Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

ΚΆΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΉ

 

 


 Τελικά, σκέφτομαι γιατί να μου αρέσει αυτός ο παράλογος κόσμος που ζούμε. Ακόμα γιατί, αφού είναι τόσο σκατένιος να μη θέλουμε να τον εγκαταλείψουμε; ίσως επειδή είμαι ακόμα ζωντανός κι αυτό με κάνει άτρομο. Ίσως επειδή ξέρουμε πως δε θα ξαναυπάρξουμε ποτέ εδώ. Ίσως.

 

κάποια στιγμή όλα τελειώνουν. Τα τσιγάρα, τα ποτά, οι αγάπες, τα ψέμματα και οι αλήθειες. Τα λεφτά. Την ώρα που τάχεις ανάγκη σου λείπουν Μυστήριο πράγμα με μας. Λες και είναι τρύπιες οι παλάμες μας.

θα ήθελα να ήμουν πρωτόγονος, δε θα κουβαλούσα τίποτε από τα πέντε εκατομμύρια χρόνια βλακείας-Ιστορίας στην πλάτη μου, που με ισοπεδώνουν σήμερα.

Το πορτρέτο έχει μια γοητεία. Η μάλλον πολλές γοητείες. Έχω ζωγραφίσει εκατοντάδες ανθρώπους. Ίσως πάνω από χίλιους. Νέους γέρους, άσχημες, κούκλες, ασήμαντους, βλάκες, χοντρούς, διάσημους. Για μένα δεν υπάρχει άσχημο πρόσωπο στη ζωγραφική. Όταν το λέω αυτό ειδικά σε μερικές γυναίκες που διατείνονται πως είναι άσχημες, νομίζουν πως τις κοροϊδεύω. Όχι δεν κοροϊδεύω ποτέ. Δεν υπάρχει άσχημο πρόσωπο αντικειμενικά. Άσχημες ψυχές που το εμφανίζουν στη μούρη υπάρχουν. Ότι είσαι μέσα σου δείχνεις και απ έξω.
Μου αρέσει αυτό το ψαχούλεμα της μορφής των ανθρώπων. Δεν είναι απλό. Όταν ζωγραφίζεις ένα πρόσωπο είναι σαν να κάνεις εκτός από ανατομία και ψυχογραφία.
Βρίσκεις τι κρύβεται πίσω από το βλέμμα του πίσω από το μυαλό του και πολλοί δεν αντέχουν αυτή την εξεταστική ματιά του ζωγράφου. Μια γυναίκα κάποτε στη Σαντορίνη μου είπε πως η ματιά μου ήταν σαν λεπίδι χειρούργου. Ταράχτηκα τότε, ήμουν και μικρός, μετά κατάλαβα τι εννοούσε η κυρία

 

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

ΠΕΡΙΜΈΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΒΡΟΧΉ [2]

 


ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑς ΤΗ ΒΡΟΧΗ
Μοναδικό δέντρο στην κοιλάδα των θάμνων, λίγο πριν την Κυλλήνη ήταν ένας πλάτανος στην άκρη του μονοπατιού που ένωνε με τον κεντρικό δρόμο. Ο Θανάσης Ανωμέρης φτάνοντας εκεί ένα καταμεσήμερο τον Ιούνιο του 1980 ακούμπησε την παλάμη του στα πλευρά του κορμού και μέτρησε με τα μάτια το ύψος του πλάτανου. Ανάμεσα από τα κλαδιά ένα σκουπιδάκι έπεσε και μπήκε στο μάτι του. Σαν τρίχα του φάνηκε, μπορεί και να ήταν, πολλά πράγματα μοιάζουν σ αυτή τη ζωή.
Έσκυψε άμεσα το κεφάλι και προσπάθησε να το βγάλει πράγμα που αποδείχτηκε δύσκολο. Το μάτι του έτσουξε, έσταξε δάκρυα, κοκκίνισε. Απέφυγε να το τρίψει άλλο, αυτό θα έφταιγε για το κοκκίνισμα αλλά δεν εύρισκε άλλον τρόπο για να το βγάλει. Αν είχε έναν καθρέφτη θα ήταν καλύτερα μα δεν είχε και το αυτοκίνητο του ήταν παρκαρισμένο στην ένωση του μονοπατιού με τον κεντρικό δρόμο. Αυτές τις ώρες μετάνοιωνε που δεν φρόντιζε για το φαρκευτικό κουτι και τις άλλες συμβουλές των ειδημόνων. Ειδήμονες. Αυτοί που ξέρουν. Και ποιοι ξέρουν;
Κάποιοι που τον έβλεπαν δεν υπήρχε περίπτωση να είναι μόνος, ίσως οι χωρικοί που μάζευαν τα σπαρτά τους, ίσως η σκόνη από το κάρο που διάβαινε κουβαλώντας τον Σέξπηρ. Στο πίσω μέρος του κάρου έγραφε: To be or no to be.
Του μπι αποφάσισε, κλείνοντας με την παλάμη το πονεμένο μάτι, κοίταξε προς τα εκεί με το άλλο, δεν είναι εύκολο να κοιτάς με ένα μάτι και να διαβάζεις να ζει κανείς ή να μη ζει, κι αποφάσισε πως έπρεπε να γυρίσει πίσω, παρ ότι θα έβρεχε. Θα έριχνε μια κατασκότεινη μπόρα μέσα στην κάψα του Καλοκαιριού. Γιατί να βρέχει όταν δεν πρέπει;
Το ξενοδοχείο Άρτεμις, βρισκόταν στην άκρη της μικρής πόλης. Καθαρό, ξεκούραστο, έβλεπε προς την πλευρά της θάλασσας-αυτό ήταν που είχε συγκινήσει την Ροντίκα ή Μιμόζα Τσαρουχιάδη, για να το διαλέξει, και να πίνει από ώρα τον απογευματινό καφέ της, εκεί. Ο Θανάσης έπινε ουίσκι ή βότκα ή ότι άλλο θέλετε, πάντως έπινε. Η Μιμόζα δεν έπινε. Μόνο μια σταλιά απ τη ζωή.
Ωραία ήταν η Μιμόζα! Αυτό ήταν το όνομα που είχε επικρατήσει κι έτσι την φώναζαν όλοι τώρα πια στα τριάντα της χρόνια. Χμ, ούτε νέα, ούτε γριά, σκέφτηκε σουφρώνοντας τα χείλη προς τα έξω σα να ήθελε να κοροιδέψει τον εαυτό της και τον θάνατο, πράγμα που έκανε συχνά απέναντι στον καθρέφτη. Ήταν πραγματικά ωραία αλλά και δύσκολη, το παραδεχόταν και ίδια, τι να έκανε; Εδώ κανείς δεν την έβλεπε, μπορούσε να πει πως δεν της άρεσε να το σεξ από πίσω. Η αλήθεια είναι πως της άρεσε κι από πίσω αλλά πιο πολύ της άρεσε η φωνή του. Εδώ χρειάζεται παρενθέσεις αλλά δεν τις βάζουμε, επιμένουμε στο ανέμελο κείμενο.
-Μα εγώ ερωτεύτηκα μια φωνή! Του είπε. Τόσα χρόνια σε θυμάμαι να μου μιλάς.
Ήταν ή γινόταν αμφιλεγόμενη. Κανείς δεν ήξερε τι πραγματικά σκέφτεται γιατί έμενε πολλές ώρες αμίλητη και τότε ο Θανάσης υποπτευόταν πως σκεφτόταν.
-Ν΄αλλάξεις μερικά πράγματα στον εαυτό σου, μίλησε ο Θανάσης Ανωμέρης, κοιτάζοντας την σχεδόν με το ασπράδι του ενός ματιού εξαφανισμένο. Και την άγγιξε στο μάγουλο με το γόνατο.
Μερικές γκριμάτσες της δεν του άρεσαν αλλά σχεδόν τέσσερα χρόνια που ήταν μαζί την είχε γνωρίσει απ όλες τις πλευρές.
-Όχι απ όλες τις πλευρές αγόρι μου, του χαμογέλασε. Μια μοναδική δε θα σου τη δείξω ποτέ!
-Τότε δε μ αγαπάς! Πήρε το γόνατο απ το μάγουλο το έβαλε ανάμεσα στα δικά της γόνατα.
-Σ αγαπώ αλλά δε θέλω να σε μπάσω στην επίγεια κόλαση μου.
Κάτι τέτοια του έλεγε εν ευθέτω χρόνο και νερούλιαζε. Επίγεια κόλαση, σα να έμπαζε νερό από παντού. Τι τα ήθελε αυτά η Μιμόζα; Τι είχε στο νου της; Τώρα που έκαναν τις ετοιμασίες του γάμου τους κι αυτές θα ήταν οι τελευταίες διακοπές τους σαν ελεύθερο ζευγάρι γιατί του έλεγε τέτοια πράγματα;
Δε μίλησαν άλλο καθώς ο ήλιος βουτούσε στα πολεμικά νερά του Ιονίου. Μπήκαν μέσα και άρχισαν το δικο τους πόλεμο στο ξέστρωτο κρεβάτι. Τους άρεσε πολύ αυτό που έκαναν, η μπαλκονόπορτα παρέμενε ανοιχτή αλλά ποιος νοιαζόταν. Ο Θανάσης χώθηκε μέσα στα μάτια της, της πήρε για μια ακόμα φορά την ψυχή. Οι άλλοι, απέναντι έβλεπαν. Ο γάμος είναι θλιβερό γεγονός.
-Όταν με πηδάς μικραίνει ο κόσμος μάγγα μου! Ο κόσμος γίνεται μια κουκίδα. Δυο κουκίδες. Εσύ κι εγώ! Κάτω απ το πλάγιασμα της βροχής! σαν το τραγούδι των φτωχών που ξεχύθηκε.
Γελούσε όμορφα, σατανικά, σίγουρα κάτι του έκρυβε.
Ο Θανάσης Ανωμέρης, αρχιτέκτονας το επάγγελμα τη λάτρευε. Θα έκανε τα πάντα γι αυτήν. Οι άλλοι θα συνέχιζαν να βλέπουν. Οι αντάρτες αυτού του τόπου έφταναν ξανά κι αυτός γνώριζε από Ιστορία, δεν ήταν ο καθένας ανιστόρητος γι αυτό φοβόταν. Ναι, φοβόταν το ύψος, τους γκρεμούς και πιο πολύ το ανεξερεύνητο βάθος της ψυχής τους καθενός.
-Ναι αλλά δεν κάνεις τίποτε! Ήρθε μια σφήνα η φωνη της που του είχε επιτεθεί κάποτε. Μόνο πίνεις και παρατάς τις δουλειές σου κι έπειτα λες πως όλα θα φτιάξουν με τον γαμο μας. Αγόρι μου η ζωή δεν είναι ένας γάμος. Η ζωή δεν είναι τίποτα. Η ζωή είναι ένα μηδέν.
-Που τα έμαθες αυτά; Τη ρωτούσε καμιά φορά κι απάντηση δεν έπαιρνε. Μήπως ήταν μουρλή η Ρουμάνα; Κι αυτός τι διάολο; Πήγε να ερωτευθεί μια τρελή;
Ο Θανάσης πίστευε πως χωρίς αυτήν καμιά οικοδομή και κανένα αρχιτεκτόνημα δεν ήταν ικανό να την αναπληρώσει. Στο βάθος όμως, σκεφτόταν πως εκείνη κάποια στιγμή θα έφευγε. Ίσως χωρίς λόγο. Έτσι γιατί λάτρευε την ελευθερία της και το χρήμα. Κι αυτός λάτρευε το ποτό, την άλλη ελευθερία του μυαλού. Οι άλλοι τώρα έπαψαν να βλέπουν.
Η Μιμόζα Τσαρουχιάδη το είχε σκεφτεί πολλές φορές να την κάνει. Να φύγει μακριά του δεν είχε νόημα να ζούνε μαζί, δεν επρόκειτο να φτιάξουν ένα ταιριαστό ζευγάρι, ούτε μια ευτυχισμένη οικογένεια. Γι αυτό και απορούσε με τον εαυτό της που το βούλωνε κι έκανε ότι της έλεγε μέχρι που είχαν αποφασίσει και τον γάμο τους.
Εξ άλλου αυτή δε νοιαζόταν για τέτοια πράγματα. Τα είχε κάνει με τον άλλον, τον πρώτο της άντρα. Είχε δυο παιδιά, ο Θανάσης που δεν είχε παιδιά και ήθελε να κάνει, ίσως αυτό να ήταν το πρόβλημα. Αλλά αυτηνής το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν το χρήμα. Χρήμα! Και ο Θανάσης ήταν φτωχός. Αυτό ήταν μαρτύριο, επειδή δεν την μπορούσε, δεν ήθελε να ξανακυλήσει μαζί της.
Τότε άρχιζε μια σωματική και ψυχική τιμωρία για την Μιμόζα. Δεν της άρεσε η φτώχεια. Όταν ήταν φτωχή ήθελε να πεθάνει. Να πέσει απ τον ουρανό, να πέσει από μια στέγη, να κρεμαστεί σε έναν πλάτανο. Δεν την ένοιαζε ποιος έμπαινε μέσα της αρκεί αυτός να μην ήταν φτωχός. Αυτή είχε γεννηθεί φτωχή σε μια επαρχία της Νότιας Ρουμανίας και είχε ορκιστεί φεύγοντας από κει, καλύπτοντας χιλιάδες ξυπόλητα χιλιόμετρα, να γεμίσει το στόμα της με ψωμί και λεφτά. Τώρα μετα το χωρισμό της με τον Τσαρουχιάδη εξ αιτίας μιας απιστίας της, το μόνο που είχε κρατήσει απ αυτόν ήταν ένα τζιπ και τα εσώρουχα της που τα είχε παραδώσει στον Θανάση. Τα εσώρουχα. Χαμηλά κίνητρα. Πίσω απ την υποκρισία, από το σαδιστικό μούτρο του Σάιλωκ παραμονεύει.. το ύφος σας. Συμπληρώστε μόνοι σας τα εσώρουχα. Ή βγάλτε τα. Φορέστε μόνο το χαμόγελό σας ή τη λύπη σας.
Έφυγαν.
Η Μιμόζα που ανήκε σε μια φυλή που μισείται και καταδιώκεται σ αυτό τον κόσμο κι αυτός που έτρεμε την Ελληνικότητα του.
Σπουδαίο. Σπουδαίο αυτό.
-Τίποτα δεν είναι σπουδαίο, είπε η κατεστραμμένη Ρουμάνα, η γύφτισσα μιας άλλης εποχής, στο κουρασμένο μυαλό και κορμί, μέσα στο ανίδεο, ανήξερο μικρόκοσμο του Θανάση που πίστευε στην αγάπη μεταξύ των δυο φύλλων, στη συνύπαρξη δυο ανθρώπων. Αυτοί όμως, οι δυο, δεν μπορούσαν ν αλλάξουν τον κόσμο. Υπήρχε μια λέξη φράγμα ανάμεσα τους: ο θάνατος! Αλλά τότε δεν το ήξερε. Αν το ήξερε μπορεί να τον προλάβαινε αλλά ο θάνατος δεν προλαβαίνεται.
Ξαναέφτασε στον πλάτανο, στην κοιλάδα των θάμνων, θυμήθηκε που του είχε πει πως θα κρεμιόταν από ένα κλαδί του. Στάθηκε προσοχή, έβαλε την παλάμη στο μεγάλο κορμό, κοίταξε κατά πάνω ανάμεσα από τα κλαδιά. Κλαδιά είναι και τα πόδια. Οι άλλοι από γύρω βλέπουν. Κοιτάζουν το θέαμα. Μια γυναίκα κρεμασμένη. Το γυμνό κορμί της Μιμόζας, φτερό στον άνεμο της Κυλλήνης, γυμνό από κάθε αλήθεια, ακούρευτο αιδοίο μιας άλλης εποχής. Μια τρίχα έπεσε, μπήκε σα σκουπίδι στο μάτι του αρχιτέκτονα Θανάση Ανωμέρη, την ώρα που η βροχή ξανάρχιζε στην κοιλάδα των θάμνων.
[ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ]

