Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

ΔΕΝ ΥΠΆΡΧΕΙ ΑΡΧΉ ΤΗΣ ΎΛΗΣ

 


 

Τελικά οι υποσχέσεις είναι ένα τζάμπα πράγμα. Ιδιαίτερα προς τους τρίτους. Των δε ερωτευμένων ανυπόληπτες. Η υπόσχεση είναι σκληρό πράγμα όταν έρθει ο χρόνος της τήρησης. Προς τον εαυτό μας νομίζω έχουν κάποια αξία, γιατί εκεί πονεί ως [το κόκκαλο] προς την αξία μας. Προς δε τους άλλους μια απόδειξη πως είμαστε ικανοί. Όπως και να έχει θεωρώ την υπόσχεση δυνατό σημείο της ανθρώπινης κατάστασης. Γι αυτό δεν υπόσχομαι ποτέ.

Ενα μολύβι. Τι είναι ένα ασήμαντο μολύβι;Πόσα πράγματα μπορείς να φτιάξεις μ αυτό; Πολλά. Μέχρι ολάκερο τον κόσμο. Μπορείς να σχεδιάσεις μια πολυκατοικία κι ύστερα οι επόμενοι να την χτίσουν. Αλλά πρώτα απ όλα χρειάζεσαι το μολύβι. Ακόμα και με σπασμένη μύτη ζωγραφίζει κι ας σκίζει το χαρτί. Κοιτάξτε τώρα πως ζωγράφισα εγώ τον εαυτό μου, όταν θα είμαι ενενήντα εξι ετών.

Κουβαλάμε τις καταβολές ενός μάταιου κόσμου. Η διαπίστωση δεν είναι δικιά μου.

Οι τοίχοι γέμισαν αλμύρα

τα κλάμματα σου είναι παντού

Κάτι σου είπα για τη μοίρα

Και συ μου πες η ζωή είναι αλλού

.Δεν είναι θέμα παρθενογέννεσης..Απλά τα πράγματα υπάρχουν από πάντα. Ουτε γεννήθηκαν ουτε πεθαίνουν. Δεν υπάρχει δηλαδή αρχή της ύλης. Ακόμα κι αυτό το περιβόητο μπιγκ-μπάγκ το έχουν αποσύρει οι σοβαροί επιστήμονες. Για ποιο λόγο ν άρχισε κάτι που είναι παντοτινό; Όχι τα κουρκουμπίνια.[ οι κοινωνίες διοικούνται ενίοτε από ανόητους ανθρώπους, δεισιδαίμονες κτλπ]

 

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

ΧΙΌΝΙ ΣΤΑ ΜΆΤΙΑ

 


Έχω χρέος να πω στην κοινωνία... λέει ο καθηγητής, πολιτικών επιστημών; κος Κοντογιώργης. Ποτέ δεν κατάλαβα αυτή τη βαρύγδουπη δήλωση πολλών ανθρώπων. Τι χρέος και παπαριές μας λένε; Γεννιέται και έρχεται κανείς σ αυτό τον κόσμο με τέτοιο ή κάποιο χρέος; Με κάτι τέτοια στραβώνω πολύ.

Όσοι διατάζουν δεν αγαπούν, θυμήθηκα μια παλιά μου φράση. Και σήμερα σκεφτόμουν πόσοι δεν μπορούν ν αγαπούν. Όσοι λοιπόν είναι ερωτευμένοι ας σηκώσουν τα χέρια στον ουρανό. Και όσες είναι ερωτευμένες ας κρύψουν το πρόσωπο στη γης.

απαισιόδοξη σκόνη. Σαν ένα σμήνος πουλιών,που πήγαινε απο το Νότο στο βορρά΄τότε που τα σύκα ήτανε σύκα και η σκάφη σκάφη

Αν έχεις αντίρρηση να μου το πεις.

ΔΕΝ πάω εγώ σε κήπους που δε με θέλουν..Με κηπουρούς που δεν ξέρουν να κλαδεύουν...

πάρτε τωρα κάτι για να μη φύγετε ποτέ.Μείνετε να παρακολουθείτε τη βροχή. Ο χρόνος σας τελείωσε.

Πάω μια βόλτα στο φεγγάρι. Σας αφήνω μόνους σας, όλους.Γράψτε μου κάτι, μια βλακεία. Όταν γυρίσω δε θέλω να μη βρω κάτι απο σας.

Δείξε μου τον...τοίχο σου να σου πω ποιός είσαι. Αν είναι από τούβλα ή απο πέτρα ή απο τσιμεντόλιθο. Έχει σημασία ο τοίχος σου.

Αν η γυναίκα ήταν τραγούδι θα την είχατε πηδήξει όλοι σήμερα. Αν ήταν βουνό, θα το χατε δρασκελίσει. Επειδή όμως είναι δέντρο, πείτε μας πως λέγεται το μικρό δακτυλάκι της.

Ρε αλευροπίτουρες, σκέφτομαι μερικές φορές να μη γινώμαστε σκληροί, να μην πικραινώμαστε ακόμα κι όταν η ζωή μας βασανίζει. Λέτε να έχω δίκιο;

ας το γράψω. Κακή γυναίκα είναι αυτή που ενώ έχεις πλύνει τα πιάτα, σου λέει πως ένα πιάτο ξέμεινε λίγο άπλυτο. Την γαμάς λίγο ή δεν την γαμάς!

Επειδή τωρα μου ήρθε κάπως... ας το πούμε: ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΠΩΣ ΓΕΛΑΕΙ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ; Δηλαδή..χαχαχα...χεχεχχε..χοχοχο..ή χιχιχι..;

Ώρες ώρες νευριάζω... με την αλήθεια των κειμένων σου!!!

Θέλω να ονειρεύομαι αλλιώς τους άντρες (ακόμα!) κι εσύ μου ρίχνεις πυκνό χιόνι στα μάτια, την καρδιά και την πλάτη! Γιατί, γμτ μου, φοβάμαι πως τα πράγματα είναι έτσι, ήτοι απέχουν ωκεανούς απ' τ' όνειρό μου!!! Δεν ξέρω, γραφε γράφε, τουλάχιστον θα με κάνεις να απενοχοποιηθώ τελείως! Λίγο το 'χεις αυτό; Λίνα Δημοπούλου.

Αλλά σκέφτομαι, πως κάνει καμάκι ο Έλληνας. Ξέρει άραγε να κάνει; Μια ξανθιά γκόμενα μου είπε το εξης: με πλησιάζει στον ώμο και μου λέει, είμαι ΦΟΡΤΩΜΕΝΟΣ.

Γιατι νιώθουμε περήφανοι όταν συμφωνούν πολλοί μαζί μας και όχι όταν συμφωνούμε εμείς με τους πολλούς;

.όταν μένεις μόνος, με τον εαυτό σου τι είναι πιο δύσκολο; Να μην είσαι στο φεις,να μην ακούς ραδιόφωνο,να μην καπνίζεις ή να μην πίνεις...

Πάλι ενας φίλος που δε λεει να με αφήσει ήσυχο ποτέ, μου την έρριξε αλλάχτυπα: δεν μπορω τις παντρεμένες και τις αγάμητες μου είπε!

Μου ηρθε κατακέφαλα: Μερικοί άνθρωποι δεν μοιάζουν με τις φωτογραφίες τους.

Λοιπόν, ας πούμε κατι πιο σκληρό απο τους Κωλοκοτρωναίκους σουγιάδες.Γκαίη θα μπορούσε να ήταν ο Αθανάσιος Διάκος..[οι Τούρκοι τον πήδηξαν πριν τον σουβλίσουν;] Επίσης θα μπορούσε να γίνει και ο Οδυσσέας Αντρούτσος- αν ζούσε -αφού ο Γκούρας το πρωτοπαλήκαρο του, του έστριψε τ αρχίδια και μετα τον πέταξε απο τα τείχη της Ακροπόλεως. Επίσης γκαίη μπορεί να είναι και ο Τατσόπουλος..καθένας Ελληνας έχει δικαίωμα να είναι γκαιη. Μόνο ο Λαζόπουλος και πιθανώς ο Ψινάκης δεν έχουν τέτοιο δικαίωμα..ότι λάμπει δεν είναι πούστης!

Σκέφτομαι πόσους "κοινούς" φίλους έχουμε εμείς οι δυό. Εγω κι εσύ. Κι ύστερα, καπάκι, πόσο " ύδιστον άκουσμα έπαινος"[Ξενοφών]-νομίζω, δεν είμαι και σίγουρος..μη βαράτε! Έχουμε κοινούς φίλους.

κι εχω μια απορία:Πως κουβαλάνε το βάρος τους οι χοντροί;

[συγνώμη χοντρούληδες!]

