Τετάρτη 7 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 8




Ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία αυτή που είχε παρουσιαστεί για την Αστυνομία αλλά του Καζάρμα δεν του αρκούσε ο ψυχοπαθής δολοφόνος. Κάτι άλλο ήταν στη μέση, σίγουρα. Αν οι αστυνομία γνώριζε πως η Λένα ήταν μέλος της οργάνωσης ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΆΤΟΣ, φυσικά θα αναθεωρούσε. Αυτός όμως που τη σκότωσε θα το γνώριζε και άρα θα πρέπει να είχε άμεση σχέση με την ομάδα αλλιώς δεν εξηγείται, αφού όλες οι ενέργειες των ανθρώπων της οργάνωσης ήταν τέλεια μελετημένες. Κανένας δεν έκανε του κεφαλιού του.
Έτσι και η Λένα. Πανέξυπνη καθώς ήταν και δυνατή, θα μπορούσε πανεύκολα να ξεφύγει από αυτόν τον βλάκα. Κι ένα ακόμα που τον παραξένευε ήταν πως, αφού πάλεψαν πρώτα και της σκίστηκε το πουκάμισο, δεν είχε κι άλλα χτυπήματα παρά μόνο αυτό το σχίσιμο στον δεξιό ώμο; Σαν σε όνειρο, είδε τη Λένα να περπατάει στην παραλία. Είχε απομείνει μόνη, λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα και απολάμβανε τη χλωμή ζεστασιά των τελευταίων ημερών του Σεπτέμβρη και σχεδόν κανείς άλλος δεν ήταν κοντά της τουλάχιστον σε διακόσια μέτρα απόσταση απ αυτή, λούζονταν και κάποιοι λίγοι ακόμα ρομαντικοί, όταν ένας άντρας εμφανίζεται ξαφνικά δίπλα της και συνομιλούν, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν γνωστοί.
Στο νου του ήρθε και η ιατροδικαστική έκθεση που έλεγε πως το θύμα είχε δεχτεί μεγάλο ξάφνιασμα προτού πεθάνει. Πιθανολογούσε πως το ξάφνιασμα αυτό προήλθε από την εμφάνιση του όπλου στα χέρια του γνωστού της, σε ανύποπτο χρόνο κι έτσι όπως την κρατούσε φιλικά από τον ώμο, θα την τράβηξε δυνατά και την γύρισε προς το μέρος του. Η Λένα μετά το αρχικό ξάφνιασμα από την εμφάνιση του όπλου, προσπάθησε να ξεφύγει κι έτσι σχίστηκε το πουκάμισο που απέμεινε στο χέρι του δολοφόνου.
-Δεξιά; ρώτησε από τον καθρέφτη ο ταξιτζής και τον έφερε για λίγο στην πραγματικότητα των στιγμών.
-Ευθεία, απάντησε . Θα σου πω όταν είναι να στρίψουμε και ξαναγύρισε στην ιστορία του.
Πήγε πάλι τα πράγματα προς τα πίσω, προσπαθώντας να τα δει από το τέλος προς την αρχή. Στην οθόνη των ματιών του έρχεται η εικόνα της σύλληψης του νεαρού ψυχοπαθή από τους αστυνομικούς που τον ακινητοποιούν με χτυπήματα και λαβές. Οι αστυνομικοί ορμάνε τον αρπάζουν καθώς αυτός ουρλιάζει και κλαίει. Ο γέρων των ενενήντα δυο χρονών προβάλλει από τα δέντρα με το μπαστούνι του και τον δείχνει. ΟΜ ψυχοπαθής σηκώνεται και το βάζει στα πόδια με το σχισμένο πουκάμισο στο χέρι. Μόλις πάει να πιάσει τα γυμνά στήθη της Λένας βλέπει στο βάθος της παραλίας τους αστυνομικούς να τρέχουν προς το μέρος του. Ο γνωστός της Λένας φεύγει με γρήγορα βήματα λίγες στιγμές πριν.
