Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

ΤΟ ΤΈΛΟς Ή ΤΗΝ ΑΡΧΉ;

 


Εγώ γιορτάζω το τέλος του πολέμου, όχι την αρχή.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος είναι ο φονικότερος που έγινε πάνω στη γη. Πάνω από εκατό εκατομμύρια νεκρούς. Η Ελλάδα είχε περίπου 80.000 νεκρούς σε αντιστοιχία η Ρωσία πάνω από δέκα εκατομμύρια. Τριάντα χώρες ενεπλάκησαν με πρώτους τους Γερμανούς, τους Ιάπωνες, τους Ρώσους, τους Άγγλους κι αργότερα τους Αμερικάνους.
Έχουν περάσει περίπου 70 χρόνια από την έναρξη αυτής της παγκόσμιας τραγωδίας κι εμείς, οι επόμενες γενιές που έζησαν μόνο τον απόηχο του, έληξε με την ρίψη των δυο ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, με νικητές τους Αμερικάνους και τους Ρώσους με τους λεγόμενους συμμάχους. Φυσικά αν δεν είχαμε τη ρίψη των πυρινικών ίσως να πολεμούσαμε ακόμα. Έκανε δηλαδή κάποιο μεγάλο καλό μετά το μεγάλο κακό η ανακάλυψη της ατομικής βόμβας από τον Αινστάιν, τον Οπενχάιμερ και τον Μπράουν που βασικά ο πρώτος φοβόταν απόλυτα για αυτή του τη συμμετοχή.
Γιορτάζω το τέλος του πολέμου, όχι την αρχή. Αυτό το ΟΧΙ που φέρεται να είπε ο Μεταξάς, κατ εμένα τον είπε δια μέσου των συμφερόντων της αποικιοκρατικής δύναμης που λέγεται Αγγλία αλλά και πάλι έχει την αξία του. Οι Έλληνες πολέμησαν με την πλευρά των συμμάχων, νίκησαν την Ιταλία, υπέκυψαν στην σιδερόφραχτη Γερμανία, πολέμησαν σαν ήρωες, είπε και ο Τσώρτσιλ αυτό το γνωστό οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες, για να αποδώσει τιμή σε μας αλλά αμέσως μετά δημιούργησε τον Ελληνικό εμφύλιο με όλα τα κακά συνακόλουθα του.
Ο πόλεμος δεν είναι ποτέ καλός. Οι άνθρωποι όμως συνεχίζουν να πολεμάνε αδιάκοπα και, όσο και αντιμιλιταριστικό να είναι αυτό το κείμενο, όσο αντιπολεμικά άρθρα κι αν έχουν γραφεί και συνεχίζουν να γράφονται, οι άνθρωποι θα πολεμάνε αδιάκοπα. Ποια είναι η βασικότερη αιτία ενός πολέμου; χρειάζεται μόνο ένας Χίτλερ για να ματοκυλήσει την ανθρωπότητα και γιατί η δύναμη των λαών δεν μπορεί ν αποτρέψει τα σχέδια ενός παράφρονα κατά πολλούς ή μιας ιδιοφυίας από άλλους; Νομίζω πως ο κόσμος είναι αδύναμος και η λεγόμενη μάζα συμπαρασύρεται από λίγους που διοικούν αυτόν τον κόσμο. Αν πας στρατιώτης κι αρνηθείς να πολεμήσεις θα σε σκοτώσουν οι συνστρατιώτες σου. Θα σε πουν δειλό επειδή δε θέλεις να σκοτώσεις! η τέλεια παραλογία. Κατά βάση δε θα πολεμούσα ποτέ. Αυτά τα χτισμένα ιδανικά των εκάστοτε αρχηγών δε με αφορούν. Υποστηρικτικά, λένε πως αφού ο άλλος έρχεται να σου πάρει το σπίτι, πρέπει ν αμυνθείς και αφού αμύνεσαι, έχει αρχίσει ο πόλεμος για σένα. Λογικά εκεί σηκώνεις τα όπλα. Για το σπίτι, την οικογένεια, την πατρίδα. Και αντε πάλι από την αρχή. Μπορεί όμως ένας πόλεμος να είναι δίκαιος; στην ουσία όσοι το λένε εξαπατούνται, όλοι οι πόλεμοι έχουν οικονομικό κίνητρο και ως εκ τούτου και ο Δεύτερος παγκόσμιος. Η μισαλοδοξία των ηγετών παίζει το ρόλο της αλλά όχι τον πρώτο αφού άμα δε συμφωνήσουν οι ακολουθοι τίποτε δεν πρόκειται να γίνει απ όσα ευελπιστεί ο κάθε ηγέτης.
Γιορτάζω το τέλος του πολέμου, όχι την αρχή. Βέβαια, εμείς δεν ξέρουμε τι είναι ένας πόλεμος, τον γνωρίζουμε από τα βιβλία, από την τηλεόραση και δεν ξέρουμε ή δεν αισθανθήκαμε ποτέ τι είναι να σφυρίζουν οι σφαίρες γύρω σου, να πέφτουν οι χειροβομβίδες, να βουτάνε τ αεροπλάνα πάνω απ το κεφάλι σου, να βλέπεις τους συνάδελφους ακρωτηριασμένους, τους φίλους να πεθαίνουν χωρίς να ξέρουν γιατί κι έτσι ομιλούμε εκ του ασφαλούς χωρίς να υπολογίζουμε την στυγνή πραγματικότητα ενός πολέμου, ενός όχι ή ενός ναι, στον εχθρό, σ αυτή την ανόητη έλευση του πολέμου, όπως όλοι παραδεχόμαστε αλλά αρνούμαστε να μη συμμετέχουμε, να μη συνεχίζουμε αυτή την μωρή πραγματικότητα ενός πολέμου.