Πολλές φορές[λίγο προτού κοιμηθώ] αναρωτιέμαι τι πραγματικα σκέφτεται ο άνθρωπος που κοιμάται δίπλα μου..κι ύστερα, πόσο καλά γνωρίζω τον καλύτερο μου φίλο. Κι όταν γυρίζω πλευρό, σχεδόν μισοκοιμησμένος,μου περνάει μια σφήνα σαν κι αυτή; Πόσο μπορώ να εμπιστεύομαι την σύζυγο; Και τότε με παίρνει ο υπνος το πρωί.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΎΔΙ..δε μας πρόδωσε ποτέ.Είναι η ωραία παρηγοριά, σε δύσκολες ώρες,και η χαρά της ζωής. 'Ομως όσες προσπάθειες κι αν έκανα για να βρώ το[τέλειο] άλλο μου μισό, πήγαν χαμένες. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατι κατα καιρούς επιλέξαμε τον τάδε σύντροφο και όχι τον δείνα.Εσεις που γνωρίζετε από έρωτες κι απο αγάπες, απο τραγούδια κι απο χαρές, το βρήκατε;

 

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2023

ΣΑΝ ΤΟΝ ΚΆΒΟΥΡΑ

 


Περνάει περπατώντας στο πλευρό, σαν τον κάβουρα. Με κοιτάζει. Τον κοιτάζω.
-Θέλεις μια...
-Γυναίκα; τον προλαβαίνω.
-Όχι, μια..
-Επιταγή; τον ξαναματαπρολαβαίνω με αγωνία.
-Μια...
-Τηλεόραση;..ξέρεις μου χάλασε η οθόνη...
-Μια...οχι..
-Μια γάτα. Σίγουρα γάτα θα πουλάς...δε θέλω, έχω τη δικιά μου..
-Μια...όχι... είναι καλή, εγώ την έχω τόσα χρόνια...Έχεις ανάγκες ε; και γυρνάει στα ίσια.
-Είναι καλή; α, για γυναίκα θα μιλάς. Δε θέλω, έχω τη δικιά μου. Δε ντρέπεσαι να πουλάς γυναίκα;
-Όχι..δεν...ξέρεις...Αυτή που σου λέω εγώ είναι η καλύτερη. Θα την πάρεις;
-Άμα λες πως είναι καλή να την πάρω. Να την πάρω. Ε, άμα έχεις και μια επιταγή...επιμένω.[ ο πεινασμένος, καρβέλια κτλ]
-Ξέρεις, μου λέει, εγώ μια βαλίτσα πουλάω και μου τη δείχνει όπως τη σέρνει στην ανηφόρα της Μπενάκη.
-Τι λες ρε! είσαι καλά; τι να την κάνω εγώ τη βαλίτσα; τον αγριοκοιτάζω για τα καλά.
-Είναι καλή η βαλίτσα κύριε, τι φωνάζετε; είπα μήπως θέλετε να πάτε ταξίδι; γιατί νευριάζετε; μπα σε καλό σου! και εξαφανίζεται δια παντός, αφήνοντας με me ανοιχτό το στόμα.

 

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2023

ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

 


 

ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ 2
[Παλιό τραγούδι μου, που μπορεί να μοιάζει καινούργιο.
Το σιδέρωσα και σας το στειλα σαν φρέσκο ψάρι]


Μέρες δίχως δάκρυα
βραδιές χωρίς χαρά
... Όνειρο η αγάπη μας
λόγια χωρίς χαρά.

Εσύ θα φύγεις αύριο
είπες δε μ αγαπάς
Τι θέλεις από μένα
δεν είμαι εγώ γι αυτά

Έκλαψα όταν έφυγες, πήγα στο πουθενά
μόνος μου στο σκοτάδι δεν είχα τι να πω
Πάλι ξανά γελάστηκα, έψαξα τα παλιά
κι ορκίστηκα στη θάλασσα να μην ξαναγαπώ.

Νύχτες που σε περίμενα
θυμήθηκα ξανά
Όλα γινήκαν ψεύτικα
φιλιά του δειλινού

Μα κάτι έμεινε στο νου
ένα φιλί, ένα γεια σου
Και κείνο το χαμόγελο
μοναδικά δικό σου.

Έκλαψα όταν έφυγες, πήγα στο πουθενά.





ΟΥΤΕ ΕΠΕΙΔΗ ΑΓΑΠΗΣΑ ΤΙΣ ΕΝΟΧΕΣ

Απεριόριστα θα πενθούσα για τους αλήτες
Γι αυτούς που νομίζουν πως η ζωή δεν είναι τίποτε
Θα σκεφτόμουν μια πρέζα, ένα κουρέλι
για να δείξω πως είμαι μαζί τους.

Καμιά φορά σκέφτομαι να πάρω τους δρόμους
Κανένας δε με ξέρει
Θα σκεφτόμουν τις ωραίες γυναίκες που γνώρισαν
για να δείξω πως ήμουν μαζί τους.

Θα σκεφτόμουν μια πρέζα, ένα κουρέλι
άνθρωποι που αγάπησαν κάτι
Μια νυχτερίδα
  κυλούσε στην άμμο
χωρίς λόγο. Που πέτρωσαν στην χάμω.

 Δεν είναι που δεν θέλω να ζήσω στην άμμο
ούτε επειδή αγάπησα τις ενοχές
Η στέρηση μου με φερε δω περα
να πω πως ήσασταν καλύτεροι από μένα.

ΒΑΡΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ

Το΄να χέρι νίβει τ΄άλλο
και τα δυο το πρόσωπο.
Αφου τόσο σ΄αγαπάω
μη με λες διπρόσωπο.

 Το΄να χέρι κρατάει το άλλο
και τα δυο την ανθρωπιά
Αν σε χάσω θα πεθάνω
και το βρίσκω απάνθρωπο.

ρεφρέν

Μείνε κοντά μου μάτια μουουουου![ φωνάξτε σαν τον Καζαντζίδη.]
να φτιάξουμε οικογένειααααα
Αφου εμείς είμαστε δυοοοο
εγώ μαζί με σένααααααααααα! [κατα τον σερ Μπιθικοτσί]

Έλα κοντά μου κούκλα μουουου
να φάμε και να πιούμε
είν΄η ζωή μας λιγοστήηηηηη
μα εμεις θα την εβρούμε[ ωραίο το ε-βρούμε;]

Το΄να χέρι νίβει τ΄άλλο
και τα δυο το πρόσωπο
Εγώ τόσο σε λατρεύω
και με αντιπρόσωπο.

 Τελειώστε με μια σπάνια φιγούρα γύρω από το ποτήρι της ρετσίνας

Γειάσας ρεμπέτες και ρεμπέτισσες!

 




 

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2023

ΝΟΉΜΩΝ

 


 

Ο κόσμος δεν είναι τόσο κακός ή τόσο καλός, όσο φανταζόμαστε. Έκοψε λίγο το πολύ κρύο κι αν είχαμε περισσότερη αγάπη και περίσκεψη, αυτός ο ήλιος θα ήταν υπέροχος. Ας γράψουμε κάτι καλό σήμερα.
Θα σ αγαπώ και να θυμάσαι
είναι η ζωή μας η θαυμάσια
Θα σ αγαπώ όπου και να σαι
στην άκρη του κόσμου κι αν χαθώ.
Έχω την εντύπωση, πως η ζωή του νοήμονος ανθρώπου είναι τραγική. Αυτό βέβαια είναι πανάρχαιο υλικό. Όλα του κόσμου τα καλά αν σου δώσω, μια στιγμή να κουνήσεις το κεφάλι σου θα καταλάβεις γιατί το λέω αυτό.
Χρειαζόμαστε περισσότερο θάρρος και δεν το έχουμε, η επανάληψη των λέξεων, επειδή η Ιστορία κάπου δε μας δικαιώνει για το είδος που καλλιεργήσαμε, τι σπείραμε τόσους αιώνες, αλλά χτίσαμε σπίτια, φτιάξαμε νοσοκομεία, πανεπιστήμια, ηλεκτρονικούς υπολογιστές και νομίζω πως θα τα καταφέρουμε, όχι ν αλλάξουμε τον κόσμος μας, αυτός είναι και πρέπει να τον καταλάβουμε.
Δε δέχομαι την βία σαν ανθρώπινη λύση, ας σκεφτούμε λίγο τους γέρους μας γονείς, το χρήμα χειροτέρεψε την ανθρώπινη κατάσταση, βλέπουμε πόσοι πεθαίνουν εξ αιτίας του, κι επειδή τώρα βρισκώμαστε σ αυτή τη δεινή θέση, η επιείκια θα μας ταίριαζε καλύτερα.
Είναι ο ήλιος που βγήκε πάλι από την Ανατολή και νομίζω πως αυτό που έπρεπε να καταλάβουμε, ακόμα κι όταν χτίζαμε Παρθενώνες ή Πυραμίδες κι όταν ο Σωκράτης έλεγε πως χρειάζεται να γνωρίσουμε τον εαυτό μας, ενώ πολεμούσε στον Μαραθώνα και σκότωσε κάποιους ανθρώπους, διαρθρώσαμε τον μύθο της επόμενης ζωής.
Η αντίληψη μας έγινε ή ήταν επόμενη και θα μπορούσα, εδώ να παραπλανήσω το χρώμα, την ιδιότητα, το ύφος ενός κειμένου, που είναι ωραίο από μόνο του, έχοντας την ανάγκη να δικαιολογήσω τον τρόπο που ζούμε.
Είναι μια ωραία μέρα σήμερα.

