Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 29



Δεν έκανε καμιά κίνηση. Έμεινε εκεί, ανάμεσα από τα δυο μισάνοιχτα παντζούρια, να τους βλέπει που πλεύριζαν το σπίτι της οδού Κέρενσκι με προφυλάξεις και τα όπλα προτεταμένα. Μέτρησε γύρω στους είκοσι, σταμάτησε να μετράει. Δεν έβλεπε το νόημα, μάλλον κάτι άλλο θα έψαχναν. Κρύφτηκε καλύτερα πίσω απ τα παντζούρια, κάνοντας μια σκέψη και κλείσει και να φύγει, γι αυτό, κοίταξε προς την πόρτα με υποψία. Σκέφτηκε να την ανοίξει μα μετάνιωσε άμεσα. Σαν κάτι να έκρυβε πίσω της. Τα πράγματα που κρύβονται, αν έχεις μάτια την κατάλληλη στιγμή τα βλέπεις. Πως μπορεί όμως να είχαν ανακαλύψει τη γιάφκα; μέχρι τότε η οργάνωση δεν είχε κάνει κανένα λάθος που θα τους οδηγούσε εκεί. Άρα; Δεν μπορούσε να βγάλει συμπέρασμα κι απόρεσε με τον εαυτό του που σκέφτηκε πως κάποιος τους είχε στείλει εκεί, επίτηδες γι αυτόν.
Κοίταξε πάλι από τη χαραμάδα. Τους είδε που είχαν πιάσει επίκαιρες θέσεις στον ακάλυπτο και σίγουρα γύρω από το σπίτι, δεν υπήρχε πλέον καμιά αμφιβολία. Έβγαλε το πιστόλι και πήγε προτείνοντας το προς την πόρτα. Στάθηκε ένα μέτρο μακριά της και κατάλαβε πως κάποιος ήταν απ έξω. Επίσης κατάλαβε πως δεν την γλίτωνε. Υπήρχε βέβαια και η παράδοση, να παραδιδόταν σ αυτούς.
Πικρογέλασε στη σκέψη, γύρισε και κάθισε στην καρέκλα, χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο. Μπορεί να έκανε λάθος, δεν ήταν σίγουρος πως είχαν έρθει γι αυτόν. Ίσως κιόλας να μην ήταν κανείς έξω από την πόρτα του. Την ξανακοίταξε προσπαθώντας να την διαπεράσει με το βλέμμα, χωρίς να μπορέσει ν αρνηθεί την πρώτη του σκέψη. Θα ήταν τέσσερις ή πέντε δεξιά κι αριστερά της πόρτας και περίμεναν.
Θα περίμενε κι αυτός, προσπαθώντας να είναι τελείως ήσυχος, για να μην προδώσει την παρουσία του, μέχρι να έκαναν εκείνοι το πρώτο βήμα. Αυτός καθισμένος με το πιστόλι στα χέρια θα τους περίμενε. Ησυχία δευτερολέπτων. καμία κίνηση.
Σηκώθηκε αργά-αργά, πήγε και ξεκρέμασε ένα Καλάσνικοφ να το έχει δίπλα του. Ξανακάθισε στην καρέκλα που έτριξε λίγο. Με τεντωμένα νεύρα περίμενε ν ακούσει κάποιο χτύπημα στην πόρτα. Κανείς.
Κοίταξε πάλι απ το παράθυρο, τους είδε στις ίδιες θέσεις. Μόνο ένας από δαύτους, ξεμύτισε γοργά, πλησίασε στο προαύλιο δυο-τρία μέτρα και ύστερα ταμπουρώθηκε πίσω απ τον κορμό του μεγάλου ευκαλύπτου. Ο Μπέρης έβλεπε τώρα μόνο την κάννη του όπλου που προεξείχε και ο ιδρώτας άρχισε να κυλάει στο μέτωπο του. Κοίταξε το ρολόι του. Τι ώρα να ήταν; το ρολόι ήταν σταματημένο στις εννέα. Κοίταξε στη συσκευή τηλεφώνου. Σκέφτηκε να σχηματίσει τους τρεις αριθμούς που έλεγαν την ώρα. Ένα-τέσσερα-ένα. Αν τον άκουγαν όμως; Πήρε τη συσκευή στα γόνατα του, έβαλε τον δείχτη στο ένα, το γύρισε μέχρι ν ακουμπήσει στο μικρό, καμπυλωτό ατσάλι. Το ξανάφερε πίσω, ήχος δεν ακούστηκε κανένας. Τώρα έπρεπε να γυρίσει το τέσσερα και ήρθαν στο νου ώρες πολλές που προσπαθούσε να πιάσει το ένα-τέσσερα-ένα. Το εκνευριστικό σήμα της κατειλημμένης γραμμής, ήταν μεγάλη απογοήτευση. Όμως αυτή τη φορά στάθηκε τυχερός. Έπρεπε με την πρώτη φορά να πιάσει το νούμερο και το πιασε. Σκέφτηκε προτού γυρίσει το τέσσερα, να κλείσει τη γραμμή και να προσπαθήσει να καλέσει τον σύνδεσμο της οργάνωσης που είχε σε περίπτωση άμεσου κινδύνου αλλά μετάνιωσε αμέσως. Θα τον άκουγαν απέξω και δε θα είχε κανένα νόημα, δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν, ότι έκανε έπρεπε να το κάνει μόνος του. Γι αυτό άφησε το τέσσερα να γυρίσει πίσω. Μετά το ένα. "Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι έντεκα και πενήντα εννιά και πενήντα δευτερόλεπτα...στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι δώδεκα ακριβώς...στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι, δώδεκα και δέκα δευτερόλεπτα.."
Άφησε τη συσκευή κατάχαμα, ανοιχτή.
Θα παραδιδόταν. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος, δεν μπορούσε να εξαφανίσει τα όπλα, αν αυτά έλειπαν από κει μέσα όλα θα διορθώνονταν. Θα έβγαινε σαν ένας φιλήσυχος πολίτης στο δρόμο. Πικρογέλασε στη σκέψη πως είχαν έρθει τυχαία και την απέρριψε άμεσα. Κάποιος είχε προδώσει, κάποιο τους είχαν στείλει να τον σκοτώσουν.
Πόση ώρα θα περίμεναν προτού κάνουν την πρώτη κίνηση; Άκουσε πάλι την ανοιχτή γραμμή να λέει η ώρα είναι δώδεκα και πέντε και τριάντα δευτερόλεπτα ακριβώς. Είχε περάσει ήδη περίπου μισή ώρα από τότε που ήρθαν. Τι περίμεναν; μήπως να κάνει την πρώτη κίνηση αυτός; ή μήπως να βγει αμέριμνος και τότε να τον συλλάβουν χωρίς να πέσει πιστολιά; ήθελαν φαίνεται να κάνουν ήσυχα τη δουλειά τους κι ακόμα διαφαίνονταν πως τον χρειαζόταν ζωντανό. Αυτό ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρο. Κι αφού τον ήθελαν ζωντανό, θα τους πολεμούσε πιο εύκολα. Είχε, λοιπόν χρόνο στη διάθεση του.
Άφησε το Καλάζνικοφ στον καναπέ. Πήρε το τραπέζι και το πήγε πίσω από την πόρτα για να εμποδίζει το άμεσο άνοιγμα της. Προσπάθησε να το ακουμπήσει χωρίς θόρυβο. Δεν τα κατάφερε. Ακούστηκε το σούρσιμο και το ακούμπημα των δυο ξύλων. Μέσα του ένιωσε ένα κελάρυσμα διαπεραστικού φόβου. Τώρα θα εκδήλωναν την παρουσία τους.
Πράγματι, απ έξω χτύπησαν δυνατά με τους υποκόπανους.
-Αστυνομία! ανοίξτε! άκουσε μια φωνή.
Δεν απάντησε, τι να έλεγε; Έπιασε το Καλάσνικοφ, κοίταξε το παράθυρο, ήταν ανόητο να σκεφτεί τη φυγή από εκεί. Δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να ξεφύγει. Ο κύκλος των αστυνομικών είχε στενέψει σαν βεντάλια γύρω του.
-Ξέρουμε ότι είσαι μόνος μέσα, ακούστηκε η φωνή απ έξω. Βγες με τα χέρια σηκωμένα και δεν θα πάθεις τίποτε.
Ούτε αυτή τη φορά απάντησε. Τι να έλεγε; φαίνεται πως ήταν καλά ενημερωμένοι. Δεν ωφελούσε να κρύβεται γι αυτό πήρε θέση άμυνας, ταμπουρώθηκε πίσω από το γραφείο, ελέγχοντας πότε την πόρτα και πότε το παράθυρο. Δε θα τολμούσαν να εισβάλλουν έτσι, θα φοβούνταν για θύματα.
-Άνοιξε! ακούστηκε επιτακτικά η φωνή. Αν σε πέντε λεπτά δεν έχεις ανοίξει θα σπάσουμε την πόρτα και θα μπούμε μέσα. Μην προσπαθήσεις να ξεφύγεις από το παράθυρο. Θα έχεις δει πως είσαι περικυκλωμένος. Άνοιξε και δε θα πάθεις τίποτε!
Αλλά ο Μπέρης αυτό θα έκανε. Θα προσπαθούσε να ξεφύγει από το παράθυρο.
Πλησίασε προς τα εκεί. Κρύφτηκε στον τοίχο και με την κάννη έσπρωξε το παντζούρι ν ανοίξει. Μια σφαίρα πήγε και σφηνώθηκε στο ξύλο, μια άλλη θρυμμάτισε το τζάμι, πήγε και καρφώθηκε στον απέναντι τοίχο.
Το ύψος του παραθύρου από το έδαφος ήταν χαμηλό, περίπου στο ένα μέτρο. Ο Μπέρης πετάχτηκε έξω πυροβολώντας δεξιά κι αριστερά. Οι ριπές συγκλόνισαν τον ακάλυπτο και όλο το τετράγωνο. Από τα γύρω μπαλκόνια φάνηκαν άνθρωποι να κοιτούν περίεργοι, φοβισμένοι, ακούστηκαν φωνές, οχλαγωγία.'Οι αστυνομικοί απάντησαν με συνδιασμένα πυρά καθώς ο Μπέρης πετάχτηκε έξω και κατάφερε με τούμπες να φτάσει πίσω από ένα μικρό τσιμεντένιο τοιχάκι και να ταμπουρωθεί εκεί. Μια σφαίρα τον είχε βρει δεξιά, στη λεκάνη, το αίμα έτρεχε κατηφορίζοντας ανάμεσα στις χαρακιές του τσιμέντινου δαπέδου. Άδειασε τις υπόλοιπες σφαίρες που του είχαν απομείνει στους αστυνομικούς κι έπειτα πέταξε το όπλο κι έκανε να σηκώσει τα χέρια.
Ωστόσο οι άλλοι είχαν σπάσει την πόρτα και είχαν φτάσει στο παράθυρο. Γύρισε κατα εκεί και τους κοίταξε με σηκωμένα χέρια. Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που έβλεπε. Μια ομοβροντία από σφαίρες τον γάζωσαν καθώς προσπαθούσε να σταθεί όρθιος. Έπεσε σφαδάζοντας, σπαρτάρισε λίγο ακόμα κι ύστερα ηρέμησε τελείως ευθυτενής, ανάσκελα στο τσιμέντο. Απ όλο το σώμα ανάβλυζε αίμα, το μενταγιόν της Παναγιάς κι αυτό γέμιζε αίματα ανάμεσα στις τρίχες του στέρνου του.
Οι αστυνομικοί στάθηκαν τριγύρω του. Ο χοντρός υπαστυνόμος που ήταν επικεφαλής, κοίταξε με σημασία αυτούς που βρίσκονταν ακόμα στο παράθυρο.
-Δεν έπρεπε να τον σκοτώσετε, είπε. Του είχαν τελειώσει οι σφαίρες.
Έπειτα γύρισε προς τους άλλους πουν μάζευαν τον σκοτωμένο συνάδελφο τους.
-Πέθανε; ρώτησε.
Οι άλλοι κούνησαν τα κεφάλια τους καταφατικά.
-Ο άλλος;
-Είναι τραυματισμένος βαριά, χρειάζεται άμεσα γιατρό! του απάντησαν.
Μέσα στο σπίτι της οδού Κέρενσκι δεν πείραξαν τίποτε. Τα υπόλοιπα ήταν άλλων δουλειά. Μόνο ένας αστυνομικός βγαίνοντας σταμάτησε στο τηλέφωνο. "Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι δώδεκα και είκοσι και τριάντα δευτερόλεπτα" ακούστηκε από την ανοιχτή γραμμή. Τοποθέτησε το ακουστικό στη συσκευή και ακολούθησε τους άλλους.

