Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 13




Να "ψάχνεις" έναν άνθρωπο, σημαίνει να μάθεις τα πάντα γι αυτόν. Που τρώει, που κοιμάται, πότε ονειρεύεται. Αν πίνει καφέ, αν καπνίζει, αν τον αρρωσταίνει το τσιγάρο.
Αυτή η δουλειά που είχε αναλάβει ο Καζάρμας δεν ήταν καθόλου εύκολη. Η παρακολούθηση ενός ανθρώπου είναι δύσκολη και επίμονη εργασία, όπως έλεγε τη δουλειά ο ανακριτής αφού η λέξη δουλειά προερχόταν από το ουσιαστικό δούλος, που φυσικά ποτέ δε σκεφτόταν πως θα ήταν τέτοιος, ένας άνθρωπος σαν αυτόν.
Κρυμμένος πίσω από καλλωπιστικούς θάμνους, μέσα στον κήπο του διάσημου καθηγητή Μαυροσκότη, της Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, θυμόταν τις πρώτες μέρες που είχε αναλάβει να μάθει τα πάντα γι αυτόν τον άνθρωπο που επισκέφτηκε από κοντά μετά από κλείσιμο ενός ραντεβού για ιατρική εξέταση.
Είχε μεταμφιεστεί ανάλογα για την περίσταση.Δεν έπρεπε να έχει την κανονική του μορφή αφού θα ερχόταν σε επαφή με έναν άνθρωπο που αν επιζούσε θα μπορούσε να προξενήσει προβλήματα στην οργάνωση. Η μεταμφίεση του ήταν τέλεια-ακόμα και τα πιο κοντινά του πρόσωπα δε θα ανακάλυπταν πως πίσω από αυτόν τον νεαρό με το περιποιημένο μούσι, το κοντό καλοκουρεμένο μαλλί, μαύρο, σχεδόν κατάμαυρο και το προσεγμένο σπορ ντύσιμο, κρυβόταν ο Νίκος Καζάρμας.
Είχε φτάσει στο ραντεβού μισή ώρα πριν. Κάθισε στο σαλόνι και έκανε πως διάβαζε ένα περιοδικό από τον σωρό που βρισκόταν στο ράφι κάτω από το κομοδίνο. Στην πραγματικότητα ερευνούσε το χώρο. Αυτό το σαλόνι δε θα το ξανάβλεπε και ήταν ανάγκη να έχει στο νου του όλες τις λεπτομέρειες σε περίπτωση που το σχέδιο στράβωνε. Όχι μόνο του χώρου αλλά και του τρόπου που λειτουργούσε μέσα σ αυτό ο καθηγητής.
Η έξω πόρτα απείχε από το κυρίως σπίτι, πέντε δευτερόλεπτα, τα σκαλιά ήταν εφτά, το πλατύσκαλο με τις μαρμάρινες κολώνες, περίπου τέσσερα μέτρα μήκος. Το σπίτι που χρησιμοποιούσε και για γραφείο ο καθηγητής ήταν πολυτελέστατο, εξωτερικά με ολόλευκο μάρμαρο και ψηλά, στα κάγκελα του ορόφου χαμήλωνε τα κλαδιά του ένα δέντρο που μοιαζε με έλατο. Το είχε κοιτάξει πολλές φορές και είχε σκεφτεί πως, αν ήταν ένας παιδικός ήρωας παραμυθιού ή κόμικ, θ ανέβαινε απ αυτό το έλατο στο μπαλκόνι του καθηγητή, την ώρα που θα εξέταζε το σπασμένο χέρι μιας γριας, από εκείνες τις μεγαλοαστές που όλοι παρακαλάνε να πεθάνουν για να τις κληρονομήσουν αλλά εκείνες επιμένουν να ζουν πάνω από εκατό χρόνια. Η μπαλκονόπορτα θα είχε επίτηδες ξεχαστεί ανοιχτή και οι υπηρέτες θα έλειπαν. Ο Τζον για καυσόξυλα στην αποθήκη και η Έλεν για ψώνια στην αγορά. Περπατώντας στα νύχια, φορώντας τα γάντια, θα περνούσε γρήγορα μέσα.