 

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2023

Η ΓΥΝΑΊΚΑ ΤΟΥ ΚΑΝΑΠΕ 2

 


Όταν άνοιξε μια πόρτα και μπήκα σε κείνο το διαμέρισμα, η πρώτη εικόνα που αντίκρισα, ήταν το γυμνό κορμί μια γυναίκας ξαπλωμένης στον καναπέ. Καθόταν σε μια στάση συλλογιστικής οδαλίσκης και γερμένη στο πλάι, έβλεπε προς εμένα.. Μου χαμογελούσε συνέχεια και ως να φτάσω κοντά της, μου φάνηκε να πέρασε πολύς χρόνος. Τα μάτια της ήταν απαστράπτοντα πρασινογάλαζα αλλά γιατί είχα την εντύπωση πως δεν με έβλεπε; Σαν να ήμουν και να μην ήμουν εκεί. Άπλωσα το χέρι μου στην επιδερμίδα της, άσπρη, λεία, με αρμονικές καμπύλες, μια γυναίκα από αρχαίο Ελληνικό, σπασμένο μάρμαρο, αλλά και μια τσιτωμένη κλειτορίδα, πιθανώς Βραζιλιάνικη. Αυτή λοιπόν ήταν η γυναίκα που είχα επιθυμήσει χρόνια τώρα, από παιδί. Γιατί αυτή η επιθυμία, αυτό το όραμα να με παιδεύει; Μήπως δεν ήταν ένα πραγματικό πρόσωπο; Αν την είχα φτιάξει με την φαντασία μου, τώρα πως ήταν εκεί μπροστά μου ολοζώντανη στον καναπέ; και γιατί είχα πάντα την εντύπωση πως είναι η γυναίκα κάποιου άλλου; Κάποιου ναυτικού, που ίσως να κατέφτανε από στιγμή σε στιγμή αλλά λες και δεν με ένοιαζε-εγώ που δεν ήθελα να πάρω ποτέ την γυναίκα κάποιου άλλου- καθόμουν κοντά της και της χάιδεψα τον ώμο. Μείναμε αρκετά έτσι, αυτή ήταν η γνωριμία μας. Μέσα μου, πολλές φορές, μπερδεύομαι, αν έκανα έρωτα μαζί της, κι αν αυτή ήταν η ιδανική γυναίκα που υπήρχε σε όλον τον κόσμο για μένα και που υπήρχε στον καναπέ, με την αριστερή της παλάμη να στηρίζει το μάγουλο της, τον αγκώνα ν ακουμπάει στον καναπέ και με την δεξιά χούφτα της, να κρύβει το χνούδι του αιδοίου, που ήταν μικρό, σιγανό, σαν μικρής κοπέλας.
Χρόνια μετά, προσπαθώ να σκεφτώ, αν υπήρξε πραγματικά εκείνο το διαμέρισμα με την γυναίκα στον καναπέ.

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2023

ΤΙ ΜΟΥ ΛΕΣ ΡΕ!

 

 


Ρε συ, τι μου λές! οι άλλοι πιστεύουν ακόμα στα ιερά νερά του Γάγγη! Ένα δις άνθρωποι, με δουλεύειες τώρα; για ποια κοινωνική και πνευματική ισότητα των ανθρώπων να μιλήσουμε; Τρελαίνεσαι ή δεν τρελαίνεσαι; Θεωρώ αυτό το βούτηγμα στα θολά νερά [ για να βρούν το κάρμα, τη νιρβάνα, όπως διάολο θές πέστο] από τις χειρότερες απομείνουσες προσβλητικές καταστάσεις για τον ανθρώπινο εγκέφαλο.

Είναι το πορτρέτο μιας κυρίας που δε θυμάμαι τ΄ονομα της. Πάντα μου άρεσαν οι γυναίκες που έκαναν "κότσους" τα μαλλιά τους, ακόμα κι αν ήταν"άσχημες"*.Πάντα υπάρχουν πράγματα που θα ήθελα να τα ξανακάνω, να τα ξαναθυμηθώ. Στη ζωγραφική έλεγαν παλιά, δεν μπορείς να ξαναζωγραφίσεις τον ίδιο πίνακα, δεν ξέρω γιατί το έλεγαν αλλά νομίζω πως οι ζωγράφοι μπορούν να κάνουν τα πάντα.

*[δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες]

Δε σκέφτομαι τίποτε. Γιατί να σκεφτώ; Τόσα χρόνια δεν έκανα τίποτε άλλο: σκεφτόμουν για σας πιο πολύ και λίγο για μένα, αν θέλετε να πω την αλήθεια κι αυτό φαινόταν πως ήταν λάθος. Κοιτάτε τώρα πως κατάντησα! Έρμαιο μιας τύχης που εξαρτάται από σας- αν αυτό δεν ήταν λάθος, τότε ποιό είναι; Καλύτερα θα ήταν να ορίζω εγώ τις τύχες σας γιατί είμαι πιο δίκαιος. Στο δρόμο όμως με τύφλωσαν οι άρχοντες και οι αρχόντισσες και οιδίπους εκλιπαρώ την επιείκεια σας.

Η άρνηση είναι μια λέξη δύσκολη. Ποτέ δεν ξέρεις[ νομίζεις ότι ξέρεις!] αν έκανες καλά που αρνήθηκες τον έρωτα σε μια γυναίκα, σε έναν άντρα. Όταν κάποιος αποχωρεί μοιάζει κερδισμένος επειδη ελέγχει την απόφαση, σα νικητής. Όποιος εισπράτει την άρνηση νιώθει προδομένος. Είναι μια ήττα η ερωτική άρνηση;

Είναι πολύ εύκολο να κατρακυλίσεις στη λάσπη. Οι ασφάκες δε γίνονται ποτέ δέντρο και οι μηχανές σφάζουν την άσφαλτο.Θέλω να πω φίλε πως η συνείδηση, μας την έχει στημένη, κάτι ξέρω κι εγω μη νομίζεις. Όταν τελειώνει η μαλακία, λέμε γιατί το έκανα αλλά ήταν ωραίο. Δε θα σε πιέσω επειδή δεν ξέρεις.

Το θέμα είναι να μη σε πάρει από κάτω. Είτε γιατί η ζωή σου δεν έχει αξία, είτε γιατί όλο αυτό που ζούμε είναι μια ανοησία. Όταν καταρρέουν τα πάντα γύρω σου πως να σταθείς ακίνητος; Μπορεί όμως και να μεγαλοποιούμε τα πράγματα, να τα εξιδανικεύουμε και όταν βλέπουμε πόσο αλλιώτικα, πόσο χαμερπή είναι, τότε η συντριβή είναι μεγαλύτερη. Τις μεγαλύτερες συμφορές τις έπαθα από αυτούς που αγάπησα.


Τελικά δεν ξέρω, μ αυτή την αδιάκοπη πολιτικολογία αν προλαβαίνουν οι Έλληνες να κάνουν έρωτα ή κατα πόσον επηρεάζει τις ορμές. Πάντως πολλές φίλες έχουν εκφράσει την δυσαρέσκεια τους! Μια το ποδόσφαιρο[ έχασε η ομάδα δεν κάνουμε σεξ!] μια η πολιτική και η οικονομική δυσπραγία και οι άντρες γυρνάνε πλευρό. Πόσο όμως στην πραγματικότητα αυτές οι καταστάσεις επενεργούν στα θέλω μας; Δεν ξέρω τι λέει ο Φρόιντ επ αυτού.

Είναι ελαφρώς περίεργα τα πράγματα. Το πιο μεγάλο φεγγάρι μας κοιτάζει απορημένο που παλεύουμε να εκλέξουμε πάλι τους αρχηγούς. Πάντοτε το ανθρώπινο είδος χρειάζεται κάποιους μπροστάρηδες, όπως όλα τα κοπάδια. Αιγών τε και προβάτων μεγιστος οδηγός ο λύκος, τα οδηγεί εκστασιασμένα στη στρούγκα για ν αρχίσει η σφαγή των αθώων. Λένε πως τα πρόβατα μαγεύονται από τα μάτια του λύκου και μένουν ακίνητα. Δεν μπορούν ποτέ να προβάλλουν αντίσταση Τα κατσίκια που και που ρίχνουν καμιά κλωτσιά για την τιμή των εσχάτων, όπως και υμείς.

