Κυριακή 11 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 11




Πήγαινε κάθε Χριστούγεννα στην εκκλησία και κάθε Πάσχα, αυτές οι πασχαλινές γιορτές του άρεσαν περισσότερο, και όποτε άλλοτε, γινόταν κάποια σημαντική λειτουργία στη Μητρόπολη. Χρησιμοποιούσε σωστά τη θέση του σαν κοινωνικός λειτουργός που είχε κάποια συμφέροντα από τον λαό κι έλεγε πως αφού δεν του έφταιγε σε τίποτε ο θεός, γιατί να μην τα είχε καλά μαζί του; Γνώριζε, βέβαια πως αν δεν έχεις να φας, να πιεις, να ντύσεις τα παιδιά σου, δε σου φταίει ο θεός όπως πίστευαν οι αγράμματοι φτωχοί. Φτωχοί και στο μυαλό αφού δεν μπορούσαν να κατανοήσουν πως για όλα αυτά υπεύθυνος ήταν ο άνθρωπος που δημιουργούσε αυτά τα συστήματα. Γι αυτόν, κάθε έξυπνος-φτωχός, γνώριζε πως του έφταιγαν οι συνάνθρωποι που δημιούργησαν αυτούς τους θεούς.
-Θα πιείτε άλλον καφέ; τον ξανάφερε στην πραγματικότητα του γραφείου, η φωνή του γκαρσονιού, που μπήκε στριφογυρίζοντας τον κρεμαστό δίσκο.
-Ε, σιγά που μπαίνεις έτσι ; σε κανένα στάβλο; του είπε αυστηρά. Φέρε μου έναν ακόμα, και κοίταζε το ρολόι του τοίχου.
Αυτά τα ρολόγια των τοίχων δεν έπρεπε να υπήρχαν, κανονικά έπρεπε να το κατεβάσει επειδή χωρίς να το θέλει, το μάτι του πήγαινε ασυναίσθητα εκεί, κι έτσι ο αμείλικτος χρόνος συνέχιζε να παίζει το ρόλο του. Ο χρόνος ήταν ο βασικός αντίπαλος του ανθρώπου, το πίσω και το μπρος, αυτό είναι ο χρόνος.
Το πίσω. Καθώς το γκαρσόνι απίθωσε τον δεύτερο καφέ στο γραφείο του και το είδε να βγαίνει κλείνοντας την πόρτα, θυμήθηκε τον εαυτό του, τότε που δούλευε κι αυτός γκαρσονάκι σε κάποιες ταβέρνες στην Πλάκα και αλλού. Δούλευε για να σπουδάσει και να ζήσει και δεν ήξερε αν έπρεπε να λυπάται ή να χαίρεται για εκείνον τον εαυτό του. Χωρίς λεφτά, του κλώτσου και του μπάτσου από τους μαγαζάτορες της εποχής, σκυλίσια εφηβικά χρόνια.
Σιγά-σιγά είχε αρχίσει να τα ξεχνάει αλλά στην πραγματικότητα τίποτε δεν ξεχνούσε απλώς θυμόταν αυτά που ήταν λιγότερο οδυνηρά. Αν και δεν μπορούσε να τα βάλει με τα συρτάρια της μνήμης που έρχονται ακάλεστα στην οθόνη του μυαλού μας. Τακ, η κλωτσιά που του είχε ρίξει εκείνος ο ταβερνιάρης επειδή έκανε τα γλυκά μάτια στην κόρη του, κάνοντας τον να νιώσει μια από τις πιο άσχημες στιγμές της ζωής του. Τικ, όταν ήταν πιο μικρός ακόμα, και είχε συμβρεθεί με μια ξαδέρφη, μικρή κι αυτή και προσπάθησε να κάνει τον πρώτο του έρωτα, το πρώτο γαμίσι και κείνη φώναξε τη γιαγιά της, φοβισμένη, ανήξερη. Η γιαγιά τον έστρωσε στο κυνήγι, πήδηξε όσους φράχτες βρήκε μπροστά του, ενώ η γιαγιά φώναζε πίσω του: "Έλα να γαμίσεις εμένα μωρέ!"
Ακόμα ηχούσε στ αφτιά του η φωνή της, σαν αχός σε έναν τόπο παράξενο, έρημο, μακρινό. Μόνο ένα πέτρινο σπίτι υπήρχε εκεί, τίποτε άλλο. Το σπίτι που γεννήθηκε. Ένα μισογκρεμισμένο σπίτι, πριν από σαρανταπέντε χρόνια, μέσα στο οποίο, ένας άντρας αξύριστος, άγριος με μουστάκια και φυσεκλίκια, έκανε έρωτα με τη μάνα του, μια γυναίκα, άσπρη, με λευκά μπράτσα σαν την Ελλάδα. Είχε σγουρές πλεξούδες και ήταν μόλις δεκαοκτώ χρονών. Ο πατέρας του γύρω στα τριάντα, πρόσφυγας, Μικρασιάτης, με μνήμες τρανές από πολέμους, κυνηγημένος πάλι, βιαστικός, βγήκε κοιτάζοντας πίσω για τελευταία φορά, σάλταρε έξω από το παράθυρο στην κάπνα του τελευταίου πολέμου. Λίγο πιο πέρα έπεσε σε μπλόκο των Γερμανών.