Κανείς. Άδεια παραλία.
Ο γνωστός της Λένας βάζει το πιστόλι στην τσέπη του, ρίχνει μια ματιά γύρω του. Το πουκάμισο σχίζεται στα χέρια του ταυτόχρονα με τον πυροβολισμό. Η Λένα τραβιέται να ξεφύγει ξαφνιασμένη, δεν τα καταφέρνει ο άλλος έχει βγάλει το πιστόλι. Γυρίζει και χαιρετιούνται με τον γνωστό της που την έχει πιάσει φιλικά στην αρχή, από τον ώμο. Αντιλαμβάνεται την παρουσία του καθώς αυτός φτάνει στην παραλία όπου βάδιζε μόνη της. Ο γνωστός της, καπνίζει ένα τσιγάρο από μια μάρκα παλιά, Καρέλια ή Ματσάγκος. Σβήνει τη γόπα, την πατάει στην άμμο και προχωράει προς το μέρος της.
Έτσι πρέπει να είχαν γίνει τα πράγματα αλλά ποιος ήταν αυτός; ποιος να ήταν; δεν μπορούσε να φτιάξει μια εικόνα του αλλά σκέφτηκε σμίγοντας τα φρύδια του με θυμό πως θα έκανε ότι μπορούσε για να τον ανακαλύψει.
Άναψε τσιγάρο, ξερόβηξε και μέσα από αυτό άκουσε τον ταξιτζή πάλι να τον ρωτάει αν θα πάνε δεξιά.
-Δεξιά, εδώ, μίλησε. Έστριψαν και σε διακόσια μέτρα σταμάτησαν. Πήρε την νάιλον τσάντα που κουβαλούσε, πλήρωσε τον ταρίφα και προχώρησε στον έρημο δρόμο ψάχνοντας αυτό που είχε κατά νου. Αναζήτησε με το βλέμμα μια νεόχτιστη πολυκατοικία και μόλις τη βρήκε προχώρησε προς το μέρος της. Έφτασε στην είσοδο, σταμάτησε και ερεύνησε τα κουδούνια, χτύπησε ένα που δεν είχε όνομα. Η πόρτα άνοιξε σπρωγμένη από τα χέρια του. Μπήκε. Κανένας δεν ήταν στο ισόγειο. Πήγε προς το ασανσέρ, το κάλεσε, μπήκε και πάτησε το κουμπί του τετάρτου ορόφου.
Άνοιξε το ασανσέρ, στο βάθος του διαδρόμου ένας άντρας που φορούσε καλτσοδέτα στο πρόσωπο του, τον περίμενε πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα Έφτασε κοντά του. "Έρημος!" είπε σιγανά. "Όαση!" απάντησε ο άλλος και αντάλλαξαν τις δυο τσάντες.
Η πόρτα έκλεισε Ο Καζάρμας έμεινε για λίγο στο μισοσκόταδο καθώς το φως του διαδρόμου έσβησε. Γύρισε πίσω στο ασανσέρ, μπήκε και κατέβηκε.
Στην πλατεία στάθηκε για λίγο στο περίπτερο να ρίξει μια ματιά στους τίτλους των εφημερίδων. Οι περισσότερες αναφέρονταν με μεγάλα γράμματα στην απεργία των Τραπεζικών. ΑΠΌΓΝΩΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΆ ΑΠΌ ΤΗ ΣΥΝΕΧΙΖΌΜΕΝΗ ΑΠΕΡΓΊΑ. "Για τρεις μέρες ακόμα η απεργία." Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΑΝΙΚΑΝΗ ΝΑ ΚΆΝΕΙ ΚΆΤΙ. "Και απεργία και ΝΈΦΟΣ". "Αθήνα μια πόλη καραντίνα θανάτου." Κάτω, χαμηλά σε δυο-τρευς υπότιτλους αναφέρονταν πως ο υπουργός Δημοσίας Τάξης βρισκόταν σε καλό δρόμο για την ανακάλυψη μεγάλης ομάδας τρομοκρατών.