 


Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024

ΩΡΑΊΑ ΆΡΝΗΣΗ

  


Ωραία ρε πούστη η κωλοζωή
να μην έχεις προβλήματα
να πίνεις και κανα κρασί

απ την άλλη όμως σε φυλλορροεί
σε γεμίζει άνοσα νοσήματα
και δεν ξέρεις αύριο ποιος θα ζει

Και είναι η ζωή ένα βουνό
που όσο ανεβαίνεις
τόσο κατεβαίνεις
έρχεται κάποτε άλλο πρωινό
που θέλεις να πεθάνεις

..κι όμως ζεις! ακόμα!
μια θάλασσα και την ψυχή στο στόμα
κι είν η ζωή ένα βουνό
που όσο ανεβαίνεις, τόσο κατεβαίνεις

Ξεφτίλα ρε μάγκα η ωραιοζωή
να μην έχεις ολέθρια, τίποτα
ούτε φαι, ούτε και μουνί

τότε την κάνεις για την άλλη ζωή
απλά και απόκοσμα, ανείποτα
χωρίς να μάθεις ποτέ το γιατί



Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024

ΤΟ ΠΟΥΛΑΚΙ

 


 

 Η αναγνώριση ή όχι της δουλειάς του, είναι, νομίζω για τον ζωγράφο-τον καλλιτέχνη γενικότερα, σχεδόν απαραίτητη. Έχω γνωρίσει πάρα πολλούς ζωγράφους, έχω δει άπειρες εκθέσεις κι έχω μελετήσει τόμους βιβλίων γι όλα αυτά. Τώρα, πως ανεβάζουν οι συλλέκτες μάλλον την χρηματιστηριακή αξία του εκάστοτε δημιουργού δεν το γνωρίζω επακριβώς. Κάποια στιγμή, με αφορμή μιας αναδρομικής του έκθεσης στο Τιτάνιουμ, ο Δέρπαπας είπε το εξής: Ποιός Τσαρούχης; εγώ είμαι τώρα εδώ. Η μεγαλοστομία των ζωγράφων, μη ξεχνάμε τον αμφίσημο Νταλί, τις ιδιοτροπίες του Πικάσο, τις υπερβολές του Τσόκλη. Κάποτε ο Τσαρούχης μου είπε σε μια φιλική κουβέντα, πως το θέμα δεν είναι να είσαι μόνο καλός ζωγράφος. Το θέμα είναι πως θα κάνεις γνωστό το έργο σου. Ποιοί και πως θα το προωθήσουν. Δεν ξέρω, δε συμφώνησα απόλυτα με αυτό και συνεχίζω να λέω, μάλλον με απλοικότητα πως αν είσαι καλός, κάποτε θα αναγνωριστεί το έργο σου.

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024

ΣΙΓΑΝΆ ΣΤΟ ΑΥΤΊ


 