Έτσι θα φερόταν αν ήταν ήρωας παιδικού παραμυθιού ή κόμικ. Τώρα όμως, μέσα στο σαλόνι, περίμενε υπομονετικά να έρθει η σειρά του να του εξετάσει ο καθηγητής το παλιό τραύμα στο γόνατο. Είχε πάρει από μόνος του την πρωτοβουλία, να προσποιηθεί τον άρρωστο, πως τάχα τον πονούσε το παλιό τραύμα από τον στρατό, για να μπορέσει να δει από κοντά τον καθηγητή, να έχει ακριβή εικόνα του.
Πήγε στην τουαλέτα, κοίταξε έξω, από το παράθυρο στον κήπο, το περιποιημένο γρασίδι, επέστρεψε στο σαλόνι, όπου μια νέα γυναίκα κι ένας νεαρός συνοδός της περίμεναν και σιγανομιλούσαν. Στάθηκε σε ένα πορτρέτο και μελέτησε τη φιγούρα του όταν ήταν πιο νέος. Τώρα που ήταν εβδομήντα  χρονών τα χαρακτηριστικά του είχαν αλλάξει, τα λευκά μαλλιά και φρύδια τον έδειχναν ακόμα μεγαλύτερο ίσως πάνω από ογδόντα. Ο Καζάρμας είχε μελετήσει σε πολλές φωτογραφίες και στον υπολογιστή, τα χαρακτηριστικά του αλλά άλλο ήταν να τον έβλεπε από τόσο κοντά.
Έκανε σύγκριση με τις νεανικές φωτογραφίες και δεν μπορούσε να παραδεχτεί πως ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο. Οι άνθρωποι μεγαλώνοντας αλλάζουν και μερικοί δε θυμίζουν τίποτε από τον νεανικό τους εαυτό. Τις φωτογραφίες, βέβαια δεν τις είχε μαζί του για να τις συγκρίνει κανονικά αλλά στη μνήμη του είχε εντυπωθεί γερά αυτό το πρόσωπο, σε όλες σχεδόν τις φάσεις και τις λεπτομέρειες της ζωής του. Με τι έμοιαζε τώρα ο καθηγητής, δεν μπορούσε να το προσδιορίσει ακόμα. Του έλειπαν κάμποσα στοιχεία για να προσδιορίσει τι σόι άνθρωπος ήταν.
Όταν είχε πεθάνει η πρώτη του γυναίκα, είχαν διατυπωθεί κάποιες εικασίες αλλά και υπόνοιες, όσον αφορά τον τρόπο που είχε πεθάνει. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, οι φήμες έλεγαν πως την είχε δηλητηριάσει ο ίδιος λίγο πριν κλείσει τα πενήντα της χρόνια. Αυτό δεν εξακριβώθηκε ποτέ, παρέμενε φήμη και εξ άλλου είχαν περάσει και τα χρόνια και ο καθηγητής είχε παντρευτεί για δεύτερη φορά μια τριανταπεντάχρονη καλλονή. Παρ όλα αυτά παρέμενε άκληρος ούτε από την πρώτη, ούτε από τη δεύτερη γυναίκα του είχε κατορθώσει να κάνει παιδιά.
Άκληρος, μόνος κι έρημος. Ένα άσπρο σκυλάκι με σγουρό τρίχωμα σαν προβάτου, από εκείνα της ράτσας κανίς, του έκανε πολλές ώρες συντροφιά, βαριόταν τους ανθρώπους. Τον είχε δει πολλές φορές τις απογευματινές ώρες, να βγαίνει με τις ριγέ πιτζάμες, στον κήπο, κρατώντας από το λουράκι το μικρό κανίς. Οι βόλτες τους ήταν συγκεκριμένες. Από τη μια άκρη του κήπου στην άλλη. Σταμάτημα για ν ανάψει το αιώνιο πούρο, λίγο πριν τον κορμό της λεύκας, όπου το σκυλάκι σήκωνε το πόδι του για να κατουρήσει-ποτέ δεν είχε καταλάβει γιατί τα σκυλιά κατουράνε σηκώνοντας το πόδι και γιατί το κάνουν στους κορμούς.