Απογοήτευση, απώλεια ελπίδας, λένε τα λεξικά. Διάψευση προσδοκιών, λέω εγώ. Μέχρις εσχάτων η απελπισία αλλά όχι! Ο χείριστος σύμβουλος είναι αυτός μικρέ μου εαυτέ, κανείς άλλος. Όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι απογοητεύονται εύκολα και τα παρατούν σύξυλα κι ας υποτίθεται πως είναι γενναίοι. Στο βάθος πάντα υποσκάπτει το μηδέν. Χωρίς λόγο;

Τελικά οι υποσχέσεις είναι ένα τζάμπα πράγμα. Ιδιαίτερα προς τους τρίτους. Των δε ερωτευμένων ανυπόληπτες. Η υπόσχεση είναι σκληρό πράγμα όταν έρθει ο χρόνος της τήρησης. Προς τον εαυτό μας νομίζω έχουν κάποια αξία, γιατί εκεί πονεί ως [το κόκκαλο] προς την αξία μας. Προς δε τους άλλους μια απόδειξη πως είμαστε ικανοί. Όπως και να έχει θεωρώ την υπόσχεση δυνατό σημείο της ανθρώπινης κατάστασης. Γι αυτό δεν υπόσχομαι ποτέ.

Ενα μολύβι. Τι είναι ένα ασήμαντο μολύβι;Πόσα πράγματα μπορείς να φτιάξεις μ αυτό; Πολλά. Μέχρι ολάκερο τον κόσμο. Μπορείς να σχεδιάσεις μια πολυκατοικία κι ύστερα οι επόμενοι να την χτίσουν. Αλλά πρώτα απ όλα χρειάζεσαι το μολύβι. Ακόμα και με σπασμένη μύτη ζωγραφίζει κι ας σκίζει το χαρτί. Κοιτάξτε τώρα πως ζωγράφισα εγώ τον εαυτό μου, όταν θα είμαι ενενήντα εξι ετών.

Κουβαλάμε τις καταβολές ενός μάταιου κόσμου. Η διαπίστωση δεν είναι δικιά μου.

Οι τοίχοι γέμισαν αλμύρα

τα κλάμματα σου είναι παντού

Κάτι σου είπα για τη μοίρα

Και συ μου πες η ζωή είναι αλλού


 

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2023

ΘΑ ΉΤΑΝ ΑΚΌΜΑ ΕΚΕΊ

 


Φυσούσε ένα λιγνό αεράκι, νύχτα στη Σταδίου, ζεστό, αδυσώπητο. Η ώρα θα ήταν περασμένες τρεις όταν ο Λεονάρντο πάρκαρε το ακριβό αυτοκίνητο στον πεζόδρομο και κατέβηκε υπερβολικά ντυμένος με μοβ κουστούμι κι ένα σκούρο χαμόγελο στο αιώνια ειρωνικό πρόσωπο του. Στάθηκε απέναντι από το πολυτελές μπαρ-καμπαρέ που κάποτε δούλευε η Τζένη, άναψε ή σκέφτηκε ν ανάψει το αιώνιο τσιγάρο του. Χαμογέλασε που τη θυμήθηκε. Θα δούλευε άραγε ακόμα εκεί;

Είναι στ αλήθεια τυχεροί όσοι με γνωρίζουν, ήταν τα πρώτα λόγια που του είχε πει σμίγοντας τα πράσινα μάτια της στον απέναντι καθρέφτη της ουτοπίας. Τότε. Πριν δεκαπέντε χρόνια που ήταν αλαβάστρινο κορίτσι είκοσι ετών και ήθελε να γίνει ηθοποιός, να μοιάζει της Τζένης Καρέζη. Ο Λεονάρντο είρωνας από τότε, κυνικός της αμφισβήτησε αυτές τις αξίες. «Εγώ θέλω ν αγιάσω και μάλιστα με μια αγιοσύνη χωρίς θεό, όπως είναι οι Μπεκετικοί ήρωες. Εσύ να κάνεις το σωστό, τίποτε άλλο.» Αυτά της τόνισε στο πρώτο τους κρεβάτι που την έσπρωξε χωρίς ίχνος σεβασμό στο άξιο κάτω της. Αυτό ήταν το όσκαρ της, αυτή η ουτοπία της καλλιτεχνικής της μαεστρίας
Είχαν πάει στο σπίτι του στην Κηφισιά ύστερα από ένα εκκωφαντικό γλέντι σε πάρτι χλιδάτων όπου για πρώτη φορά άραζε το κορμί της η Τζένη με τα πράσινα μάτια και τις αιωρούμενες αμφισβητήσεις για την κοινωνία και τον χαφιεδισμό της. Εκεί της τόνισε για πρώτη φορά πως έπρεπε ν αναπτύξει τις άμυνες της απέναντι στους ασούμπαλους κανίβαλους,[ΚΔΟΑ. Κτηνώδης Δύναμη, Ογκώδης Άγνοια.] Εκεί για την επανάσταση της χαμένης γενιάς που ήταν η δική της και της Κατερίνας Γώγου που άραζαν μερικές φορές στα παγκάκια της ποίησης και στα βρώμικα καφενεία της Εξαρχείων εξαθλιωμένης οντότητας. Τα κουβέντιαζε αυτά στον Λεονάρντο από την πρώτη στιγμή που γνωρίστηκαν και επέμενε πως θα γινόταν μια μεγάλη ηθοποιός ενώ αυτός τα άκουγε βερεσέ και την έγδυνε λαχταρώντας το αλαβάστρινο όπως είπαμε κορμί της. Αυτή αποχαυνωμένη στα είκοσι της χρόνια, κέρινο ομοίωμα του εαυτού της, άκουγε την Τσαλιγοπούλου να τραγουδά το «πως μ αγαπάς χίλιες φορές κι εγώ εσένα» ενώ έμπαινε μέσα της το έμβολο της αιώνιας αμφιβολίας να ζει κανείς ή να μη ζει, επειδή ο έρωτας αυτός καθ αυτός με άντρα που δεν τον ήθελε αλλά έπρεπε να το κάνει για λόγους ανωτέρας βίας, ανωτέρας θέλησης για ν ανέβει τα σκαλοπάτια της τέχνης και της ζωής, χωρίς να ξέρει ακόμα η αγνή πως ο κάθε Λεονάρντο και ειδικά αυτός που της είχε τύχει θα την πετούσε στον πρώτο τυχόντα κάδο απορριμμάτων.
Αυτό που την εξουθένωνε σ αυτή την ιστορία ήταν ο τρόπος που εξίσωνε την κατάσταση ο Λεονάρντο. Που προσπαθούσε να δείξει πως ήταν καλός, πως για τίποτε δεν ευθυνόταν, και πως είχε σχεδόν πάντα αλάθητο δίκιο. Αυτός ήξερε τα πάντα, είχε φίλους μεγαλόσχημους, ήταν πάμπλουτος ο ίδιος και απαξίωνε κάθε είδους μορφή διαφορετικότητας στους αντιπάλους του εκτός από την συγκεκριμένη καθεστηκυία τάξη που δεν ήθελε ν αλλάξει με τίποτε. Μπορούσες πολύ εύκολα να πλανηθείς από την γοητεία που ασκούσε στο γύρω του, να εξαπατηθείς απ το χαμόγελο του. Δεν ήταν ακριβώς όμορφος ο Λεονάρντο. Όχι. Ήταν ένα παράξενο μούτρο, κάτι σαν κάποιους μυστηριώδεις εραστές με μεγάλη μύτη, αιώνια κυνικό πρόσωπο, στραβό χαμόγελο, λιγνός, οστεώδης και ντυμένος πάντα με πανάκριβα μοβ κουστούμια. Μοβ. Αυτό ήταν το χρώμα του.
Το μοβ που δεν άρεσε στη Τζένη και της άρεσε το πράσινο. «Μια μέρα θα πεθάνεις γι αυτό το μοβ!» του είχε πει εν ευθέτω χρόνο. Κι αυτός για χάρη της είχε στολίσει εκείνο το βράδυ όλο το σπίτι με πράσινα πράγματα. Όλα πράσινα. Τα κρεβάτια, τα φώτα, τα σεντόνια, τα ποτά της ηδονής, οι υπηρέτες που κυκλοφορούσαν γύρω τους την ώρα που βυθίζονταν στην αξεπέραστη ηδονή.
Η Τζένη φώναξε πολύ εκείνο το βράδυ αλλά κανείς δεν την άκουσε. Όπως και κάμποσα ακόμα τέτοια βράδια που την παρέσερνε σε ερωτικά ξεφαντώματα, ώσπου οι πράσινοι υπηρέτες την πέταξαν στην κυριολεξία στο πλακόστρωτο της Κηφισιάς. Βέβαια μη νομίσετε πως την πέταξαν σαν άδειο σακί στο δρόμο, όχι, ο τρόπος ήταν ευγενικός, δεν μπορούσε να μην συμπεριφερθεί με τους άγραφους νόμους των ευγενών ο Λεονάρντο. Απλά από εκείνο το βράδυ, όσο κι αν προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί του συναντούσε ντουβάρια. Τηλέφωνα που δεν απαντούσαν ποτέ ή τα σήκωναν άλλες φωνές άλλοι άνθρωποι ψυχροί κι αδιάφοροι. «Δεν υπάρχει εδώ κανείς Λεονάρντο κυρία» ήταν η συνηθισμένη απάντηση. Και το ακόμα πιο μυστήριο ήταν που όσες φορές κι αν την είχε στήσει έξω από το σπίτι του περιμένοντας άδικα μήπως και τον δει να βγαίνει, ποτέ δεν έγινε κάτι τέτοιο. Λες και είχε ανοίξει η γη και τον είχε καταπιεί κατά το γνωστό ρηθέν και τότε η Τζένη έβαζε τα κλάματα, μόνη της, με παρέα, ξανά μόνητη κι έλεγε πως είχε χάσει τον έρωτα της ζωής της πως αυτή τον αγαπούσε ακόμα και θα τον αγάπαγε όσα χρόνια κι αν περνούσαν.
Τα χρόνια περνούσαν πράγματι κι η Τζένη αφού τέλειωσε με το μεγάλο όνειρο της ηθοποιού παίζοντας κάποια ρολάκια σε σήριαλ της κακιάς ώρας και μερικές σοφτ πορνό ταινίες, αφού γνώρισε καμιά εκατοστή κορμιά δαρμένα στο ημίφως της απαισιοδοξίας, κατάντησε ν απαγγέλει στίχους της Κατερίνας Γώγου στα μπαράκια της Εξαρχείων μεριάς υποκολτούρας. Τον Λεονάρντο όμως συνέχιζε να τον αναζητά παντού.
-Είσαι τρελή μωρή; της μίλησε η Κατερίνα Γώγου μια μέρα ή νύχτα που ήταν πιωμένες του κερατά.
-Όχι φιλενάδα, τσέβδισε από το αλκοόλ που έτρεχε μέσα της. Τον πούστη τον αγάπησα πολύ.
-Αυτόν με τα μοβ κουστούμια; την κοίταξε από χαμηλή λήψη η Γώγου. Εγώ δεν πιστεύω την ιστορία σου!
-Εσύ δεν πιστεύεις τίποτε, είπε με ξεραμένα χείλη, άσβηστα σε μια δίψα αιώνιας συμφοράς. Αν τον συναντήσω τώρα θα τον σκοτώσω! Είπε και απόρεσε με τα λόγια της.
-Χαχαχαχα! γέλασε η Γώγου, δεν είσαι ικανή για τέτοια φιλενάδα. Σε βάρεσε η φτώχεια και η ομορφιά στο κεφάλι.
Η Τζένη συνέχιζε να είναι όντως πανέμορφη και δεκαπέντε χρόνια μετά δουλεύοντας αξιοπρεπώς σαν εταίρα στα μπαράκια σαν αυτό της Σταδίου. Αξιοπρεπείς, μεσήλικες πελάτες, ανίκανοι να την πηδήξουν, διαλεγμένοι απ το αφεντικό.
-Τα αφεντικά μας πνίγουν το λαιμό, μας κλέβουν τον αέρα! Θέλουν όλοι σκότωμα φιλενάδα όχι μόνο ο Λεονάρντο! Φώναξε η Γώγου.
-Αυτό που δεν μπορώ να ξεπεράσω είναι που έφαγα την κοροιδία του, ακούς; απάντησε σαν ηχώ χρόνων.
-Τι λες μωρή τρελή! Μετά από τόσα χρόνια θυμήθηκες την κοροιδία του;
-Δεν την ξέχασα ποτέ! Εγώ δε θέλω ούτε να φύγω ούτε να μείνω σ αυτόν τον κόσμο, εσείς με φέρατε εδώ! Τι φταίω εγώ!
-Κανείς δε φταίει επειδή γεννήθηκε, κανείς που πεθαίνει. Όλα μοιάζουν αληθινά μόνο οι νταβατζήδες τραβάν το μαχαίρι κι όποιον ζυγίσει ο θεός τον στέλνει στη μάνα του. Πάρε τότε ένα όπλο και ρίχτου! Στα μάτια όμως, μη λαθέψεις φιλενάδα!

