Τρίτη 20 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 20 Ποιον θέλετε κύριε;





Η Μαρία πήγε και ξάπλωσε δίπλα του, γυμνή. "Μη σβήνεις ακόμα το φως" τον παρακάλεσε, καθώς τον είδε ν απλώνει το χέρι του προς τον διακόπτη.
-Θέλω να σε βλέπω, εσύ δε θέλεις; ρώτησε αστράφτοντας μέσα στα μάτια του. Θυμάσαι τι σου είπα για το κοίταγμα στα μάτια;
-Η πρώτη συνάντηση δυο ανθρώπων φαίνεται σ αυτό που θέλουν να κάνουν από την πρώτη ματιά, απάντησε.
Έτσι είναι σκέφτηκε, καθώς τα σώματα τους τυλίχτηκαν, έσμιξαν και έγιναν ένα. Ένας άντρας και μια γυναίκα όταν γίνονται ένα, ο κόσμος συντρίβεται, ο χρόνος χάνεται, η ηδονή μειώνει το νόημα της ύπαρξης. Είναι μια τέλεια στιγμή που επαναλαμβάνεται πολλές φορές στη ζωή των γήινων πλασμάτων, που φωνάζουν, μουγκρίζουν, αναστενάζουν μοναδικά. Σχεδόν κανείς δε νοιάζεται ή δεν προλαβαίνει να σκεφτεί. Δε χρειάζεται η σκέψη σ αυτή την απόλαυση, που μόνο αργότερα προσπαθείς να συλλάβεις πως γίνεται. Πως γίνεται να κοιτάζεις στα μάτια και να μπαίνεις μέσα σε έναν άνθρωπο.