 

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

ΙΜΠΡΕΣΑΡΙΟΣ

 


Όλοι οι ζωγράφοι προσπαθούν απεγνωσμένα να διαμορφώσουν ένα στιλ αναγνωρίσιμο, που θα τους κάνει διάσημους και μου το λένε και εμένα που ποτέ δεν έκανα ανάλογες προσπάθειες και σκέψεις, επειδή δεν ανήκω σε καμιά σχολή, αυτό πιθανώς να έγκειται στο ότι δεν πήγα στην καλών τεχνών ή άλλη σχολή αλλά τόσα χρόνια μελετώντας ιστορία τέχνης, μόνος μου, δεν ένιωσα τέτοια ανάγκη, πειραματιζόμενος σχεδόν σε όλους τους -ισμους ξεκινώντας από την κλασική ζωγραφική και φτάνοντας μέχρι την μοντέρνα και μεταμοντέρνα τέχνη, αν και σταμάτησα πολύ σκληρά στον Πικάσο, πολλοί νομίζουν πως ο Πικάσο είναι αναγνωρίσιμος χωρίς να λαμβάνουν υπ όψιν τους πως αν τους δείξουν έναν πίνακα του Ζουαν Γκρι χωρίς υπογραφή θα αναφωνήσουν, ναι αυτός είναι Πικάσο, πόσο μάλλον του Ζορζ Μπρακ, τον οποίον κατάκλεψε, εκτός φυσικά από τα διάσημα και πασίγνωστα έργα που έχουν κατακλείσει τη μνήμη και την εικόνα μας, αλλά ας ξαναγυρίσω στο τι είναι αυτό που κάνει το στιλ, τι είναι αυτό που διαμόρφωσε ο Σαγκαλ και τον κάνει να ξεχωρίζει, αν και πρότερα οι ιμπρεσιονιστές μοιάζουν όλοι κατά κύματα από τον Σεζαν, πρόδρομος του κυβισμού λένε γι αυτόν, τον Ρενουάρ, τον Ντεγκά, που η ζωγραφική τους ήταν πιο κατανοητή, πιο φαγώσιμη, όπως τα νούφαρα του Κλοντ Μονέ κι ακόμα αυτός ο Μοντιλιάνι που όντως είναι ένα στιλ, ξέρετε γιατί; επειδή δεν πρόλαβε να μεγαλώσει και να βαρεθεί αυτά που έφτιαχνε και κάποτε θα επιζητούσε κάτι άλλο, γιατί η ζωγραφική είναι αναζήτηση, είναι ψαχούλεμα και προσπάθεια εξήγησης του κόσμου μας και άρα, μπορείς να ζωγραφίζεις με όποιον τρόπο σου αρέσει ανά εποχή ή επιταγή πελατείας, όπως ο Έντουαρτ Χόπερ ή ο Τζάκσον Πόλοκ και οι εξπρεσιονιστές με επικεφαλής τον Ρόθκο που έφτασε στο σημείο να μειώνει την τέχνη της ζωγραφικής με τα απλά τελάρα τριών χρωμάτων φτιάχνοντας το μεγάλο άσπρο και από τους Έλληνες να πούμε πως ο Φασιανός κόλλησε σ αυτές τις φιγούρες, ο Τσαρούχης σε γόνιμο ιμπρεσιονισμό, ο Εγγονόπουλος κοντά σε ένα στιλ αλά Ντε Κίρικο, ο Ρόρρης από τους πιο σύγχρονους στο γυμνό πασαλειμμένο με πούδρες σε χαμηλά υπόγεια, κάποιος Παυλόπουλος με κολλάζ και ένα σύνολο ακαταλαβίστικο μεταξύ Μιρό και Κλέε, μεγάλοι ζωγράφοι όλοι, δε λέω, να μην ξεχάσω τον Μπουζιάνη, που έμεινε πιστός στον προεξπρεσιονισμό, για να δείτε πως δε θα βγάλουμε άκρη προσπαθώντας να κατατάξουμε τους ζωγράφους ανά γενιά και χρονικές περιόδους που αναγκαστικά η τέχνη συμμορφώνεται σύμφωνα με την εξέλιξη του ανθρώπου, γιατί, όντως