-Να σου πω; σου λέω και πηγαινοφέρνω τον δείχτη στα χείλη
-Εμένα; κοιτάζει γύρω καχύποπτα. Ε, πες μου!
-Δε μου λες, τρως κάθε μέρα; σιγανά στο αυτί
-Μμ, ναι, τρώω, λες συνοφρυωμένα
-Σε βλέπω λιγάκι σκεφτικό περί τούτου..
-Τού, τού; όχι νουνού, παίρνουμε στο σπίτι
-Τούτου, είπα εγώ
-Κι εγώ τι είπα; Νουνού. Το ίδιο δεν είναι;
-Καλά. Ανασηκώνω τα χέρια ψηλά.
-Το φαί είναι η μεγαλύτερη ηδονή του ανθρώπου, λες εγώ τώρα.
-Και σ΄αρέσει να τρως; αψηφάω τον κίνδυνο, διχασμένης
ερώτησης, ο άλλος εγώ [γαμημένο αλτερεγκο]
-Μαλάκας είσαι; με κοιτάζει με ολάνοιχτο μάτι.
Είναι κανένας που δεν του αρέσει το φαί;
-Εγώ!
--Εσύ δεν πιάνεσαι για άνθρωπος. Εσύ είσαι φυτό.
Τρέφεσαι με νερό.
-Καλά, λέω για να ξεφύγω τις λακκούβες, ανοίγω άλλες.
Διαβάζεις κάθε μέρα;
-Τι λες ρε μούργο! σηκώνει τα φρυδόματα στον ουρανό.
Τι να διαβάσω; και με στρώνει στο κυνήγι αλλα δε με φτάνει.
Είμαι πιο ωκύνοος.
-Τι είσαι; ξελαχανιάζεις, ξελαχανιάζει ξελαχανιάζω, δηλαδή
βγάζω λάχανα. Φαίνεται το είπα δυνατά το τελευταίο.
-Ωκύνοος! θριαμβεύω.
-Σιγά μην είσαι ο Αλκίνοος, λες. Τι να διαβάσω ρε;
εδω δεν προλαβαίνω να χέσω
-Χέζεις όμως κάθε μέρα, του λέω σιγανά από πίσω του,
γύρω-γύρω του.
-Αυτό είναι φυσική ανάγκη μαλάκα, τι σχέση έχει με το
διάβασμα;
-Το διάβασμα είναι η μεγαλύτερη ηδονή του πραγματικού
ανθρώπου, παίρνω στάση ρήτορα, Κικέρωνα ή Κτησία.
[Γιατί Κτησία;]
-Για συνέχισε; με κοιταζει απ το πλάι χαμηλώνει γύρω-
γύρω μου,το κεφάλι του έχει σχεδόν ακουμπήσει στο δάπεδο.
-Ο άνθρωπος που δεν διαβάζει καθημερινά, δεν ανανεώνει
τα κύτταρα του εγκεφάλου του με αποτέλεσμα αυτά να
νεκρώνονται και έτσι ο άνθρωπος αυτός γίνεται μουρόχαυλος.
Γίνεται νωθρός τω πνεύματι, επειδή έχει αποδειχτεί επιστημονικά
πως η γνώση του ανθρώπου προέρχεται μόνο από την μελέτη
των σοφών...
-Σιγά ρε! Σκάσε που με πήρες αμπάριζα! Δε διαβάζω και δε
θέλω να διαβάσω ποτέ. Μόνο τραπεζικούς λογαριασμούς θα
μελετάω στο εξής. Σου άρεσε;
-Τι να μου άρεσε; τον κοιτάζω λοξά με μάτι σχεδόν αλλήθωρο
-Εσύ γαμάς κάθε μέρα; με ρίχνει στο καναβάτσο ο αλήτης.
Ο αδιάβαστος αλητάμπουρας της πλατείας Βάθης. Ο..
-Γιατί με βρίζεις ρε;
-Ποιος σε βρίζω.. εγώ; που το πήρε χαμπάρι ο ξεκωλιάρης.
Ε, ναι, γαμάω κάθε μέρα, απαντάω για να ξεφύγω
-Μπράβο, μου λες. Το γαμίσι είναι η μεγαλύτερη ηδονή του
ανθρώπου. Γαμέω-ω λέγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι και
εννοούσαν παντρεύομαι-νυμφεύομαι αλλά εμείς το γυρίσαμε
στο πηδάω-ω. [Πηδάει το τόπι, τοπ! τοπ!] Αν δεν συνουσιάζεσαι
κάθε μέρα, μουροχαυλιάζεις. Νεκρώνονται τα κύτταρα του
εγκεφάλου από την στέρηση μιας αναγκαίας σωματικής ανάγκης.
Και παίρνεις στάση Δημοσθένη ή Κτησία το λιγότερο.
[γιατί Κτησία;]
-Ω, άρα τρως και γαμάς αλλά δεν διαβάζεις! μένω με ανοιχτό
το στόμα και συ φεύγεις ενώ αυτός έρχεται.

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024

ΑΡΓΕΊΣ ΝΑ ΚΑΤΑΛΆΒΕΙΣ

 


Άμα λιγοστέψεις τις επιθυμίες σου μόνο τότε μπορείς να συλλάβεις την ουσία, λενε οι σοφοί. Αλλά αναρωτιέμαι εγώ, η επιθυμία δε συμβαδίζει με την ανάγκη; Επιθυμώ να τρώγω ή είναι ανάγκη; Είναι ανάγκη να κάνω έρωτα,[αναπαραγωγή του είδους] ή επιθυμία; [ Απόλαυση, ηδονή κλπ.] Δυο είναι τα μεγαλύτερα ένστικτα του ανθρώπου: Η τροφή και η σεξουαλική πείνα.

 


ΑΞΊΖΕΙ ΚΑΝΕΊΣ ΝΑ ΔΙΑΒΆΖΕΙ;
Σημειώσεις για Κυριακή πρωί. Αργείς να καταλάβεις τι συμβαίνει. Κακώς ή καλώς. Ο Γκούσταφ Κλιμτ και η αυτοπαρατηρήσεις του εως τον Οζάουα που τον γιουχάισαν τρεις βραδιές, έως τις ΤΡΊΧΕΣ του ΜΕΤΑΊΧΜΙΟΥ πως ο κόσμος θα βελτιώνεται από κάποια πολιτική ορθότητα! Μηδέν. Στην πραγματικότητα άλλο τα βιβλία κι άλλο η ζωή. Η εφημερίδα και ο ιλουστρασιόν κόσμος, ο φανταχτερός του Πολ Σινιάκ. Αξίζει κανείς να διαβάζει την Κυριακή; και αν προλαβαίνει, γιατί; τι έχει να κερδίσει; Ο χρόνος είναι μέγα χρήμα και δεν χαρίζεται σε κανέναν κι έτσι για ποιο λόγο να συνεχίζεις κάτι που δεν ωφελεί; Αυτοπαρατηρήσεις κι εγώ, μια ζωή στα περιθώρια των επιφυλλίδων.

 

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Η ΩΡΑΙΌΤΗς ΤΗΣ ΑΓ'ΑΠΗΣ

 


 

Υπήρχαν πολλά πράγματα να κάνουμε εκείνο τον καιρό που
όλα φαίνονταν καλά.
Η ωραιότης της αγάπης, το σύνορο ενός ατέλειωτου χρόνου
ένα ποτήρι νερό στο τραπέζι μας, μια στάλα τσιγάρο, ένα ρόδο ανθισμένο
Μα για την αγάπη μας δε μιλήσαμε ποτέ.
Κρατήσαμε την ανάσα μας αποσταμένοι, δε θέλαμε να το πούμε
υπήρχε πάντα αυτή η απόσταση μεταξύ μας, άλλος εγώ άλλη εσύ
Γι΄αυτό δε λύσαμε ποτέ το σχοινί της βάρκας που
έμενε δεμένη στο ήσυχο λιμάνι μας.
Μας απόμενε να κοιταχτούμε στα μάτια κάποτε
όταν αυτό που θέλαμε να πούμε ήταν αναγκαίο
Μα για την αγάπη μας δε μιλήσαμε ποτέ
μας στεναχωρούσε ένα αγκάθι από παλιά. Εμένα και εσένα.
Η ζωή μας θα κυλούσε αμείωτα στερημένη εξ αιτίας
πως έπρεπε κάποτε να μιλήσουμε στα ίσια. Εσύ κι εγώ.
Κρατούσαμε μυστικά χωμένα στο βυθό της ψυχής
όπως αν είχαμε σκοτώσει έναν άνθρωπο, ένα ζώο.
Ο φόβος της αποδοχής, μην είμαστε οι καλύτεροι
ο χρόνος που έτρεχε εναντίον μας μη μας κατηγορήσουνε για προδότες
ένα ποτάμι συμπληγάδων βράχων πήγαινε πέρα-δώθε τη θέληση μας
να πούμε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη- σκάφη.
Ήρθαμε εδώ στο απέραντο λιβάδι με τις παπαρούνες
νομίζοντας πως είμαστε ελεύθεροι- κατά μια έννοια σκλάβοι αυτής της ιδέας.
Το λιβάδι δεν ήταν δικό μας, το χωρίσαμε σε πολλά μικρά-μικρά κομματάκια
και πήρε ο καθένας την απόφαση να το δουλέψει όπως έπρεπε. Εσύ κι εγώ.
Υποκριτές, ηθοποιοί της μιας δεκάρας, επειδή πάντα κάτι έπρεπε να κρύβουμε
μη μας πούνε οι άλλοι ένοχους επειδή ποτέ δεν μπορούσαμε να τα πούμε όλα
ν ανοίξουμε μια πέτρα στα δύο, να κινήσουμε ένα δρόμο που ν΄αγγίζει την καρδιά μας.
Ο κόσμος μας φτιαγμένος απο σπάνιο υλικό της λογικής, ξεγελούσε εφήμερα
-να κάνουμε την ανάγκη, πραγματικότητα, να δεχτούμε πως άλλοι ζουν κι άλλοι πεθαίνουν
απλά γιατί έτσι έπρεπε εσύ κι εγώ να δεχτούμε πως ο κόσμος είναι πολύς.
Αν όμως απλά δε φιλιόμαστε πια, δεν κλαίμε επειδή
στο λιβάδι στέγνωσαν οι παπαρούνες και γεμίσαμε αγκάθια
η ωραιότης της θάλασσας που αγαπήσαμε με πάθος
καθώς τα κύματα είναι πάντα συντροφιά μας
είναι γιατί η απόγνωση κυρίευσε τα σωθικά μας
Να εξηγήσουμε την αλλοτρίωση δεν μπορούμε
Η εναντιότητα δεν τελειώνει στο πουθενά
Εν ολίγοις
κερδίζουμε ότι κερδίζουμε βαδίζοντας σε ένα στενό μονοπάτι
μέχρι ο θάνατος να στερήσει τις απόψεις μας
Με υπεροψία αντιμετωπίσαμε την αγάπη
Ο κόσμος δεν είναι κακός;
Θέλαμε πολλά να πούμε μα δεν τα λέγαμε
η ελευθερία ένας κόμπος στο λαιμό.
Διαβάσαμε πολλά βιβλία, μάθαμε την εξουσία να κυβερνά φιλόφτωχα
Αλλά το πρόβλημα άλυτο μεταξύ εσένα κι εμένα.
Η ωραιότης ενός κόσμου φτιαγμένου από σίδερο
με σφυρί και αμόνι, στο περιθώριο γραμμένο με Γραμμική βήτα.
Κοντάρια με αιχμηρές μύτες, σπαθιά που θέριζαν κορμιά αντί στάχυα
Άνθρωποι που πέθαιναν στο πουθενά.
Εσύ κι εγώ.

Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024

ΤΊΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΔΙΚΌ ΜΟΥ ΕΚΤΌς ΑΠΌ ΤΟ ΦΩς ΤΟΥ ΉΛΙΟΥ

 


Ο ήλιος χτύπησε απέναντι την τρελή αμυγδαλιά. Έριξε φως στα ροδόασπρα άνθη, τύφλωσε ανάμεσα από τα ψηλά κτήρια το δικό του φως, να δει καλύτερα τι υπάρχει ανάμεσα μας. Ανάμεσα στο κορμί, στο πνεύμα, τις πέτρες και τη λευκή αντίσταση της  τρελής. Είναι η μυγδαλιά τρελή; μήπως δεν ξέρει τι κάνει; Γιατί να είναι τόσο βιαστική; [όσο η ζωή μας]. Γιατί δεν περιμένει τα άλλα καρποφόρα;
Το φως συνέχιζε να τον χτυπάει κατάμουτρα κι απέναντι στο άσπρο. Το ροζ είναι ελάχιστο και οι μέλισσες κάνουν τη δουλειά τους. Παίρνουν τη γύρη; φτιάχνουν τη γύρη; που να θυμάται. Δεν είναι πολλές, ίσως δυο-τρεις αυτό το πρωινό. Αργότερα θα έρθουν περσότερες, σκέφτεται: « κι εγώ θα ανοίξω επιτέλους την πόρτα του κήπου. Δεν είναι δικός μου, ούτε η Μυγδαλιά είναι δικιά μου. Τίποτα δεν είναι δικό μου εκτός από το φως του ήλιου.»
Πριν από το δάσος δεν υπήρχε πνοή, δεν υπήρχε τίποτε. Γι αυτό είχε μπει εκεί, για να δει έναν κόσμο αλλιώτικο. Να δει τα δέντρα, τα λουλούδια, το χώμα, πριν από το πρώτο φιλί μας με τον ήλιο. Τις πυκνές βελανιδιές, τα ανοιχτοπράσινα πεύκα, τον σκουρόχρωμο κισσό που πνίγει νοσηρά τον κόσμο μας-υπάρχει κι αυτός όπως και οι σκιές και το φως. Όταν μπαίνεις στο δάσος πριν την ανατολή του ήλιου, αυτό ήταν το φιλί του ήλιου που αντάμωσε αργότερα στο ξέφωτο, στο λιβάδι με τις παπαρούνες. Τις άσπρες και τις κίτρινες μαργαρίτες, τα μοβ μανουσάκια, τα λευκά ζουμπούλια, όλα τα λουλούδια που μύριζαν έρωτα, αυτή τη μυστική συμφωνία ανθρώπου και θροίσματος ανέμου. Πάντα κάπως έτσι σφύριζε την Άνοιξη μόνο, ο αέρας. Σαν να επικοινωνούσε με το μυαλό του, σα να μεθούσε και το ήξερε πάντα λίγο προτού βγει στο ξέφωτο γι αυτό έτρεχε μαζί με το αέρι, σα να κυνηγούσε κάποιο αόρατο άσπρο άλογο και μια γυναίκα. Γιατί και η Άνοιξη γυναίκα ήταν όπως κι αυτά τα αρχαία δέντρα, τα δυνατά δέντρα που του έδιναν μια άλλη δύναμη ψυχής. Κι όταν έλεγε ψυχή δεν εννοούσε κάποιο αθάνατο μέρος του, που θα συνέχιζε να ζει και μετά το θάνατο του. Η ψυχή μπορούσε απλά να είναι ο νους, ο εγκέφαλος, όμως κάτι άλλο, ίσως μια απόδειξη της μοναδικότητας του ήθελε να μεταδώσει με τον όρο ψυχή.
Το πράσινο αέριζε αυτόν τον κόσμο, με έναν τρόπο που μόνο η Άνοιξη μπορούσε να το κάνει. Μυρίζει η Άνοιξη;
Είναι απίστευτο, να το νιώθεις ακόμα κι όταν είσαι κλεισμένος σε τσιμεντούπολεις. Και ο Ντίνος Βελεμέντης ένιωθε έτσι, όλες τις Άνοιξες της ζωής του. Στο κενό της ατμόσφαιρας, στο μουντό συνήθως χρώμα της μοναξιάς- α, αυτό το θαλερό ημίφως του ξυπνήματος, οι χρυσές ανταύγειες του απογεύματος, το μέσα που γινόταν έξω, το ξέφωτο που είχε φτάσει τώρα. Και λέγοντας ξέφωτο δεν εννοούσε υποχρεωτικά το άνοιγμα ενός χώρου στο δάσος. Όχι, εννοούσε το ξέφωτο του μυαλού του, το άνοιγμα σε ένα χώρο που το μπλε, ξεχώριζε άπλετα από τις σκιές και η μάθηση του για τη ζωή γινόταν κάτι ακαθόριστο μεν οριακά δε ξεκάθαρο: Ήταν το μοναδικό πλάσμα πάνω στη γη που μπορούσε να ξεχωρίσει το καλό από το κακό.