Ο Λεονάρντο φύσηξε τον καπνό στο κόκκινο άνοιγμα της πόρτας του καμπαρέ. Μπήκε μέσα με τη σιγουριά του ανώτερου,με το χαμόγελο αιώνια στραβό, το μοβ κουστούμι άστραφτε στις τσακίσεις και κατευθύνθηκε στη μπάρα. Η Τζένη τον πήρε αμέσως μυρουδιά. Δεν περνούν απαρατήρητοι αυτοί οι τύποι, θέλουν να κάνουν μπαμ με την πρώτη και το λευκό αίμα της Τζένης ανέβηκε στ αφτιά. Δεν έκανε αμέσως φανερή την παρουσία της. Κάθισε στο βάθος να σκεφτεί λίγο, να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της για το πώς θα συμπεριφερόταν τώρα που εύρισκε ξανά μπροστά της τον άντρα που κυνηγούσε τόσα χρόνια στη φαντασίωση της, στα όνειρα της. Αυτόν που της είχε πει να αναπτύξει τις άμυνες της απέναντι σε ατσούμπαλους κανίβαλους. ΚΔΟΑ. [Κτηνώδης Δύναμη, Ογκώδης Άγνοια.] Τα θυμόταν όλα, πώς να τα ξεχνούσε, τέτοια λόγια.
Ωστόσο ο Λεονάρντο την ανακάλυψε πίσω απ το σκοτάδι. Αυτή σηκώθηκε με αξιοπρέπεια, τα μάτια τους συναντήθηκαν, το πράσινο με το μοβ έγιναν ένα, το πιστόλι ξέρασε κόκκινο από το χέρι της, το κυνικό χαμόγελο της ειρωνείας δεν έφυγε ποτέ από το στόμα ενός κόσμου φτιαγμένου στην επάρκεια του μίσους.

ΤΕΛΟς













 

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2023

ΛΊΓΟ ΜΕΤΆ'

 