συνεχίζεται

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 28






Η Πέτρα Σμίθ έκλαιγε όσο πιο βουβά μπορούσε. Ο Φάνης Καζάρμας προσπαθούσε να της συγκρατήσει τα δάκρυα μα δεν ήταν εύκολο, εξ άλλου ήταν και εκείνος λυπημένος. Δε μιλούσαν, σα να είχαν στερέψει οι λέξεις. Πατέρας και κόρη ενός παράνομου δεσμού, έτσι έλεγαν οι άνθρωποι τα παιδιά εκτός γάμου.
 Η Πέτρα Σμίθ που είχε γεννηθεί πριν είκοσι χρόνια, δεν έμοιαζε με μια τυπική Γερμανίδα, ψυχρή κι ανέκφραστη μορφή, όπως τις θέλουν να τις παρουσιάσουν οι κριτικές των λαών. Είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της το Μεσογειακό ταμπεραμέντο, ήταν μισή Γερμανίδα και μισή Ελληνίδα, που μάλλον είχε επικρατήσει στον ευαίσθητο χαρακτήρα της. Ήταν μια λεπτή, σχεδόν διάφανη παρουσία, έτοιμη να σπάσει, έτοιμη να λυγίσει στο παραμικρό φύσημα του ανέμου. Σπούδαζε Ζωγραφική στην ανωτέρα σχολή καλών Τεχνών Ελλάδος.
Είχαν καθίσει σε ένα παγκάκι του άλσους που εκείνη την ώρα υπήρχε λιγοστός κόσμος.
-Πότε πέθανε; ρώτησε ο Φάνης.
-Χτες το βράδυ, ήταν άρρωστη, πολύ καιρό, απάντησε η Πέτρα.
-Το ήξερες και δε μου το είχες πει...
-Τι να σου έλεγα; αφού δεν ήθελες να σου μιλάω για τη μητέρα μου...
-Δεν ήθελα γιατί εκείνη με παράτησε. Τότε. Εγώ δεν ήθελα να χωρίσουμε, άνοιξε τα χέρια του.
Η Πέτρα σταμάτησε να κλαίει.
-Δε θα έρθεις ε; ρώτησε με απογοήτευση.
-Και να ήθελα δεν μπορώ, είπε.
-Δε μας αγάπησες μπαμπά, αγαπάς περισσότερο το άλλο σου παιδί...Αλλά τι σου τα λέω εγώ τώρα αυτά εσένα...
-Τι είναι αυτά που λες; τόσα χρόνια δε σε φροντίζω, δε σου δίνω χρήματα; λίγα αλλά τόσα μπορώ, δεν είμαι κανένας πλούσιος...
-Το ξέρω μπαμπά και σ ευχαριστώ για όλα, όσα κάνεις για μένα. Τώρα όμως πρέπει να φύγω, να ετοιμαστώ για το ταξίδι. Και φοβάμαι μπαμπά, φοβάμαι να πάω μόνη μου, δεν έχω κανέναν άλλον πια στη ζωή! λύγισε βάζοντας πάλι τα κλάματα.
Ο Φάνης Καζάρμας την αγκάλιασε, την ταρακούνησε, γυρνώντας την προς το μέρος του.
-Μην κάνεις έτσι, έχεις εμένα, δε θα σ αφήσω να το βάλεις κάτω! έλα, σύνελθε, πως θα ταξιδέψεις άμα κάνεις έτσι; σκέφτομαι να μη σ αφήσω να πας. Δεν είσαι εσύ για κηδείες και τέτοια πράγματα.
-Όχι, όχι! θα πάω, είναι η κηδεία της μητέρας μου, όχι οποιουδήποτε άλλου. Λοιπόν θα πάω, σφούγγισε αποφασιστικά τα δάκρυα. Θα μου δώσεις χρήματα;
-Φυσικά, είπε και έβγαλε το πορτοφόλι του.
Της έδωσε χρήματα και προχώρησαν προς το Λάντα που ήταν παρκαρισμένο πιο πέρα.
-Θα σε πάω στο αεροδρόμιο, της είπε.
-Εντάξει μπαμπά. Πάμε. Πρέπει να περάσουμε από το σπίτι να πάρω μια βαλίτσα με τα πράγματα μου.

Το σπίτι της οδού Κέρενσκι ήταν πάντα σκοτεινό, ακατοίκητο, διαλεγμένο για τέτοιες καταστάσεις από ανθρώπους που ήξεραν τι ζητούσαν. Ότι και να έλεγαν εκείνοι που δεν ήξεραν τίποτε από την ιστορία του, δε θα μπορούσαν να ομολογήσουν ποτέ, πως υπήρξαν μάρτυρες συγκλονιστικών γεγονότων, μιας ζωής που κυλούσε εύκολα ξεχνώντας πιο εύκολα τα προηγούμενα.
Τα επόμενα ήταν πάντα τα πιο δύσκολα, σύμφωνα με τον ανακριτή. Όλα τα επόμενα επειδή δεν γινόταν να προβλεφθούν και ούτε υπήρχαν πια προφήτες.
Ότι όμως δεν υπάρχει για τον έναν, υπάρχει για τον άλλον. Κι ο άλλος σ αυτή την περίπτωση ήταν ο Αλέκος Μπέρης που έφτασε στη γιάφκα εκείνο το πρωινό, γύρω στις δέκα. Κουβαλούσε ένα πλαστικό με καφέ και είχε αναμμένο το αιώνιο τσιγάρο του, μπήκε στο σκοτεινό χώρο, άνοιξε μια ρωγμή τα παντζούρια μπήκε λίγο φως, η μούχλα σφύριζε παντού, κατάχαμα αποκόμματα από εφημερίδες, στον τοίχο κρεμασμένα τα όπλα. Κάθισε στο γραφείο έφτιαξε το μπάφο του να συνέλθει, να δει τον κόσμο αλλιώτικα. Ρούφηξε με ευχαρίστηση, έβγαλε το μενταγιόν με τη φωτογραφία της Παναγιάς που φορούσε κατάσαρκα, το φίλησε και το ακούμπησε στο έπιπλο. Το κοίταξε και το πίστευε πως η Παναγιά θα τον βοηθούσε σε όλες τις πράξεις του-ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος, μεγαλωμένος στην επαρχία Αγρινίου, είχε πάει δυο-τρεις τάξεις στο γυμνάσιο κι ύστερα έφτασε στην Αθήνα για να κυνηγήσει τη μοίρα του, τ όνειρό του. Είχε στρατολογηθεί στην ομάδα ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ τα δυο τελευταία χρόνια. Έκανε ότι του έλεγαν χωρίς αντιρρήσεις, ήταν ένα τέλειο όπλο που πίστευε πως μόνο ο Χριστός ήταν θεός και μόνο η Παναγιά μπορούσε να βοηθήσει τον κόσμο να σωθεί από τις αμαρτίες και την καταστροφή.
Παρ όλα αυτά του άρεσε και ο κίνδυνος. Πως συνδυάζονται τώρα αυτά μόνο εκείνος μπορούσε να τα εξηγήσει. "Εγώ ζω μόνον όταν με κυνηγάνε!" έλεγε. Φαίνεται πως κάπου θα το είχε ακούσει και του άρεσε να το επαναλαμβάνει.
Έβγαλε από το συρτάρι ένα σαρανταπεντάρι. Το γέμισε, το απέθεσε στο γραφείο, σηκώθηκε. Κάποιος θόρυβος σαν ν ακούστηκε από τον ακάλυπτο. Θορυβήθηκε, πήγε βιαστικά κι έκλεισε τις γρίλιες. Κοίταξε έξω από τις ρωγμές. Είδε πρώτα, τις μπλε στολές, με αστέρια και σαρδέλες. Το ύφασμα σχεδόν ατσαλάκωτο, οι γραβάτες ίσιες, γυαλιστερές, στο σκληρό κολάρο των πουκαμίσων. Τα παπούτσια μυτερά, λουστραρισμένα, άστραφταν στον χειμωνιάτικο ήλιο. Τον ήλιο που έπαιζε το γνωστό κρυφτούλι με τα σύννεφα. Είχαν έρθει για εκείνον ή κάτι άλλο έψαχναν;

συνεχίζεται


Τρίτη 27 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 27




Η εξυπνάδα δεν είναι κάτι που αποκτιέται, γεννιέσαι μ αυτή και την κουβαλάς μέχρι να πεθάνεις, απλώς με την πάροδο των χρόνων αυξάνεται σύμφωνα με τις γνώσεις που έχει αποκτήσει το άτομο. Άρα αυτό είναι μια αδικία από τις πολλές που υπάρχουν στη άνιση πάλη για εξίσωση όλων των ανθρώπων.
-Αυτό δεν μπορεί να γίνει! συμφωνώ μαζί σου και για την εξυπνάδα και για την αδικία της φύσης στο μοίρασμα των αρετών, μίλησε η Ντιούτσκα, κοιτώντας τον ανακριτή στα μάτια.
Έπιναν τον απογευματινό καφέ τους σε μαγαζί του Κολωνακίου, λίγο καιρό πριν παντρευτούν.
-Για την επιπολαιότητα δεν είπες τίποτα.
-Έχεις κάτι στο νου σου; κάτι συγκεκριμένο; άνοιξε τα μάτια της η πανέμορφη Βουλγάρα μεταφράστρια.
-Να, εμείς οι δυο μπορεί να πράττουμε μια τέτοια τώρα, να κάνουμε ένα λάθος που δεν θα μπορούμε να διορθώσουμε στο μέλλον, είπε ο ανακριτής.
-Τι λες; εννοείς το γάμο μας; ααα, αν μετάνιωσες αγαπητέ μου, έχεις τον χρόνο μέχρι να σε ρωτήσει ο παππάς αν με θέλεις για γυναίκα σου, για ν πάρεις άλλες αποφάσεις.
-Όχι, δεν λέω αυτό. Απλά πιστεύω πως οι μέτριοι άνθρωποι όπως εμείς, δε σκεφτόμαστε σοβαρά πριν πάρουμε μια απόφαση. Ξανασκέψου αυτό που σου λέω και θα δεις πως έχω δίκιο. Δηλαδή εμείς θα ανακαλύψουμε πως ο γάμος μας ήταν μια αποτυχία, όταν πια θα έχουμε κάνει παιδιά, θα έχουμε κτίσει ένα καινούργιο σπίτι.
-Μα τι σε έπιασε τώρα! αλλά σε ξέρω, σε έμαθα έξι μήνες που γνωριζόμαστε, μοιάζει να είναι αιώνας!
-Να, είδες!μετά από έξι μήνες γνωριμίας παντρευόμαστε!
-Και τι θέλεις να περιμένουμε δέκα χρόνια; γέλασε η Ντιούσκα. Άφησε τις φιλοσοφίες και πες μου έφτιαξες τον κατάλογο των καλεσμένων;
Ο γάμος τους έγινε πράγματι μια Κυριακή σε κλειστό, οικογενειακό περιβάλλον. Και από εκείνο το βράδυ η Ντιούσκα έγινε κυρία Εξαδάκτυλου και μετακόμισε στο σπίτι του. Ο ανακριτής προς το παρόν δεν είχε άλλους ενδοιασμούς. Είχε ανακαλύψει τη γυναίκα της ζωής του.

Όλοι οι άνθρωποι έχουν τα μυστικά τους, που τα κρύβουν επιμελώς στα κατάβαθα της ψυχής τους. Όσο πιο πολύπλοκος ήταν ένας άνθρωπος τόσο και τα μυστικά του. Οι απλοί άνθρωποι όπως ο Φάνης Καζάρμας τι μυστικά μπορούσαν να κρύβουν; κανείς δεν μπορούσε να ξέρει. Ο πατέρας του Νίκου Καζάρμα που έζησε μετανάστης στη Γερμανία και φαινόταν ή ήταν κιόλας ένας άξεστος χωριάτης από το Κορωπί, συχνά-πυκνά χανόταν κάποια βράδια από το σπίτι του. Που να πήγαινε; ιδιαίτερα τώρα που είχε μεγαλώσει και πλησίαζε στα εξήντα; Στη γυναίκα του δεν έδινε ποτέ εξηγήσεις, πόσο μάλλον στα παιδιά του που θεωρούσε πως δεν έπρεπε να επεμβαίνουν στις δουλειές των μεγάλων.
 Η εργασία του ήταν οδηγός στα τρένα κι έτσι έβρισκε την ευκαιρία να λέει πως, "αύριο πάω Θεσσαλονίκη, μη με περιμένετε το βράδυ για φαγητό" και εξαφανιζόταν από προσώπου γης. Έπαιρνε το παλιό Λάντα και οδηγούσε έξω από την πόλη, προς την Κηφισιά.
Ένα τέτοιο αύριο, πήρε την απόφαση να τον παρακολουθήσει ο Νίκος Καζάρμας. Ανέβηκε στη μηχανή και από κάποια απόσταση, δεν τον έχασε από τα μάτια του, ήταν εύκολο γι αυτόν να καταλάβει πως κάπου αλλού πήγαινε ο πατέρας του, που πάρκαρε μπρος σε ένα μικρό ξενοδοχείο. Κατέβηκε και μπήκε στην είσοδο Ο Νίκος περίμενε κρυμμένος πάνω στη μηχανή, φορώντας την κάσκα. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά είδε με μεγάλη έκπληξη τον πατέρα του να βγαίνει με τη συνοδεία μιας νέας γυναίκας. Μπράβο! σκέφτηκε. Μπράβο πατέρα, να κυκλοφορείς τέτοια γυναίκα στα εξήντα σου αλλά αμέσως, συνειδητοποίησε πως δεν πρέπει να ήταν έτσι τα πράγματα. Κάτι άλλο θα συνέβαινε μεταξύ του πατέρα του κι αυτής της νεαρής , κομψής γυναίκας. Ένας άντρας και μια γυναίκα δεν ήταν ανάγκη να είναι εραστές για να συνυπάρχουν. Αλλά προς το παρόν, σκέφτηκε πως δεν έπρεπε να κάνει αισθητή την παρουσία του. Είδε το ζευγάρι να κατευθύνεται και να μπαίνει στη Λάντα και δεν τους ακολούθησε. Μάρσαρε τη μηχανή και γύρισε προς την Αθήνα. Μια άλλη φορά θα προσπαθούσε να μάθει περισσότερα για την κρυφή ζωή του πατέρα του.