Το πρωί ήρθε πολύ νωρίς, όλα τα πράγματα έρχονταν νωρίς όταν δεν τα επιζητούσε.
Ήρεμος, σιωπηλός, πότε έφτασε στη στάση του λεωφορείου, δε θυμόταν, μόνο το πρωινό φιλί της Μαρίας του είχε αποτυπωθεί στον νου και ότι έπρεπε να τελειώνει γρήγορα μ αυτή την ιστορία. Έπειτα θα έφευγε ένα ταξίδι στην Ιταλία, όλα ήταν κανονισμένα, τα λεφτά, τα εισιτήρια, το ξενοδοχείο που θα διέμενε. Στη Μαρία δεν είχε πει τίποτε για το ταξίδι, θα της το ανακοίνωνε ξαφνικά, μόνο στους γονείς του είχε πει κάποιο ψέμα πως ήταν καλεσμένος για μια διάλεξη σε Ελληνικό φοιτητικό σύλλογο.
Όλο ψέματα έλεγε. Πολλά, όμορφα ψέματα που τον έφερναν αντιμέτωπο με την αλήθεια του. Πάντα ήταν διπλές οι σκέψεις του. Από τότε που άρχισε να καταλαβαίνει τον κόσμο και να μεγαλώνει, τα πράγματα είχαν δυο όψεις. Την καλή και την κακή. Εύλογος νόμος των περισσοτέρων ανθρώπων να ξεχωρίζουν το ένα από το άλλο, σύμφωνα με το συμφέρον τους. Και εύκολα το ένα μπερδευόταν με το άλλο, έτσι που να μην έχουν συγκεκριμένη θέση, παρά μόνο στις κινηματογραφικές ταινίες του Χόλιγουντ, όπου ο κόσμος ήταν διαχωρισμένος στους καλούς και στους κακούς. Αυτός δεν πίστευε ούτε στο καλό ούτε στο κακό, που ήταν ένα, σύμφωνα με τον Καζαντζάκη, κι αυτό το ένα δεν υπάρχει.
Στο λεωφορείο, έσφιξε για μια ακόμα φορά το σαρανταπεντάρι στην απομέσα τσέπη του σακακιού για να βεβαιωθεί πως ήταν εκεί. Οι προκήρυξη μέσα στην άλλη ίδρωσαν στα δάκτυλα του. Κοίταξε τη μέρα που αχνοφέγγιζε στον ορίζοντα, όσον ορίζοντα μπορούσε να δει σ αυτή την πόλη. "Θα κάνει μια ωραία, Χειμωνιάτικη λιακάδα" σκέφτηκε. Ωραία μέρα. Όλες οι ωραίες μέρες έχουν μια άψυχη διαφάνεια, δεν τις λερώνει καμιά θύμηση, δεν τις μπερδεύει κανένας ήχος, μόνο το φως του ήλιου υπάρχει, κυρίαρχο και μοναδικό, όπως και δέκα εκατομμύρια χρόνια πριν.
Κατέβηκε οχτώ πάρα πέντε στην Πανεπιστημίου, όλα πήγαιναν καλά, ακριβώς όπως στο πλάνο. Καθώς διάβαινε στο απέναντι πεζοδρόμιο, κοίταξε ξανά το ρολόι του. Οκτώ πάρα τέσσερα λεπτά. Προλάβαινε ν ανάψει τσιγάρο, μέχρι να φτάσει στην είσοδο του μεγάρου. Ένιωθε ήρεμος και αυτοκυριαρχικός, τίποτε δεν έδειχνε αυτό που θα έκανε σε λίγα λεπτά. Στην είσοδο πέταξε το τσιγάρο στην άμμο που υπήρχε στο ξύλινο τρίγωνο γι αυτή τη δουλειά, έφτιαξε τη γραβάτα, πέρασε βιαστικά τα λίγα μέτρα του προθάλαμου μέχρι το ασανσέρ. Πάτησε το κουμπί, το κόκκινο φωτάκι άναψε. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε τη στιγμή που ακούστηκε ο θόρυβος από τις μηχανές του καλοριφέρ. Τότε θυμήθηκε τον θυρωρό. Βέβαια είχε δει την άδεια θέση του στην είσοδο αλλά δεν το είχε σκεφτεί. Δεν προλάβαινε να σκεφτεί τίποτε, όλα γίνονταν σε χρόνο νεκρό, το ασανσέρ σταμάτησε στον τρίτο, βγήκε με προσοχή, κανένας δεν ήταν στον διάδρομο, όπως στο σχέδιο, προχώρησε και χώθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στην τουαλέτα, κοίταξε το ρολόι του. Οκτώ ακριβώς. Είχε αργήσει κατά δυο λεπτά. Δευτερόλεπτα εξέτασε τον εαυτό του στον καθρέφτη, αυτές οι τουαλέτες δεν έπρεπε να έχουν καθρέφτες, το σκέφτηκε χωρίς ταραχή κι άκουσε τα βήματα ενός ανθρώπου στο διάδρομο που σε λίγο σταμάτησαν κι ακούστηκε ο ήχος του κλειδιού, το άνοιγμα μιας πόρτας κι ύστερα πάλι ησυχία, ενώ αυτός βγήκε γοργά, ερεύνησε τον άδειο διάδρομο, κανείς. Με σταθερά βήματα έφτασε μπροστά στην πόρτα του γραφείου. Έπιασε το πόμολο με το αριστερό, με το δεξί το σαρανταπεντάρι, την άνοιξε και την έκλεισε πίσω του.
Ο καθηγητής Μαυροσκότης, μόλις είχε προλάβει να καθίσει στην καρέκλα του, όταν αντίκρισε το οπλισμένο χέρι να τον σημαδεύει. Τα μάτια τους συναντήθηκαν μα όχι μόνον αυτά. Η άλλη συνάντηση ήταν η σφαίρα που σφηνώθηκε στο μέτωπο του Μαυροσκότη, το χέρι του που πήγε να πατήσει το κουδούνι δεν πρόλαβε. Μια μεγάλη τρύπα άνοιξε στο μέτωπο του κι ένας υπόκωφος θόρυβος ακούστηκε από το σαρανταπεντάρι με τον σιγαστήρα. Έπεσε με τα μούτρα πάνω στο γραφείο από το περίφημο ξύλο μαονιού. Από το στόμα του κύλισε αίμα, μαύρο κι αυτό, σχεδόν στο ίδιο χρώμα με το γραφείο.
Ο Καζάρμας έβγαλε τον σιγαστήρα κι έβαλε το πιστόλι στην τσέπη Άφησε την προκήρυξη πάνω στο γραφείο και βγήκε.
Η ησυχία που υπήρχε πριν τον υποδέχτηκε πάλι στον άδειο διάδρομο. Έφτασε στο ασανσέρ πάτησε το κουμπί για το ισόγειο, σκεφτόμενος πως ο θυρωρός δεν έπρεπε να είχε ανέβει ακόμα και κούνησε τα πόδια του να κινηθεί πιο γρήγορα το κουβούκλιο, μα τίποτε. Εκείνο απλά τραντάχτηκε στον ίδιο ρυθμό μέχρι να σταματήσει.
Βγήκε ήρεμος. Στα σκαλιά προς την έξοδο γύρισε το κεφάλι του και πρόλαβε να δει τον θυρωρό, εκείνον τον δυσκίνητο κοιλαρά, να ανεβαίνει το τελευταίο σκαλί που έκανε μια κίνηση προς το μέρος του σα να ήθελε να τον ρωτήσει κάτι. Ίσως ποιον ήθελε, όπως συνήθως ρωτούν οι θυρωροί όλου του κόσμου. Η φωνή του ακούστηκε τσιριχτή, στην απόλυτη ηρεμία του πρωινού.
-Ποιον θέλετε κύριε;

συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...