σήμερα δεν μπορούμε να φτιάχνουμε τοπιάκια και προβατάκια αλλά ηλεκτρονικούς υπολογιστές και ρομπότ, επειδή αυτό απαιτεί η σύγχρονη πελατεία επειδή η ζωή του ζωγράφου είναι δεμένη με την αγορά, πράγμα που σημαίνει τι ζητούν οι συλλέκτες και οι ιμπρεσάριοι για να προωθήσουν κάποιον καλλιτέχνη, ορίζοντας τι πρέπει να ζωγραφίζει για να πουλήσει επειδή, φυσικά μέσω αυτού θα γίνει γνωστός και άρα αναγνωρίσιμος και άρα έτσι θα έχει να φάει, να πιει, ν αγοράζει τα υλικά του και αν είναι ένα πράγμα που θέλω να τονίσω, είναι πως όλοι οι ζωγράφοι είναι αντιγραφείς των προηγούμενων, δεν φτιάχνουν κάτι καινούργιο, απλά επιδιορθώνουν το παλιό, το σπρώχνουν αργότερα λίγο παραπέρα και όσοι μιλούν για πρωτοπορίες είναι βαθιά νυχτωμένοι ή δεν έχουν διαβάσει και κατανοήσει σωστά ιστορία τέχνης από τον Απελλή μέχρι τον Μαρξ Ερνστ και τον Όττο Ντιξ, τα ονόματα που λέω μου έρχονται σαν απόρροια αυτών που έχω μελετήσει και δεν έχουν αναγκαστικά κάποια αξιολόγηση, ούτε επαίρομαι σαν κάποιους Κεσανλήδες ή άλλους σύγχρονους ακαδημαϊκούς μας, ξιπασμένους ή ξεπεσμένους που θέλουν κάποιοι να τους παρουσιάσουν το λιγότερο κάτι μεταξύ Ντα Βίντσι και Μπερνίνι που, ούτως ή άλλως υπήρξαν ιδιοφυΐες και το τι σημαίνει αυτό δεν είναι εξηγήσιμο το ταλέντο και πόσο βοηθήθηκε αυτό για να μεγαλουργήσει από αστάθμητους παράγοντες, ανάλογους χαρακτήρες, όρα Καραβάτζιο ή Νταλί ή αυτόν τον απίθανο Γκόγια και τον τρελό Βαν Γκογκ που η μοίρα, παράλογη αυτή η μοίρα, τον έκανε αυτόν που τον έκανε στον σύγχρονο κόσμο μας, άρα, εγώ ζωγραφίζοντας από τοπιάκια, σπιτάκια, προσωπάκια κι αργότερα κυβισμούς, εξπρεσιονισμούς και όλα αυτά τα τοιαύτα, προσπαθώ ν αποδείξω αυτό που είπε ο Μανέ, πως όποιος δεν μπορεί να ζωγραφίσει είναι τρελός, και στην πραγματικότητα πρέπει να κάψω μερικούς πίνακες μου που δεν είναι ανάλογοι του ύψους μου, έτσι με συμβουλεύουν κάποιοι εξέχοντες κριτικοί, όμως εγώ δεν τους κάνω τη χάρη και επανέρχομαι να ζωγραφίζω τον Σκρουτζ και τον Τζονι Ντεπ, ξαναγυρίζοντας στη βασική μου αιτία να ζωγραφίζω ότι μου ρχεται, έτσι όπως νομίζω εγώ, ανατονίζοντας πως η ζωγραφική είναι αυτή που είναι, δηλαδή αναπαράσταση και αντιγραφή της ζωής, άλλοτε σαν Θεόφιλος κι άλλοτε σαν Καζαντζάκης, αυτός ήταν άλλου είδους ζωγράφος κι άλλοτε σαν μικρό παιδί που χαίρεται όταν αρχίζει να ζωγραφίζει και βαριέται αφόρητα κάποτε και τα παρατάει μισοτελειωμένα, μισοαναρχίνητα και τρέχει να παίξει, χαρτιά, τάβλι, να πάει στα μπουζούκια, και να κλάψει στην ποδιά μιας παλιάς ερωμένης που την έλεγαν Ζωγραφιά.