συνεχίζεται

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 26



Θα σταματήσεις κάθε ενέργεια που έχει σχέση με την ομάδα, τουλάχιστον για δυο μήνες. Παρέδωσε το όπλο στη γιάφκα. Θα επικοινωνήσουμε μαζί σου για τα περαιτέρω. Δε συμβαίνει τίποτε ιδιαίτερο απλά μετά από μια σημαντική υπόθεση το κάθε μέλος της ομάδας αδρανοποιείται για κάποιο χρονικό διάστημα.
Οι τηλεφωνικές εντολές ήταν σαφείς. Και κανείς δεν μπορούσε να παρακούσει, κανείς δεν μπορούσε να κάνει του κεφαλιού του. Έτσι και ο Νίκος Καζάρμας, παρέδωσε το όπλο αλλά κρατούσε αυτό του δολοφόνου της Λένας. Έκανε πάντα και κάτι, έστω λίγο από του κεφαλιού του. Ποτέ δεν του άρεσε να είναι αυτό που λένε, πειθήνιο όργανο.
Η Μαρία Διβάνη τον παρακολουθούσε χωρίς να ξέρει τι σκέφτεται κι ένιωθε τις περισσότερες φορές αδύνατη μπροστά του για ακριβώς αυτόν τον λόγο.
-Δεν μπορώ να σε συλλάβω, πάντα έχω την εντύπωση πως κάτι κρύβεις, του είπε.
-Όλοι κάτι κρύβουμε, της απάντησε χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει. Να, εσύ μου τα λες όλα;
-Τι άνθρωπος είσαι εσύ; δε μοιάζεις με κανέναν από όσους έχω γνωρίσει. Δεν πιστεύεις στο θεό, δεν πιστεύεις στους ανθρώπους... Εγώ είμαι ανοιχτό βιβλίο, δεν έχω και πολλά να κρύψω...
Ήταν απόγευμα και έπιναν τον καφέ τους στη βεράντα του σπιτιού της Μαρίας Διβάνη.
-Αυτό το τι άνθρωπος είσαι εσύ, μου το έχουν απευθύνει οι μισοί άνθρωποι της γης, αλλά δεν περίμενα να το λες κι εσύ! σε ρώτησα ποτέ εγώ τι άνθρωπος είσαι εσύ; μια χαρά είμαστε και οι δυο... ψευτονευρίασε. Το γιατί  δεν πιστεύω σε θεό στο έχω εξηγήσει πολλές φορές αλλά αρνήσε να δεχτείς τις απόψεις μου. Κανένας θεός και κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να με σκλαβώσει.
-Να! αυτά τα μεγάλα λόγια σου. Δε φοβάσαι τίποτε; απόρεσε.
 -Τι να φοβάμαι; δυσκολεύομαι να χρησιμοποιώ τη λέξη θεός, πρέπει να τη σβήσω από το λεξιλόγιο μου. Μου φαίνεται ανύπαρκτη. Πως να χρησιμοποιήσεις μια λέξη που δε θεωρείς απαραίτητη; Δεν είδα ποτέ κανέναν θεό στη ζωή μου. Ούτε έχω ανάγκη απ αυτόν, όσο από τον γιατρό,τον δάσκαλο, τον φίλο, τον γείτονα, εσένα.
-Εμένα; εμένα; έκανε πιο δύσπιστα.
-Φυσικά εσένα, σε έχω περισσότερη ανάγκη.
-Δηλαδή θέλεις να πιστέψω πως εσύ σε λίγο καιρό θα μου κάνεις πρόταση γάμου; τον αγκάλιασε γυρίζοντας τον προς το μέρος της.
-Όχι, αυτό δεν πρόκειται να γίνει ποτέ! πως σου ήρθε αυτό;
-Γιατί; είσαι εναντίον του γάμου; γι αυτό νοίκιασες το τρισάθλιο διαμέρισμα και δεν ήρθες να μείνουμε μαζί;
-Ένας νεοδιορισμένος καθηγητής, υπάλληλος του δημοσίου είμαι...
-Μην πας να ξεφύγεις!
-Τι να ξεφύγω; όχι δε με νοιάζει αν οι άλλοι παντρεύονται και συζούν στο ίδιο σπίτι, στο ίδιο δωμάτιο, στο ίδιο κρεβάτι μέρα-νύχτα. Δεν μ αρέσουν αυτά. Μπορούμε να είμαστε μαζί κι έτσι, ο καθένας τα δικά του αλλά και μαζί όταν ο ένας χρειάζεται τον άλλον. Είναι μια μικρή ελευθερία μπροστά στις τόσες σκλαβιές που μας χαρίζει αυτός ο κόσμος που ζούμε.
-Μα εγώ σ αγαπώ! και δε θέλω να σε χάσω. Θέλω να παντρευτούμε, να κάνουμε οικογένεια, να κάνουμε παιδιά!
-Πως μιλάς έτσι; ξεχνάς ποια είσαι;
-Εννοείς για τη δουλειά μου; που είμαι συνοδός πλουσίων; άνοιξε τα μάτια της.
-Γιατί δεν το λες ακριβώς με τ όνομα του: Είμαι μια πόρνη! έτσι να πεις.
-Δεν το πιστεύεις! πες αλήθεια πως δεν το πιστεύεις αυτό! πετάχτηκε επάνω. Εγώ δεν είμαι πουτάνα! το κατάλαβες; δεν είμαι που-τά-να! τόνισε μια-μια τις συλλαβές.
Κοιτάχτηκαν με ένταση. Τον Καζάρμα δεν τον ένοιαζε τι ήταν, πράγμα παράξενο, για κάποιες προηγούμενες γυναίκες είχε μπλέξει σε συναισθηματολογίες και δεν του άρεσε. Ήθελε να είναι ελεύθερος, μακριά από δεσμεύσεις. Μια περιπέτεια είναι η ζωή και ο άντρας είχε ανάγκη από πολλές γυναίκες, πράγμα που συνέβαινε για τους περισσότερους άντρες, άσχετο αν η κοινωνία χρειαζόταν να κρύβει κάποιες αλήθειες επιδοκιμάζοντας την μονογαμική ταυτότητα που βασίζονταν στο γάμο, στηρίζοντας έτσι ένα ψεύτικο οικοδόμημα.
-Μην κάνεις υστερίες, εντάξει, δεν ήθελα να σε θίξω, νόμιζα πως είσαι πιο ρεαλίστρια, την συγκράτησε που του όρμησε. Δε θέλω να τσακωνόμαστε ή μάλλον εγώ δεν τσακώνομαι ποτέ με κανέναν. Ιδιαίτερα με γυναίκες. Να το θυμάσαι δε θέλω να τσακωθούμε ποτέ. Δεν κάνω όμως γι αυτά που μου ζητάς.
-Και θες να είμαστε μόνο έτσι; μόνον εραστές; έβαλε τα κλάματα στην αγκαλιά του κι εκείνος έγνεψε ναι, παρασέρνοντας την να ξαπλώσουν στον καναπέ.

Η αλήθεια κατάματα δε βλέπεται. Ο ανακριτής, το καταλάβαινε, το πίστευε ακράδαντα. Ήταν ένας υποστηρικτής του νόμου αλλά και του μεγάλου κεφαλαίου, ήταν έντιμος έξυπνος αλλά και επιπόλαιος. Το χειρότερο ελάττωμα του ήταν η εξυπνάδα κι ακόμα χειρότερο πως την έδειχνε, όσο για την επιπολαιότητα δε γνώριζε κανέναν άνθρωπο χωρίς αυτήν. Όλοι οι άνθρωποι μηδενός εξαιρουμένου, ανακάλυπταν τις επιπολαιότητες τους τουλάχιστον μετά από μισό αιώνα. Τότε που δεν μπορούσαν να αναθεωρήσουν τίποτε.
συνεχίζεται


















Κυριακή 25 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 25




Οι περισσότεροι άνθρωποι τρέχουν να προλάβουν κάτι στη ζωή τους χωρίς ποτέ να το κατορθώνουν. Άλλοι πιστεύουν πως το κυριότερο μέλημα ήταν ο αγώνας για την επιβίωση και πως γι αυτό έπρεπε να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα που διέθεταν.
 Ο ανακριτής πίστευε πως ανήκε στους πρώτους και ο Νίκος Καζάρμας στους δεύτερους.
-Ο αγώνας για την επιβίωση είναι από τους ισχυρότερους στη φύση και μάλιστα ο ατομικός, ακόμα πιο ισχυρός, κύριε ανακριτά, είπε ο Καζάρμας πίνοντας μια γουλιά απ τον καφέ του.
Είχαν μαζευτεί στο Κορωπί για να περάσουν ένα ακόμα Σαββατοκύριακο.
-Συμφωνώ αγαπητέ Νίκο, είπε η Ντιούσκα που την είχε φέρει για πρώτη φορά εκεί ο ανακριτής και όλο το σόι την λάτρεψε σαν θεά.
-Μπράβο ξάδερφε! του είχε φωνάξει στο αυτί, ο Φάνης Καζάρμας, ο πατέρας του Νίκου. Πότε θα γίνει ο γάμος;
Αυτός χαμογέλασε προσπαθώντας να καθαρίσει το αφτί του από τον θόρυβο της φωνής του άλλου.
-Ε, ναι, δε θα αργήσει, θα γίνουν όλα ξάδερφε, απάντησε.
-Δηλαδή μπορείς να σκοτώσεις άνθρωπο για να επιβιώσεις; γύρισε στον Νίκο και την Ντιούσκα.
Οι δυο τους έγνεψαν με ευκολία, ναι. Ο ανακριτής δε διαφωνούσε ακριβώς, ήξερε πως αυτό συνέβαινε για όλους τους ανθρώπους, απλά άλλοι ήταν συνειδητοποιημένοι κι άλλοι το έπρατταν χωρίς να το γνωρίζουν.
-Από το να το λες μέχρι να το πραγματοποιήσεις είναι μεγάλη απόσταση, είπε.
-Αυτόν τον καθηγητή, τον Μαυροσκότη ξάδερφε γιατί τον έφαγαν; ρώτησε ξαφνικά ο πατέρας του Νίκου.
-Αγαπητέ Φάνη, απάντησε αυτός κοιτάζοντας στα μάτια τον Νίκο που δεν έμοιαζε να κρύβει κάτι, ότι ξέρεις ξέρω. Οι έρευνες δεν έχουν προχωρήσει καθόλου.
-Δηλαδή, βρισκόσαστε σε σκοτάδι και σεις και η Αστυνομία; δεν μπορεί κάτι θα ξέρεις περισσότερο από αυτά που γράφουν οι εφημερίδες.
-Στο σκοτάδι, στο σκοτάδι! γέλασε και ως πότε! και κούνησε το κεφάλι του. Τις πιο πολλές φορές η δικαιοσύνη είναι ανήμπορη να αντιπαλέψει στα σχέδια των κακοποιών και ο πρώτος λόγος είναι πως η ίδια και η αστυνομία είναι ανοιχτό βιβλίο για αυτούς, ενώ εμείς μαθαίνουμε με το σταγονόμετρο τις πληροφορίες για τα συμβάντα. Ακούσατε ή διαβάσατε για τη δολοφονία κάποιου στον Αυλώνα;
-Α, ναι, το διάβασα, τι έγινε; έχει σχέση με την υπόθεση Μαυροσκότη; δεν το πήρα είδηση αυτό για  λέγε! είπε με αγωνία ο Φάνης, ενώ οι άλλοι δεν έδειξαν και πολύ ενδιαφέρον.
-Όχι, φαίνεται από πρώτη εξέταση σαν ξεκαθάρισμα λογαριασμών, έτσι είπε η αστυνομία και οι εφημερίδες το πέρασαν με μικρά γράμματα στις μέσα σελίδες.
-Εσύ Νίκο τα παρακολουθείς αυτά; ρώτησε η Ντιούσκα, θέλω να πω τα αστυνομικά ρεπορτάζ;
-Σπάνια, απάντησε αφού το σκέφτηκε πριν μιλήσει. Δεν με ενδιαφέρουν, απλά κάποια γεγονότα τα πληροφορείται κανείς αναγκαστικά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
-Κι εγώ δεν τα διάβαζα καθόλου πριν γνωρίσω τον θείο σου. Τώρα ρίχνω καμιά ματιά παραπάνω.
-Κάνετε και οι δυο λάθος, είπε ο Φάνης Καζάρμας που ξεκοκάλιζε τις εφημερίδες. Εν πάση περιπτώσει νομίζω πως είναι κοινωνικά φαινόμενα που ο κάθε πολίτης οφείλει να ενημερώνεται. Εγώ διάβασα πως κάποιοι βρήκαν παρακάτω στο ποτάμι το ράσο ενός παππά και το παρέδωσαν στην Αστυνομία που αποφάνθηκε πως μπορεί να είχε σχέση με αυτόν τον σκοτωμό. Δεν το ξέρεις αυτό ξάδερφε;
-Δηλαδή πως τον σκότωσε ένας παππάς; δε γίνονται αυτά τα πράγματα, οι παπάδες δεν κάνουν τέτοια πράγματα! είπε η μάνα του Νίκου που τόσην ώρα τους εξυπηρετούσε και ταυτόχρονα παρακολουθούσε και την κουβέντα τους.
-Όλα γίνονται; μη νομίζεις, της απάντησε ο ανακριτής.
-Όχι, όχι! οι παπάδες είναι άνθρωποι του θεού δεν κάνουν τέτοια πράγματα, αναφώνησε αυτή και ο Νίκος την κοιτούσε επιτιμητικά./
-Ναι παιδάκι μου, μη με κοιτάς έτσι, ας λες πως δεν πιστεύεις εσύ, εγώ ξέρω πως δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν πιστεύει...
-Εντάξει ρε μάνα, εντάξει, μας τα έχεις πει χιλιάδες φορές αυτά!
-Σε έχω παρατηρήσει πως στις φιλικές συζητήσεις είσαι διαφορετικός απ όταν μιλάς σε συγκεντρώσεις σε φοιτητικές διαλέξεις. Εδώ δεν προσπαθείς με επιχειρήματα να πεισεις τους ανθρώπους, παρατήρησε ο ανακριτής.
-Τι να πείσω ρε θείε; τη μάνα μου και τον πατέρα μου που πιστεύουν σε γέροντες Παίσιους και σε γιατροσόφια;
Η κουβέντα τους συνεχίστηκε και αργότερα καθώς το σόι κάθισε έξω στην αυλή για μεσημεριανό φαγητό. Απλά άλλαζαν θέμα, όπως τώρα που ανακριτής ρώτησε να μάθει για το σπίτι που είχε νοικιάσει στο κέντρο της Αθήνας ο Νίκος.
-Αφού το πήρε απόφαση να μείνει μόνος τι να κάναμε εμείς; είπε ο Φάνης. Καλό είναι, το είδα κι εγώ, είναι στην οδό Μπουμπουλίνας, είπε ο Φάνης.
-Ε, μεγάλωσε τώρα, έτσι γίνονται αυτά τα πράγματα, όλοι κάποια στιγμή φεύγουν από το πατρικό, συμφώνησε ο ανακριτής. Ελπίζω να μας καλέσεις για καφέ..
-Μμμ, δεν έχει τις πολυτέλειες τις δικές σου; γέλασε ο Νίκος, ένα φτωχικό δυάρι νεοδιορισμένου καθηγητή είναι..αλλά όποτε θέλετε περάστε κύριε ανακριτά!
-Θα έρθουμε, θα έρθουμε είπε η Ντιούσκα, δεν μας πειράζει η φτώχεια.
-Θα έρθεις και το απόγευμα στο γήπεδο που θα πάμε για μπάλα; την κοίταξε με ενδιαφέρον να δει τις αντιδράσεις της.
-Βέβαια θα έρθω, κάνω κι εγώ γυμναστική μου αρέσει αλλά όχι ποδόσφαιρο, παίζω, τένις, βόλεϊ, τέτοια, ευγενικά αθλήματα, απάντησε. [Τι είναι αυτή η γυναίκα; εκτός από θεία του Καζάρμα και γυναίκα του ανακριτή;]
Πράγματι το απόγευμα πήγαν στο γήπεδο φορώντας τα αθλητικά τους. Ήταν μια ευτυχισμένη οικογένεια.

