Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 16



Ο χαμένος άνθρωπος είναι επικίνδυνος. Χειρότερα από τραυματισμένο ρινόκερο. Αυτό πρέπει να το γνωρίζουν οι βολεμένοι. Αυτοί που τα βρήκαν έτοιμα αλλά και αυτοί που τα έφτιαξαν σε βάρος της άλλης ανθρώπινης κοινωνίας, εκμεταλλευόμενοι το σύστημα και πλουτίζοντας, όπως οι γιατροί που στηρίζουν τον πλούτο τους στον ανθρώπινο πόνο. Ένας τέτοιος ήταν ο καθηγητής Μαυροσκότης κατά τον Νίκο Καζάρμα αλλά και για τον πολύ κόσμο που δεν είχε και την καλύτερη ιδέα για τον καθηγητή και όσα έπραττε.
Ο χαμένος άνθρωπος είναι αυτός που νιώθει την αδικία στο πετσί του να τον διαπερνά σαν πυρωμένο σίδερο, που καταλαβαίνει πως αφού γεννήθηκε φτωχός είναι υποχρεωμένος να καταπολεμά τον πλούσιο και τα ψεύδη του πως τάχα κι ένας φτωχός μπορεί κάποτε να γίνει ίδιος μ αυτούς.
Ο Νίκος Καζάρμας δεν ήθελε να γίνει πλούσιος, δεν είχε τέτοια όνειρα και γι αυτό δεν αγόραζε λαχεία, δεν σκεφτόταν να δημιουργήσει επιχειρήσεις ή να γίνει ίνδαλμα ποδοσφαίρου ή καλλιτέχνης που θα κέρδιζε πλούτο και δόξα.
Ήταν ενάντιος σε κάθε μορφή πλουτισμού και ήθελε να μοιράζονται τ αγαθά επί ίσοις όροις στους ανθρώπους, το ίδιο στους εφοπλιστές και στους εργάτες.
Η παρακολούθηση του καθηγητή είχε σχεδόν τελειώσει.  Όσα χρειάζονταν να μάθει γι αυτόν, είχαν γίνει στοίβες σκέψεων στη μνήμη του. Η εκτέλεση του θα γινόταν ένα πρωινό στις οκτώ η ώρα, ημέρα Παρασκευή, είκοσι πέντε Νοεμβρίου. Η λεπτομέρεια κάθε κίνησης του είχε μπει στη ζωή του γι αυτό και ο θάνατος του θα ήταν "λεπτομερειακός" για τον Νίκο.
Κάποιο βραδινό από τα τελευταία που τριγύριζε εκεί κοντά, ένας αστυνομικός από τη φρουρά του καθηγητή, τον κοίταξε βλοσυρά. Αυτός συνέχισε το δρόμο του, δεν ήταν ώρες για τέτοια περιστατικά.
Λίγο πιο πέρα, καθώς βάδιζε, είδε πρώτα μια μηχανή, σταματημένη που κάτι του θύμιζε. Αμέσως δίπλα της, αντιλήφτηκε την γυναίκα που είχαν συναντήσει στο γήπεδο με τον ανακριτή. Τον είδε κι αυτή.
-Α, εσύ! έκανε. Όλα είναι καπνός ε; του θύμισε τη μοναδική φράση που είχαν ανταλλάξει.
-Είδες που δεν είναι όλα καπνός, της χαμογέλασε.
-Τι θέλεις εδώ; άλλαξε ύφος, έσμιξε τα μάτια της νευρικά.
-Τίποτε δεν είναι τυχαίο, απάντησε.
-Λοιπόν; αφού είναι έτσι να σου πω το παραμύθι; γέλασε.
-Ποιο παραμύθι;
Χαχα! γέλασε. Δεν αντέχει το πορτοφόλι σου για μένα.
Είχε πλησιάσει ένα βήμα μπροστά της και την κοίταζε με ειρωνική ματιά. Ταυτόχρονα την έβλεπε και την διαπερνούσε. Πίσω από το όμορφο κεφάλι της, τα μεγάλα καστανά, ατίθασα μαλλιά της, ένα ρολόι έδειχνε δέκα και μισή. Ο δρόμος ήταν βρεγμένος, τα φώτα από τις λάμπες, τα νέον στις διαφημιστικές επιγραφές, έσκαγαν πάνω τους και γίνονταν κάθετες ακτίνες.
-Τι με κοιτάς σαν χαζός; στρίβε! την άκουσε να του μιλάει επιθετικά.
Της έδιωχνε την πελατεία, τι διάολο ήθελε εκεί χωρίς να λέει τίποτε;
-Δεν αξίζει ρε φίλε, τράβα το δρόμο σου. Άμα σου λέω ν ακούς, φύγε τράβα το δρόμο σου, ξαναείπε και περπάτησε πιο μακριά του.
Αντί να φύγει πλησίασε πάλι κοντά της, τον τραβούσε σα μαγνήτης, ήθελε αν ήταν δυνατόν να την έπαιρνε εκεί επί τόπου.
