Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 6





Έπαιξαν διπλό με τους άλλους και τους άρεσε πολύ γιατί έγινε όμορφο παιχνίδι, σχεδόν μέχρι να σουρουπώσει. Κουρασμένοι αλλά κεφάτοι, γύρισαν στο σπίτι, λίγο πριν νυχτώσει για τα καλά. Έκαναν μπάνιο, ήπιαν καφέ στην αυλή.
-Εκείνη η γυναίκα δε μου φεύγει απ το μυαλό, κάπου την ξέρω, είπε ο ανακριτής.|
-Ωραία γυναίκα! Του γέλασε κατάφατσα ο Νίκος.
Δεν ήταν μόνο αυτό, θέλησε να απαντήσει αλλά δεν απάντησε, του φάνηκε πως έπρεπε να κρύψει τη σκέψη του, πολλές φορές χρειαζόταν να γίνεται αυτό. Εκείνο που έπρεπε επίσης να κάνει ήταν να ξύσει το μυαλό του να θυμηθεί αν την είχε γνωρίσει κάπου αλλού ή ήταν μόνο δημιούργημα της φαντασίας του.
-Ξύνω, είπε.
-Τι είπες; Παραξενεύτηκε ο Νίκος.
-Τίποτε! Γέλασε ο ανακριτής.
-Καλά, φεύγω, έκανε ο Νίκος θα τα πούμε το βραδυ στο μπαρ, θα έρθεις ε;
-Ναι, βέβαια… γύρω στις δέκα, εντάξει.
«Γεια» έκανε και έφυγε με εκείνη τη γρήγορη περπατησιά.
«Σαν τη γάτα» σκέφτηκε ο ανακριτής που απάντησε επίσης με ένα «γεια» κι ύστερα γύρισε πάλι σε εκείνη την ωραία γυναίκα. Που την είχε ξαναδεί; Στο σινεμά; Μήπως ήταν καμιά από αυτές τις εκκολαπτόμενες σταρ που εμφανίζονταν στις βιντεοταινίες και τα σήριαλς της τηλεόρασης; Μπορεί. Το χε πάθει μια φορά αυτό, είχε χαιρετήσει μια όμορφη γυναίκα σε κάποιο κατάστημα, περνώντας την για γνωστή του, μα εκείνη του είχε πει πως διαφήμιζε απορρυπαντικά στην τηλεόραση και σίγουρα εκεί θα την είχε δει. Να πάθαινε λοιπόν το ίδιο και τώρα; Αλλά όχι, δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα την πάθαινε δυο φορές.
Σηκώθηκε κι έκανε βόλτες στον κήπο. Μερικές ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν. Κοίταξε τον ουρανό που βάραινε και κατάλαβε πως σε λίγο θα έβρεχε δυνατά. Αποξεχάστηκε με τη σκέψη της βροχής, βάζοντας τα χέρια στις τσέπες, συνεχίζοντας να βολτάρει στην αυλή, του άρεσαν τα σπίτια με αυλές κι ευτυχώς υπήρχαν ακόμα αυλές για τους ρομαντικούς.«Ωραία είναι η βροχή του Οκτώβρη» σκέφτηκε. Ο ίδιος δεν ήταν και τόσο ρομαντικός και ούτε περπατούσε κάτω από τέτοιους ουρανούς.
Γύρισε στην καρέκλα του κάτω από το στέγαστρο καθώς η βροχή δυνάμωνε. Πάνω στη σκεπή που ήταν τσίγκινη, χόρευαν δαιμονισμένα οι σταγόνες. Ωραίο κι αυτό, μονολόγησε. Λογοτεχνικό. «Πάνω στη σάλα που είπαμε, τρεις πολύφωτες κρυστάλλινες λάμπες άπλωναν πολύ ζωηρό φως. Τα δυο ξαδέρφια για μια στιγμή, δίστασαν να μπούνε. Πλήθος φαινόταν από τη μισόκλειστη γυάλινη πόρτα, απ άκρη σ άκρη στη σάλα, σάλος κεφαλιών άπαφτος. Όμως μπήκανε. Πέντε-έξι παρέες μιλούσανε ζωηρά, χειρονομούσαν και επέμεναν να αντιστέκονται στα σπρωξίματα. Οι άλλοι περπατούσαν με μικρές γραμμές, γυρίζοντας όταν έφταναν στο τέλος του περιπάτου τους, χτυπώντας τη φτέρνα στο κερωμένο πάτωμα.