συνεχίζεται


Σάββατο 24 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 24



Ένας παππάς διάβαινε το δρόμο του. Απόγευμα του Δεκέμβρη στο κέντρο της Αθήνας, κοντά στο σταθμό Λαρίσης. Μερικές γυναικούλες τον πλησίαζαν και του ζητούσαν την ευχή του φιλώντας το χέρι του. Ο παππάς ήταν νέος, ωραίος. Με ψηλή ίσια κορμοστασιά έκανε εντύπωση στο πλήθος. Προχωρώντας ανάμεσα τους, μπήκε στο κτίριο του σταθμού, πήγε σε ένα ταμείο κι έκοψε ένα εισιτήριο για Αυλώνα.
Ανέβηκε στο βαγόνι, κάθισε στη θέση του, το τρένο ξεκίνησε για τον προορισμό του. Ο παππάς άνοιξε τη βίβλο κι έπεσε πάνω στις δέκα εντολές και ειδικά στο "ου φονεύσεις".
Μια ώρα αργότερα το τρένο σταματούσε στον σταθμό του Αυλώνα, που παλιά λεγόταν Κακοσάλεσι. Μια κωμόπολη στις πλαγιές βόρεια της Πάρνηθας, που αποτελούσε από την περίοδο της Τουρκοκρατίας λημέρι κλεφτών και επαναστατών. 
Ο παππάς κατέβηκε, βάδισε προς την πλατεία, χωρίς να σταματήσει πουθενά, διάλεξε τον δρόμο που έψαχνε, έφτασε έξω από μια μονοκατοικία στην άκρη της κωμόπολης, μπήκε στην αυλή.
-Πέρασε μέσα, η πόρτα είναι ανοιχτή, άκουσε μια φωνή τραχιά, από το εσωτερικό του σπιτιού.
Μπήκε σε ένα άδειο σαλόνι, ένας καναπές, δυο καρέκλες, ένα τζάκι όπου έκαιγαν τα κούτσουρα.
Ένας άντρας γύρω στα πενήντα, καλοζωισμένος εμφανίστηκε.
-Κάθισε Καζάρμα! είπε στον παππά.
Ο Νίκος Καζάρμας γιατί αυτός ήταν ο παππάς, παρατηρούσε τον άλλον που έβαλε δυο ποτά και του πρόσφερε ένα. Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλον.
-Έμαθα πως έψαχνες να με βρεις, δεν ξέρεις πως αυτές οι συναντήσεις απαγορεύονται; ο αρχηγός μας το έχει τονίσει τόσες φορές.
Ο Καζάρμας μίλησε αργά, αφού ήπιε μια γουλιά από το ουίσκι του.
-Γιατί σκότωσες τη Λένα; μπλοφάρισε
Του άλλου τα μάτια τρεμόπαιξαν.
-Ποιος σου το είπε;
-Αυτό δεν έχει σημασία! φάνηκε μια οργή στα δικά του μάτια. Θα πεθάνεις κάθαρμα! και τράβηξε το πιστόλι που είχε κρυμμένο κάτω από τα ράσα. Λέγε, γιατί τη σκότωσες;
-Την εκτέλεσα, ήταν διαταγή, κατέβασε το όπλο κι εγώ εντολές ακολουθούσα, όπως εσύ για τον Μαυροσκότη, είπε ο άλλος χωρίς να δείξει πως φοβάται.
-Δε μ ενδιαφέρει, έχεις όπλο πάνω σου;
Ο άλλος έγνεψε ναι.
-Βγες έξω, θα σου δώσω μια ευκαιρία αν κι εσύ δεν έδωσες καμιά στη Λένα. Θα μονομαχήσουμε κι όποιος καθαρίσει τον άλλον. Βγες! και τον έσπρωξε στην αυλή. Θα πάμε ήσυχα μέχρι το ποτάμι, τον Ασωπό και εκεί θα σε σκοτώσω, εμπρός προχώρα.
-Μην είσαι τόσο σίγουρος αν λες αλήθεια πως θα μονομαχήσουμε, ξέρεις καλά πως είμαι από τους πιο γρήγορους. Αλλά μην είσαι κορόιδο Καζάρμα. Για μια γκόμενα να χάσεις τη ζωή σου;
Είχε νυχτώσει κι ένα χλωμό φεγγάρι φώτιζε τις δυο σκιές που βάδισαν στους αγρούς προς τον Ασωπό. Κανείς δεν έβλεπε ούτε φανταζόταν πως ένας από τους δυο άντρες σε λίγο δε θα ζούσε.
Έφτασαν κοντά στις όχθες, στάθηκαν αντιμέτωποι, ο Καζάρμας έβαλε το πιστόλι στην τσέπη, έβγαλε ένα παλιό ρολόι τσέπης.
-Θ ανοίξω τη μουσική, μόλις τελειώσει τράβα, είπε ακουμπώντας το ρολόι ανάμεσα τους.
Οπισθοχώρησαν σε μια απόσταση δέκα-δεκαπέντε μέτρων επιτηρώντας ο ένας τον άλλον ενώ η μουσική από ένα κομμάτι του Ραχμάνινοφ ηχούσε παράξενα σ αυτή την ερημιά του κόσμου. Μόλις η μουσική τελείωσε τράβηξαν τα πιστόλια και πυροβόλησαν σχεδόν ταυτόχρονα. Η σφαίρα του Καζάρμα πέτυχε τον άλλον ανάμεσα στα φρύδια, ένα δευτερόλεπτο πριν απ αυτόν, κάνοντας τον άλλον ν αστοχήσει και να πέσει νεκρός.
Πήγε κοντά του να βεβαιωθεί πως ήταν νεκρός, έβαλε το πιστόλι στην τσέπη, πήρε το ρολόι από κάτω και βάδισε αργά δίπλα στην όχθη του ποταμού. Διακόσια μέτρα πιο κάτω σταμάτησε. Έβγαλε το ράσο, το πέταξε στο ποτάμι, το πήρε το νερό. Το παρακολούθησε μέχρι που χάθηκε στο σκοτάδι της νύχτας που πλάκωνε. Ύστερα γύρισε πίσω και χάθηκε κι αυτός στο ίδιο σκοτάδι.

συνεχίζεται

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 23




Τι θα γινόταν αν ο Σίσυφος κατάφερνε να σταθεροποιήσει την πέτρα στην κορυφή του βουνού. Αυτός δεν ήταν ο στόχος του; Το θέμα είναι αν ο Σίσυφος και κατ επέκταση ο άνθρωπος, το ξέρει ή έστω αντιλαμβάνεται πως ο στόχος του είναι ένα συνεχές ανύπαρκτο μέλλον που ορίζει πως πρέπει να κάνει καθημερινά τα ίδια πράγματα. Να πηγαίνει στο γραφείο του, να εργάζεται, να προσπαθεί ν ανεβάσει τις μετοχές της επιχείρησης του, την οποία θα μεταβιβάσει στο μέλλον στα παιδιά του για να συνεχίσουν και εκείνα την ίδια προσπάθεια. Είναι δηλαδή, μια διαρκής επανάληψη με άπειρους στόχους που δεν μπορούν να δώσουν νόημα στη ζωή του ανθρώπου. Του ανθρώπου που βάζει στόχο το ακατόρθωτο, αυτό θέλει ν αποδείξει ο Σίσυφος με το αιώνιο ανέβα-κατέβα στο βουνό του. Κι ο ανακριτής έτσι ένιωθε τον εαυτό του, έναν μικρό Σίσυφο που δεν μπορούσε να δώσει νόημα στη ζωή του, εργαζόμενος σκληρά στο γραφείο του από το πρωί μέχρι το βράδυ, όπως εκείνη τη Δευτέρα μετά την εκτέλεση του καθηγητή Μαυροσκότη.
Ο πρώτος που ανάκρινε, ήταν ένας κοινός κλεφτάκος που την περνούσε δυο μέσα, μία έξω. Τον ήξερε από χρόνια, δεν έκανε αυτός για τέτοιες δουλειές, τι στο καλό τον κουβαλούσαν κάθε λίγο και λιγάκι εκεί;
-Λέγε ρε Μήτσο, του είπε.
-Τι να πως κύριε ανακριτή
-Άσε το κακομοίρικο και λέγε γιατί σε κουβάλησαν εδώ;
-Δεν ξέρω, εγώ δεν έκαμα τίποτα. Ήρθαν και με συλλάβανε το απόγευμα που σκότωσαν αυτόν τον Μαυροσκότη. Τι σχέση έχω εγώ με αυτά; εγώ είμαι τίμιος. Τίμιος και επαγγελματίας, αλλά το επάγγελμα, βλέπεις...
-Ποιο επάγγελμα; τον έκοψε παραξενεμένος.
-Ε, κάνουμε κι εμείς ένα επάγγελμα, δε νομίζεις κύριε ανακριτή...πως θα ζήσει η οικογένεια..
-Επάγγελμα κλέφτης δηλαδή;
-Εμ το θεωρείς εύκολο εσύ να γίνεις κλέφτης; ποιο εύκολο είναι γα γίνεις ανακριτής!
Του ανακριτή για μια στιγμή τα νεύρα του έπαιξαν αλλά αμέσως κατάλαβε πως θα ήταν ανόητο να προσπαθήσει να βγάλει λαγό από τον Μήτσο.
-Ωραία, είπε. Πες ότι ξέρεις για την υπόθεση στη γραμματέα μου και δίνε του! και να μη σε ξαναφέρουν εδώ! εντάξει; να σε πάνε κατευθείαν στη φυλακή!

Την ίδια ώρα ο Νίκος Καζάρμας αποχαιρετούσε τη Μαρία Διβάνη στο αεροδρόμιο, που επέμενε μέχρι και την τελευταία στιγμή να πάει μαζί του σ αυτό το ταξίδι αλλά αυτός ήταν αρνητικός.
-Έχω τρεξίματα με ομιλίες και συμπόσια, θα πλήξεις, της είπε. Την άλλη φορά που θα πάω για τουρισμό, έρχεσαι κι εσύ. 
Στην πραγματικότητα όλα αυτά περί ομιλιών, ήταν προφάσεις. Από την οργάνωση του είχε δοθεί εντολή να λείψει για δέκα μέρες από τη χώρα και δεν μπορούσε παρά να υπακούσει. Εκτελούσε εντολές και η εντολή έλεγε ρητά πως έπρεπε να ταξιδέψει μόνος και να επιστρέψει όταν θα καταλάγιαζε ο θόρυβος γύρω από το γεγονός.

Το σπίτι της οδού Κερένσκι ήταν συνήθως σκοτεινό, διαλεγμένο για τέτοιες καταστάσεις. Ο Αλέκος Μπέρης,  θυμάστε τον σύντροφο του Καζάρμα στην εκτέλεση των αστυνομικών; έμπαινε συχνά εκεί, στη γιάφκα για να προμηθευτεί υλικό. Εκείνο το απόγευμα, έφτασε εκεί, άφησε το όπλο που κουβαλούσε και βγήκε πάλι. Έπρεπε για αρκετό διάστημα μετά από σημαντικά γεγονότα, όπως αυτό της δολοφονίας του Μαυροσκότη, να μην ενεργεί, να μην κινεί υποψίες, να φαίνεται και να είναι πάντα ένας φιλήσυχος πολίτης.
Η εβδομάδα που έλειπε ταξίδι στη Ρώμη ο Καζάρμας πέρασε γρήγορα. Επέστρεψε στην καθημερινότητα του. Ο διορισμός του σαν καθηγητής στο γυμνάσιο έχει έρθει και άρχισε να εργάζεται για πρώτη φορά. Τίποτε δε φαινόταν πως θα σκίαζε τη ζωή του, όλα πήγαιναν ρολόι.
Συναντήθηκαν με τον Αλέκο κατόπιν από δική του πρωτοβουλία.
-Θέλω να τα πούμε, του είπε στο τηλέφωνο. Έλα να σου κάνω το τραπέζι.
-Εντάξει, απάντησε και κάθισαν σε ένα απόμερο ταβερνάκι.
Παράγγειλαν και κουβέντιαζαν διάφορα, ώσπου ο Αλέκος τον κοίταξε αλλιώτικα.
-Για πες τώρα, τι με θέλεις γιατί εγώ δεν πιστεύω πως ήθελες μόνο να φάμε παρέα. Εμείς οι δυο δεν ταιριάζουμε αλλά αναγκαστικά συνυπάρχουμε, για πες.
-Που το κατάλαβες αυτό;
-Έχω μελετήσει για σένα, σε ξέρω, όπως κι εσύ με ξέρεις. Έχουμε βασικές διαφορές. Εσύ άθεος, εγώ Χριστιανός. Ξεκινάμε από αντίθετες φιλοσοφίες.
-Έχουμε όμως κοινούς στόχους. Τι σόι χριστιανός είσαι εσύ;
-Εγώ πιστεύω πως ο Χριστός είναι ο μοναδικός θεός...
-Καλά, καλά, τον έκοψε ο Καζάρμας. Δε θα προσπαθήσω να σου αλλάξω μυαλά, όπως κι εσύ εμένα. Πρόκειται για την Λένα, θέλω να μου πεις ότι γνωρίζεις για τον θάνατο της.
-Την αγαπούσες ε; την κοίταξε σκληρά στα μάτια. Την αγαπούσες κι εσύ.
-Γιατί ποιος άλλος την αγαπούσε;
-Μη νομίζεις πως είσαι ο εκλεκτός Καζάρμα! τίποτε δεν είσαι! Την Λένα πριν από σένα την είχα εγώ!
Ο Καζάρμας έπεσε απ τα σύννεφα. Τον εξέτασε και δεν πίστευε πως μπορούσε η Λένα να είχε για εραστή αυτόν τον κακόμοιρο χριστιανό.
-Τι λες; ξέρεις τι λες;
-Ηρέμησε όμως, μην κάνεις έτσι, πάνε αυτά πέρασαν. Να βρεις ποιος τη σκότωσε δε θέλεις; Κι εγώ αυτό θέλω. Λοιπόν άκου: να πας να βρεις τον ψυχοπαθή, αυτός ξέρει, πρέπει να είδε τον πραγματικό δολοφόνο της. Στα υπ όψι σου πως είναι κάποιο μέλος της ομάδας, πρόσθεσε ψιθυριστά.
-Γιατί δεν πήγες εσύ; πως το λες αυτό για μέλος της ομάδας; στένεψε τα μάτια του.
-Αυτό έχει διαρρεύσει, το γνωρίζει και η αστυνομία. Δεν είμαι τόσο καλός σ αυτά, εσύ είσαι ο καλύτερος. Πήγαινε να τον βρεις. Εντάξει; και άκου και τούτο. Δε θέλω παρτίδες μαζί σου!