Χειμώνας λίγο πριν, λίγο μετά την κόλαση. Το κρύο έμπαζε από παντού όσα ρούχα κι αν φορούσες, όσο κι αν επιδιόρθωνα τις ρωγμές του σπιτιού μου. Η σκεπή είχε χαλάσει προ πολλού, την πήρε ο αγέρας και την πήγε στο πουθενά. Κεραμιδένια ήταν η σκεπή που την είχε φτιάξει ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου που ήταν μάστορας στην πέτρα. Μια ζωή με ένα σφυρί στον ώμο με τις άσπρες πέτρες να ομορφαίνουν στα χέρια του, έτσι μας μεγάλωσε εμένα και την αδερφή μου κι ύστερα πήρε τα μάτια του να πάει ή στην κόλαση ή στον παράδεισο του. Η αδερφή μου παντρεύτηκε έναν εφοριακό, έναν άνθρωπο στηριγμένο στο χρήμα και πουθενά αλλού. Σε λίγο έκαναν δυο-τρία παιδιά κι από τότε σταμάτησαν να κάνουν έρωτα. Ζούσαν μαζί μισώντας ο ένας τον άλλον για την ανάγκη που τους ένωσε. Εγώ συνέχιζα να ζω στο σπίτι χωρίς σκεπή. Χρόνια πετροβολούσα τα ντουβάρια ν ανοίξουν, κοιμόμουν σε ένα κρεβάτι δίχως στρώμα, χωρίς γυναίκα ή για να λέω και κάποιες αλήθειες που και που τον βάφτιζα σε πρόσκαιρα ξένα πόδια που ποτέ δε μου έδωσαν άλλη χαρά εκτός από τη χαρά του βιαστικού ξεπεσμού της αγάπης που περίμενα λίγο πριν λίγο μετά την κόλαση.
Το όνομα μου είναι Νίκος, αν αυτό λέει κάτι, αν έχει νόημα το όνομα ενός ανθρώπου που δεν πήρε ποτέ σοβαρά τη ζωή και ζούσε όπως ζούσε. Δουλειά σταθερή δεν έκανα ποτέ. Πότε εδώ και πότε εκεί αρμένιζα τα πανιά μου. Τελευταία όμως αφού ήδη σαραντάριζα κάτι σκαρφίστηκε το τσερβέλο μου πως η ζωή είναι σύντομη και δεν προλαβαίνω κι αποφάσισα ν αλλάξω τροπάρι. Είχα έναν ξάδερφο που χρόνια με αγαπούσε κι όλο ήθελε να με δει να κάνω προκοπή. Έλα μου έλεγε στο φούρνο να δουλεύεις και θα δεις πως θ αλλάξει η ζωή σου. Φούρναρης εγώ; σκεφτόμουν αλλά σαν έδεσαν τα πλοία το πήρα απόφαση. Φούρναρης γαμω το κέραττο μου! Έτσι βολεύτηκα από δουλειά, ξυπνούσα τέσσερις το πρωί κάθε μέρα βέβαια αλλά λίγο με ένοιαζε. Για μένα όλα ήτανε ίδια: τι μέρα τι νύχτα έλεγα. Ναι αλλά πρέπει και να παντρευτείς τώρα, μου έλεγε συνέχεια ο ξάδερφος που ήταν σαράντα χρόνια φούρναρης και σαράντα χρόνια παντρεμένος με την Ελένη. Παιδιά δεν είχαν, δεν μας έδωσε ο θεός έλεγε η Ελένη κι εγώ γελούσα κάτω από τα μουστάκια μου. Μη γελάς ξάδερφε, συνέχιζε η Ελένη. Όλα είναι κανονισμένα, συνέχιζε κι έτρεχε κάθε μέρα στα καντήλια και τις εκκλησιές. Εγώ όμως όλα αυτά τ άκουγα βερεσέ. Δεν ήθελα να παντρεφτώ, να βρω τον μεγάλο έρωτα της ζωής μου έψαχνα, το άλλο μου μισό και τα λεγα στον ξάδερφο. Νίκο, μην πετάς στα σύννεφα, δεν υπάρχουν τα άλλα μισά, κοίτα να βρούμε μια καλή γυναικούλα, να χει κάτι, κανένα σπίτι, να βάλετε το κεφάλι μέσα. Εχω σπίτι, απαντούσα εγώ που είχα αρχίσει να επιδιορθώνω τη σκεπή του δικού μου. Εντάξει, αλλά να έχει κι αυτή κάτι, μην είναι του πεταμού, το χαβά του ο ξάδερφος που είναι αλήθεια ήταν ανοιχτοχέρης μαζί μου. Βγαίναμε πολλές φορές στο καφενείο και ποτέ δε με άφηνε να πληρώσω. Αυτή ήταν μια από τις διασκεδάσεις μου. Κι άλλη μια που την είχα απωθημένο από καιρό ήταν τα ρούχα. Α, μου άρεσαν τα ωραία τα ακριβά ντυσίματα! ήταν μια ιδιοτροπία μου αυτή και ανεξέλεγκτα από το φύλο πάντα πρόσεχα τους καλοντυμένους ανθρώπους.
Κάθε Σάββατο μεσημέρι που έκλεινε ο φούρνος έπαιρνα τα μάτια μου και εξαφανιζόμουν. Φορούσα τα σπορ ή τα κουστούμια μου και έφτανα σε κάποιο σταθμό τρένου. Μόνο με τα τρένα μου άρεσε να ταξιδεύω, τα είχα αγαπήσει από παιδί και ασκούσαν μια μαγεία επάνω μου. Ένιωθα μια απίστευτη ευτυχία μόλις έμπαινα σε κάποιο βαγόνι για να φύγω για το πουθενά, για την κόλαση μου αλλά δε με ενδιέφερε. Το ταξίδι με ένοιαζε, να τσουλάω πάνω στις ράγες, τα τρένα να σφυρίζουν κι έξω να βρέχει, να φουσκώνει μια ομίχλη τον κόσμο κι εγώ να χάνομαι σε ωραία παραμύθια. Έτσι κι αυτό το Σαββατοκύριακο είχα αποφασίσει να πάω στο τέρμα του πουθενά. Έβγαλα εισητήριο μέχρι τη Λάρισα κι έπειτα θα έβλεπα. Αυτό ήταν το πουθενά αλλά δε με ένοιαζε. Κάθισα στο κουπε χαρούμενος και χαρούμενος άνοιξα το βιβλίο μου να χαζέψω κοιτάζοντας ευτυχισμένος έξω από τα τζάμια, ενώ το τρένο ήταν ακόμα στην αναμονή, στο τσακ για να ξεκινήσουμε. Σαν αστραπή,σα κινηματογραφική ταινία, μια κυρία έτρεχε με την ανάσα της να προλάβει ν ανέβει, ήταν λίγο χοντρούλα, μελαχροινή, πότε πρόλαβα και το είδα αυτό και μου φάνηκε όμορφη που είπα να, μια τέτοια γυναίκα ήθελα να μου τύχει.
Το τρένο για την κόλαση ξεκίνησε αργά - αργά όπως ξεκινάνε όλα τα τρένα του κόσμου. Δεν ήξερα τι με περίμενε και ποιος ξέρει άραγε τι το περιμένει. Η ζωή του καθενός είναι αόριστη και δεν ξέρω γιατί, ενώ συνήθως ήμουν χαρούμενοςσ΄αυτά τα ταξίδια, με έπιασε κάτι σαν θλίψη. Αόριστη κι αυτή, πως είναι μερικές φορές που δεν ξέρεις τι σου φταίει; Ήθελα ν ανάψω τσιγάρο να κρύψω τα χέρια μου αλλά απογορεύεται να καπνίζεις πια στα τρένα. Ήθελα να κατέβω αλλά η επόμενη στάση 'ηταν μαριά στο Κακοσάλεσι, ή στον Αχλαδόκαμπο. Τελικά έμεινα ριζωμένος στο κουπέ μου. Η ροδοπέταλη χοντρούλα απέναντι με παρατηρούσε άνετα, με τα μεγάλα μαύρα μάτια της. Στο κουπέ ήμασταν οι δυο μας, κανείς άλλος. Κοίταξα γύρω να δω. Κανείς.
-Τι κοιτάτε; μου έκανε ευθέως την ερώτηση.
-Μα, όχι κυρία μου...εγώ...πήγα να δικαιολογηθώ.
-Καταλαβαίνω κύριε μου, καταλαβαίνω. Έχετε μοναξιά. όλος ο κόσμος έχει.
-Ναι, δηλαδή, όχι, με παρεξηγήσατε. Μα, τι έλεγα; Εγώ δεν ήμουν ποτέ έτσι με τις γυναίκες; Σοβαρεύτηκα λοιπόν και πήρα το καλό μου, το ωραίο μου ύφος.
-Με λένε Νίκο, της είπα. Να συστηθούμε μια και έχουμε ταξίδι μπροστά μας.
-Έχετε δίκιο, εντυπωσιάστηκε από την αλλαγή μου, εμένα Αλίκη και χάιδεψε τα ανάκατα μαλλιά της με χάρη. Είμαι από τη Λάρισα, ξέρετε εκεί πάω τώρα, συνέχισε λίγο αδέξια. Αλήθεια τι δουλειά κάνετε; Εγώ γράφω ποιήματα!
-Κι αυτό είναι δουλειά; γέλασα πλατειά.
-Μη γελάτε. Μου φαίνετε πως γελάτε σε άσχετο χρόνο. Όχι δεν είναι δουλειά αλλά μου αρέσει. Η δουλειά μου είναι προισταμένη σε μια εταιρεία αλλά δεν έχω ανάγκη.
-Θέλετε να πείτε είσαστε πλούσία; έγειρα προς το μέρος της έτσι που τα χνώτα μας συναντήθηκαν και τα μάτια μας ερωτεύθηκαν από την πρώτη στιγμή. Φορούσε ένα υπέροχο άρωμα και τα χείλη της ήταν ολοστρόγγυλα, βαμμένα κόκκινα, γλυκά. Μου ήρθε να τη φιλήσω.
- Ααα, κύριε! έκανε λίγο πίσω το κεφάλι της. Είστε πολύ επιθετικός και γνωριζώμαστε μόνο λίγα λεπτά της ώρας!
-Έχει σημασία αυτό;
-Όχι, έχεις δίκιο, δεν έχει, γύρισε στον Ενικό. Εσύ τι δουλειά κάνεις;
-Βοηθός φούρναρη, αχνογέλασα και κείνη στραβομουτσούνιασε, το πιασα το σκηνικό.
-Δεν πειράζει, είπε για να πει κάτι. Κι ύστερα: θέλετε να σας διαβάσω ένα ποίημα μου; ε; είναι για τον έρωτα; Α, δε σε ρώτησα είσαι παντρεμένος;
-Όχι, εσύ;
-Ο άντρας μου πέθανε, μου άφησε δυο παιδιά και μια περιουσία στον κάμπο της Λάρισας. Να σας διαβάσω το ποίημα; κι έβγαλε ένα ακριβό σημειωματάριο.
- Διάβασε, κι εμένα μου αρέσει η ποίηση. Διαβάζω Πόε, Ντύλαν Τόμας, Λάγιος..
-Αααα, αυτό είναι υπέροχο! Ταιριάζουμε. Άκουσε λοιπόν:
Ο έρωτας στις γειτονιές
μοιάζει με κυπαρίσσι
κι εγώ λατρεύω τις θεούς
το εργατικό μελίσσι.
Το κόκκινο χιόνι άφριζε στις ακτές του νου
κανείς δεν μπορούσε να πεθάνει
ξερόκλαδα του κάμπου η ζωή
στηριγμένος ο πονος στον έρωτα
όλα είναι έρωτας στο κόκκινο χιόνι
Το ανοιχτό παράθυρο έμπαζε πρωινό αέρα, ομίχλη που κοιμόταν στη σκιά του Ολύμπου κι εγώ καθόμουν κι άκουγα ποίηση που μου διάβαζε η Αλίκη. Το τρένο ταξίδευε με ιλλιγιώδη ταχύτητα, όπως και η ζωές μας. Την ξανακοίταξα και σκέφτηκα από ποιο όνειρο είχε ξεφυτρώσει.
Κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, το τρένο σταμάτησε. Μια στάση πριν το τέλος ήταν αυτή; ή το τρένο είχε πάθει βλάβη; Κοίταξα έξω απ΄το παράθυρο. Η ερημιά τύλιγε με σεντόνια ομίχλης τα λιγνά δέντρα, το πράσινο τοπίο της μοναξιάς.. Τα βουνά αργοκυλούσαν ανάμεσα στα σύννεφα κι εγω μαζί τους, κάπου εκεί βρισκόμουν."Τι έγινε;" με ρώτησε με αγωνία η Αλίκη και σφίχτηκε πάνω μου. "Δεν ξέρω" μουρμούρισα και κοίταζα τα χέρια της που έσφιγγαν το μπράτσο μου. "Σταμάτησε πριν από ένα τουνελ" είπα χωρίς ανάσα. Απο ένα μεγάφωνο μας ειδοποίησαν πως έπρεπε να περιμένουμε τη συνάντηση με ένα άλλο τρένο και μετά το τούνελ θ αλλάζαμε γραμμή. Μπορούσαμε αν θέλαμε να κατεβούμε. Κοιταχτήκαμε με την Αλίκη. 'Αλλο που δε θέλαμε κι ορμήσαμε στην έξοδο παρασέρνοντας όσους βρίσκονταν στο διάδρομο, οι οποίοι με τη σειρά τους μας έρριχναν βλέμματα απορίας ή χαιρεκακίας αλλά τι μας ένοιαζε; Βγήκαμε στο ψιλόβροχο, περπατήσαμε στη χλόη, ανάψαμε τσιγάρο. Είμασταν πολύ χαρούμενοι. Η Αλίκη κάθε τόσο με κοίταζε με ενθουσιασμό. Το ίδιο κι εγώ. Ξαφνικά, σταμάτησε πάνω στις ράγες και μου απάγγειλε με υποκριτικό ταλέντο:
