Τετάρτη 21 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 21



Μέσα σ εκείνο το διαμέρισμα, όσο όμορφα κι αν ήταν επιπλωμένο, ένας άνθρωπος άρρωστος, με πυρετό και με συνάχι, θα ένιωθε άσχημα. Φορώντας τις πιτζάμες, τρεις ολόκληρες μέρες να γυροφέρνει από ένα δωμάτιο στο άλλο ή απ την κουζίνα όπου έφτιαχνε το τσάι του, στο σαλόνι για να το πιει.
Όταν ένας άνθρωπος είναι άρρωστος συνήθως γίνεται και γκρινιάρης κι ο ανακριτής δεν διέφερε σ αυτό. Του έφταιγαν τα πάντα, ο βήχας, το τσιγάρο που κάπνιζε ακόμα και άρρωστος, τα σεντόνια οι πράσινες κουβέρτες του. Πράσινες. Αυτό παρά ήταν αηδιαστικό. Θα τις άλλαζε, θα έβγαζε τις άλλες, τις πιο χαρούμενες. Αλήθεια ποιος τις είχε διαλέξει τις πράσινες; ο ίδιος αλλά έφταιγε και ο υπάλληλος του καταστήματος που τον είχε συμβουλέψει πως το πράσινο χρώμα, σύμφωνα με τους ψυχολόγους, ταιριάζει στους απόλυτα υγιείς ανθρώπους. Κι αυτός ήταν ένας απόλυτα υγιής άνθρωπος, που δεν μπορούσε να συμφωνήσει σε όλα με τους ψυχολόγους.
Κούνησε το κεφάλι του ν αλλάξει σκέψεις όρθιος στη μέση του σαλονιού με το φλιτζάνι του τσαγιού στο χέρι. Με το άλλο έπιασε το μέτωπο του κι αναρωτήθηκε αν θα του πέρναγε ποτέ η γρίπη. Ο γιατρός τον είχε συμβουλέψει πως χρειαζόταν ξεκούραση εκτός από την αντιβίωση. "Δουλεύεις πολύ;" τον είχε ρωτήσει κι αυτός τον είχε κοιτάξει περίεργα. Τι θα πει δουλεύεις πολύ; δούλευε σαν σκλάβος. Στην πραγματικότητα θεωρούσε τον εαυτό του σκλάβο ενός βάναυσου συστήματος. Μπορεί η δουλειά του να μην ήταν χειρωνακτική αλλά δουλειά δε σημαίνει μόνο κάτι τέτοιο. Σημαίνει και να βρίσκεσαι σε συγκεκριμένο χώρο για επίσης συγκεκριμένο χρόνο. Αυτός ο χρόνος που ήταν πιο καταπιεστικός από πάρα πολλά άλλα πράγματα στη ζωή του, γινόταν ακόμα πιο βασανιστικός για τον ίδιο και επειδή πίστευε πως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έκαναν τίποτε σπουδαίο, έτσι έβλεπε και τη δικιά του ζωή να πηγαίνει χαμένη. Αν είχε τουλάχιστον φυτέψει μερικά δέντρα, αν είχε κάνει ένα παιδί, αν είχε γράψει ένα βιβλίο, σύμφωνα με τον Βούδα θα ήταν ένας πετυχημένος άνθρωπος. Όμως τίποτε από αυτά τα τρία δεν είχε κάνει και δεν του άρεσε ο ρόλος που είχε επιλέξει για τον εαυτό του, μέσα σε μια κοινωνία όπου ο μοναδικός στόχος των μελών της, ήταν ο ατομισμός, και η ανάδειξη σε υψηλά αξιώματα. Αν μπορούσε τώρα να επαναστατήσει θα το έκανε, ήταν έτοιμος να κάνει οποιαδήποτε επανάσταση, τι κέρδιζε τόσα χρόνια πιο τίμιος από τους τίμιους εξόν από τον μισθός της πολιτείας;
Αλλά οι επαναστάσεις είχαν περάσει όλες, δεν υπήρχε μια καινούργια κι αυτός ήταν ο πικρός απολογισμός της γενιάς του. Ούτε καν εκείνη του πατέρα του, που δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ του, παρά μόνον από τις εικόνες που του είχε μεταφέρει η μητέρα του. Αυτή η επανάσταση είχε αποτέλεσμα τον εμφύλιο πόλεμο, το χειρότερο είδος πολέμου, να σκοτώνει ο αδερφός τον αδερφό, φίλος τον φίλο. Τον πατέρα του τον έπιασαν σε μπλόκο, τον έπιασαν και ούτε καν τον ρώτησαν τίποτε, ήξεραν ποιος είναι. Τον έστησαν στον τοίχο, τον εκτέλεσαν. Δεν ήταν οι Γερμανοί, ούτε οι Ιταλοί, ήταν οι Έλληνες των βουνών, οι αντάρτες τ αδέρφια του, οι επαναστάτες του Δημοκρατικού στρατού.