συνεχίζεται



Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 22




Στην αρχή, είπε πως φορούσε γραβάτα με ρίγες. Αμέσως μετά άλλαξε γνώμη και θυμήθηκε πως το κουστούμι δεν ήταν σκούρο μπλε αλλά μαύρο. Επίσης για την γραβάτα, πρόσθεσε πως δεν ήταν μπλε ή κόκκινη με μπλε ρίγες και γενικά όλες οι απόψεις του ήταν αντικρουόμενες, πράγμα φανερό πως ήταν ένας άνθρωπος μειωμένης οξυδέρκειας. Παρ όλα αυτά η αστυνομία τον κρατούσε ακόμα και προσπαθούσε να πιαστεί από κάπου, μια και ο θυρωρός ήταν προς το παρόν ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας. Του έκαναν συνέχεια τις ίδιες ερωτήσεις.
-Τι ώρα έφτασες στη δουλειά σου;
-Οκτώ πάρα τέταρτο.
-Δεν είδες κάποια κίνηση που να σου προξένησε εντύπωση;
-Όχι, δεν είδα τίποτε!
-Είσαι σίγουρος πως ήταν ξανθός; Είχε μεγάλα μαλλιά;
-Ναι ήταν ξανθός με κοντά μαλλιά.
-Πως δεν το πήρες είδηση όταν ανέβηκε;
-Ήμουν στο υπόγειο να βάλω μπροστά τις μηχανές του καλοριφέρ.
- Η γραβάτα ήταν κόκκινη;
-Μάλλον... δεν ξέρω, ήταν μακριά, δεν μπόρεσα να διακρίνω...
-Για θυμήσου καλύτερα, δεν πρόσεξες κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στο πρόσωπο του;
-Δεν μπορώ να θυμηθώ, δεν είδα καλά το πρόσωπο του, ήταν στις σκάλες κι έφευγε όταν εγώ ανέβηκα από το υπόγειο. Πάντως ήταν ψηλός, γερός αλλά όχι με χοντρά μπράτσα, νευρικός..
-Νευρώδης, θέλεις να πεις;
-Ναι, αυτό.
-Τον έχεις ξαναδεί στο μέγαρο;
-Όχι, ποτέ. Ούτε στο μέγαρο, ούτε αλλού.
Τα ίδια πάνω κάτω, θα τον ρωτούσε κι ο ανακριτής αλλά αυτό θα γινόταν από την Δευτέρα που θα τον καλούσε στο γραφείο του. Προς το παρόν, τελείωσε με το διάβασμα των εφημερίδων, ξαναδιαβάζοντας την προκήρυξη της οργάνωσης ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ που είχε αναλάβει την ευθύνη για την εκτέλεση ή την δολοφονία, όπως διατύπωναν αμφότεροι. Ήταν πανομοιότυπη με εκατοντάδες άλλες και συνόψιζε, με λίγα λόγια πως, άτομα σαν τον Μαυροσκότη δεν έπρεπε να ζουν, πόσο μάλλον να λαμβάνουν αξιώματα σε μια σαθρή κυβέρνηση. Πρόσεξε, το σαθρή, ήταν μια λέξη που τον έκανε να σουφρώνει τη μύτη του. Σαθρή κοινωνία, σάπια Κυβέρνηση, όλα σάπια τα έβλεπαν αυτοί της οργάνωσης ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.
Οι φωτογραφίες που είχαν χρησιμοποιήσει οι εφημερίδες ήταν περίπου όλες ίδιες, δείχνοντας ένα πρόσωπο, σοβαρό, εκτός από κανα δυο αντιπολιτευτικές που προέβαλαν τη φωτογραφία με το κεφάλι του Μαυροσκότη, πλημμυρισμένο στα αίματα, πεσμένο πάνω στο μαόνινο γραφείο του.
Τον ήξερε τον καθηγητή Μαυροσκότη, είχαν συναντηθεί αρκετές φορές σε δημόσιους χώρους και είχαν χαιρετηθεί τυπικά και η γνωριμία τους δεν του έκανε ούτε κρύο ούτε ζέστη, όπως και τώρα ο θάνατος του. Ήταν ένα πρόσωπο αναμειγμένο περισσότερο με τους κοσμικούς και πολιτικούς κύκλους και όχι με την επιστήμη της ιατρικής. Είχε αποκτήσει πολλά λεφτά από τις δυο μεγάλες ιδιωτικές κλινικές που δημιούργησε αλλά και ήταν μπλεγμένος σε διάφορες ιστορίες ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, όπως και μιζαδόρικες καταστάσεις στις κυβερνήσεις όλων των κομματικών χρωμάτων. Γενικά δεν είχε συμπάθειες, ιδιαίτερα στα χαμηλά στρώματα του λαού, που συνήθως δε συμπαθούσε τέτοιες φυσιογνωμίες. Ο ανακριτής είχε ακούσει πολλές φορές να λένε εν παρόδω πως καλά του έκαναν και τον σκότωσαν! και σπάνια κανένα, έλα μωρέ άνθρωπος ήταν κι αυτός, γιατί να τον σκοτώσουν.
Κάτι όμως τον προβλημάτιζε, χωρίς να το προσδιορίζει. Παράτησε τις εφημερίδες και βγήκε. Πήγε προς τα γραφεία της απογευματινής εφημερίδας που εργαζόταν ο συμπαθής του αστυνομικός συντάκτης. Όλοι, βέβαια, τον ήξεραν αλλά αυτός προτιμούσε τον ψηλό που όμως απουσίαζε όπως τον πληροφόρησε ο αρχισυντάκτης που του είπε , επίσης πως η κατάσταση ήταν γενικά συγκεχυμένη.
-Δηλαδή; τον ρώτησε ο ανακριτής
-Τι δηλαδή; δεν υπάρχουν στοιχεία, απλά περιμένουμε από στιγμή σε στιγμή το σκίτσο του δολοφόνου.
-Του εκτελεστή, τον διόρθωσε κι ο άλλος τον κοίταζε σα χαμένος.
-Του εκτελεστή, επανέλαβε.
-Θέλω να το δω!
-Και βέβαια θα το δεις.
-Ναι αλλά δεν μπορώ να περιμένω μέχρι τη δημοσίευση του.
-Αν βιάζεσαι ξέρεις που να πας, τον ψευτο ειρωνεύτηκε.
--Ξέρω, του απάντησε και βγήκε.
Τι σόι χαζός ήταν αυτός ο αρχισυντάκτης, δεν μπορούσε να καταλάβει, ούτε πως είχε φτάσει σ αυτή τη θέση.
Έφτασε στο αστυνομικό τμήμα, του παρέδωσαν αντίγραφα από τα σκίτσα και επέστρεφε προς το σπίτι του εξετάζοντας τα. Στο ένα αναπαριστούσαν την στιγμή της εκτέλεσης. Ο ξανθός εκελεστής, όρθιος στην είσοδο της πόρτας, πυροβολούσε. Στο γραφείο του, καθισμένος με μεγάλη έκπληξη και τρόμο στα μάτια, δεχόταν τη σφαίρα στο μέτωπο, ο Μαυροσκότης. Στο άλλο σκίτσο έφτιαξαν ένα κοντινό πλάνο σε ανφάς και σε προφίλ οι σκιτσογράφοι που κατά τον ανακριτή ήταν αναγκαία και πολύ σημαντικά πρόσωπα που βοηθούσαν εξαιρετικά σ αυτές τις περιπτώσεις.
Αυτό το πρόσωπο που είχαν καταφέρει να συναρμολογήσουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, μπορούσε να το έχει ο μισός αντρικός πληθυσμός της χώρας. Τι σήμαινε ένα ξανθό, αντρικό πρόσωπο, με κοντά μαλλιά που φορούσε μπλε ή μαύρο κουστούμι; τίποτε. Ή σχεδόν τίποτε, σκέφτηκε. Κι ύστερα μελετώντας το πρώτο σκίτσο, ξανασκέφτηκε γιατί να σκοτώνονται οι άνθρωποι, μεταξύ τους. Οι άνθρωποι δεν πολεμούσαν γιατί τους άρεσαν τα όπλα, ή μπορεί και αυτό αλλά θα έπρεπε να υπάρχουν συγκεκριμένα γεγονότα που θα τροφοδοτούν αιώνια αυτές τις καταστάσεις του αλληλοσκοτωμού. Γιατί, μπορεί κάποιος να ήταν τρελός και να σκότωνε αλλά ταυτόχρονα δήλωνε και συμμετοχή στην άρτια κοινωνία. Κανένας όμως δεν ήταν πριν τρελός και μετά έξυπνος, απλά υπήρχαν και οι δυο μέχρι να πεθάνουν.
Το αφτί του ανακριτή δεν ίδρωνε με αυτά. Είχε δει πολλούς που για το παραμικρό ήταν έτοιμοι να σκοτώσουν ή να σκοτωθούν. Αυτό ήταν στην ουσία απόλυτο συμπέρασμα, πως ο θάνατος ήταν ένα καθημερινό γεγονός και έπρεπε να συμβιβάζονται μαζί του. Ο θάνατος που σαν ιδέα τρόμαζε, πόσο μάλλον σαν πράξη. "Χρόνος, χώρος, ούτε η ζωή, ούτε ο θάνατος, η απάντηση." *
συνεχίζεται
*στίχος του Έζρα Πάουντ

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 21



Μέσα σ εκείνο το διαμέρισμα, όσο όμορφα κι αν ήταν επιπλωμένο, ένας άνθρωπος άρρωστος, με πυρετό και με συνάχι, θα ένιωθε άσχημα. Φορώντας τις πιτζάμες, τρεις ολόκληρες μέρες να γυροφέρνει από ένα δωμάτιο στο άλλο ή απ την κουζίνα όπου έφτιαχνε το τσάι του, στο σαλόνι για να το πιει.
Όταν ένας άνθρωπος είναι άρρωστος συνήθως γίνεται και γκρινιάρης κι ο ανακριτής δεν διέφερε σ αυτό. Του έφταιγαν τα πάντα, ο βήχας, το τσιγάρο που κάπνιζε ακόμα και άρρωστος, τα σεντόνια οι πράσινες κουβέρτες του. Πράσινες. Αυτό παρά ήταν αηδιαστικό. Θα τις άλλαζε, θα έβγαζε τις άλλες, τις πιο χαρούμενες. Αλήθεια ποιος τις είχε διαλέξει τις πράσινες; ο ίδιος αλλά έφταιγε και ο υπάλληλος του καταστήματος που τον είχε συμβουλέψει πως το πράσινο χρώμα, σύμφωνα με τους ψυχολόγους, ταιριάζει στους απόλυτα υγιείς ανθρώπους. Κι αυτός ήταν ένας απόλυτα υγιής άνθρωπος, που δεν μπορούσε να συμφωνήσει σε όλα με τους ψυχολόγους.
Κούνησε το κεφάλι του ν αλλάξει σκέψεις όρθιος στη μέση του σαλονιού με το φλιτζάνι του τσαγιού στο χέρι. Με το άλλο έπιασε το μέτωπο του κι αναρωτήθηκε αν θα του πέρναγε ποτέ η γρίπη. Ο γιατρός τον είχε συμβουλέψει πως χρειαζόταν ξεκούραση εκτός από την αντιβίωση. "Δουλεύεις πολύ;" τον είχε ρωτήσει κι αυτός τον είχε κοιτάξει περίεργα. Τι θα πει δουλεύεις πολύ; δούλευε σαν σκλάβος. Στην πραγματικότητα θεωρούσε τον εαυτό του σκλάβο ενός βάναυσου συστήματος. Μπορεί η δουλειά του να μην ήταν χειρωνακτική αλλά δουλειά δε σημαίνει μόνο κάτι τέτοιο. Σημαίνει και να βρίσκεσαι σε συγκεκριμένο χώρο για επίσης συγκεκριμένο χρόνο. Αυτός ο χρόνος που ήταν πιο καταπιεστικός από πάρα πολλά άλλα πράγματα στη ζωή του, γινόταν ακόμα πιο βασανιστικός για τον ίδιο και επειδή πίστευε πως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έκαναν τίποτε σπουδαίο, έτσι έβλεπε και τη δικιά του ζωή να πηγαίνει χαμένη. Αν είχε τουλάχιστον φυτέψει μερικά δέντρα, αν είχε κάνει ένα παιδί, αν είχε γράψει ένα βιβλίο, σύμφωνα με τον Βούδα θα ήταν ένας πετυχημένος άνθρωπος. Όμως τίποτε από αυτά τα τρία δεν είχε κάνει και δεν του άρεσε ο ρόλος που είχε επιλέξει για τον εαυτό του, μέσα σε μια κοινωνία όπου ο μοναδικός στόχος των μελών της, ήταν ο ατομισμός, και η ανάδειξη σε υψηλά αξιώματα. Αν μπορούσε τώρα να επαναστατήσει θα το έκανε, ήταν έτοιμος να κάνει οποιαδήποτε επανάσταση, τι κέρδιζε τόσα χρόνια πιο τίμιος από τους τίμιους εξόν από τον μισθός της πολιτείας;
Αλλά οι επαναστάσεις είχαν περάσει όλες, δεν υπήρχε μια καινούργια κι αυτός ήταν ο πικρός απολογισμός της γενιάς του. Ούτε καν εκείνη του πατέρα του, που δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ του, παρά μόνον από τις εικόνες που του είχε μεταφέρει η μητέρα του. Αυτή η επανάσταση είχε αποτέλεσμα τον εμφύλιο πόλεμο, το χειρότερο είδος πολέμου, να σκοτώνει ο αδερφός τον αδερφό, φίλος τον φίλο. Τον πατέρα του τον έπιασαν σε μπλόκο, τον έπιασαν και ούτε καν τον ρώτησαν τίποτε, ήξεραν ποιος είναι. Τον έστησαν στον τοίχο, τον εκτέλεσαν. Δεν ήταν οι Γερμανοί, ούτε οι Ιταλοί, ήταν οι Έλληνες των βουνών, οι αντάρτες τ αδέρφια του, οι επαναστάτες του Δημοκρατικού στρατού.
Ο ανακριτής δεν μπορούσε να φανταστεί τον πατέρα του να πολεμάει τους Κομμουνιστές και ούτε ένιωθε γιος ενός κυνηγημένου απ αυτούς, όπως κάποιοι άλλοι που ζητούσαν ακόμα και εκδίκηση για αυτόν τον αλληλοσκοτωμό.
Άναψε ένα τσιγάρο και ξερόβηξε μέχρι να συνηθίσει ο λαιμός του, βγήκε στη βεράντα και σκέφτηκε πως την άλλη μέρα έπρεπε να πάει στο γραφείο, η αναρρωτική άδεια είχε τελειώσει και είχε αρχίσει να νιώθει πολύ καλύτερα. Η μέρα ήταν γελαστή με καθαρή, αστραφτερή, χειμωνιάτικη λιακάδα. Η γεύση του καπνού μ εκείνη την πικρόθολη μυρωδιά της γρίπης, τον αηδίασε. Έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι, μπήκε μέσα, ένιωθε καλύτερα σίγουρα κι έτσι αποφάσισε να βγει. Φόρεσε ένα κουστούμι, κλείδωσε και βγήκε.
Στην πλατεία, κάτι παιδιά έπαιζαν μπάλα. Καθώς διάβαινε δίπλα τους, μια μπαλιά πήγε κοντά του. Κλώτσησε τη μπάλα με φάλτσο και μαεστρία και την έστειλε με ακρίβεια σε ένα από τα παιδιά κι αυτά τον χειροκρότησαν γελώντας. Γέλασε κι αυτός μόνος του, στο δρόμο για το περίπτερο.
Τίποτε δε φαινόταν καινούργιο, όλα ήταν ήσυχα εκείνη την Παρασκευή, γύρω στις δώδεκα που στάθηκε στο περίπτερο να διαβάσει τους τίτλους των εφημερίδων κι ανατρίχιασε. "Στυγερή δολοφονία του καθηγητή Μαυροσκότη!" έγραφε η μία, "Εκτέλεση αλά μαφία" η άλλη. "Η οργάνωση ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ξαναχτύπησε." η τρίτη κι όλες μαζί είχαν στο πρωτοσέλιδο αυτό το γεγονός.
Αγόρασε όλον τον τύπο, ο περιπτεράς που τον γνώριζε, θέλησε να τον ρωτήσει τι και πως αλλά τον απέφυγε και επέστρεψε στο σπίτι του. Κάθισε στο σαλόνι, άνοιξε τις εφημερίδες, διάβασε τα ρεπορτάζ στις μέσα σελίδες, αναλυτικά. Στην ουσία δεν αποκάλυπταν κάτι το σημαντικό, μόνο μπούγιο έκαναν με τους εντυπωσιακούς τίτλους και μέσα το πιο σημαντικό που έγραφαν ήταν ο γρήγορος και μεθοδευμένος τρόπος με τον οποίο είχε δράσει η οργάνωση ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.
Η μία έγραφε πως οι εκτελεστές ήταν δυο, η άλλη στην αρχή συμφωνούσε αλλά και τις δύο τις διέψευδε η μαρτυρία του κοιλαρά θυρωρού, που υποστήριζε ότι είχε δει τον εκτελεστή και έλεγε πως ήταν ένας δίνοντας μάλιστα και κάποια αόριστα χαρακτηριστικά, ενός ψηλού και ξανθού άντρα.
συνεχίζεται

