Παρασκευή 9 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 9



Κατέβηκε μαζί του κι αυτός και φαινόταν λίγο πιο βιαστικός τώρα. Δεν είχε ώρα να σκεφτεί τίποτε άλλο για το πλήθος, έφτασε στην έξοδο, βγήκε. Με τα μάτια έψαξε για κάποιον τηλεφωνικό θάλαμο. Έφτασε σε έναν και στήθηκε περιμένοντας αυτόν που τηλεφωνούσε, να τελειώσει, να βγει. Ανυπομονούσε όπως όλοι οι άνθρωποι μπρος σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Κοίταξε καλύτερα αυτό που ήταν μέσα, του μοιασε με "αδερφή", μια αδερφή με γουρουνίσια μάτια, που σίγουρα θα τηλεφωνούσε σε κάποιο τεκνό. "Πούστης του κερατά!" μονολόγησε μέσα απ τα σφιγμένα δόντια του αλλά παρ όλα αυτά του χαμογέλασε γλυκά καθώς εκείνος του έκανε νεύμα με χαριτωμένο τρόπο, πως σε λίγο τελείωνε.
-Μισό λεπτό καλέ! του είπε βγαίνοντας. Πως κάνετε έτσι, εσείς θα φάτε όλον τον κόσμο και είσαστε και ωραίος!
Και τον παρακολουθούσε καθώς ο Καζάρμας μπήκε στο θάλαμο και σχημάτιζε έναν αριθμό. "Όλα εντάξει" είπε. "Μπορείτε να ειδοποιήσετε σε δέκα λεπτά από τώρα." Έκλεισε το τηλέφωνο και βγήκε. Η "αδερφή" με τα γουρουνίσια μάτια τον περίμενε.
-Μήπως έχετε ώρα; ρώτησε μελιστάλαχτα.
-Όχι, απάντησε αυτός σιβυλλικά. 
Δεν του άρεσαν οι άνθρωποι αυτού του τύπου και ήταν κάθετος σ αυτό χωρίς δεύτερη κουβέντα. Χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει έφτυσε στο πεζοδρόμιο έτσι που να ακουστεί κι ύστερα χώθηκε στο πλήθος που διάβαινε, δεξιά-αριστερά. Πήγε στο περίπτερο, αγόρασε μια εφημερίδα, θυμήθηκε πως δεν είχε τσιγάρα, αγόρασε κι ένα πακέτο καρκίνο. Κουβαλώντας τα όλα μαζί, έφτασε κάπου στη Σταδίου. Χώθηκε σ ένα καφέ. Παράγγειλε τοστ, μια μπύρα και κάθισε ανοίγοντάς την εφημερίδα.
Διάβαζε την εφημερίδα μεσημέρι στην Ομόνοια. Περίμενε μέχρι ν ακούσει τον κρότο, μέχρι να θυμηθεί την "αδερφή" στον τηλεφωνικό θάλαμο και να μπλεχτεί στη μνήμη του μια άλλη τέτοια αδερφή, όταν ήταν δεκαεφτά χρονών και ντράπηκε για τον εαυτό του, σχεδόν κοκκίνισαν τα μάγουλα του και κοίταξε γύρω τους θαμώνες, μήπως και πρόσεχαν αυτή τη ντροπή του. "Όλα γίνονται συνειρμικά" σκέφτηκε. "Δεν έχουν αρχή, μέση, τέλος."
Μεσημέρι ήταν και τότε που κατηφόριζε τη λεωφόρο φορώντας καινούρια, ατσαλάκωτα ρούχα που του έδιναν μια ωραία αίσθηση. Χαρούμενος, παιδικός άνεμος τον κυβερνούσε και το μέλλον το δικό του σ αυτή την πολιτεία του φαινόταν ευοίωνο. Πίστευε ακράδαντα πως θα γίνει κάποιος, κάποτε. Ήταν σίγουρος, είχε αυτοπεποίθηση ακόμα κι όταν κατέβαινε σ εκείνο το υπόγειο που μύριζε χωματίλα και παχιά, μαλακισμένη ατμόσφαιρα. Του άνοιξε μια αδερφή κακομούτσουνη και στραβοκάνα. Φτωχός κι η μοίρα του, πούστης κι άσχημος, σκέφτηκε, παραμερίζοντας την και μπήκε. Μια άλλη αδερφή, αγόρι μου! του ρίχτηκε και τον φίλησε στο στόμα. Τρελάθηκε. Τι ήταν αυτό; γδάρθηκαν  μεταξύ τους τα γένια, τα μουστάκια, ανδρικά σκληρά μάγουλα. Ώστε έτσι ήταν οι αδερφές, νόμισε, έτσι φιλιούνται κι έτσι κάνουν.