 

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2024

ΑΓΙΑΤΡΕΥΤΟΙ ΈΡΩΤΕΣ

 


 
ΑΓΙΑΤΡΕΥΤΟΙ ΕΡΩΤΕΣ
Των αγίων ερώτων λοιπόν
τρρρρρουμ
Βαλεντίνου και άλλων χρηστών
τρρρρρουμ
Κι αν λευκή τη σημαία σηκώσαμε
κάποιος μας αγαπά
δεν τελειώσαμε.
Είχαν φύγει τα τρένα για πάντοτε
έτρεχαν τα παιδιά ν ανταμώσουνε
στης ζωής μας τ ανώφελα γκράβαρα
φόρεσαν το σκλαβό περιδέραιο
Η μεγάλη αγάπη, μας σκότωσε
στέγνωσε και δεν είναι η καλύτερη
ντύθηκε το καλύτερο πέπλο της
κι άνευ όρων παρεδόδη στο έλεο-ς
Των αγίων ερώτων λοιπόν
τρρρρρουμ
Βαλεντίνου και άλλων θεών
τρρρρρουμ
εμείς οι ίδιοι τον ήλιο προδώσαμε
Κανείς δε μας αγαπά
Τελειώσαμε.
Είχαν κάποιοι αγοράσει τη μνήμη μας
το φιλί και τα μάτια, το στόμα
πάντα οι άλλοι, πάντα οι ξένοι μας έφταιγαν
που εμείς δε γυρίσαμε ακόμα
Η μικρή μας αγάπη ξεθώριασε
σαν παλιό παραθύρι μισάνοιχτο
και στον ύπνο, όλοι πέτρες μας πέταγαν
σε καράβι σπασμένο πό ένστιχτο
Θέλω να το πω μα δε μ αφήνετε
μ ένα γέλιο μεγάλο, τεράστιο
ότι αγάπησα ήταν γυμνό φόρεμα
κοριτσιών σε μακρύ ακρωτήρι, προάστιο
που κανείς, μα κανένας δεν πάτησε
μόνο ένα γέλιο πνιχτό κι ορεσίβιο
μοναχός μου στον κόσμο ναυάγησα
γιατί είχα ξεχάσει το δικό σου σωσίβιο.
ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ Μεγάλα ποιήματα.

 

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

ΑΥΤΌ ΠΟΥ ΔΕ ΜΟΥ ΆΡΕΣΕ

 

 






Τίποτε δε μου άρεσε στη ζωή, πάντα έλεγα υπάρχει το καλύτερο. Ούτε το σεξ, ούτε η ζωγραφική, πόσο μάλλον το γράψιμο δε σε κάνουν καλύτερον άνθρωπο. Η πιθανότητα να επιβιώσεις σ αυτόν τον κόσμο είναι ελάχιστη. Να επιβιώσουν οι ιδέες σου είναι σπανιότερο και, ίσως το εγωιστικό μέρος αυτού του πράγματος να είναι πως θα ήθελες να εφαρμοστούν αυτά που πρεσβεύεις.
Γιατί δε μου άρεσε η ζωή από τα πολύ μικρά μου; Γεννήθηκα σαν ογκόλιθος, έλεγα αυτό κάνει, εκείνο όχι, δε μου άρεσε να ζω ηλίθια. Βέβαια, αυτό ποτέ δεν έγινε επιτρεπτό από την κοινωνία που σφυρίζει ακόμα όχι, πρόσεξε, πατάς πεπονόφλουδα.
Τίποτε δε μου άρεσε στη ζωή κι ας είμαι ένας απίστευτος κρίκος ακριβώς σαν αυτό που θα λεγες πως πεθαίνει για τη ζωή. Το μεγαλύτερο σημείο αυτής της κατηφόρας είναι εκείνοι που νομίζουν πως έφτιαξαν φτερά. Ούτε η αγάπη με λυτρώνει. Σε λυτρώνει. Είναι μια λακκούβα-βέβαια, έχει μια κοινωνική σημασία, είμαι κοντά σου είσαι κοντά μου, υπάρχει ένα διέξοδο, υπάρχουμε κάπου κοντά ο ένας στον άλλον.
Κι όμως, όλο αυτό το τίποτε, το παναμέρισμα των τριχών για να εισχωρήσει το πέος, η ηδονή πως δεν είμαστε ηλίθιοι, είναι η απάντηση σ αυτό που δε μου άρεσε. Πολλές φορές έχω σκεφτεί γιατί η ζωγραφική μου μοιάζει με ρουτίνα, σαν κάτι εύκολο για μένα, το γράψιμο ένα παιχνίδι και κάποιοι θα πουν πως είμαι υπερφίαλος για να λέω τέτοιες αηδίες αλλά τι το όφελος; Εγώ μπορώ να ζωγραφίζω ότι θέλω, είμαι καλύτερος του παντός, δεν έχει αξία η καταμέτρηση του είδους. Χιλιάδες ζωγραφίσκοι-μόνο εγώ υπάρχω, είμαι ο καλύτερος.
Τίποτε δε μου άρεσε στη ζωή παρά μονάχα ο εαυτός μου. Έφτιαξα φτερά, ανέβηκα στους ουρανούς, στον κόσμο που μονάχα ένας ζωγράφος μπορεί να γνωρίζει.

 

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2024

ΟΧΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΓΌΜΑΣΤΕ ΑΠ ΤΟΥς ΠΙΘΉΚΟΥΣ

 


ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΣΑς ΔΕΝ ΣΥΓΚΙΝΟΥΝ.....
Η εικόνα μας είναι τραγική. Τα δάκρυα από τι είναι φτιαγμένα; Υπάρχουν πολλών ειδών κι όλα περιέχουν φωσφορικό ασβέστιο. Είναι τα δάκρυα της οργής, αυτά είναι τα χειρότερα.
Επίσης περιέχουν διχλωριούχο σόδιο. Αυτά είναι χημικά στοιχεία που δεν τα έχω δει ποτέ μου, ούτε θα τα δω φαντάζομαι. Τα δάκρυα που τρέχουν ποτάμι όταν η θλίψη μας πλακώνει, έχουν περισσότερη βλέννα και μπόλικο νερό. Γι αυτό λέμε έπεφτε το δάκρυ του βροχή.
Γιατί κλαίμε; Τόσα δάκρυα που χύσαμε θα φτιάχναμε ωκεανό και οι λύπες μας για όσα δεν γίνονται σωστά, τα αναφιλητά μας για πεθαμένους και ζωντανούς, για αγάπες αλύτρωτες και ζωές χαμένες δε φτάνουν να καταπραΰνουν τον άδικο βίο μας. Όμως τώρα μπορούμε να κλαίμε με τα δάκρυα της ανημπόριας.
Επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, θα κλάψουμε μέχρι να στερέψει το δάκρυ μας, μήπως και σβήσουμε λίγη απ την οργή μας.