Τρίτη 20 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 20 Ποιον θέλετε κύριε;





Η Μαρία πήγε και ξάπλωσε δίπλα του, γυμνή. "Μη σβήνεις ακόμα το φως" τον παρακάλεσε, καθώς τον είδε ν απλώνει το χέρι του προς τον διακόπτη.
-Θέλω να σε βλέπω, εσύ δε θέλεις; ρώτησε αστράφτοντας μέσα στα μάτια του. Θυμάσαι τι σου είπα για το κοίταγμα στα μάτια;
-Η πρώτη συνάντηση δυο ανθρώπων φαίνεται σ αυτό που θέλουν να κάνουν από την πρώτη ματιά, απάντησε.
Έτσι είναι σκέφτηκε, καθώς τα σώματα τους τυλίχτηκαν, έσμιξαν και έγιναν ένα. Ένας άντρας και μια γυναίκα όταν γίνονται ένα, ο κόσμος συντρίβεται, ο χρόνος χάνεται, η ηδονή μειώνει το νόημα της ύπαρξης. Είναι μια τέλεια στιγμή που επαναλαμβάνεται πολλές φορές στη ζωή των γήινων πλασμάτων, που φωνάζουν, μουγκρίζουν, αναστενάζουν μοναδικά. Σχεδόν κανείς δε νοιάζεται ή δεν προλαβαίνει να σκεφτεί. Δε χρειάζεται η σκέψη σ αυτή την απόλαυση, που μόνο αργότερα προσπαθείς να συλλάβεις πως γίνεται. Πως γίνεται να κοιτάζεις στα μάτια και να μπαίνεις μέσα σε έναν άνθρωπο.

Το πρωί ήρθε πολύ νωρίς, όλα τα πράγματα έρχονταν νωρίς όταν δεν τα επιζητούσε.
Ήρεμος, σιωπηλός, πότε έφτασε στη στάση του λεωφορείου, δε θυμόταν, μόνο το πρωινό φιλί της Μαρίας του είχε αποτυπωθεί στον νου και ότι έπρεπε να τελειώνει γρήγορα μ αυτή την ιστορία. Έπειτα θα έφευγε ένα ταξίδι στην Ιταλία, όλα ήταν κανονισμένα, τα λεφτά, τα εισιτήρια, το ξενοδοχείο που θα διέμενε. Στη Μαρία δεν είχε πει τίποτε για το ταξίδι, θα της το ανακοίνωνε ξαφνικά, μόνο στους γονείς του είχε πει κάποιο ψέμα πως ήταν καλεσμένος για μια διάλεξη σε Ελληνικό φοιτητικό σύλλογο.
Όλο ψέματα έλεγε. Πολλά, όμορφα ψέματα που τον έφερναν αντιμέτωπο με την αλήθεια του. Πάντα ήταν διπλές οι σκέψεις του. Από τότε που άρχισε να καταλαβαίνει τον κόσμο και να μεγαλώνει, τα πράγματα είχαν δυο όψεις. Την καλή και την κακή. Εύλογος νόμος των περισσοτέρων ανθρώπων να ξεχωρίζουν το ένα από το άλλο, σύμφωνα με το συμφέρον τους. Και εύκολα το ένα μπερδευόταν με το άλλο, έτσι που να μην έχουν συγκεκριμένη θέση, παρά μόνο στις κινηματογραφικές ταινίες του Χόλιγουντ, όπου ο κόσμος ήταν διαχωρισμένος στους καλούς και στους κακούς. Αυτός δεν πίστευε ούτε στο καλό ούτε στο κακό, που ήταν ένα, σύμφωνα με τον Καζαντζάκη, κι αυτό το ένα δεν υπάρχει.
Στο λεωφορείο, έσφιξε για μια ακόμα φορά το σαρανταπεντάρι στην απομέσα τσέπη του σακακιού για να βεβαιωθεί πως ήταν εκεί. Οι προκήρυξη μέσα στην άλλη ίδρωσαν στα δάκτυλα του. Κοίταξε τη μέρα που αχνοφέγγιζε στον ορίζοντα, όσον ορίζοντα μπορούσε να δει σ αυτή την πόλη. "Θα κάνει μια ωραία, Χειμωνιάτικη λιακάδα" σκέφτηκε. Ωραία μέρα. Όλες οι ωραίες μέρες έχουν μια άψυχη διαφάνεια, δεν τις λερώνει καμιά θύμηση, δεν τις μπερδεύει κανένας ήχος, μόνο το φως του ήλιου υπάρχει, κυρίαρχο και μοναδικό, όπως και δέκα εκατομμύρια χρόνια πριν.
Κατέβηκε οχτώ πάρα πέντε στην Πανεπιστημίου, όλα πήγαιναν καλά, ακριβώς όπως στο πλάνο. Καθώς διάβαινε στο απέναντι πεζοδρόμιο, κοίταξε ξανά το ρολόι του. Οκτώ πάρα τέσσερα λεπτά. Προλάβαινε ν ανάψει τσιγάρο, μέχρι να φτάσει στην είσοδο του μεγάρου. Ένιωθε ήρεμος και αυτοκυριαρχικός, τίποτε δεν έδειχνε αυτό που θα έκανε σε λίγα λεπτά. Στην είσοδο πέταξε το τσιγάρο στην άμμο που υπήρχε στο ξύλινο τρίγωνο γι αυτή τη δουλειά, έφτιαξε τη γραβάτα, πέρασε βιαστικά τα λίγα μέτρα του προθάλαμου μέχρι το ασανσέρ. Πάτησε το κουμπί, το κόκκινο φωτάκι άναψε. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε τη στιγμή που ακούστηκε ο θόρυβος από τις μηχανές του καλοριφέρ. Τότε θυμήθηκε τον θυρωρό. Βέβαια είχε δει την άδεια θέση του στην είσοδο αλλά δεν το είχε σκεφτεί. Δεν προλάβαινε να σκεφτεί τίποτε, όλα γίνονταν σε χρόνο νεκρό, το ασανσέρ σταμάτησε στον τρίτο, βγήκε με προσοχή, κανένας δεν ήταν στον διάδρομο, όπως στο σχέδιο, προχώρησε και χώθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στην τουαλέτα, κοίταξε το ρολόι του. Οκτώ ακριβώς. Είχε αργήσει κατά δυο λεπτά. Δευτερόλεπτα εξέτασε τον εαυτό του στον καθρέφτη, αυτές οι τουαλέτες δεν έπρεπε να έχουν καθρέφτες, το σκέφτηκε χωρίς ταραχή κι άκουσε τα βήματα ενός ανθρώπου στο διάδρομο που σε λίγο σταμάτησαν κι ακούστηκε ο ήχος του κλειδιού, το άνοιγμα μιας πόρτας κι ύστερα πάλι ησυχία, ενώ αυτός βγήκε γοργά, ερεύνησε τον άδειο διάδρομο, κανείς. Με σταθερά βήματα έφτασε μπροστά στην πόρτα του γραφείου. Έπιασε το πόμολο με το αριστερό, με το δεξί το σαρανταπεντάρι, την άνοιξε και την έκλεισε πίσω του.
Ο καθηγητής Μαυροσκότης, μόλις είχε προλάβει να καθίσει στην καρέκλα του, όταν αντίκρισε το οπλισμένο χέρι να τον σημαδεύει. Τα μάτια τους συναντήθηκαν μα όχι μόνον αυτά. Η άλλη συνάντηση ήταν η σφαίρα που σφηνώθηκε στο μέτωπο του Μαυροσκότη, το χέρι του που πήγε να πατήσει το κουδούνι δεν πρόλαβε. Μια μεγάλη τρύπα άνοιξε στο μέτωπο του κι ένας υπόκωφος θόρυβος ακούστηκε από το σαρανταπεντάρι με τον σιγαστήρα. Έπεσε με τα μούτρα πάνω στο γραφείο από το περίφημο ξύλο μαονιού. Από το στόμα του κύλισε αίμα, μαύρο κι αυτό, σχεδόν στο ίδιο χρώμα με το γραφείο.
Ο Καζάρμας έβγαλε τον σιγαστήρα κι έβαλε το πιστόλι στην τσέπη Άφησε την προκήρυξη πάνω στο γραφείο και βγήκε.
Η ησυχία που υπήρχε πριν τον υποδέχτηκε πάλι στον άδειο διάδρομο. Έφτασε στο ασανσέρ πάτησε το κουμπί για το ισόγειο, σκεφτόμενος πως ο θυρωρός δεν έπρεπε να είχε ανέβει ακόμα και κούνησε τα πόδια του να κινηθεί πιο γρήγορα το κουβούκλιο, μα τίποτε. Εκείνο απλά τραντάχτηκε στον ίδιο ρυθμό μέχρι να σταματήσει.
Βγήκε ήρεμος. Στα σκαλιά προς την έξοδο γύρισε το κεφάλι του και πρόλαβε να δει τον θυρωρό, εκείνον τον δυσκίνητο κοιλαρά, να ανεβαίνει το τελευταίο σκαλί που έκανε μια κίνηση προς το μέρος του σα να ήθελε να τον ρωτήσει κάτι. Ίσως ποιον ήθελε, όπως συνήθως ρωτούν οι θυρωροί όλου του κόσμου. Η φωνή του ακούστηκε τσιριχτή, στην απόλυτη ηρεμία του πρωινού.
-Ποιον θέλετε κύριε;

