Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 18 Ελεύθερος δεν ήταν κανένας



Το όπλο που κρατούσε ήταν κλεμμένο από τον στρατό. Ποτέ δεν είχε μπορέσει να μάθει πως τα είχε προμηθευτεί η οργάνωση. Στις εφημερίδες είχε διαβάσει πως τα όπλα που είχαν χαθεί από μια μονάδα των συνόρων, είχαν περάσει στα χέρια της οργάνωσης, ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ. Αργότερα δεν είχε αμφιβολίες, το όπλο που κρατούσε ήταν ένα από εκείνα, όπως και τα περίστροφα που κρέμονταν στον τοίχο, επειδή οι εφημερίδες, σπάνια έγραφαν την αλήθεια αλλά και πιο σπάνια έπεφταν πολύ μακριά από αυτήν.
Ένιωθε μια οργή, πολλές φορές, γι αυτή την ξεφτισμένη κοινωνία-το όπλο του ακόμα την σημάδευε και πάλευε να την καταλάβει. Να καταλάβει γιατί οι νόμοι ήταν φτιαγμένοι στα μέτρα τους. Ποιών όμως; αυτών που αντιπροσώπευαν το κράτος; και ποιοι ήσαν αυτοί; γιατί κοινωνία είμαστε όλοι. Όλοι οι άνθρωποι που περπατούν αδιάφοροι στους δρόμους, αποτελούσαν την κοινωνία. Το κράτος ήταν οι άλλοι. Ήταν οι ηλίθιοι δημόσιοι υπάλληλοι, οι προϊστάμενοι, οι διευθυντές. Η Αστυνομία, ο στρατός, οι ανώτεροι δικαστές, οι Ακαδημαϊκοί. Αυτοί ήταν οι μαγαζάτορες ενός πολύ μεγάλου μαγαζιού-έτσι πίστευε πως ήταν ένα κράτος, μια επιχείρηση με αφεντικά.
Στον λαό, τίποτε απ όλα αυτά δεν ανήκε, ο λαός ήταν απρόσωπος, μια μάζα άχερα που τα γυρόφερνε ο αέρας από εδώ και από εκεί. 
Ο ίδιος δεν ήξερε ακόμα τι ακριβώς ήθελε. Ήθελε ν αλλάξει κάτι απ όλα αυτά αλλά τι; Οι προσπάθειες τόσων αιώνων, έδειχναν πως αυτή η ισονομία και η περιβόητη ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, γινόταν παιχνίδι στα χέρια της εκάστοτε εξουσίας, που πάντα έβρισκε τον τρόπο να καμουφλάρει τις καταστάσεις, να τις παρουσιάζει όπως την συνέφερε.
Δεν μπορούσε να διαλέξει άλλον τρόπο για να ζήσει ή να πεθάνει, αφού υπέθετε πως τον πήγαιναν όπου ήθελαν. Οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε να γίνει θύμα των νόμων μιας εξουσίας, που στα χέρια της όποιας φατρίας, αυτοί οι νόμοι γίνονταν μαστίγιο. Η πειθαρχία και η υπακοή σ αυτούς τους νόμους σ αυτούς τους θεούς, ίσως ήταν ότι χειρότερο μπορούσε ν ακολουθήσει στη ζωή του. Του έμοιαζε ο εαυτός του με πεισματάρικο γαϊδούρι, που όσο κι αν δεν ήθελε να ανέβει φορτωμένο τον ανήφορο, τόσο υπάκουε στο καπίστρι που ήταν σφηνωμένο στα δόντια του. Ελεύθερος δεν ήταν κανένας και ούτε θα γεννιόταν ποτέ. 
Οι άνθρωποι του καιρού του, σκέφτονταν τα ατομικά τους συμφέροντα, ίσως και του γιου τους ή του πατέρα τους. Τίποτα παρα πέρα. όλα εγωκεντρικά.