Πρόσεξε πάλι τους δείχτες του ρολογιού απέναντι να ξεφεύγουν δευτερόλεπτα απ τη ζωή του κι ένιωσε παράξενα δεμένος μ αυτή τη γυναικεία φιγούρα του σκοταδιού. Εκείνη τον εξέτασε πάλι κι ύστερα αποφασιστικά, κατέβασε τον ορθοστάτη, ανέβηκε στη μηχανή, φόρεσε την κάσκα, έβαλε μπροστά τα χίλια κυβικά, μαρσάρισε λίγο.
-Ανέβα, τώρα θα δεις! γύρισε και του είπε.
Ανέβηκε γλιστρώντας κοντά της, κοντά στις γυαλιστερές μπότες που έφταναν μέχρι τα γόνατα της. Η βροχή είχε σταματήσει κι ο ουρανός καθάριζε μερικές γαλάζιες φέτες, στο βάθος του ορίζοντα προς τον νότο, όπου κατευθύνονταν. Ο αέρας του ξύριζε το πρόσωπο, η γυναίκα συνέχιζε να οδηγάει επικίνδυνα και πολύ γρήγορα. Προσπάθησε να πιάσει την άλλη κάσκα που ήταν δεμένη στο πλάι της μηχανής.
-Σταμάτα να φορέσω την κάσκα! φώναξε.
-Κάνε ότι σου κατέβει! του απάντησε γελώντας.
Ο Νίκος νευρίασε, έβαλε τα δυνατά του και κατόρθωσε λίγο πριν την παραλιακή να τη φορέσει.
-Μπράβο αγόρι! είδες πως είναι ο καπνός; Είσαι άντρας τώρα!
Αυτός χαμογέλασε, την άφησε να νομίζει πως τον φόβιζε, πως τον φόβιζαν οι ξαφνικές επιταχύνσεις, τα πλαγιάσματα κι όλο γαντζωνόταν πάνω της. Που να ήξερε πως είχε τρέξει με τα διπλά κυβικά και με τις διπλές ταχύτητες απ ότι έπιανε εκείνη. Πάντως είχε θάρρος, παραδέχτηκε. Σπάνιο για γυναίκα να οδηγάει έτσι-κάποτε, βέβαια θα σταματούσε.
-Που πάμε; φώναξε με τον άνεμο.
-Στο χαμό! του απάντησε και τη φωνή της έπαιρνε ο ίδιος άνεμος.
-Θέλεις να οδηγήσω εγώ; προσπάθησε να αλλάξει τρόπο.
-Δεν ξέρεις που να πας! γέλασε.
Σταμάτησε κοντά στη θάλασσα, σ έναν χωματόδρομο, δίπλα στην ερημιά, κατέβασε τον ορθοστάτη, έβγαλε την κάσκα. Ο Νίκος την παρατηρούσε βγάζοντας τη δικιά του. Φως δεν υπήρχε καθόλου για να την δει. Ήθελε να δει την έκφραση του προσώπου της, αλλά μόνο μια μακρινή λουρίδα είχε χωρίσει τη θάλασσα στα δυο-έφταιγε κι ο ουρανός που είχε γίνει πάλι μαύρος. Ένας ουρανός ανίκανος να συγχωρέσει.
-Θα βρέξει, της είπε.
-Το βλέπω, την άκουσε.
Άρχισαν κιόλας χοντρές σταγόνες να κυλάνε στα πρόσωπα τους.
-Τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ, μονολόγησε σα να ήταν μόνος του.
-Πάμε να φύγουμε! υπάρχουν καλύτερα μέρη για μια πουτάνα και έναν άντρα!
-Έχεις δίκιο, του απάντησε και πήγε στην άκρη του βράχου να κλάψει.
Έκλαιγε αλήθεια; μετάνιωσε που της είχε μιλήσει έτσι, ούτε το όνομα της δεν ήξερε αλλά τι νόημα είχαν τα ονόματα τέτοια ώρα; τι νόημα είχαν όλα; αυτός είχε έναν άλλο δρόμο, πως άφησε τον εαυτό του να μπλέξει σε παλιοιστορίες, δεν το κατάλαβε. Σταμάτησε όμως εκεί τις σκέψεις του, δεν ήθελε να πάει παρακάτω. Έτσι, γύρισε μες τη βροχή, πήγε κοντά και την αγκάλιασε στην άκρη του βράχου. Φιλήθηκαν. Η σάρκα τους μελάνιασε από το κρύο, η βροχή κυλούσε ανάμεσα στα στόματα. Κόλλησαν τα σώματα τους, σε ένα σφιχταγκάλιασμα που ρίγωνε από ερωτική διάθεση, γλίστρησαν, έπεσαν κάτω, πάνω στα χώματα, μέσα στις λάσπες μα δεν τους ένοιαζε ή δεν το καταλάβαιναν.

συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...