συνεχίζεται

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 19 Αινιγματικός κόσμος






Ήταν μια διαδήλωση γέρων που χλεύαζαν εκείνο το περίφημο σύνθημα, ΠΕΡΉΦΑΝΑ ΓΗΡΑΤΕΙΆ. Η εξαθλίωση, φαινόταν στα γηρασμένα πρόσωπα τους, στα φτηνά, αρρωστημένα ρούχα τους. Η αγανάκτηση για την αδιαφορία της πολιτείας εκφραζόταν μ αυτή την πορεία προς την βουλή.
 Ο Καζάρμας δεν ήξερε να κλάψει βλέποντας τους ή να γελάσει θεωρώντας πως βρισκόταν σε μια σκηνή θεάτρου του παραλόγου. Γύρω τους κάμποσοι αστυνομικοί, παρακολουθούσαν γελώντας αυτή την ήρεμη πορεία. Μακάρι να γίνονταν έτσι όλες οι πορείες, σκέφτονταν, γιατί τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά, όταν είχαν να παλέψουν με το μανιασμένο πλήθος των σκληροπυρηνικών που δε λογάριαζαν ούτε γκλομπς ούτε πιστόλια. Οι γέροι θα πήγαιναν μέχρι τη βουλή κι ύστερα θα διαλύονταν ήσυχα. Οι σκληροπυρηνικοί θα έσπαζαν ότι έβρισκαν μπροστά τους, από κεφάλια αστυνομικών μέχρι βιτρίνες καταστημάτων, θα τα έκαναν όλα γυαλιά-καρφιά.
Βιάστηκε να φύγει μακριά από τους διαδηλωτές με τη σκέψη πως θα μπορούσε να του συμβεί κάποιο απρόοπτο και τότε θα τίναζε στον αέρα όλο το σχέδιο και οι προσπάθειες δυο και πλέον μηνών, που είχε κάνει ο ίδιος, προσωπικά, αλλά και με την βοήθεια της οργάνωσης που είχε συλλέξει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία γύρω από τον καθηγητή Μαυροσκότη.
Περνώντας έξω από μια κάβα ποτών, θυμήθηκε πως δεν είχαν κρασί, μπήκε μέσα και αγόρασε ένα μπουκάλι. Θυμήθηκε όμως και τις εντολές της οργάνωσης πως δεν επιτρεπόταν να πίνει αλκοόλ πριν από την εκτέλεση μιας αποστολής και ιδιαίτερα μιας τόσο σπουδαίας αποστολής αλλά τους αγνόησε.
Έφτασε στο σπίτι, χτύπησε το κουδούνι της Μαρίας Διβάνη. Του άνοιξε κοιτάζοντας τον αινιγματικά και τον φίλησε εξ ίσου αινιγματικά.
-Όλες οι γυναίκες δεν είναι ίδιες Καζάρμα, είπε παίρνοντας το κρασί από τα χέρια του.
-Τι σκέφτηκες; ρώτησε βγάζοντας το σακάκι. Φυσικά δεν είσαστε ίδιες.
-Καλό αυτό! μ αρέσει που δεν είσαι ένας μόνο ωραίος άντρας. Ετοιμάζω φαγητό και πήγε προς την κουζίνα, ενώ αυτός κάθισε στον καναπέ, ανοίγοντας την τηλεόραση, παρατηρώντας ξανά αυτό το διαμέρισμα που είχε νοικιασμένο η Μαρία.
 Ήταν ένα άνετο και ευρύχωρο διαμέρισμα επιπλωμένο με ακριβά, πανάκριβα έπιπλα. "Που τα βρίσκεις τόσα λεφτά;" την είχε ρωτήσει. " Δουλεύω αγόρι μου με το μυαλό. Κι όποιος δουλεύει και δεν έχει λεφτά σ αυτό τον κόσμο είναι βλάκας!" του είχε απαντήσει. "Το χρήμα δεν είναι το παν," της είχε απαντήσει και η Μαρία τον κοίταξε σα να έβλεπε εξωγήινο.
Την έβλεπε που πηγαινοερχόταν από την κουζίνα στην τραπεζαρία, να ετοιμάζει το φαγητό κι ήταν πολύ όμορφη, χαμογελαστή, εξαίσια γυναίκα. Ήταν τυχερός που την είχε γνωρίσει.
Η τηλεόραση είχε ειδήσεις. Για λίγο απορροφήθηκε σκόρπιος να παρακολουθεί. Ώσπου στην οθόνη εμφανίστηκε ο καθηγητής Μαυροσκότης. "Και τώρα ο κύριος Μαυροσκότης θα μας μιλήσει για την έλλειψη κλινών στα νοσοκομεία της χώρας." ανήγγειλε η τηλεπαρουσιάστρια.
-Έχει κάτι ενδιαφέρον στις ειδήσεις; τον ρώτησε καθώς του έκανε νόημα να πάει στο τραπέζι. Δε βάζεις λίγη μουσική;
-Συμφωνώ, απάντησε κι άλλαξε σταθμό ψάχνοντας για μουσική, βρήκε κάτι απαλό και πήγε στο τραπέζι.
Άρχισαν να τρώνε, ήπιαν τσουγκρίζοντας τα ποτήρια τους.
-Ωραίο κρασί, είπε η Μαρία,
-Ωραίο, συμφώνησε.
-Αλλά μην πίνεις πολύ, δεν είπες πως το πρωί έχεις να κάνεις μια σπουδαία δουλειά;
-Είπα σπουδαία; την κοίταξε αινιγματικά.
-Ναι, έκανε η Μαρία και τα σακάκια δεν τα παρατάνε έτσι στα σαλόνια! έκανε και σηκώθηκε. Πήγε στον καναπέ να το πάρει όταν το μάτι της έπεσε στο πιστόλι που εξείχε ελάχιστα στην από μέσα τσέπη.
Ανασηκώθηκε κοιτάζοντας μια το πιστόλι και μια εκείνον.
-Τι είναι αυτό; ρώτησε συνεχίζοντας να είναι ξαφνιασμένη αλλά και απορημένη.
-Τίποτε, απάντησε.
-Πως τίποτε; εδώ έχεις ένα πιστόλι...
-Έχω και άδεια οπλοφορίας, της χαμογέλασε. Άστο κι έλα να συνεχίσουμε το φαγητό μας.
Η Μαρία κρέμασε το σακάκι και γύρισε δύσπιστη, παρ ότι της είπε για την άδεια οπλοφορίας. Να έχει πιστόλι; έστω και με άδεια οπλοφορίας;
Τον ρώτησε τι την ήθελε την άδεια οπλοφορίας και το πιστόλι. Της εξήγησε πρόχειρα πως υπήρχαν ειδικοί λόγοι να οπλοφορεί και πως δεν μπορούσε να της πει περισσότερα γι αυτή την κατάσταση.
-Δηλαδή είσαι αστυνομικός; μπάτσος; τι μου λες!
-Όχι, δεν είμαι αστυνομικός. Καθηγητής φιλολογίας είμαι. Σε λίγο καιρό θα διοριστώ σε κάποιο σχολείο, μην ασχολείσαι.
Συνέχισαν το φαγητό τους κι αργότερα καθώς εκείνη μάζευε τα πιάτα, της είπε πως καλά θα ήταν να έπεφταν για ύπνο, ένιωθε αρκετά κουρασμένος, κι έπρεπε να ξεκουρασθεί. Η Μαρία συμφώνησε μαζί του και πήγε στην κουζίνα να πλύνει τα πιάτα.
-Ξάπλωσε εσύ, σε λίγο θα έρθω κι εγώ, του είπε.
Πήγε στην κρεβατοκάμαρα με την σκέψη στο πρωινό. Ξάπλωσε κι άρχισε να ξετυλίγει το σχέδιο απ την αρχή.
Επτά το πρωί θα ξύπναγε. Θα ντυνόταν σε πέντε λεπτά. Επτά και δέκα θα έφτανε στη στάση του λεωφορείου. Εδώ υπήρχε μια μικρή πιθανότητα να καθυστερήσει, γι αυτό θα έφευγε λίγο πιο νωρίς. Το λεωφορείο θα πέρναγε το πολύ σε δέκα λεπτά. Αυτές τις ώρες η κίνηση είναι περιορισμένη και τα λεωφορεία που μετέφεραν τον κόσμο στις δουλειές του, έφταναν πιο γρήγορα. Στις δέκα φορές που περίμενε στη στάση για να κάνει την ίδια διαδρομή, το λεωφορείο είχε φτάσει σε δέκα λεπτά.
Η διάρκεια της διαδρομής, κυμαινόταν από τριάντα μέχρι τριανταπέντε λεπτά. Οκτώ παρά δέκα θα κατέβαινε στην Πανεπιστημίου και θα διάβαινε απέναντι, στο μεγάλο μέγαρο.
Παρά πέντε ακριβώς, την ώρα που ο θυρωρός θα κατέβαινε στο υπόγειο, να βάλει μπροστά τις μηχανές του καλοριφέρ, αυτός θ ανέβαινε τα σκαλιά της εισόδου. Το ασανσέρ βρισκόταν σε απόσταση δέκα βημάτων, συνήθως σταματημένο στο ισόγειο. Αλλά και να μην ήταν, δεν προλάβαινε ο θυρωρός ν ανέβει, ούτε και ν ακούσει τον θόρυβο, αφού εκείνη τη στιγμή θα έμπαιναν μπροστά οι μηχανές του καλοριφέρ.
Το γραφείο του καθηγητή Μαυροσκότη, ήταν στον τρίτο όροφο. Σε μισό λεπτό θα βρισκόταν στο διάδρομο του τρίτου και θα κρυβόταν για δυο λεπτά στην τουαλέτα. Στις οκτώ ακριβώς, ο καθηγητής άνοιγε κάθε Παρασκευή το ιδιαίτερο γραφείο του. Ήταν μια μέρα που δεχόταν επισκέψεις του κοινού που είχε σχέση με την υποψηφιότητα του στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές. Οι σωματοφύλακες του θα έπιναν τον πρωινό καφέ τους στο κυλικείο, έτσι ήθελε ο καθηγητής, να μην υπάρχουν τέτοια άτομα σαν τους σωματοφύλακες, όταν δεχόταν πολιτικές επισκέψεις στο γραφείο του. Δεν ήθελε να μπερδεύεται κανείς στα πόδια του κι ακόμα περισσότερο άνθρωποι με τις φάτσες των σωματοφυλάκων. Ίσως αυτή του η ιδιοτροπία που στην ουσία ήθελε να υποδηλώσει στον κόσμο πως ο καθηγητής ήταν ένας όμοιος τους κι άρα δεν χρειαζόταν την προφύλαξη από άλλους ανθρώπους, να ήταν η μοιραία σκέψη και πράξη για τη ζωή του.
 συνεχίζεται


Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 18 Ελεύθερος δεν ήταν κανένας



Το όπλο που κρατούσε ήταν κλεμμένο από τον στρατό. Ποτέ δεν είχε μπορέσει να μάθει πως τα είχε προμηθευτεί η οργάνωση. Στις εφημερίδες είχε διαβάσει πως τα όπλα που είχαν χαθεί από μια μονάδα των συνόρων, είχαν περάσει στα χέρια της οργάνωσης, ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ. Αργότερα δεν είχε αμφιβολίες, το όπλο που κρατούσε ήταν ένα από εκείνα, όπως και τα περίστροφα που κρέμονταν στον τοίχο, επειδή οι εφημερίδες, σπάνια έγραφαν την αλήθεια αλλά και πιο σπάνια έπεφταν πολύ μακριά από αυτήν.
Ένιωθε μια οργή, πολλές φορές, γι αυτή την ξεφτισμένη κοινωνία-το όπλο του ακόμα την σημάδευε και πάλευε να την καταλάβει. Να καταλάβει γιατί οι νόμοι ήταν φτιαγμένοι στα μέτρα τους. Ποιών όμως; αυτών που αντιπροσώπευαν το κράτος; και ποιοι ήσαν αυτοί; γιατί κοινωνία είμαστε όλοι. Όλοι οι άνθρωποι που περπατούν αδιάφοροι στους δρόμους, αποτελούσαν την κοινωνία. Το κράτος ήταν οι άλλοι. Ήταν οι ηλίθιοι δημόσιοι υπάλληλοι, οι προϊστάμενοι, οι διευθυντές. Η Αστυνομία, ο στρατός, οι ανώτεροι δικαστές, οι Ακαδημαϊκοί. Αυτοί ήταν οι μαγαζάτορες ενός πολύ μεγάλου μαγαζιού-έτσι πίστευε πως ήταν ένα κράτος, μια επιχείρηση με αφεντικά.
Στον λαό, τίποτε απ όλα αυτά δεν ανήκε, ο λαός ήταν απρόσωπος, μια μάζα άχερα που τα γυρόφερνε ο αέρας από εδώ και από εκεί. 
Ο ίδιος δεν ήξερε ακόμα τι ακριβώς ήθελε. Ήθελε ν αλλάξει κάτι απ όλα αυτά αλλά τι; Οι προσπάθειες τόσων αιώνων, έδειχναν πως αυτή η ισονομία και η περιβόητη ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, γινόταν παιχνίδι στα χέρια της εκάστοτε εξουσίας, που πάντα έβρισκε τον τρόπο να καμουφλάρει τις καταστάσεις, να τις παρουσιάζει όπως την συνέφερε.
Δεν μπορούσε να διαλέξει άλλον τρόπο για να ζήσει ή να πεθάνει, αφού υπέθετε πως τον πήγαιναν όπου ήθελαν. Οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε να γίνει θύμα των νόμων μιας εξουσίας, που στα χέρια της όποιας φατρίας, αυτοί οι νόμοι γίνονταν μαστίγιο. Η πειθαρχία και η υπακοή σ αυτούς τους νόμους σ αυτούς τους θεούς, ίσως ήταν ότι χειρότερο μπορούσε ν ακολουθήσει στη ζωή του. Του έμοιαζε ο εαυτός του με πεισματάρικο γαϊδούρι, που όσο κι αν δεν ήθελε να ανέβει φορτωμένο τον ανήφορο, τόσο υπάκουε στο καπίστρι που ήταν σφηνωμένο στα δόντια του. Ελεύθερος δεν ήταν κανένας και ούτε θα γεννιόταν ποτέ. 
Οι άνθρωποι του καιρού του, σκέφτονταν τα ατομικά τους συμφέροντα, ίσως και του γιου τους ή του πατέρα τους. Τίποτα παρα πέρα. όλα εγωκεντρικά.
Οι ελευθερίες του φτωχού, στέκονταν εμπόδιο στα σχέδια των αφεντικών και οι εργατικοί νόμοι, -εργάτης σημαίνει φτωχός, δούλος- που διάφορες κυβερνήσεις θέσπιζαν, υπερασπίζονταν πάλι τα συμφέροντα της μεγάλης επιχείρησης που λεγόταν κράτος και κάθε έντιμος φτωχός, έπρεπε να πεθάνει φτωχός για να είναι τίμιος και αξιοπρεπής. Φυσικά οι πλούσιοι δεν ζουν αξιοπρεπώς, σύμφωνα μ αυτό που θεωρούν αξιοπρέπεια, οι φτωχοί. Είχε δει πολλές φορές, πως έτριζαν τα δόντια τους, αυτές οι σιχαμερές βδέλλες, τ αφεντικά, όταν επρόκειτο να παραχωρήσουν έστω και τον στάβλο τους για να κοιμηθούν αυτά τα ζώα, οι εργάτες. Δεν υπήρχαν καλά αφεντικά, ούτε θα υπάρξουν στο μέλλον. Αν υπήρχαν καλά αφεντικά, το έκαναν για την ψυχή της μάνας τους. Η καλότητα τους δείχνονταν στα πλαίσια μιας υποκριτικής συμπεριφοράς όπου μέρος της ήταν μια μεταφυσική, μια ψεύτικη φιλανθρωπία, μαζί με έναν ωχαδερφισμό που εξομοίωνε, τάχα, πλούσιους και φτωχούς. "Έλα μωρέ, τι είναι ο κόσμος; τι είναι η ζωή; τίποτε. Μια μέρα θα πεθάνουμε όλοι!" Και το ριχναν στις φιλανθρωπίες. Αυτοί ήταν, υποτίθεται τα καλά αφεντικά αλλά, δεν υπήρχε καμιά διαφορά ανάμεσα σε ένα "καλό αφεντικό" και σε ένα αφεντικό. Όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη, Ο Καζάρμας δεν είχε καμιά αμφιβολία γι αυτό, όπως δεν πίστευε πως υπήρχε καμιά διαφορά, ανάμεσα στις πολλές μορφές Δημοκρατίας, που παρουσίαζαν συνεχώς ένα καινούργιο πρόσωπο, άλλοτε σοσιαλιστικό, άλλοτε καπιταλιστικό, πιο ήπιο, πιο κεντρώο. Στην ουσία ένας ολόκληρος συρφετός από ηγέτες, που ήθελαν να πραγματοποιήσουν τις προσωπικές τους φιλοδοξίες. Αυτό το είδος πολέμου, εν καιρώ ειρήνης, έδειχνε πόσο ξεφτιλισμένη ήταν η κοινωνία. Ήταν μια κοινωνία που στηριζόταν στα είδωλα. Στα ψεύτικα είδωλα. Την ικανότητα της κρίσης και της διαλογής δε φαίνονταν να την διαθέτουν όλοι αυτοί που ήταν αναγκασμένος να συνυπάρχει, να ζει και να κινείται, να ψηφίζει πιστεύοντας πως με αυτό τον τρόπο έκανε το καθήκον του. "Η ψήφος είναι το υπέρτατο όπλο στα χέρια του λαού!" τέτοια έλεγαν. Τέτοιες τρίχες κατσαρές και πράσινα άλογα για να τονώνουν το ηθικό κάθε βλάκα, πως το μεγαλύτερο του δικαίωμα ήταν το εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Δεν καταλάβαινε ο φτωχός πως όλο το παιχνίδι ήταν στημένο. Και στημένο τόσο καλά που ο ιστός του ήταν αόρατος.
Ο Νίκος Καζάρμας δε θεωρούσε τον εαυτό του κορόιδο κι αυτό που τον εκνεύριζε περισσότερο απ όλα ήταν να τον υποβιβάζουν, να τον θεωρούν βλάκα. Έβαλε το πιστόλι στην από μέσα τσέπη του σακακιού και σηκώθηκε.
Βγήκε βιαστικά, όπως είχε έρθει. Μέσα στη γιάφκα δεν ένιωθε ασφαλής, πάντα ήξερε πως κάποιοι τον έβλεπαν και οι από εδώ και οι από εκεί. Και οι δικοί του και οι ξένοι.
Έφυγε από την οδό Κερένσκι και πήγαινε στην οδό Μπουμπουλίνας. Και οι δυο ήταν επαναστάτες, σκέφτηκε.
 Κάποτε ήταν πιο εύκολες οι επαναστάσεις, γιατί η καταπίεση και η αγριότητα της εξουσίας, φαινόταν πιο εύκολα και με γυμνό μάτι. Δε θυμόταν καλά την ιστορία του Κερένσκι. Περισσότερο του είχαν εντυπωθεί, μερικοί στίχοι του Ναζίμ Χικμέτ, για δαύτον, παρά η ιστορική του δράση, τον καιρό της Οκτωβριανής επανάστασης. Της Μπουμπουλίνας τα κατορθώματα τα είχε βιώσει πιο πολύ. Αυτή ήταν εθνικός ήρωας. Από το Δημοτικό, μέχρι το Γυμνάσιο, είχε όλον τον καιρό ν αναμασήσει τα ηρωικά κατορθώματα της μπουρλοτιέρισσας.
Η οδός Μπουμπουλίνας δεν ήταν πολύ μακριά κι έτσι σκέφτηκε να πάει με τα πόδια. Τον ηρεμούσε κάποιες φορές το περπάτημα, όχι πάντα. Δεν ήταν άνθρωπος του περπατήματος. Ωστόσο αυτό το απόγευμα της Πέμπτης ήθελε να το περάσει ήρεμα-η Μαρία τον περίμενε εκεί, στο διαμέρισμα της, στην οδό Μπουμπουλίνας.
Προχωρούσε σκεφτικός, ανάβοντας απανωτά τσιγάρα και ούτε που πρόσεξε, πως κάποια στιγμή, βρέθηκε ανάμεσα από διαδηλωτές
συνεχίζεται