Δεξιά κι αριστερά, ανάμεσα στους μαρμάρινους στύλους, τους χρωματιστούς, που πάνω τους στηριζόντουσαν διάφορες κάλπες, γυναίκες καθισμένες σε καθίσματα από κόκκινο βελούδο, παρατηρούσανε το κύμα του κόσμου, που περνοδιάβαινε, σαν κουρασμένες, σα να είχανε νευριάσει από την πολλή ζέστη πίσω τους, στους μεγάλους καθρέφτες, φαινόντανε το τέτοιο ή το αλλιώτικο χτένισμα τους.
Μια ψηλή, ξανθιά γελούσε πολύ, ενώ ένας κύριος της μιλούσε από τόσο κοντά που με την πνοή του κουνούσε τα μπουκλάκια των κροτάφων της. Στο βάθος μπροστά, εκεί που σερβίρανε τα γλυκά, κάποιος κοιλαράς ρουφούσε ένε ποτήρι σορόπι.»
Οι σταγόνες της βροχής έπεφταν δαιμονισμένα στο τσίγκινο υπόστεγο, όταν ο ανακριτής καθόταν στην καρέκλα, αναμοχλεύοντας παλιές εικόνες και γέλασε με την λογοτεχνική του αφέλεια. Μπορεί όμως να ήταν κι έτσι τα πράγματα, λογοτεχνικά, ρομαντικά, όπως τα έβλεπε και τα έγραφε ο Ζολά στη Νανά. Η δική του όμως πραγματικότητα βρισκόνταν κάπου αλλού και ήταν τόσο χωμένος μέσα της που δεν γνώριζε αν θα έβγαινε ποτέ από αυτή. Ήταν αναγκασμένος να διαθέτει σωματική και ψυχική αντοχή, να είναι μεθοδικός, παρατηρητικός και οργανωτικός νους. Να έχει ευστροφία, συνθετική και δυνατή μνήμη, να ξαναγυρίζει στα γεγονότα, συνέχεια για να βρίσκει την καλύτερη δυνατή λύση.
Έτσι, ξαναγύρισε πάλι πίσω στα γεγονότα. Πρώτα είχαν σκοτώσει τους δυο αστυνομικούς στη λεωφόρο, μετά τη φοιτήτρια. Πριν από αυτά υπήρχε μια μεγάλη σειρά από δολοφονίες παρελθόντων χρόνων που είχαν μεν ξεχαστεί αλλά χρειαζόταν να επιστρέφει πάλι σ αυτούς για να συμπλέκει τα γεγονότα. Οι φάκελοι αυτοί στριμώχνονταν στα ντουλάπια της Ασφάλειας, κλεισμένοι σαν «ανεκπλήρωτοι»
Στους αστυνομικούς είχαν ρίξει κατάμουτρα, δυο κουκουλοφόροι που κινούνταν επίσης με μηχανή. Οι αστυνομικοί σφηνώθηκαν στα κάγκελα του γκαράζ, η μηχανή τους αφού χτύπησε πρώτα στο κράσπεδο του πεζοδρομίου, αναποδογύρισε. Ο πίσω τροχός γύριζε στριγγλίζοντας, το δεξιό φλας αναβόσβηνε και τα πρόσωπα των δυο αστυνομικών δεν υπήρχαν πια. Οι σφαίρες είχαν ριχτεί εκ του συστάδην, κατάμουτρα, όλες και τα χαρακτηριστικα τους είχαν αλλοιωθεί-τους αναγνώρισαν από τα χαρτιά των.
Κάτι περαστικοί, κατατρομαγμένοι στη θέα του αίματος και των σκαμμένων προσώπων, δεν μπορούσαν ν αρθρώσουν λέξη. Μια γυναίκα λυποθύμισε και κάποιοι πιο ψύχραιμοι, έλεγαν πως ήταν «αποτρόπαιο έγκλημα».
- Η μια μηχανή με τους κύριους αστυνομικούς ερχόταν, η άλλοι με τους ληστές, πήγαινε. Όταν αντάμωσαν στα πέντε μέτρα περίπου, ο ένας ληστής που καθόταν πίσω, έβγαλε ένα μεγάλο όπλο. Το στήριξε στον ώμο του μπροστινού και το άδειασε στα πρόσωπα των κυρίων αστυνομικών. Έπειτα οι ληστής έφυγαν.»
Έτσι τα περιέγραψε το παλικάρι που εργαζόταν στο γκαράζ, που φορούσε σκισμένα ρούχα, κατάμαυρα από τα λάδια και τα πετρέλαια. Τη μηχανή των κουκουλοφόρων την βρήκαν μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα, παρατημένη με βιάση. Φυσικά ήταν κλεμμένη
συνεχίζεται


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...