Ο ανακριτής πολλές φορές είχε φέρει τον εαυτό του στη θέση του πατέρα του και είχε προσπαθήσει να καταλάβει πως ήταν να είσαι στημένος στον τοίχο με δεμένα τα μάτια και το απόσπασμα απέναντι να περιμένει ν ακούσει το αδυσώπητο,πυρ! Πως πέθαιναν οι άνθρωποι στο απόσπασμα; πρέπει να ήταν πολύ φρικτό. Ο πατέρας του είχε ζητήσει ένα τσιγάρο, μια τελευταία ρουφηξιά και να του λύσουν τα μάτια. Ύστερα φώναξε "Ζήτω η ελευθερία!" και προσπάθησε να ξεφύγει αλλά δεν πρόλαβε. Οι σφαίρες έπεσαν βροχή όπως και το κορμί του στο χώμα.
Τέλειωσε κάποτε και ο δεύτερος καφές του, η γραμματέας του σηκώθηκε, πήρε την τσάντα της, φεύγω, είπε καλό μεσημέρι, εσείς θα μείνετε ακόμα; τρεις πήγε ή ώρα!
Σηκώθηκε κι αυτός βαριεστημένα. Πάντα οι ανακριτές σηκώνονται βαριεστημένα τέτοιες ώρες. Φόρεσε την καμπαρντίνα, έβαλε το καπέλο και βγήκε.
Έφτασε στο περίπτερο, αγόρασε τσιγάρα, εφημερίδες και σε λίγο βρισκόταν ξαπλωμένος στην αναπαυτική πολυθρόνα να διαβάζει κάμποση ώρα τις αθλητικές ειδήσεις. Σχεδόν δεν έριξε καμιά ματιά στα πρωτοσέλιδα και τα πολιτικά. Ύστερα σηκώθηκε πάλι. Πήγε προς το παράθυρο της βεράντας, το άνοιξε, κοίταξε έξω είδε τη βροχή να δυναμώνει. "Πότε άρχισε να βρέχει;" αναρωτήθηκε δυνατά κατά τη συνήθεια των ανθρώπων που ζούνε πολύ μόνοι και επέστρεψε στο μεγάλο σαλόνι. Το μάτι του έπεσε στην ημερομηνία της εφημερίδας. Είκοσι Νοέμβρη, είχε αρχίσει να Χειμωνιάζει. Χαμηλά στη σελίδα, έγραφε νεώτερα για τη δολοφονία της φοιτήτριας στη σελίδα τέσσερα. Φυλλογύρισε γρήγορα τις σελίδες. Τώρα, βέβαια, είχε χάσει το ενδιαφέρον της αυτή η υπόθεση για το κοινό, αφού ο δολοφόνος είχε ομολογήσει, κι έτσι ορισμένα απομεινάρια τα έγραφαν στις μέσα σελίδες οι δημοσιογράφοι.
Τσαλάκωσε την εφημερίδα. Η είδηση έλεγε πως ο νεαρός ψυχοπαθής, αρνιόταν τώρα ότι είχε σκοτώσει τη φοιτήτρια και πως τον είχε εξαναγκάσει η αστυνομία να ομολογήσει. Φυσικά η δίκη του θα ξαναγινόταν μετά από κάμποσους μήνες. Εως τώρα ο ανακριτής είχε τις αμφιβολίες του και τις υπόνοιες πως μπορεί να μην ήταν αυτός ο δολοφόνος αλλά αφού είχε ομολογήσει;
Να, όμως που τα πράγματα έρχονταν πάλι τούμπα. Ποιος είχε σκοτώσει τη φοιτήτρια αν δεν ήταν ο νεαρός ψυχοπαθής;
Πήγε στην κουζίνα, άνοιξε το ψυγείο, πεινούσε κι έψαξε κάτι για να φάει. Συνήθως έτρωγε στο Ιντεάλ, ένα από τα πιο ακριβά εστιατόρια της πόλης αλλά και μερικές φορές αγόραζε έτοιμα φαγητά μαγειρεμένα. Έφαγε ότι βρήκε, ήπιε μια μπύρα και κοιμήθηκε στον καναπέ του σαλονιού.
Τον ξύπνησε ο ήχος του τηλεφώνου. Σήκωσε το ακουστικό.
-Λέγετε, είπε.
-Ξέρω ποιος σκότωσε τη φοιτήτρια, ακούστηκε μια υπόκωφη φωνή, πίσω από πανιά.
-Ποιος είσαι; λέγε, μη φοβάσαι, προσπάθησε να τον ενθαρρύνει.
-Φοβάμαι τους τρομοκράτες! αλλά ξέρω! αν μου εγγυηθείς πως θα είμαι προστατεύομενος μάρτυρας θα έρθω να καταθέσω.

συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Η Νεκρή Φύση είναι παράσταση και σύμβολο του απολύτως εφήμερου. Τα εικονιζόμενα προαναγγέλλουν έναν απελπιστικά περιορισμένο βίο. Οι κρεμα...