Σάββατο 17 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 17



Μερικές σελίδες άγραφες, άσπρου χαρτιού, είχαν πέσει γύρω και κάτω από το τραπέζι, πάνω στο οποίο υπήρχε μια μικρή γραφομηχανή κι ένας πολύγραφος. Δυο-τρεις καρέκλες, μισοσπασμένες, αποκόμματα ή και ολόκληρες εφημερίδες, σκορπισμένα στο δάπεδο. Στους τοίχους δεν υπήρχε τίποτε, τουλάχιστον στους τρεις του μικρού δωματίου της οδούς Κερένσκι. Στον τέταρτο, κρεμασμένα, όπλα, περίστροφα, πιστόλια. Πάνω στο τραπέζι ένα σαραναταπεντάρι με τρεις κάλυκες άδειους.
Η σκόνη είχε καθίσει γύρω και η μούχλα έπνιγε τον χώρο. Στο μοναδικό παράθυρο, που έβλεπε στον ακάλυπτο, ένα πράσινο κακοβαμμενο παντζούρι, έγερνε από τη μια πλευρά, σα να είχε βγει ο μεντεσές ή να είχε σπάσει. Το κάτω τζάμι σπασμένο κατέληγε σε μια ραγισμένη τρύπα. Ο ελάχιστος αέρας που έμπαινε από εκεί, δεν μπορούσε να διώξει τη μπόχα της μούχλας. Δίπλα από το παράθυρο, περνούσαν οι σωλήνες του καλοριφέρ, βαμμένοι κι αυτοί με πλαστικό, στο χρώμα του τοίχου. Ένα ώχρινο, μελαγχολικό χρώμα που σχεδόν, έδινε την αίσθηση της υγρασίας. Σε ορισμένα σημεία ο σοβάς είχε πέσει. Οι κίτρινες και οι άσπρες πλευρές των κομματιών, πεσμένες σύριζα στις γωνίες, μπλέκονταν με κάποιες τρίχες ή μαλλιά από κουβέρτες και στροβιλίζονταν στον αέρα όταν άνοιγε η πόρτα. Ψηλά, στη μέση περίπου του ταβανιού, ήταν κρεμασμένες δυο λάμπες φθορίου, έριχναν το άσπρο φως τους βρώμικο, όπως βρώμικα ήταν όλα εκεί μέσα.
Στον μικρό διάδρομο, μόλις άνοιγε η πόρτα, έπεφτες σχεδόν με τα μούτρα, πάνω στη μπόχα της τουαλέτας κι όταν άνοιγε το παράθυρο, απλωνόταν ένας τετράγωνος ακάλυπτος χώρος, που στο βάθος του συνέβαιναν διάφορα πράγματα. Φαινόταν τα ντουβάρια της απέναντι πολυκατοικίας, χωρίς κανένα παράθυρο προς το μέρος αυτό. Μόνο οι τετράγωνοι, τσίγκινοι σωλήνες των υδρορροών κατέβαιναν από την ταράτσα. Μερικά δέντρα, απεριποίητα, μοναχικά, υψώνονταν από το μαύρο και λείο τσιμέντο των παλαιών εποχών, που ράγιζε σε περίεργα σχήματα, αφήνοντας να φυτρώνουν ανάμεσα τους καχεκτικά χορταράκια.
Αυτός ήταν ο χώρος μιας λεγόμενης γιάφκας. Τι ήταν η γιάφκα;
Η "γιάφκα" είναι μια λέξη στενά συνδεδεμένη με την ιστορία των κομμουνιστικών κινημάτων και κυρίως με τις μακρές περιόδους της παράνομης δράσης τους. Ρωσικής προέλευσης (RBKA), η λέξη σημαίνει καταρχάς εμφάνιση, παρουσία, προσέλευση, και δευτερευόντως παράνομη συνάντηση και παράνομο στέκι. Στα βουλγαρικά εμφανίζεται ως νεολογισμός και διαθέτει μόνο τη δεύτερη σημασία (ο τόπος της παράνομης συνάντησης, αλλά και η ίδια η παράνομη συνάντηση). Στα ελληνικά η λέξη πέρασε την εποχή του Μεσοπολέμου και γνώρισε μεγάλη διάδοση τις επόμενες δεκαετίες, καθώς χρησιμοποιήθηκε συστηματικά τόσο από τους ίδιους τους κομμουνιστές όσο και από τους ποικίλους διώκτες τους. Έτσι, το λήμμα "γιάφκα" εμφανίζεται ιδιαίτερα κατατοπιστικό στο "Λεξικόν κομμουνιστικών όρων" του Λάζαρου Σακελλαρίου (Αθήναι 1964): "Ως όρος κομμουνιστικός επιβληθείς διεθνώς, η λέξη "Γιάφκα" έχει δύο εννοίας: 1) Τόπον συναντήσεως στελεχών Κ.Κ. ή στελεχών δύο ή περισσότερων Κομμουνιστικών Κομμάτων διαφορετικών χωρών, όστις τυγχάνει άγνωστος εις τας αρχάς και γνωστός εις τους κομμουνιστάς οίτινες πρόκειται να συναντηθούν (...) και 2) Τόπον ή χώρον (οικίαν, κατάστημα, καφενείον, σταυροδρόμιον κ.λπ.), όστις χρησιμοποιείται υπό ενός ή περισσοτέρων στελεχών ενός ή περισσοτέρων κομμουνιστικών κομμάτων διαφορετικών χωρών προς παράδοσιν, παραλαβήν παρανόμων εντύπων, αλληλογραφίας, χρημάτων, όπλων, εργαλείων και λοιπών μέσων ασκήσεως κομμουνιστικής προπαγάνδας. Εις την δευτέραν ταύτην περίπτωσιν είναι δυνατόν να μην έρχονται εις επαφήν και να μην γνωρίζονται οι χρησιμοποιούντες αυτά κομμουνισταί". Το ίδιο λεξικό αναφέρει και τη λέξη γιαφκαντζής ("ο ιδιοκτήτης ή ενοικιαστής του χώρου, της οικίας, του καταστήματος ή άλλου τινός μέρους εις το οποίον λαμβάνει χώραν η συνωμοτική συνάντησις των στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος"), την οποία συναντούμε και στην παλαιότερη αριστερή φιλολογία  Η ευρεία αυτή χρήση της εξελληνισμένης ρώσικης λέξης πρέπει να βρίσκεται πίσω από την κομμουνιστική οργάνωση YAFAKA που ανακάλυψε ο ταγματάρχης Edgar O'Ballance στο βιβλίο του για τον ελληνικό εμφύλιο, παγιδεύοντας προ ετών και το σοβαρό "Βήμα" ("The Greek Civil War 1944-1949", Frederick Praeger, Νέα Υόρκη 1966). Δίνοντας στον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ την εποχή του Εμφυλίου το όνομα "ΓΙΑΦΑΚΑ" (γραμμένο ως αρκτικόλεξο), ο ταγματάρχης μιλά για την οργάνωση ΓΙΑΦΑΚΑ η οποία διακλαδωνόταν στις πόλεις και τα μεγάλα χωριά, διέθετε το 1947 πενήντα χιλιάδες ενεργά μέλη και προμήθευε στον Δημοκρατικό Στρατό πληροφορίες, εφόδια και νέους μαχητές.
Το μοναδικό παράθυρο με τα γκρεμισμένα παντζούρια, σπάνια άνοιγε. Κι αν άνοιγε, έκλεινε πάλι βιαστικά. Στο ενδιάμεσο κενό από τις γρίλιες, το πρόσωπο του Νίκου Καζάρμα άλλοτε σκληρό κι αγριεμένο κι άλλοτε σκοτεινό και σκεφτικό.
Το απόγευμα εκείνης της μέρας μπήκε γρήγορα, κάθισε στο τραπέζι κι έγραψε κάτι ακαταλαβίστικο στο περασμένο χαρτί της γραφομηχανής. Ύστερα πήρε το σαρανταπεντάρι από δίπλα. Άνοιξε το συρτάρι, έβγαλε σφαίρες, το γέμισε. Απασφάλισε και το σήκωσε σημαδεύοντας τις σωλήνες του καλοριφέρ που του μοιασαν ανθρώπινες φιγούρες. Έσφιξε τη σκανδάλη, γυρίζοντας αλλού το πρόσωπο του. Ένα πρόσωπο ιδιαίτερο, που όμοιο του δεν έβρισκες ένα στο εκατομμύριο. Καθοριστικό ρόλο σ αυτό, έπαιζε το βλέμμα του. Βλέμμα δυνατό, απίστευτα διαπεραστικό, δίκαιο, παρατηρητικό, δεν άφηνε τίποτε να του ξεφεύγει.
Ο Νίκος Καζάρμας είχε επίσης ένα αθλητικό σώμα, γεροδεμένο αλλά όχι ακριβώς με ογκώδεις μυς, ίσα-ίσα, θα λεγε κανείς πως ήταν λεπτός αλλά δυνατός. Στο στρατό είχε υπηρετήσει δυο χρόνια λοκατζής, διακόπτοντας τις σπουδές του και τώρα που τα θυμόταν αυτά είχαν περάσει έξι χρόνια και πλησίαζε τα τριάντα.
Σκληρή και απάνθρωπη ήταν η εκπαίδευση στα λοκ, δεν έμεινε τίποτε πιο απάνθρωπο που να μην δοκίμασαν πάνω του. Έπρεπε να μην καταλαβαίνει, ούτε από ξύλο ούτε από βασανισμούς. Ένα πρόσωπο και σώμα κατάλληλο για την περίσταση, ένα εργαλείο που θα το μεταχειρίζονταν για να σκοτώνει. Η εκπαίδευση σε όλα τα όπλα, μοναχικός ράμπο, εκτελεστής σημαντικών προσώπων του εχθρού. Κανείς δεν ξέρει τι σημαίνει να σκοτώνεις. Να σκοτώνεις και μετά να πίνεις το αίμα σαν κρασί. Άλλος λόγος ήταν να το λέει κανείς αυτό, κι άλλος να το κάνει. Όπως και η εκπαίδευση στα όπλα. Στην αρχή του φάνηκε σαν παιχνίδι που δεν του άρεσε αλλά ήταν αναγκασμένος να παίξει. Φοβήθηκε, τρόμαξε, συνήλθε, συμμάχησε με τα όπλα, έγινε φίλος με το κρύο σίδερο τους και από κάποια στιγμή και μετά ένιωσε σιγουριά μαζί τους. Τα έλυνε και τα δενε στο σκοτάδι. Το κλείστρο, την κάννη, το σιγαστήρα, όλα τα εξαρτήματα. Δεν το πολυσκεφτόταν, φανταζόταν πως μόνο οι στρατιώτες τα χρησιμοποιούσαν, αργότερα θα καταλάβαινε πως δεν ήταν καθόλου έτσι. Προς το παρόν ήταν ένα παιχνίδι πρωτόγνωρο. Τις περισσότερες φορές γελούσε μαζί με τους συναδέλφους γιατί, αυτά που τους μάθαιναν οι εκπαιδευτές τους φαίνονταν αχρείαστα. Όπως τα αρχαία που μάθαιναν στο Γυμνάσιο και τότε τα θεωρούσαν αχρείαστα. Που θα τους χρησίμευαν οι αόριστες αντωνυμίες τα απαρέμφατα και οι κατηγορηματικοί προσδιορισμοί; Πότε θα χρησιμοποιούσαν τα όπλα και ποιος θα ήταν ο εχθρός; σίγουρα ο Κομμουνισμός ήταν ο πρώτος στόχος. Ή αντίθετα για τους Κομμουνιστές ο Καπιταλισμός.
συνεχίζεται

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...