Αφού είδε ότι χρειαζόταν, κοίταξε το ρολόι του. Εντεκάμιση. Άφησε βιαστικά τις εφημερίδες και τον υπουργό Δημοσίας Τάξης να κυνηγάει τους τρομοκράτες. Πέρασε από την άλλη πλευρά της πλατείας, εκεί όπου έκαναν πιάτσα τα ταξί. Μπήκε σε ένα και κατευθύνθηκε προς το κέντρο της πόλης. 
Μετά από μισή ώρα βρισκόταν μπροστά από το πολυκατάστημα "Senior". Περιεργάστηκε τις βιτρίνες, χάζεψε λίγο ακόμα και αντάλλαξε ένα γεια, τι γίνεται; με κάποιον συμφοιτητή του στο Πανεπιστήμιο, που βρέθηκε εκεί τέτοια ώρα;
Ορισμένοι άνθρωποι βρίσκονται στα πιο απίθανα μέρη τις πιο ακατάλληλες στιγμές, σκέφτηκε και προχώρησε προς τις κυλιόμενες σκάλες, μέσα σε ένα τεράστιο πλήθος.
Το πλήθος δεν του δημιουργούσε κανένα συναίσθημα, καμιά εντύπωση. Ήταν ένα πλήθος φορτωμένο τσάντες, γεμάτες άχρηστα αντικείμενα, που του φόρτωνε καθημερινά στην πλάτη του η καταναλωτική κοινωνία. Ο καθένας από αυτό το μάταιο πλήθος, είχε μια ηλίθια θεωρία για το πως γίνονταν τα πράγματα ή για το πως έγιναν. Η άγνοια των περισσοτέρων, ήταν το μεγάλο στήριγμα για τους λίγους.
Στον δεύτερο όροφο που ανέβηκε, βγήκε από τις κυλιόμενες σκάλες και μπήκε στο τμήμα αντρικών ρούχων και περιεργάστηκε μερικά σακάκια. Χειμώνας πλησίαζε μπορεί να χρειαζόταν ένα.
Μια πωλήτρια που έφτασε κοντά του, τον εξέτασε ερευνητικά. Είδε το ωραίο κουστούμι που φορούσε, την κόκκινη γραβάτα στο σκούρο γκρι πουκάμισο, του χάρισε ένα από τα πιο ωραία χαμόγελα της και προσφέρθηκε να του δείξει μερικά ακόμη. Αυτός έδειξε κάποιο προσποιητό ενδιαφέρον και αφού της ανταπόδωσε το χαμόγελο, της είπε πως θα ήθελε λίγο χρόνο να το ψάξει μόνος του το θέμα και η πωλήτρια απομακρύνθηκε ευγενικά.
Εξετάζοντας τα κουστούμια έψαχνε με το μάτι του το μέρος όπου έπρεπε να τοποθετήσει την τσάντα με τη βόμβα. Με την άκρη του ματιού του είδε την πωλήτρια να προβάρει ένα κοστούμι σε κάποιον χωριάτη, σιγουρεύτηκε πως τα που έπρεπε να κινηθεί, βγήκε προς την έξοδο κινδύνου και έβγαλε από την τσάντα την άλλη τη μικρή που περιείχε τον μηχανισμό και την ακούμπησε πάνω από το σύστημα εξαερισμού.'Επέστρεψε γρήγορα κι αθόρυβα στα κουστούμια, έριξε μια τελευταία ματιά βγαίνοντας στις κυλιόμενες σκάλες όπου το πλήθος συνέχιζε να ανεβοκατεβαίνει.
συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Η Νεκρή Φύση είναι παράσταση και σύμβολο του απολύτως εφήμερου. Τα εικονιζόμενα προαναγγέλλουν έναν απελπιστικά περιορισμένο βίο. Οι κρεμα...