Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 4





Το μεσημέρι έφτασε νωρίς, πιο νωρίς από τις άλλες μέρες, ίσως γιατί είχε συννεφιάσει και η μέρα έπαιρνε να μικραίνει. Ήταν Παρασκευή, τελευταία μέρα εργασίας πράγμα που του άλλαζε το κέφι, τη διάθεση για άλλα πράγματα, έξω από τη φουρτούνα και την πίεση της ευθύνης για τη δύσκολη κατάσταση που δημιουργούσε το είδος της δουλειάς του.
Έτσι φόρεσε το σακάκι του και βγήκε από το γραφείο.
Τις περισσότερες Παρασκευές έφευγε από την Αθήνα, πήγαινε σε κάτι ξαδέρφια στο Κορωπί και έμενε εκεί μέχρι τη Δευτέρα.
Ανύπανδρος καθώς ήταν, τον περίμεναν, κι άμα αργούσε, οι πρώτες κουβέντες τους ήταν, «που χάθηκες τόσον καιρό», «μπράβο ξάδερφε, μας ξέχασες» και τέτοια. Αυτός χαμογελούσε κι έλεγε συγκαταβατικά. «όχι δε σας ξέχασα, έτυχε να έχω περισσότερη δουλειά στο γραφείο».
Συνήθως πήγαινε επειδή του άρεσε η παρέα με τον Νίκο. Τον Νίκο Καζάρμα που ήταν ο πιο μεγάλος γιος του ξαδέρφου από τη μάνα του, κι έτσι εξηγείται το διαφορετικό τους επίθετο. Αλήθεια ποιο ήταν το πραγματικό όνομα του ανακριτή; Πιθανώς Ιωάννης. Ιωάννης Εξαδάκτυλος.
«Εξαδάκτυλος! Γελούσε ο Νίκος. «Που το πέτυχες αυτό το όνομα; Παραγγελιά το χες;»
Πολλές φορές δεν του απαντούσε ούτε σ αυτό ούτε και σε άλλα που ρωτούσε. Μειδιούσε κι έδειχνε πως κάποια φορά θα του το εξηγούσε και αυτό.
Είχε κι άλλα δυο παιδιά μικρότερα ο ξάδερφος που πήγαιναν ακόμα στο γυμνάσιο, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι αλλά ο ανακριτής είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον Νίκο, που ήταν φοιτητής στο τελευταίο έτος, σπούδαζε φιλολογία, σε ένα χρόνο θα γινόταν καθηγητής.
Δεν είχε σκεφτεί γιατί του είχε αυτή την ιδιαίτερη αδυναμία αλλά πίστευε πως έτσι γίνονται αυτά τα πράγματα. Άλλοι σου είναι συμπαθείς, άλλοι είναι τελείως αδιάφοροι κι άλλοι να μην τους βλέπεις.
Ο Νίκος Καζάρμας ήταν ωραίος τύπος. Ψηλός, ξανθός με αετίσια μάτια, γαλαζοπράσινα, σκληρά σα γρανίτης, όταν τα σμιγε νόμιζες πως θα γκρεμισθεί το σύμπαν. Αθλητικός με επιτάχυνση στα πόδια και στον νου, του άρεσαν όλα τα αθλήματα με καλές επιδόσεις, έπαιζε τενις, ρακέτα θαλάσσης, μπόουλινγκ, σκάκι, τάβλι και ποδόσφαιρο. Ποδόσφαιρο έπαιζε και ο ανακριτής, συγκεκριμένα μ αυτό τρελαινόταν και όταν έπιαναν κουβέντα, σπάνια περίπτωση να μη ψιλοαρπαχτούν για τις ομάδες τους. Ακόμα και για το μπόι ή για την ηλικία κάποιου ποδοσφαιριστή. Ο ανακριτής ήταν με τους κίτρινους. ΑΕΚ. Αθλητικη, Ένωση, Κωνσταντιπολιτών. Ο Καζάρμας Ολυμπιακός. Κόκκινος στο αίμα-στην πραγματικότητα καρφάκι δεν του καιγόταν αλλά έτσι για να περνάει η ώρα ευχάριστα, μόνο έτσι του άρεσε ο αθλητισμός, κανένας φανατισμός, απλώς αντιρρήσεις είχα και δυο τους για πολλά πράγματα γύρω από το ποδόσφαιρο.