Ο ανακριτής δεν μπορούσε να φανταστεί τον πατέρα του να πολεμάει τους Κομμουνιστές και ούτε ένιωθε γιος ενός κυνηγημένου απ αυτούς, όπως κάποιοι άλλοι που ζητούσαν ακόμα και εκδίκηση για αυτόν τον αλληλοσκοτωμό.
Άναψε ένα τσιγάρο και ξερόβηξε μέχρι να συνηθίσει ο λαιμός του, βγήκε στη βεράντα και σκέφτηκε πως την άλλη μέρα έπρεπε να πάει στο γραφείο, η αναρρωτική άδεια είχε τελειώσει και είχε αρχίσει να νιώθει πολύ καλύτερα. Η μέρα ήταν γελαστή με καθαρή, αστραφτερή, χειμωνιάτικη λιακάδα. Η γεύση του καπνού μ εκείνη την πικρόθολη μυρωδιά της γρίπης, τον αηδίασε. Έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι, μπήκε μέσα, ένιωθε καλύτερα σίγουρα κι έτσι αποφάσισε να βγει. Φόρεσε ένα κουστούμι, κλείδωσε και βγήκε.
Στην πλατεία, κάτι παιδιά έπαιζαν μπάλα. Καθώς διάβαινε δίπλα τους, μια μπαλιά πήγε κοντά του. Κλώτσησε τη μπάλα με φάλτσο και μαεστρία και την έστειλε με ακρίβεια σε ένα από τα παιδιά κι αυτά τον χειροκρότησαν γελώντας. Γέλασε κι αυτός μόνος του, στο δρόμο για το περίπτερο.
Τίποτε δε φαινόταν καινούργιο, όλα ήταν ήσυχα εκείνη την Παρασκευή, γύρω στις δώδεκα που στάθηκε στο περίπτερο να διαβάσει τους τίτλους των εφημερίδων κι ανατρίχιασε. "Στυγερή δολοφονία του καθηγητή Μαυροσκότη!" έγραφε η μία, "Εκτέλεση αλά μαφία" η άλλη. "Η οργάνωση ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ξαναχτύπησε." η τρίτη κι όλες μαζί είχαν στο πρωτοσέλιδο αυτό το γεγονός.
Αγόρασε όλον τον τύπο, ο περιπτεράς που τον γνώριζε, θέλησε να τον ρωτήσει τι και πως αλλά τον απέφυγε και επέστρεψε στο σπίτι του. Κάθισε στο σαλόνι, άνοιξε τις εφημερίδες, διάβασε τα ρεπορτάζ στις μέσα σελίδες, αναλυτικά. Στην ουσία δεν αποκάλυπταν κάτι το σημαντικό, μόνο μπούγιο έκαναν με τους εντυπωσιακούς τίτλους και μέσα το πιο σημαντικό που έγραφαν ήταν ο γρήγορος και μεθοδευμένος τρόπος με τον οποίο είχε δράσει η οργάνωση ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.
Η μία έγραφε πως οι εκτελεστές ήταν δυο, η άλλη στην αρχή συμφωνούσε αλλά και τις δύο τις διέψευδε η μαρτυρία του κοιλαρά θυρωρού, που υποστήριζε ότι είχε δει τον εκτελεστή και έλεγε πως ήταν ένας δίνοντας μάλιστα και κάποια αόριστα χαρακτηριστικά, ενός ψηλού και ξανθού άντρα.
συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...