 


Η σκέψη αυτή τον βασάνιζε χρόνια. Η εξέλιξη των ειδών του Ντάρβιν δεν άφηνε και πολλά περιθώρια αντιρρήσεων αλλά θα ξεκινούσε έτσι: Όχι, δεν καταγόμαστε από τους πιθήκους. Η πρώτη, σθεναρή αντίρρηση είναι πως κανένα από τα γνωστά είδη πιθήκων δε μετεξελίσσεται σε άνθρωπο. Ο χιμπατζής παραμένει χιμπατζής, ο  ουρακοτάγκος, ουρακοτάγκος και ούτω καθεξής. Είναι πολύ απλό να σκεφτούμε εδώ πως μόνο ένα είδος πίθηκου, αυτό που ονομάζουμε άνθρωπο εξελίχτηκε σε άνθρωπο, άρα αυτό αναιρεί άμεσα την καταγωγή μας από το συγκεκριμένο είδος. Ούτε ξαδέρφια μας είναι οι πίθηκοι, ούτε καθόλου τέτοια πράγματα. Οι άνθρωποι υπάρχουν πάνω στη γη περίπου τεσσεράμισι δισεκατομμύρια χρόνια, μιλάμε για αριθμό που και συμπαντικά είναι ικανός, και τίποτα δε μεταμορφώνει πια την εικόνα του: ήθελε να πει, πως με την εμφάνιση του ανθρώπου τελείωσε ο νόμος της εξέλιξης των ειδών; Και εφόσον όλα τα είδη δε μετεξελίσσονται σε άλλο, το λιοντάρι σε αλεπού, το ψάρι σε πουλί, θα πρέπει να βγάλουμε το συμπέρασμα πως ο άνθρωπος είναι το τελειότερο των ειδών; Και από απόψεως λογικής και μορφής και ότι άλλο συνεπάγεται με αυτό;
Είχε μια σκέψη διαφορετική αν και υπήρχε φυσικά σαν άθεος, που θα πηγαίνει κάπως προς τους ιδεολόγους: ο άνθρωπος υπήρχε πάντα και δεν είναι προϊόν καμιάς εξέλιξης. Οι κλιματικές συνθήκες οι φυσικές καταστροφές, τον έκαναν άλλοτε πρωτόγονο κι άλλοτε πολιτισμένο. Αν εξετάσουμε τη δική μας ιστορία δέκα-δεκαπέντε χιλιάδες χρόνια, είναι μηδαμινή μπροστά στα τέσσερα δισεκατομμύρια που υπάρχουμε εδώ πάνω. Τι σημαίνει αυτό; Μπορούμε να προδικάσουμε ακριβώς ποιος ήταν ο πολιτισμός πριν εκατό χιλιάδες χρόνια πριν; Όχι.
Και επανερχόταν στο βασικό ερώτημα. Καταγόμαστε από τον πίθηκο; Η απάντηση είναι όχι. Ούτε όμως μας έσπειρε κάποιος θεός. Πως όμως θα εξηγήσουμε τη στασιμότητα της τελειοποίησης του είδους των ανθρώπων; Και μη του έλεγε κανένας πως δεν είμαστε ίδιοι εδώ και χιλιάδες χρόνια θα το απέρριπτε. Έχουμε πάντα δυο μάτια, δυο πόδια, πέντε αισθήσεις και μια μορφή που την αλλάζουμε μόνο εμείς, επεμβαίνοντας στη φύση μας. Η ίδια από μόνη της δεν αλλάζει τη μορφή και τον εγκέφαλο μας, ούτε μας πάει στο καλύτερο ή στο χειρότερο, αυτό αναγκαία δεν υπάρχει στη φύση, δηλαδή το καλό και το κακό [ Καλό για το λιοντάρι είναι
 να φάει την αντιλόπη, κακό είναι για την αντιλόπη να φαγωθεί] Ο πίθηκος που είναι όντως ένα άσχημο ζώο και δεν μπορεί να συγκριθεί με τον άνθρωπο, όπως φυσικά και κανένα άλλο ζώο. Οποιεσδήποτε συγκρίσεις σ αυτό, καταντούν έξω από τη λογική του ανθρώπου. Βεβαίως τα ζώα έχουν μόνο ένστικτο,  το καθένα λίγο περισσότερο και το άλλο λίγο χειρότερο, η σύγκριση όμως με τον άνθρωπο είναι ανεπανόρθωτα συντριπτική : Ο άνθρωπος είναι το τέλειο ον που γνωρίζουμε σ αυτόν τον γήινο πολιτισμό. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο και θα διαφωνούσε εδώ με τον Μίλαν Κούντερα που λέει: Η πραγματική ηθική δοκιμασία της ανθρωπότητας [η πιο ουσιαστική κρυμμένη ώστε να μη τη βλέπουμε] έγκειται στη σχέση του ανθρώπου με όσους είναι στο έλεος του: τα ζώα.
Και γιατί να μην είναι στο έλεος του τα ζώα; Με την έννοια να τα λυπάται που και που και να τα αφήνει να ζήσουν λίγο παραπάνω;
Ο Ντίνος Βελεμέντης δε λυπόταν τα ζώα, μόνο τους ανθρώπους και από αυτούς όχι όλους. Τα ζώα δεν αποτελούν το μεγαλύτερο υπηρετικό προσωπικό του ανθρώπου από καταβολής λογικής; Κανένα ζώο δε μοιάζει στον άνθρωπο είτε το θέλετε, είτε όχι. Αυτός όσο έζησε δήλωνε αυτή τη διαφορά. Με την άποψη πως ο κόσμος μας, είναι κόσμος ικανοτήτων, έβγαζε το συμπέρασμα για την τεράστια διαφορετικότητα του από τον πίθηκο.


Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2024

Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ [2]

 