-Θα πάμε στο ματς αύριο; Τον ρώτησε σχεδόν προτού προλάβει να καθίσει.
Του ανακριτή του μοιασε κάπως νευρικός.
-Τι θα πιεις; Μπήκε στη μέση ο πατέρας, ρίχνοντας μια ματιά στο γυιο του. Ο άνθρωπος δεν είχε ιδέα για το ποδόσφαιρο κι ούτε τον ένοιαζαν αυτά.
-Πορτοκαλάδα, είπε και γύρισε στον Νίκο. Θα πάμε, βέβαια αλλά πάλι θα χάσετε! Τον πείραξε.
-Σιγά μη χάσουμε απ τις χανούμισσες..
-Φέτος είναι η χρονιά μας, δε μας ξεφεύγει ο τίτλος! Ήταν η απάντηση του παρ ότι ήξερα πως έχαν τις περισσότερες φορές από τον Ολυμπιακό και γι αυτό δεν τον βόλευε να είναι η κουβέντα τους γύρω και μόνο από αυτό ματς.
-Αυτό θα το δούμε την Κυριακή; Δεν έχετε καμία τύχη ανακριτά.
Ο ανακριτής χαμογέλασε, του άρεσε που τον αποκαλούσε έτσι αυτός, όχι οι άλλοι, περίεργο πράγμα αλλά δεν έδωσε συνέχεια στην ποδοσφαιρική τους κουβέντα. Αργότερα που θα πήγαιναν να παίξουν στο γήπεδο της γειτονιάς, θα είχαν την ευκαιρία να τα πουν καλύτερα. Τώρα δεν ήθελε να στεναχωρήσει και τον ξάδερφο που έλεγε πως το παράκαναν οι δυο τους με τα αθλητικά.
-Τι νέα ξάδερφε;
-Τι νέα, ησυχία, όλα καλά.
Συνήθως έτσι άρχιζαν.
Η γυναίκα του συγύριζε, έστρωνε το τραπέζι, περιφερόταν ανάμεσα τους. Ήταν μια φρεσκοπλυμένη κυρία, με ανασηκωμένη, Γαλλική μυτούλα και φακίδες ακόμα στο πρόσωπο της, όμορφη παρουσία, συμπαθητική που συμφωνούσε με τον άντρα της.
-Τι σας αρέσει απ αυτό το ποδόσφαιρο; Δεν μπορώ να σας καταλάβω που βλέπετε εικοσιδύο άντρες να τρέχουν συνέχεια πίσω από μια μπάλα. Ανιαρό δεν είναι;
Ο ανακριτής είχε αρχίσει να το καταλαβαίνει αλλά παρ όλα αυτά δεν ήθελε να ξεκολλήσει από αυτή τη συνήθεια.
-Ανιαρό είναι για όσους δεν το καταλαβαίνουν, είπε.
-Μμμμ, έκανε η κυρία του σπιτιού, Πως δεν το καταλαβαίνουμε;
Ο ανακριτής δεν απάντησε καθώς τώρα η κυρία άρχισε να σερβίρει μια αχνιστή μακαρονάδα, σπιτίσια, καλομαγειρεμένη. Κι ο ανακριτής τρελαινόταν για τις μακαρονάδες. Έτσι η κυρία για να τον ευχαριστεί είχε μάθει να φτιάχνει πολλών ειδών μακαρονάδες.
