Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024

ΤΊΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΔΙΚΌ ΜΟΥ ΕΚΤΌς ΑΠΌ ΤΟ ΦΩς ΤΟΥ ΉΛΙΟΥ

 


Ο ήλιος χτύπησε απέναντι την τρελή αμυγδαλιά. Έριξε φως στα ροδόασπρα άνθη, τύφλωσε ανάμεσα από τα ψηλά κτήρια το δικό του φως, να δει καλύτερα τι υπάρχει ανάμεσα μας. Ανάμεσα στο κορμί, στο πνεύμα, τις πέτρες και τη λευκή αντίσταση της  τρελής. Είναι η μυγδαλιά τρελή; μήπως δεν ξέρει τι κάνει; Γιατί να είναι τόσο βιαστική; [όσο η ζωή μας]. Γιατί δεν περιμένει τα άλλα καρποφόρα;
Το φως συνέχιζε να τον χτυπάει κατάμουτρα κι απέναντι στο άσπρο. Το ροζ είναι ελάχιστο και οι μέλισσες κάνουν τη δουλειά τους. Παίρνουν τη γύρη; φτιάχνουν τη γύρη; που να θυμάται. Δεν είναι πολλές, ίσως δυο-τρεις αυτό το πρωινό. Αργότερα θα έρθουν περσότερες, σκέφτεται: « κι εγώ θα ανοίξω επιτέλους την πόρτα του κήπου. Δεν είναι δικός μου, ούτε η Μυγδαλιά είναι δικιά μου. Τίποτα δεν είναι δικό μου εκτός από το φως του ήλιου.»
Πριν από το δάσος δεν υπήρχε πνοή, δεν υπήρχε τίποτε. Γι αυτό είχε μπει εκεί, για να δει έναν κόσμο αλλιώτικο. Να δει τα δέντρα, τα λουλούδια, το χώμα, πριν από το πρώτο φιλί μας με τον ήλιο. Τις πυκνές βελανιδιές, τα ανοιχτοπράσινα πεύκα, τον σκουρόχρωμο κισσό που πνίγει νοσηρά τον κόσμο μας-υπάρχει κι αυτός όπως και οι σκιές και το φως. Όταν μπαίνεις στο δάσος πριν την ανατολή του ήλιου, αυτό ήταν το φιλί του ήλιου που αντάμωσε αργότερα στο ξέφωτο, στο λιβάδι με τις παπαρούνες. Τις άσπρες και τις κίτρινες μαργαρίτες, τα μοβ μανουσάκια, τα λευκά ζουμπούλια, όλα τα λουλούδια που μύριζαν έρωτα, αυτή τη μυστική συμφωνία ανθρώπου και θροίσματος ανέμου. Πάντα κάπως έτσι σφύριζε την Άνοιξη μόνο, ο αέρας. Σαν να επικοινωνούσε με το μυαλό του, σα να μεθούσε και το ήξερε πάντα λίγο προτού βγει στο ξέφωτο γι αυτό έτρεχε μαζί με το αέρι, σα να κυνηγούσε κάποιο αόρατο άσπρο άλογο και μια γυναίκα. Γιατί και η Άνοιξη γυναίκα ήταν όπως κι αυτά τα αρχαία δέντρα, τα δυνατά δέντρα που του έδιναν μια άλλη δύναμη ψυχής. Κι όταν έλεγε ψυχή δεν εννοούσε κάποιο αθάνατο μέρος του, που θα συνέχιζε να ζει και μετά το θάνατο του. Η ψυχή μπορούσε απλά να είναι ο νους, ο εγκέφαλος, όμως κάτι άλλο, ίσως μια απόδειξη της μοναδικότητας του ήθελε να μεταδώσει με τον όρο ψυχή.
Το πράσινο αέριζε αυτόν τον κόσμο, με έναν τρόπο που μόνο η Άνοιξη μπορούσε να το κάνει. Μυρίζει η Άνοιξη;
Είναι απίστευτο, να το νιώθεις ακόμα κι όταν είσαι κλεισμένος σε τσιμεντούπολεις. Και ο Ντίνος Βελεμέντης ένιωθε έτσι, όλες τις Άνοιξες της ζωής του. Στο κενό της ατμόσφαιρας, στο μουντό συνήθως χρώμα της μοναξιάς- α, αυτό το θαλερό ημίφως του ξυπνήματος, οι χρυσές ανταύγειες του απογεύματος, το μέσα που γινόταν έξω, το ξέφωτο που είχε φτάσει τώρα. Και λέγοντας ξέφωτο δεν εννοούσε υποχρεωτικά το άνοιγμα ενός χώρου στο δάσος. Όχι, εννοούσε το ξέφωτο του μυαλού του, το άνοιγμα σε ένα χώρο που το μπλε, ξεχώριζε άπλετα από τις σκιές και η μάθηση του για τη ζωή γινόταν κάτι ακαθόριστο μεν οριακά δε ξεκάθαρο: Ήταν το μοναδικό πλάσμα πάνω στη γη που μπορούσε να ξεχωρίσει το καλό από το κακό.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΚΌΣΜΟς ΌΠΩΣ ΤΟΝ ΈΜΑΘΑΝ;

    ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ Είσαι έξω απ το πρόβλημα. Βλέπω τη ζωή όπως είναι χωρίς δογματισμούς. Μιλάω συγκεκριμένα όταν πρέπει. Δεν υπάρχει πε...