Ήπιε ένα ποτό που έσπρωξαν μπροστά του στη βρώμικη μπάρα κι έκλεισε το μάτι στον φίλο του, Γιώργο που τον είχε προσκαλέσει εκεί κι αυτός είχε δεχτεί να πάει γεμάτος περιέργεια. Είδε τον φίλο του να φιλιέται με μια άλλη αδερφή και πήγαινε να του στρίψει. Ο Γιώργος που τον κυνηγούσαν οι γυναίκες μια ζωή, τώρα φιλιόταν με έναν άντρα. Ήπιε κι άλλο ποτό, κι άλλο, κι άλλο. Μέθυσε. Κουνιόταν το δάπεδο, η οροφή, το υπόγειο που μύριζε χωματίλα κι αδερφίστικο ιδρώτα.
Μεσάνυχτα αποφάσισαν αν πάνε για φαγητό, θα πλήρωναν οι αδερφές. Η δικιά του όλο τον κοίταζε λιγωμένη, τρελαμένη από τα δεκαεφτά του χρόνια, τι διάολο ήθελε; ο Νίκος δεν ήθελε τίποτε, η μάλλον ήθελε κάποια γυναίκα. Μια γυναίκα, μια οποιαδήποτε γυναίκα, δεκάρα δεν του καιγόταν τι έκαναν αυτοί, αν ήταν μια γυναίκα θα ήταν αλλιώς, έστω και πληρωμένη αλλά ήταν άφραγκος. Ο πατέρας του από τη Γερμανία που είχε πάει μετανάστης του στελνε με το ζόρι το ενοίκιο για να πληρώνει το δωματιάκι στα Κάτω Πατήσια, που έμενε. Δύσκολη κατάσταση, έπρεπε να δουλεύει τα Καλοκαίρια και όποτε άλλοτε μπορούσε, στην οικοδομή, σερβιτόρος και αλλού για να συμπληρώνει τα έξοδα του. Φυσικά δεν ήξερε ή δεν μπορούσε ν αξιολογήσει τη στάση του πατέρα του, του Φάνη Καζάρμα που είχε τα δικά του προβλήματα. Εργάτης στη φάμπρικα, μάζευε τα μάρκα, έκανε οικονομίες για ν αγοράσει το οικόπεδο στο Κορωπί, στριφνός, μονόχνωτος, μετανάστης. Ποτέ δεν τους χώνεψε τους μετανάστες, όχι ρατσιστικά, απλά τους λυπόταν, για την κακομοιριά, την αμάθεια, την τσιγκουνιά, απ τον πατέρα του με το ζόρι του παιρνε δεκάρα. Έτσι ήταν όλοι αυτοί που πήγαν εκεί και έκαναν το σκατό παξιμάδι, σαραντάρηδες της δεκαετίας του εξήντα, αμόρφωτα στειλιάρια της επαρχίας, τους έχωσαν για τα καλά στο ξεφτιλίκι της μπύρας και του σίδερου.
Ο πατέρας του δεν ήταν ακριβώς τέτοιος, ή περίπου τέτοιος. Ούτε ήξερε τι ήταν ο πατέρας του, μια μηχανή ίσως. Μια μηχανή ίσως, μια ακατέργαστη μάζα με διαρκώς συνοφρυωμένη όψη. Λες και πάντα σκεφτόταν κάτι πολύ σοβαρό-ενώ στην ουσία τίποτε. Ή σχεδόν τίποτε. Σπίτι δουλειά, δουλειά σπίτι, κάθε βράδυ έκανε έρωτα στη μάνα του είχε βαρεθεί χρόνια να τους ακούει, κάθε βράδυ έπιναν ρετσίνα με τους φίλους του. Οι περισσότεροι μετανάστες, φίλοι και γνωστοί του πατέρα του που είχε γνωρίσει, γίνονταν λιάδα, σταφίδα κάθε βράδυ κι ύστερα ξεσπούσαν στη γυναίκα τους. Πρώτα ξύλο κι ύστερα γαμίσι. Και τα δυο δεν ξεχνιούνται.