Το σκυλάκι συνήθως ήταν νωθρό, μόνο κάποιες απογευματινές ώρες που έτυχε να το δει ο Νίκος άλλαζε ύφος και γινόταν πιο επιθετικό. Όσο επιθετικό μπορούσε να γίνει ένα κανίς. Κάποτε η μάνα του είχε αγοράσει ένα τέτοιο και το χε φέρει στο σπίτι τους κάποιο απόγευμα και σε λίγο ο Νίκος το χε πετάξει έξω με τις κλωτσιές κάτω από τα έκπληκτα μάτια της μάνας του. "Τι με κοιτάς;" της είχε πει. "Δε μας φτάνουν τα παιδιά, θέλουμε και σκυλιά. Αυτά είναι για τους άλλους, για κείνους που δεν έχουν τι να κάνουν τον χρόνο και το χρήμα τους."
Δεν του άρεσαν τα σκυλάκια, αυτά τα χαμενοβούζικα, τα χαζοχαρούμενα. Από το είδος τους, προτιμούσε τους λύκους κι από όλα τα ζώα προτιμούσε τα άλογα Έτσι ήθελε να είναι στη ζωή του: ή λύκος ή άλογο. Τώρα τίποτε από τα δυο δεν είχε. Κάποτε είχε καβαλήσει ένα μαύρο άλογο. Καλπάζοντας στον κάμπο συνάντησαν τον άσπρο λύκο. Θα ήταν τότε δεκαπέντε χρονών.
Η παρακολούθηση και η έρευνα στο σαλόνι του καθηγητή, είχαν αποφέρει σημαντικά αλλά και μικροπράγματα από τις συνήθειες του. Έξω από κάποιες μικροεπιθυμίες, που έδειχναν τον τρόπο που ήθελε να τοποθετεί διάφορα μικροαντικείμενα πάνω στο γραφείο, όπως ο μεγάλος μπακιρένιος χαρτοκόπτης και το κεχριμπαρένιο κομπολόι, τα υπόλοιπα ήταν συνηθισμένα όπως στους περισσότερους ανθρώπους του είδους του.
Την ώρα που τον εξέταζε, κοιτάζοντας προσεκτικά την πλάκα του ακτινολογικού και μετά το παλιό τραύμα στο γόνατο του, πρόσεξε τη φωτογραφία της δεύτερης γυναίκας του, σε μια κορνίζα. Ήταν μια όμορφη γυναίκα αλλά τα μάτια της φαίνονταν απλανή και μετέωρα. Σα να μην κοίταζαν πουθενά και δεν έμοιαζε να ήταν και καμιά γυναίκα ιδιαίτερης πνευματικής στάθμης, Γιατί; Ίσως γι αυτό να είχε παντρευτεί τον καθηγητή, έναν γέρο εβδομήντα χρονών, όχι πως ήταν εναντίον των γέρων αλλά αυτό το έβλεπε πρόστυχο, τότε. Και δεν του άρεσε που αυτή γνώριζε, όσο μυαλό και να μην είχε, ότι στήριζε τη ζωή της στην υποδούλωση.'Λίγο προτού σηκωθεί από τον καναπέ, ο καθηγητής του χτύπησε φιλικά την πλάτη και του είπε, "Μη φοβάσαι, δεν είναι τίποτε, έτσι είναι αυτά τα τραύματα, πονάνε που και που."
Έπειτα τον κοίταξε καλά στα μάτια, έτσι που παραλίγο να ταραχτει; αλλά γιατί; Ο καθηγητής είχε μεγάλα μάτια, ανήσυχα, μπλε, καθαρά. Κάτω από τις σακούλες, το κρέας ήταν καθαρό, χωρίς κοκκινάδια και μαυρίλες. Φαινόταν ένας πολύ ήσυχος άνθρωπος. Γιατί αυτός έπρεπε να σκοτώσει έναν τέτοιον άνθρωπο;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ-ΧΑΡΑΜΑ-ΔΡΟΜΟΣ

  Είναι πολύ πρωί. Σχεδόν πριν τις έξι. Τα καταστήματα είναι κλειστά. Ο κεντρικός δρόμος, σχεδόν άδειος. Ο Γιάννης, ένας καλοστεκο...