Ήταν καθισμένοι σε μια καφετέρια, στο μικρό πάρκο της οδού Χαρίλαου Τρικούπη, μέρα μεσημέρι και έπιναν μια μπύρα, έναν καφέ, μια πορτοκαλάδα και τίποτε δεν προμήνυε αυτό που θα επακολουθούσε.
Κόσμος πολύς πηγαινοερχόταν, μια πόλη βιαστική ακατάστατη. Ένας αράπης περνούσε με μια γυναίκα λευκή που κρατούσε το νεογέννητο παιδί τους στην αγκαλιά της και έκλαιγε δυνατά. Εντελώς ξαφνικά ο μαύρος άντρας άρχισε να χτυπά με μπουνιές και κλωτσιές την άμοιρη γυναίκα που φώναζε και τον παρακαλούσε ενώ άμεσα το πρόσωπο της είχε γεμίσει αίματα, το μωρό, κύλισε χάμω, σαν κύλινδρος στο βρώμικο πεζοδρόμιο, ο κόσμος κοίταζε σαστισμένος, κανείς δεν τολμούσε να επέμβει, ή δεν τον ένοιαζε, ο Καζάρμας έσμιξε τα φρύδια, άλλαξε μια ματιά με τη Μαρία, σηκώθηκε και με δυο χάπες έφτασε στο απέναντι πεζοδρόμιο, όπου ο αράπης συνέχιζε να χτυπάει αλύπητα τη γυναίκα που τον ικέτευε, και όσο γινόταν αυτό, τόσο εκείνος την χτυπούσε με κλωτσιές παντού. Στο πρόσωπο, στην κοιλιά. στα πόδια.
Το πλήθος είχε κάνει έναν κύκλο γύρω-γύρω, αμίλητο. Ο Καζάρμας γύρισε αντιμέτωπο του τον αράπη. Τα μάτια τους συναντήθηκαν. Ο αράπης στην αρχή ένιωσε έκπληξη, άνοιξε περισσότερο τα μάτια σαν είδε την αποφασιστικότητα στα μάτια του αντιπάλου του αλλά δεν πρόλαβε να ζητήσει έλεος. Τα χέρια του Καζάρμα σφίχτηκαν σαν μέγγενες γύρω από το λαιμό του αλλά για να μη τον πνίξει τον χτύπησε αλύπητα στα μούτρα με τις γροθιές του. Ο αράπης έπεσε στο πεζοδρόμιο, το πλήθος επευφημούσε, η Μαρία είχε φτάσει δίπλα τους, αλλά ο Καζάρμας δε σταμάτησε. Ποδοπάτησε τον άλλον του δωσε να φάει χώμα με μια απίστευτη βιαιότητα, τον παράτησε σχεδόν αναίσθητο, ακούνητο στο πεζοδρόμιο. Η γυναίκα κρατώντας το νεογέννητο στην αγκαλιά της, τον πλησίασε και του πιασε τα χέρια.
-Σ ευχαριστώ! σ ευχαριστώ! έλεγε και προσπάθησε να του τα φιλήσει.
Ο Καζάρμας τα τράβηξε.
-Ποιος είναι αυτός; τη ρώτησε δείχνοντας τον αράπη.
-Είναι ο άντρας μου, είπε με λύπη. Έχουμε παντρευτεί πέντε χρόνια τώρα.
-Καλά, πάρε αυτά τα χρήματα, ένα ταξί και πήγαινε στο νοσοκομείο, της είπε δίνοντας μερικά χαρτονομίσματα. Θα σε βρω! φύγε τώρα!
Η γυναίκα πήρε τα χρήματα κι προσπάθησε να φύγει. Το πλήθος ζητωκραύγαζε. Ωστόσο είχε φτάσει η αστυνομία για ν αναλάβει τα περαιτέρω. Διέλυσε το πλήθος, συνέλαβε τον αράπη που είχε μισοσυνέλθει, πήραν και τη γυναίκα με το μωρό, τους έβαλαν στο περιπολικό.
-Ποιος τον έκανε έτσι; ρώτησε ο χοντρός αστυνόμος, κοιτάζοντας τον Καζάρμα.
-Εγώ, απάντησε.
-Ταυτότητα... ποιος είσαι εσύ; ρώτησε με υποψία.
-Νίκος Καζάρμας, ορίστε η ταυτότητα μου. Στη διάθεση σας.
-Και για τι επενέβης; ποιος είσαι εσύ; Α, μάλιστα καθηγητής.. μάλιστα! περάστε στο τμήμα για μια κατάθεση παρακαλώ.
Ήταν ευγενικός ο χοντρός αστυνόμος, κατάλαβε άμεσα τι είχε συμβεί και ήθελε να ξεμπερδεύει τάχιστα το γεγονός να μην πάρει μεγάλες διαστάσεις αλλά δεν πρόλαβε. Τα κανάλια είχαν φτάσει και ήταν υποχρεωμένος να μιλήσει στις κάμερες.

 μερικές σελίδες από τον ΘΕΌ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ

 

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024

ΣΤ ΑΡΧΙΔΆΜΟΥ την αυλή

 

 


Μοιάζουμε σα να τα χουμε πει όλα, σα να μην υπάρχουν καινούργια πράγματα σ αυτό τον κόσμο μας και αυτό είναι δυσάρεστο για την υγεία μας όσο και την νοοτροπία του ανθρώπινου αυθορμητισμού που είναι βασικό ερέθισμα για κάποιες αισιοδοξίες για κάποιες καλυτερεύσεις.
Οι φωτογραφίες είναι από ένα έργο μου σπουδή στον Χουάν Μιρό. Καλή Δευτέρα σε όλους κι ας έρθει και η Μπάρμπαρα και ο Αρχίδαμος! [αλήθεια γιατί ακύρωσαν τον Αρχίδαμο; θα πρέπει να κοιτάξω ποιος ήταν αυτός έτσι για την ιστορία]

 


Αυτή ναι που λες μάγκα, μέσες- άκρες η ζωή μας- ξεφτίλα, μικροχαρές, μαλακίες, που και που κανένα μπεκρή μεζέ, κανας γκόμενος, καμιά χαρακιά στο μενού της σεξουαλικής μας απόλαυσης, και τα σήριαλ ενός μαλακισμένου υπόκοσμου μεταξύ, ΠΑΡΆΝΟΜΗΣ ΑΓΆΠΗΣ- τρίχες δηλαδή, τάχα πως επιβιώνουμε ενός πολιτισμού, κι αν καμιά φορά ξεφύγουμε κι ακούσουμε Γώγου, κανέναν Άσιμο, , άιντε και να διαβάσουμε λίγο, Ράιχ και περί αναρχίας Μπακούνιν γιατί ο Κροπότκιν μας φαίνεται βαρύς, δηλαδή ψευτοκολτούρα εν μέσω πανδημίας και βόρειας νόσου, ανθρώπων δηλαδή σαν εμάς, σαν εσένα και σαν εμένα που δεν νοούμε να καταλάβουμε τίποτα-ούτε γιατί ζήσαμε μηδέ γιατί θα πεθάνουμε.

 

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2024

ΩΡΑΙΟΜΑΝΊΑ

 

 

ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ ΕΝΑ

 


Μερικές φορές νομίζω  πως επιδαψιλεύω * το μέλλον στον εαυτό μου.
Σα να υπάρχω κιόλας πιο μπροστά.

Μπορεί να φαίνεται ωραιομανία και να είναι.

Πάντως ερείδομαι* σ΄αυτήν την  συνεχιζόμενη από παιδί
εικονοληψία του μέλλοντος.

Βαυκαλίζομαι πως έστω και στην ίριδα ενός νου να φευγαρίζω, πως θα είναι σπουδαίο.

Δεν ξέρω αλήθεια αν ανήκω στο παρόν
Έξι χρονών ζωγράφιζα τον έρωτα

Ο Νταλάρας εισέτι βογκάει αλλά αρέσκεται κι αυτός στον μύθο του- δεν ξέρω ποιανού είναι ο στίχος.

Τώρα νιώθω πιο ακραιφνής.
Σφαδάζω με τις λέξεις στο κρεβάτι, στον ύπνο δεν κοιμάμαι και σέβομαι τον σουρεαλισμό σαν μια σπουδαία εφαρμογή.

Ο πούστης ο Νταλί.

Πήρε όλα τα όνειρα και τα έκανε πράξη ο πούστης. Ο.

Γαμήθηκε και ο καιρός, αυτός αρέσκεται στον πόθο του

Ο καιρός.

Στον πόθο του

Να πεθάνει.

Μερικές φορές επιδαψιλεύω στον εαυτό μου τρομερή ανασφάλεια.

Λες και δεν υπήρξα ποτέ.

 

*επιδαψιλεύω= επιμελούμαι

                                                *ερείδομαι= στηρίζομαι

 

 

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...