Το βράδυ ήταν δύσκολο. Μεσάνυχτα στην Κυψέλη, σκυλομάγαζο και έπιναν, Νύχτα τρισάθλια, φορτωμένη τσιγάρο, ξινίλα και ξεφτίλα. Δεν του άρεσαν τέτοια, δεν τα ήθελε, ένιωθε αηδιασμένος με τα πουτανίστικα φερσίματα τους. Γιατί έμενε όμως τι είχε να κερδίσει ή να χάσει από δαύτους; αργότερα κατάλαβε πως είχε μπλέξει-όλα αργότερα καταλαβαίνονται.
 Έφυγαν γύρω στις τρεις μεθυσμένοι, αυτός με έναν που του γινε κολιτσίδα όλο το βράδυ και ο Γιώργος με την "άλλη." Ούτε καν χαιρετήθηκαν.
Ο δικός του είχε μια σακαράκα παρκαρισμένη στην πλατεία. Μόλις κάθισαν και ξεκίνησε προσπάθησε να του χώσει το χέρι στα σκέλια. Ο Νίκος το σπρωξε πίσω.
-Που να σε πάω; ρώτησε πειραγμένος.
-Στα Πατήσια, απάντησε..
Σε όλη τη διαδρομή ο πούστης-τι άσχημη λέξη!- προσπαθούσε να τον χαιδέψει κι αυτός αναψοκοκκινισμένος δεν τον πάφηνε. Ένιωθε άσχημα κι ανόητα. Είχε ψιλοσυνέλθει και το μόνο που σκεφτόταν και ήθελε, ήταν πως να του παιρνε κανένα χιλιάρικο και να βρισκόταν στο κρεβάτι του.
Είχε αρχίσει μια νυχτερινή μπόρα, βροχή ασταμάτητη, όταν σταμάτησε  τη σακαράκα σε ένα σύδεντρο. Ο Νίκος τον παρατηρούσε που έστρωνε μια βρώμικη κουβέρτα κάτω από ένα πεύκο.
-Τι κάνεις εκεί; τον ρώτησε. Πάμε να φύγουμε!
-Έλα! του είπε, με λαγνεία.
Ούτε κατάλαβε πως πήγε αλλά πήγε κι αυτό ήταν το λάθος του. Βέβαια πίστευε πως θα του έκανε σεξ, ο άλλος θα του έδινε το χιλιάρικο κι ύστερα θα έφευγε, και θα ξεχνούσε για πάντα αυτή τη βραδιά, αυτό το ξεφτιλίκι θα το ξέγραφε από τη ζωή του. Κάτω απ την κουβέρτα, του φώναξε πως χρειαζόταν λεφτά. Θα σου δώσω, του απάντησε αλλά δεν τον πίστεψε και ξαφνικά, βρέθηκε να αντιμετωπίζει έναν γεροδεμένο άντρα που ήθελε να τον βάλει από κάτω. Άρχισαν να παλεύουν η αδερφή ήταν διεγερμένη ο Νίκος στην αρχή σάστισε, ύστερα θύμωσε, έβαλε όλη τη δύναμη τον πέταξε από πάνω του, ήρθαν όρθιοι αντιμέτωποι. Ο άλλος δεν κατάλαβε κι έκανε να τον αγκαλιάσει πάλι. Ο Νίκος του χωσε μια μπουνιά στη μούρη, τον γέμισε αίματα. Νευρίασε άγρια, δεν ήξερε τι έκανε, ήταν εκτός εαυτού. Τον άρπαξε από τα μαλλιά, του γύρισε πίσω το κεφάλι, του δωσε μια ακόμα σφαλιάρα. Ο άλλος άρχισε να κλαίει και να παρακαλάει.
-Μη! σε παρακαλώ! ψέλλισε.
-Δώσε μου τα λεφτά ρε! τον αγριοκοίταξε ακόμα χειρότερα. Δεν τον λυπόταν. Μόνο σιχασιά ένιωθε.
-Όσα έχεις! δώστα! του φώναξε και πήρε από τα χέρια του μερικά χιλιάρικα.
Τα βαλε στην τσέπη του και χάθηκε στο σκοτάδι.

συνεχίζεται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ-ΧΑΡΑΜΑ-ΔΡΟΜΟΣ

  Είναι πολύ πρωί. Σχεδόν πριν τις έξι. Τα καταστήματα είναι κλειστά. Ο κεντρικός δρόμος, σχεδόν άδειος. Ο Γιάννης, ένας καλοστεκο...