«Μας έχεις ταράξει στις μακαρόνια, επειδή αρέσουν του ανακριτή!» της είχε πετάξει μια μέρα ο Νίκος με πρόσωπο σκληρό
Η μάνα του τον είχε κοιτάξει λίγο παράξενα τον χαιρόταν, τον αγαπούσε κι έτσι παράβλεψε το σκληρό του ύφος. Του χαμογέλασε, του χάιδεψε τα μαλλιά, μα εκείνος είχε αποτραβηχτεί ενοχλημένος.
Όταν τελείωσαν το φαγητό, ο ανακριτής άναψε τσιγάρο κι ο ξάδερφος τον ρώτησε να του πει τις τελευταίες εξελίξεις για το έγκλημα της δολοφονίας της φοιτήτριας-αυτά του άρεσαν του ξαδέρφου. Έπαιρνε τις εφημερίδες και τις ξεκοκάλιζε, διάβαζε όλες τις σελίδες των εγκλημάτων και τα αστυνομικά ρεπορτάζ. Ο ανακριτής αντάλλαξε μια ματιά με τον Νίκο που αποχωρούσε από το τραπέζι λέγοντας ένα σας αφήνω να τα πείτε, εμείς σε καμιά ώρα ε; συνεννοήθηκαν με τα μάτια για την ώρα που θα πήγαιναν στο γήπεδο και απάντησε στον ξάδερφο κάπως μασημένα, σαν να μην ήθελε να μιλήσει, πως δεν ήξερε τίποτα περισσότερο απ όσα έγραφαν οι εφημερίδες.
-Ε, πως, όσο να ναι αλλιώς τα ξέρεις εσύ που είσαι μέσα στα πράγματα, συνέχισε ο άλλος. Πιστεύεις αλήθεια πως τη σκότωσε αυτός ο νεαρός που ομολόγησε; Εμένα μου φαίνεται παραμύθι η ομολογία του..
-Θα δούμε, απαντούσε ο ανακριτής.
-Και ωραία κοπέλα αυτή η φοιτήτρια! Να πάει έτσι χαμένη; Τι λες και εσύ;
-Άστον τον άνθρωπο! Μπήκε στη μέση η γυναίκα του που μάζευε το τραπέζι. Δεν τον βλέπεις που είναι κουρασμένος; Θες να ξαπλώσεις; Γύρισε στον ανακριτή.
-Ναι, είπε αυτός. Ξάδερφε θα τα πούμε με καφέ το απόγευμα.
Πήγε να ξαπλώσει και στο νου του ήταν αυτή η φράση, «να πάει έτσι χαμένη». Πόσοι άνθρωποι δεν πήγαιναν χαμένοι; Πολλές φορές και για πολλούς ανθρώπους το σκεφτόταν αυτό Αλλά τι σημασία είχε πως πήγαιναν; Αυτά ήταν πράγματα καθημερινά, σχεδόν, αν αναλογιζόσουν πως στην Αμερική, κάθε λεπτό, αν θυμόταν καλά, γινόταν κι ένα έγκλημα. Όταν το άκουσε αυτό ο ξάδερφος δεν το πίστεψε. «Δεν το πιστεύω. Οι Αμερικάνοι είναι πολιτισμένοι άνθρωποι, δε γίνονται αυτά τα πράγματα» είπε.
Ο ανακριτής σηκώθηκε, Έσβησε το τσιγάρο και αμίλητος πήγε προς το δωμάτιο του που πάντα του ετοίμαζε με προσοχή η κυρία του σπιτιού. Έβγαλε τα ρούχα του, τα τοποθέτησε με υπομονή στη ντουλάπα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι γυμνός και κοιμήθηκε αμέσως. Τον πήρε ένας γλυκός μεσημεριάτικος ύπνος.

συνεχίζεται


2 σχόλια:

  1. Περιμένω να βρω τον κατάλληλο χρόνο να το διαβάσω Κώστα. Δεν το λησμονώ, να ξέρεις. Καλή συνέχεια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλησπέρα Τζον. Μετράει η γνώμη σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...