Οι ελευθερίες του φτωχού, στέκονταν εμπόδιο στα σχέδια των αφεντικών και οι εργατικοί νόμοι, -εργάτης σημαίνει φτωχός, δούλος- που διάφορες κυβερνήσεις θέσπιζαν, υπερασπίζονταν πάλι τα συμφέροντα της μεγάλης επιχείρησης που λεγόταν κράτος και κάθε έντιμος φτωχός, έπρεπε να πεθάνει φτωχός για να είναι τίμιος και αξιοπρεπής. Φυσικά οι πλούσιοι δεν ζουν αξιοπρεπώς, σύμφωνα μ αυτό που θεωρούν αξιοπρέπεια, οι φτωχοί. Είχε δει πολλές φορές, πως έτριζαν τα δόντια τους, αυτές οι σιχαμερές βδέλλες, τ αφεντικά, όταν επρόκειτο να παραχωρήσουν έστω και τον στάβλο τους για να κοιμηθούν αυτά τα ζώα, οι εργάτες. Δεν υπήρχαν καλά αφεντικά, ούτε θα υπάρξουν στο μέλλον. Αν υπήρχαν καλά αφεντικά, το έκαναν για την ψυχή της μάνας τους. Η καλότητα τους δείχνονταν στα πλαίσια μιας υποκριτικής συμπεριφοράς όπου μέρος της ήταν μια μεταφυσική, μια ψεύτικη φιλανθρωπία, μαζί με έναν ωχαδερφισμό που εξομοίωνε, τάχα, πλούσιους και φτωχούς. "Έλα μωρέ, τι είναι ο κόσμος; τι είναι η ζωή; τίποτε. Μια μέρα θα πεθάνουμε όλοι!" Και το ριχναν στις φιλανθρωπίες. Αυτοί ήταν, υποτίθεται τα καλά αφεντικά αλλά, δεν υπήρχε καμιά διαφορά ανάμεσα σε ένα "καλό αφεντικό" και σε ένα αφεντικό. Όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη, Ο Καζάρμας δεν είχε καμιά αμφιβολία γι αυτό, όπως δεν πίστευε πως υπήρχε καμιά διαφορά, ανάμεσα στις πολλές μορφές Δημοκρατίας, που παρουσίαζαν συνεχώς ένα καινούργιο πρόσωπο, άλλοτε σοσιαλιστικό, άλλοτε καπιταλιστικό, πιο ήπιο, πιο κεντρώο. Στην ουσία ένας ολόκληρος συρφετός από ηγέτες, που ήθελαν να πραγματοποιήσουν τις προσωπικές τους φιλοδοξίες. Αυτό το είδος πολέμου, εν καιρώ ειρήνης, έδειχνε πόσο ξεφτιλισμένη ήταν η κοινωνία. Ήταν μια κοινωνία που στηριζόταν στα είδωλα. Στα ψεύτικα είδωλα. Την ικανότητα της κρίσης και της διαλογής δε φαίνονταν να την διαθέτουν όλοι αυτοί που ήταν αναγκασμένος να συνυπάρχει, να ζει και να κινείται, να ψηφίζει πιστεύοντας πως με αυτό τον τρόπο έκανε το καθήκον του. "Η ψήφος είναι το υπέρτατο όπλο στα χέρια του λαού!" τέτοια έλεγαν. Τέτοιες τρίχες κατσαρές και πράσινα άλογα για να τονώνουν το ηθικό κάθε βλάκα, πως το μεγαλύτερο του δικαίωμα ήταν το εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Δεν καταλάβαινε ο φτωχός πως όλο το παιχνίδι ήταν στημένο. Και στημένο τόσο καλά που ο ιστός του ήταν αόρατος.
Ο Νίκος Καζάρμας δε θεωρούσε τον εαυτό του κορόιδο κι αυτό που τον εκνεύριζε περισσότερο απ όλα ήταν να τον υποβιβάζουν, να τον θεωρούν βλάκα. Έβαλε το πιστόλι στην από μέσα τσέπη του σακακιού και σηκώθηκε.
Βγήκε βιαστικά, όπως είχε έρθει. Μέσα στη γιάφκα δεν ένιωθε ασφαλής, πάντα ήξερε πως κάποιοι τον έβλεπαν και οι από εδώ και οι από εκεί. Και οι δικοί του και οι ξένοι.
Έφυγε από την οδό Κερένσκι και πήγαινε στην οδό Μπουμπουλίνας. Και οι δυο ήταν επαναστάτες, σκέφτηκε.
 Κάποτε ήταν πιο εύκολες οι επαναστάσεις, γιατί η καταπίεση και η αγριότητα της εξουσίας, φαινόταν πιο εύκολα και με γυμνό μάτι. Δε θυμόταν καλά την ιστορία του Κερένσκι. Περισσότερο του είχαν εντυπωθεί, μερικοί στίχοι του Ναζίμ Χικμέτ, για δαύτον, παρά η ιστορική του δράση, τον καιρό της Οκτωβριανής επανάστασης. Της Μπουμπουλίνας τα κατορθώματα τα είχε βιώσει πιο πολύ. Αυτή ήταν εθνικός ήρωας. Από το Δημοτικό, μέχρι το Γυμνάσιο, είχε όλον τον καιρό ν αναμασήσει τα ηρωικά κατορθώματα της μπουρλοτιέρισσας.
Η οδός Μπουμπουλίνας δεν ήταν πολύ μακριά κι έτσι σκέφτηκε να πάει με τα πόδια. Τον ηρεμούσε κάποιες φορές το περπάτημα, όχι πάντα. Δεν ήταν άνθρωπος του περπατήματος. Ωστόσο αυτό το απόγευμα της Πέμπτης ήθελε να το περάσει ήρεμα-η Μαρία τον περίμενε εκεί, στο διαμέρισμα της, στην οδό Μπουμπουλίνας.
Προχωρούσε σκεφτικός, ανάβοντας απανωτά τσιγάρα και ούτε που πρόσεξε, πως κάποια στιγμή, βρέθηκε ανάμεσα από διαδηλωτές
συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...