Περνάει περπατώντας στο πλευρό, σαν τον κάβουρα. Με κοιτάζει. Τον κοιτάζω.
-Θέλεις μια...
-Γυναίκα; τον προλαβαίνω.
-Όχι, μια..
-Επιταγή; τον ξαναματαπρολαβαίνω με αγωνία.
-Μια...
-Τηλεόραση;..ξέρεις μου χάλασε η οθόνη...
-Μια...οχι..
-Μια γάτα. Σίγουρα γάτα θα πουλάς...δε θέλω, έχω τη δικιά μου..
-Μια...όχι... είναι καλή, εγώ την έχω τόσα χρόνια...Έχεις ανάγκες ε; και γυρνάει στα ίσια.
-Είναι καλή; α, για γυναίκα θα μιλάς. Δε θέλω, έχω τη δικιά μου. Δε ντρέπεσαι να πουλάς γυναίκα;
-Όχι..δεν...ξέρεις...Αυτή που σου λέω εγώ είναι η καλύτερη. Θα την πάρεις;
-Άμα λες πως είναι καλή να την πάρω. Να την πάρω. Ε, άμα έχεις και μια επιταγή...επιμένω.[ ο πεινασμένος, καρβέλια κτλ]
-Ξέρεις, μου λέει, εγώ μια βαλίτσα πουλάω και μου τη δείχνει όπως τη σέρνει στην ανηφόρα της Μπενάκη.
-Τι λες ρε! είσαι καλά; τι να την κάνω εγώ τη βαλίτσα; τον αγριοκοιτάζω για τα καλά.
-Είναι καλή η βαλίτσα κύριε, τι φωνάζετε; είπα μήπως θέλετε να πάτε ταξίδι; γιατί νευριάζετε; μπα σε καλό σου! και εξαφανίζεται δια παντός, αφήνοντας με me ανοιχτό το στόμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου