Τετάρτη 14 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 14



Δεν ήθελε να το σκέφτεται. Ούτε να μοιρολατρεί γύρω από αποφάσεις που ήταν παρμένες από πριν. Αυτό ήταν αμετάκλητος όρος για τη θεωρία που πρέσβευε για τη ζωή. Καμία μοιρολατρία.
Παλαιότερα όταν άκουγε πως πέθανε ένας άνθρωπος, έξω από κάποιο περίεργο στιγμιαίο φόβο, δεν ένιωθε τίποτε το ιδιαίτερο, είτε ξένος ήταν είτε γνωστός. Σε όλες τις περιπτώσεις ήταν ανάγκη να δείχνει θάρρος, χωρίς να το σκέφτεται, να έρχεται μόνο του. Εξ άλλου ποια σημασία είχε ο θάνατος, όταν οι άνθρωποι πολεμιούνται αναμεταξύ τους και σκοτώνονται σε έναν άδικο και ηλίθιο πόλεμο; Το ίδιο συνέβαινε και στην καθημερινή ρουτίνα κι έτσι ο θάνατος έπαιρνε μια πραγματική διάσταση, χωρίς συναίσθημα.. ο φόβος έσπερνε παντού πόνο και η κοινωνική αδικία ήταν εφεύρεση των δικαστών. Ο Νίκος Καζάρμας φανταζόταν πως ένας δικαστής ήταν χειρότερος  ψεύτης από έναν παπά. Κι ακόμα πιο πολύ ψεύτης γινόταν, σε σχέση με το δίκιο και την κοινωνική δικαιοσύνη ο γιατρός που εκμεταλλευόταν τον ανθρώπινο πόνο και θησαύριζε. Τόσο απλά, είχε γνωρίσει και συνομιλήσει επ αυτού, με πολλούς τέτοιους ανθρώπους-γιατρούς, που του προξενούσαν αηδία και ταυτόχρονα, ένιωθε την ανάγκη να έκανε μια προσπάθεια για ν αλλάξει αυτή την εκμετάλλευση.
Φαίνεται πως κάτι περίεργο να ένιωσε και ο καθηγητής Μαυροσκότης, όταν εκείνη τη μοναδική στιγμή που ήρθαν τόσο κοντά, και τα μάτια του τρεμόπαιξαν, σαν κάτι να κατάλαβε, σαν κάτι να ήξερε. Πως ήταν δυνατόν όμως; Τι μπορούσε να ήξερε; Αυτός δεν πίστευε στις μαγικές ικανότητες του ανθρώπινου εγκεφάλου κι άλλο τόσο πίστευε πως και ο καθηγητής δεν τα δεχόταν αυτά τα πράγματα. Άρα; απλά ο ίδιος είχε δημιουργήσει μέσα του το συναίσθημα της ενοχής. Ήταν συναίσθημα ή αίσθηση η ενοχή; Αν λογάριαζε πως οι κύριες αισθήσεις του ανθρώπου ήσαν πέντε και σε αυτές δεν συμπεριλαμβανόταν η ενοχή, τότε ήταν συναίσθημα. Όπως η ντροπή και η λύπη.
Τα συναισθήματα όμως ήταν πολλά και σχεδόν καθόλου συγκεκριμένα. Η χαρά, η αγάπη, το μίσος ήταν σχεδόν ακαθόριστα και κάποτε έδειχναν αμελητέα και χωρίς νόημα. Όλα ήταν μικρά-σύνδρομα και κατάλοιπα του κοινωνικού ανθρώπου. Κάποτε δεν υπήρχαν ούτε σαν λέξεις, ούτε σαν έννοιες. Ίσως γιατί οι πράξεις δεν εξηγούνται ή μπορεί να μην υπήρχαν λέξεις να τις εκφράσουν κι έτσι ένας άνθρωπος χωρίς λέξεις να μη μπορούσε να σκεφτεί Τότε, ήταν πολύ πιθανό όλες οι πράξεις να είχαν την έννοια του δικαίου. Πράγμα που αποδεικνύεται από τις φωνές όλων αυτών που διαπράττουν ένα έγκλημα και επιμένουν πως είναι αθώοι. Έτσι, η έννοια του δικαίου καταντάει τελείως προσωπική.

Όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος γίνεται ένα κενό, ένα τίποτε. Αυτό που ήταν πριν γεννηθεί, ένας κούφιος άνεμος ή ένας σωρός από σκουπίδια. Ένας κύκλος από αίμα σβήνει κι όλα ξεχνιούνται, ακόμα και ο κύκλος.
Για τους περισσότερους ανθρώπους ο θάνατος των άλλων είναι μια μακρινή περιπέτεια μέχρι να έρθει ο δικός τους. Ο Νίκος Καζάρμας δεν είχε προσωπική εμπειρία και δεν είχε δει κανέναν άνθρωπο να πεθαίνει προτού εκτελέσουν τους δυο αστυνομικούς. Αυτός οδηγούσε τη μηχανή, πίσω του καθόταν ένας άγνωστος.
Φορούσαν και οι δυο κάλτσες στα πρόσωπα, πράγμα που δημιουργούσε αποπνιξία και βήχα.
Μη βήχεις!" του είχε πει ο πίσω.

"Δεν μπορώ, πνίγομαι μ αυτή την κάλτσα!" 
"Θα συνηθίσεις," γέλασε ο πίσω.
Ο πίσω που φαινόταν μεγαλύτερος και με περισσότερη πείρα στα όπλα. Πρέπει να ήταν βαθιά μελαχρινός, τα χέρια του ήταν πολύ σκούρα και ξεχώριζαν στην πρωινή ομίχλη της λεωφόρου. Του μοιασαν με χέρια Λιβανέζου ή γενικότερα Μεσοανατολίτη αλλά η προφορά του ήταν καθαρή, Ελληνική.
Όταν στήριξε το όπλο στον ώμο του, ο Νίκος ένιωσε έναν γρήγορο φόβο, κάτι σαν ανάλαφρο σκίρτημα που το διωξε όσο γρήγορα προάβαινε. Η δράση απαιτούσε κίνηση χωρίς κυκλοθυμική σκέψη. Κάνεις αυτό που κάνεις, δρας αυτόματα σαν παιδί. Μόνο τα παιδιά κινούνται έτσι. Κάνουν αυτό που κάνουν χωρίς δεύτερη σκέψη στα πράγματα.
Άκουσε το άδειασμα του όπλου σχεδόν μέσα στο αφτί του, είδε τους αστυνομικούς να πέφτουν. Πρόλαβε ακόμα ν ακούσει το στρίγκλισμα του τροχού, σα να είχε σπάσει μια ακτίνα κάθετα προς τις άλλες και ο τροχός γύριζε αργά, μέχρι να σταματήσει.
Ύστερα μαρσάρισε τη μηχανή που τινάχτηκε σαν ξυπνημένη τίγρη μέσα στην πρωινή ομίχλη που διαλυόταν και χάθηκαν στο βάθος της λεωφόρου. Αυτό ήταν, εξαφανίστηκαν και κανένας δεν είχε προλάβει να τους ακολουθήσει.
Σε τρία λεπτά σταμάτησαν σ ένα στενό, ερημικό διαλεγμένο για τέτοιες ώρες. Τα σπίτια ήταν ακατοίκητα και μόνο ένας γέρος έμενε στη σοφίτα που ξυπνούσε πάντα αργά αν ξυπνούσε. Από την απέναντι πλευρά ήταν ένα μακρουλό μονοόροφο χτίριο, με σπασμένα τα περισσότερα τζάμια των παραθυριών του. Ίσως κάποιο παλιό εργοστάσιο που στους τοίχους του ήταν γραμμένα πολλά παλιά και νέα συνθήματα.
Οι δυο τρομοκράτες, να τους πούμε κι έτσι, έβγαλαν γρήγορα τις κάλτσες από τα πρόσωπα τους, σχεδόν χωρίς να προλάβουν να κοιτάξει ο ένας τον άλλον εκτός από μια γρήγορη εναλλαγή ματιά με νόημα. Άφησαν στο λουρί του καθίσματος της μηχανής μερικές προκηρύξεις, την παράτησαν εκεί, μπήκαν σε ένα σκαραβαίο φολξ-βάγκεν και έφυγαν προς την αντίθετη πλευρά από αυτή που είχαν έρθει. Οδηγούσε τώρα ο άλλος, ο μελαχρινός. Οδηγούσε ήρεμα, σιωπηλά. Άναψε τσιγάρο, το ίδιο και ο Νίκος που τον εξέταζε σκεφτικός, κρατώντας το όπλο.
-Βάλτο στο συρτάρι, δε μας χρειάζεται τώρα. Γιατί με κοιτάς;
-Δεν έχουμε ξανασυναντηθεί ε; ρώτησε βάζοντας το όπλο στο συρτάρι.
-Και δε νομίζω να ξανασυναντηθούμε. Δε χρειάζεται ούτε αυτό. Μόνο τα χρήματα χρειάζονται φίλε. Πάρε. Και του έδωσε μια δεσμίδα δεκαχίλιαρα.
Τον άφησε στη στάση των λεωφορείων. Τη στιγμή που έβγαινε από το φολξ-βάγκεν τον ρώτησε πως το έλεγαν.
-Αλέκο, του φώναξε. Γεια σου φίλε! και χάθηκε σαν άσπρος λόφος στο ύψος της λεωφόρου.
Τον παρακολούθησε ώσπου βούλιαξε στην τελευταία στροφή. Δε θα τον ξανάβλεπε. Λίγο πιο πέρα θα εγκατέλειπε το κλεμμένο αυτοκίνητο και θα έπαιρνε κι αυτός το λεωφορείο σαν ένα φιλήσυχος πολίτης που πήγαινε στην πρωινή εργασία του. 

συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ριτσος

  Ευλύγιστη στιγμή. Ωραίος άνθρωπος. Ωραίος ποιητής. Μόνο δυο κουβέντες και μια χειραψία αντάλλαξα μαζί του. Ήταν τότε που εξέδιδα το περιο...