"Θέλω να'σαι παρόν στην κάθε μου ανάσα.
Το ακίνητο σημείο μου,
σε έναν κόσμο που μόνο περιστρέφεται.*
Χειροκρότησα. Είναι δικό σου αυτό; τη ρώτησα. Ναι, μου απάντησε και φιληθήκαμε για πρώτη φορά. Ανάμεσα από τη γλύκα του φιλιού της έβλεπα τους επιβάτες να μας κοιτούν με τρόμο, με ολάνοιχτα μάτια κι όλοι σκέφτονταν, πως είναι δυνατόν; αφού μόλις πριν μια ώρα έχουν γνωριστεί; Το πλήθος μου άρεσε πάντα σαν εικόνα, ήθελα να βλέπω κόσμο, συγκεντρωμένο λαό, να φωνάζει, να ουρλιάζει, στις πλατείες, στα μπαλκόνια, στα γήπεδα, παντού. Με γιγάντωνε αυτή η λεηλασία της ψυχής τους στους δρόμους να ζητάνε τα δίκαια.
-Ωραίο αυτό! Είσαι και εσύ ποιητής μάτια μου; Ω, πόσο σ αγαπώ! αναφώνησε η Αλίκη.
-Ποιο;
-Το "με γιγάντωνε η λεηλασία της ψυχής τους στους δρόμους να ζητάνε τα δίκαια", μεγάλη σκέψη, είσαι και εσύ ποιητής!
-Όχι, δεν είμαι. Είμαι βοηθός φούρναρη, αχνοείπα και την κοίταξα βαθιά στα μάτια, πως διάβασες τη σκέψη μου;
-Είναι εύκολο όταν αγαπάς. Και συ μ αγαπάς, έτσι δεν είναι; Γιατί να είσαι βοηθός φούρναρη;
-Τι θα θελες να είμαι; μούτρωσα.
-Ελα, μην κάνεις έτσι αλλά εσύ μου μοιάζεις για βασιλιάς, για αρχοντόπουλο, πες μου πως θα με παντρευτείς!
-Αααα! γέλασα. Πότε έφτασες μέχρι εκεί;
-Είδες πόσο εύκολο είναι; Εγώ λέω να έρθεις στη Λάρισα, να μείνουμε μαζί. Μη σε νοιάζει, έχω εγώ απ΄όλα. Σπίτια λεφτα, περιουσία.
Και φιληθήκαμε πάλι ενώ είχε φτάσει το άλλο τρένο κι άλλαζαν γραμή, και σφύριζαν αδιάκοπα μέσα στην ερημιά. Για μένα σφυρίζουν, σκέφτηκα. Ήταν τα τρένα της κόλασης που συναντιόνταν σε μια αποτρόπαια ερημιά. Το κρύο περόνιαζε τα κόκαλα, οι μύτες μας είχαν κοκκινίσει. Με τα χέρια σφιχτοδεμένα ορμήσαμε να προλάβουμε το δικό μας τρένο, μη μας φύγει, στο τσάκ αρπαχτήκαμε από τις λαβές της πόρτας που είχε μισοκλείσει και για λίγο ταξιδεύαμε κρεμασμένοι, μετέωροι, λίγο πριν το θάνατο. Η Αλίκη ούρλιαζε με τρόμο, το τρένο σφύριζε οι σιδεροτροχιές έβγαζαν σπίθες, τα μάτια μου πέταγαν σπίθες, θα πεθαίναμε τώρα που βρεθήκαμε; συλλογίστηκα. Το πλήθος από μέσα ούρλιαζε, ξεσκιζόταν στη λύπη ή τη χαρά για μας που ή θα πέφταμε στο γκρεμό ή θ άνοιγε η πόρτα και θα χωνόμασταν μέσα στο βαγόνι και θα γλιτώναμε από του χάρου τα δόντια. Κανείς δεν ήξερε. Όλα κρεμόταν από μια κλωστή. Ή ζούμε ή πεθαίνουμε. Τελικά η πόρτα άνοιξε, μας είδε ο οδηγός από τον καθρέφτη και τραβούσε τα μαλλιά του, θα με πάτε φυλακή ηλίθιοι, ούρλιαξε. Μπείτε μέσα! που να με πάρει και να με σηκώσει!
Μόλις έκλεισε η πόρτα, έγινε πρώτα μια σιωπή, όλοι μας κοίταζαν επιτιμητικά. Αγέλαστες μάσκες, ανδρών, γυναικών και μωρών παιδιών, μας κοίταζαν βλοσυρά κι έρχονταν προς το μέρος μας, έκαναν κύκλο απειλιτικό. Ήμασταν μέσα στο τούνελ. Μέσα σε ένα ανθρώπινο τούνελ. Γλιτώσαμε από το γκρεμό, δε θα γλιτώσουμε από δαύτους, είπε σιγανά δίπλα μου η Αλίκη και κρεμάστηκε στον ώμο μου. Ωχ, από τώρα ήθελε να την κουβαλάω, σκέφτηκα και την πήρα αγκαλιά με αγέρωχο ύφος προχώρησα, ανοιξα δρόμο στο φουρτουνιασμένο πλήθος. Προτού μπώ στο κουπέ μας έρριξα μια ματιά πίσω μου και τους είδα όλους να μειδιούν ειρωνικά με σφιγμένα χείλια.
Στριμωχτήκαμε από το πλήθος στο διάδρομο, μέχρι να φτάσουμε στο κουπέ είχα πάρει παραμάσχαλα την Αλίκη, με το δεξί μου χέρι, μπήκα μέσα κι ανάσαινα βαριά αφού την άφησα με σιγουριά στο κάθισμα. Εκείνη ανασηκώθηκε σχεδόν δακρυσμένη και με κοίταξε στα μάτια.
-Όταν σε κοιτάζω στα μάτια, καταλαβαίνω γιατί γεννήθηκα. Είσαι ένα άπλετο φως που άνοιξε ξαφνικά για να φωτίσει το σκοτάδι γύρω μου. Καλέ μου, είσαι ένα πανέρι γεμάτο λουλούδια. Τι καλός που είσαι; Γιατί είσαι τόσο καλός; Ξέρω πως δε θα ξαναβρώ άλλον σαν εσένα!
Είχε γυρισμένη την πλάτη προς τα παράθυρα του κουπέ και δεν έβλεπε κατα εκεί. Της έγνεψα με τα μάτια να γυρίσει, να δει. Δεν ήμασταν πια μόνοι. Στο παράθυρο στέκονταν δυο φιγούρες. Η Αλίκη στραβομουτσούνιασε στην αρχή αλλά αμέσως χαμογέλασε.
-Εμείς είμαστε! μου είπε.
Ήταν ένα νιόπαντρο ζευγάρι Εκείνη με το νυφικό πέπλο, αυτός με το γαμπριάτικο κουστούμι. Όρθιοι στο ανοιχτό παράθυρο απ όπου έμπαινε η απογευματινή ομίχλη. Και τι ωραία εικόνα! Σαν παλιά φωτογραφία από αλλοτινά άλμπουμ, όταν οι άνθρωποι παντρεύονταν. Είκοσι χρονών παιδιά θα ήταν. Εκείνος σγουρομάλλης ροδόξανθος, εκείνη μαυρομαλλούσα κοπελιά με χαμηλωμένα τα μάτια. Χωρίς να πούνε τίποτε, αγκαλιασμένοι πέρασαν δίπλα μας, άνοιξαν την πόρτα, βγήκαν, χάθηκαν μαζί με την ομίχλη.
Μείναμε μόνοι. Σκοτάδι. Είχε αρχίσει να νυχτώνει ή μπήκαμε σε μεγάλο τούνελ; Είναι το μεγαλύτερο τούνελ αγάπη μου με πληροφόρησε η Αλίκη που ήξερε τη διαδρομή. Τώρα; σκέφτηκα θλιβερός. Τι θα γινόταν τώρα; πως είχα μπλέξει ξαφνικά στα πλοκάμια του έρωτα; Και την αγαπούσα πραγματικά ή ήταν ο πόθος μόνο που με κυρίευε; Έλα μωρέ, αστειεύθηκα στον εαυτό μου. Τι αγαπάς; Πότε πρόλαβες μέσα σε δυο ώρες; Γίνεται, δε λέω, μου δικαιολογήθηκε αλλά εσύ τώρα είσαι ερωτευμένος; Και η Αλίκη σε αγαπάει;
Την κοίταξα που είχε κλείσει τα μάτια με το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα μου. Ήταν όμορφη με τα κατακόκκινα χείλια της μισάνοιχτα. Έσκυψα και τα φίλησα. Η ανάσα της με δρόσισε απαλά, αργοσάλεψε ανέμελα, κοιμόταν πράγματι. Έφερα το δεξί μου χέρι στο πηγούνι μου, το πιασα με τον δείχτη και τον αντίχειρα και έμεινα εκεί για λίγο σαν απομίμηση του σκεπτόμενου του Ροντέν, να κοιτάζω στο κενό από εμένα μέχρι εκεί που άρχιζαν τα τοιχώματα του τούνελ. Περνούσαν αστραπιαία, μαυρισμένα ντουβάρια, χώματα, πέτρες, πόσα χρόνια έκαναν οι άνθρωποι μέχρι να φτιάξουν τα πρώτα τούνελ; Θυμήθηκα που ήμασταν παιδιά και παινευόμασταν πως η χώρα μας επιτέλους έφτιαξε μεγάλα τούνελ όπως ή Αμερική, η Γερμανία κι άλλες χώρες. Σκέφτηκα κι άλλα πολλά μέχρι να βγούμε από το τούνελ, μέχρι που με πήρε και μένα ο ύπνος κι έγειρα στην αγκαλιά της Αλίκης.
Όταν κατεβήκαμε στο σταθμό, στη Λάρισα, οι συνεπιβάτες εξαφανίστηκαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Εμείς κατεβήκαμε τελευταίοι, μόνοι. Ερημιά. Η ώρα θα ήταν οχτώ το απόγευμα αλλά τίποτα δε σάλευε. Οι γραμμές των τρένων παιχνίδιζαν σαν φίδια από τα φώτα που λαμπίριζαν πάνω τους. Τίποτε άλλο. Καθίσαμε σε ένα πράσινο ή λαδί παγκάκι. Λαδί. Δεν ξέρω γιατί είχαν αυτή την προτίμηση να βάφουν λαδιά τα παγκάκια σε όλους τους σταθμούς. Δεν ήταν χρώμα αυτό. Αυτό ήταν μια μουντή συμφορά.
-Φτάσαμε, είπε στεναχωρημένη δίπλα μου η Αλίκη. Το ταξίδι τελείωσε. Αντίο αγαπημένε.
Άνοιξα τα μάτια μου, έτοιμος ν αρνηθώ, μα μου το κλεισε με την παλάμη της.
-Μη! Μην το χαλάσεις! Ξέρω πως θα είναι φριχτό για σένα, πως δε θα το αντέξεις αλλά πρέπει. Αντίο αγαπημένε.
Σηκώθηκε. Ήταν πράγματι πολύ λυπημένη. Κι εγώ. Έκανε μερικά βήματα, προς τα εκεί, γύρισε.
Μια στάλα όνειρο είμαι κολλημένο στο τζάμι
ο έρωτας κρεμασμένος στην πόρτα
τυφλός.
Λογαριάζει τα κορμιά που θα παραδώσει
Πρώτα αγαπήσαμε το θάνατο
έλα , έτσι κι αλλιώς δεν ζούμε.
Με θάλασσα θα σκεπαστώ απόψε
Θέλω τα πόδια μου να γίνουν κύμα
κι έτσι ανήξερο να γιατρευτείς
μικρό μου όχι *.*
Απάγγειλε τους στίχους και χάθηκε σαν ηχώ, στο άδειο του μεγάλου σκοταδιού που με τύλιγε. Έμεινα εκεί, καθισμένος να χαζεύω. Τίποτε δεν μπορούσα να σκεφτώ. Ήθελα να κλάψω αλλά δεν μπορούσα. Είναι καμιά φορά κάποιες λύπες αβάσταχτες. Όπως αυτές του χωρισμού. Όταν δυο άνθρωποι δε θα ξαναβρεθούν. Γιατι ο χωρισμός είναι σαν τον θάνατο. Σηκώθηκα. Περπάτησα δίπλα στις ράγες του τρένου. Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει αλλά δε με πείραζε. Τι να με πείραζε; Ήμουν ένας άνθρωπος που αγαπούσε τα ταξίδια με τα τρένα.
* Οι στίχοι είναι της Βενετίας Μακρυνώρη.
**Οι στίχοι είναι της ποιήτριας Χρύσας Αλεξίου.
ΤΕΛΟς

