμένα χέρια της, ύγραιναν τα μπλε
μάτια της, που είχαν χάσει τη λάμψη τους, έβγαζαν μια θλίψη,
μια κούραση, από τα όσα  είχε περάσει στη ζωή της. Αλλά
εγώ άλλα έβλεπα. Σα να μη με ενοιαζε τίποτε, τόσος ήταν
ο ενθουσιασμός μου που της είπα ότι θα παντρευτούμε και
πως θα ζούσαμε για πάντα μαζί. Ήθελα να την αγκαλιάζω,
συνέχεια να χώνομαι στο στήθος της να της πιάνω τα χέρια,
να της χαιδεύω τα ξεραμένα χείλη. Ύστερα έφυγε. Δεν ξέρω
πως αλλά έφυγε και δεν την ξαναείδα. Θυμάμαι όμως για
πάντα εκείνο το λατρεμένο βλέμμα της. Σ ευχαριστώ, μου
είπε και μπορεί να έκλαψε όταν έφυγε.
Κάποια φορά που τόλμησα να πάω να τη ζητήσω, παρά λίγο
να με δείρει η τσατσά. Έχουμε εδώ άλλα κορίτσια , είπε
και μου δειξε τις ημίγυμνες, τις καινούριες. Δεν τις θέλω ,
μούτρωσα, εγώ ψάχνω αυτή. Ούτε τ
o όνομα της δεν ήξερα.

 

 

2 σχόλια:

  1. Ιστορία βγαλμένη μέσα απ τη ζωή. Γεμάτη ανθρωπιά, ρομαντισμό και έρωτα. Πολύ όμορφο γεμάτο συγκίνηση Κώστα. Την καλησπέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΜΕΤΕΚΌΜΙΣΑΝ ΣΤΟ ΑΜΈΡΙΚΑ

  Χωρί ς μιζέρια, δίχως γκρίνια- ο κόσμος μας δεν είναι, σίγουρα, ο καλύτερος. Ο πλανήτης γη ίσως απ τα χειρότερα μέρη για να κατοικήσεις. Ο...