 

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2023

Ο ΧΡΌΝΟΣ

 

 


Πριν εικοσιδύο χρόνια. Ηγουμενίτσα στην ταβέρνα του Σωτήρη, στο παλιό λιμάνι, μου είπε: ζωγράφε θέλω ένα δέντρο να μου φτιάξεις. Ένα δέντρο που να κλαίει! με κέντρισε και να το αποτέλεσμα. Τη φωτογραφία την έστειλε ο Θάνος και μου θύμισε τι έφτιαχνα τότε. Την είχα ξεχάσει αυτή την τοιχογραφία και νόμιζα πως θα την είχαν σβήσει αλλά να, που μερικοί σέβονται τις ιδέες και τα έργα. Με προσπερνάει ο χρόνος, με ξεγελά και νομίζω πως ήταν χτες που ζωγράφιζα, λες και δεν πέρασε μια μέρα. Κι άλλοτε δεν περνάει μισή ώρα, ενώ περνούν χιλιετηρίδες. Αυτός είναι ο ανίκητος χρόνος.

ριτσος

  Ευλύγιστη στιγμή. Ωραίος άνθρωπος. Ωραίος ποιητής. Μόνο δυο κουβέντες και μια χειραψία αντάλλαξα μαζί του. Ήταν τότε που εξέδιδα το περιο...