 

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2020

ΕΙΣ ΈΠΑΚΡΟΝ

 

 

Πέρναγε κάποιος που έπαιρνε
τα μέτρα για τους άστεγους
επειδή ο κόσμος τελείωνε για μερικούς
αυτός δήλωνε μαζί με τους απεργούς
πως τα μέτρα δεν επαρκούσαν
Επειδή όμως το έπακρον της νιότης
διαρκούσε μόνο μισόν αιώνα
ο πράσινος κώλος της διπλανής κυρίας
δεν αρκούσε στον επελαύνοντα νεανία

 

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020

Η ΣΥΓΝΏΜΗ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΏΡΟΥ

 



Κάποιος είπε πως μια θάλασσα περνά
η αγάπη μου συγνώμη δε ζητά
τα σύννεφα μαζεύτηκαν στον ουρανό
πάντα εσένα ήθελα μα πίσω δε γυρνώ.

 

Μα εσύ είπες πως μια θάλασσα νικάς
Αφού όλο το Φθινόπωρο θα μ αγαπάς
Τα φύλλα έπεσαν ξανά κάτω στη γη
κι εμείς μείναμε άφωνοι μες τη σιγή

 

Κάποιος είπε πως τα δέντρα μας μισούν
ένας άνεμος που τον εφώναζαν σιμούν
Όλο το Φθινόπωρο είπα θα σ αγαπώ
δε φυτρώνουν όνειρα χωρίς νερό.

 

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020

΄ΈΝΑΣ ΣΤΟΥς ΔΥΟ

 


 

Προβοκάτσια, ξέρεις τι είναι ρε; μου λέει.
-Ε, χμ, ναι κάτι ξέρω, λέω.
-Προβοκάτσια είναι πολιτικός και στρατιωτικός όρος..
-Δεν είναι βίαιη, προκλητική και δόλια ενέργεια;
Με κοιτάει με μισό μάτι.
-Είναι Λατινογενής όρος και προσβλέπει στην σύγχυση, στη βία, απέναντι σε πρόσωπα, ομάδες, συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο.
-Φτάνει ρε μαλάκα, του λέω. Μη με γεμίζεις μύγες. Εγώ ξέρω πως η προβοκάτσια αποσκοπεί στον κοινωνικό αποπροσανατολισμό. Αυτό ξέρω. Δεν είναι αλήθεια;
-Κι αυτό είναι αλήθεια. Αλλά πρέπει να ξέρεις πως οι προβοκάτορες δημιουργούν ψευδείς ειδήσεις, υιοθετούν απόψεις με στόχο να πλήξουν, να βλάψουν, να εκδικηθούν.
-Ποιους να εκδικηθούν;
-Τους αντιπάλους, συνεχίζει απτόητος ο μαλάκας. [σηκώνει το πρόσωπο στον ουρανό] Το ισχυρότερο όπλο της μαχητικής προπαγάνδας είναι η προβοκάτσια που μπορεί να επηρεάσει την ψυχολογία της μάζας και να την οδηγήσει σε overkill..
-Ε, σιγά ρε! Όουπ, πήρες φόρα. Τι είναι αυτό το οβερ.. πως το πες;
-Τι να σου πω, ρε που είσαι όρνιο! με κοιτάζει με οίκτο. Ούτε Αγγλικά δεν ξέρεις ρε κακομοίρη που τα μιλάει και η κουτσή Μαριώ.
-Ποια είναι αυτή; τον μπερδεύω,
-Η Μαριώ; συνέρχεται. Άσε με ρε να σου εξηγήσω. Λοιπόν οβερκιλλ είναι η βίαιη δράση που μπορεί να καταστεί επικίνδυνη σε περιόδους κρίσης όπως αυτή που διανύουμε τώρα.
-Χτες δηλαδή έγινε προβοκάτσια;
-Εμ τι θες να έγινε; με κοιτάζει αφ υψηλού υπεροπτικά. Σίγουρο, εκατό τοις εκατό. Μπάτσοι ντυμένοι κουκουλοφόροι δημιούργησαν αυτό που είδατε, με σκοπό να διαλύσουν τους αγανακτισμένους. Την μάζα. Σ αυτή που ανήκεις και συ.
-Είμαι μάζα εγώ;
-Ε, τι είσαι! [με κοιτάζει με σιχασιά]
-Και το κράτος; Το κράτος μου δεν με προστατεύει; Δηλαδή το κράτος η επίσημη Ελλάδα χτες, θες να πεις η κυβέρνηση ο Μητσοτάκης και λοιποί έδωσαν τέτοιες εντολές; Μα αυτό δεν είναι κράτος.
-Κάνεις λάθος. Αυτό είναι το κράτος. όπως όλα σου τα μάθανε στραβά, έτσι έμαθες κι αυτό. Μπούφος γεννήθηκες κορυδαλλός θα πεθάνεις.
-Γιατί Κορυδαλλός παρακαλώ;
-Είπα εγώ Κορυδαλλό;
-Τώρα δεν είπες;
-Ε, ναι, εκεί πρέπει να τους πάνε όλους αυτούς. Στον Κορυδαλλό. Όλους και προπάντων τους προβοκάτορες.
-Δηλαδή ο ένας στους δυο Έλληνες είναι προβοκάτορας; ρωτάω γελώντας
-Ναι ρε τι γελάς; Ο ένας στου δύο. Εσύ κι εγώ.
-Μα εγώ είμαι ο εαυτό σου. Το μέσα σου. Δεν είμαστε δυο.
-Δυο είμαστε μη γελιέσαι. Γι αυτό έχουμε διχογνωμία και δεν συμφωνούμε ποτέ σαν λαός. Δεν συμφωνούμε ούτε με τον εαυτό μας.

 

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020

ΠΟΙΗΜΑ

 

 

Δεν πήρα τίποτα μαζί μου
Ούτε το μαύρο τζιν που σου άρεσε τόσο
Ούτε την λύπη σου που έφευγα.
Σκέφτηκα μονάχα πως το Καλοκαίρι
Θα βρισκα μια καινούρια αγάπη
..κι έπειτα, λίγος είναι ο τόπος
μπορεί να χαθούμε σε τόσο λίγο τόπο;
Εμείς δεν είμαστε σαν τους άλλους.
Δεν πήρα επίτηδες τίποτε μαζί μου
επειδή ήταν σίγουρο πως θα ξαναγυρίσω
-το μαύρο τζιν σχισμένο στο δεξί γόνατο
μην ξεχάσεις να το ράψεις-
αν και πάντα μου άρεσαν οι σχισμές
εκεί που κρύβουν οι άνθρωποι τις ανημπόριες τους.
Δεν πήρα τίποτε μαζί μου.
 
ΠΟΙΗΣΗ Κ. ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ.

 

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2020

Ο ΣΚΥΛΟΣ ΤΟΥ ΑΎΡΙΟ

 


Είχα διαβάσει πρώτα ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ. ΄Υστερα έπιασα τον ΟΔΥΣΣΕΑ. Τον παράτησα μετά από κάποιο βαθμό δυσχέρειας. Ήμουν μικρός και ο σουρρεαλισμός μου φαινόταν δύσκολος, ακαταλαβίστικος. Προτιμούσα τα ρεαλιστικά - κλασσικά κείμενα. Ουγκώ, Σαίξπηρ. Μπαλζάκ, Μικρό ήρωα, Μάσκα, ότι εύρισκα μπροστά μου αλλά από σουρρεαλισμό, νόμιζα πως με κοροιδεύουν αυτοί οι συγγραφείς. Ύστερα από λίγα χρόνια κι αφού είχα σχεδόν ξεμπερδέψει με όλη τη λεγόμενη κλασσική λογοτεχνία, ξαναγύρισα στον μαγευτικό κόσμο των ονείρων του υπερρεαλισμού. Άνοιξα τον ΟΔΥΣΣΕΑ του Τζόυς αυτού του μαγευτικού συγγραφέα και τρελάθηκα.
Μπα, ποιος είναι ο τύπος με το αδιάβροχο; Κοίτα ντύσιμο, ωραία πράματα! Τι ετοιμάζεται να φάει; Μη λες τίποτα. Είναι δυναμωτικός ζωμός, στο ορκίζομαι. Πράγματι το έχει μεγάλη ανάγκη. Γνωρίζεις τα Ρούσσικα τσαρούχια; Το γέρο σκουληκιάρη του Ρίτσμοντ; Όλο φούρκα! Νόμιζε ότι είχε ένα καντάρι μολύβι στην ξερή του. Απατηλή παραφροσύνη....
...Έπ! βουλώστε τον καταπιώνα σας, πλαάφ! πλαάφ! Πήρε φωτιά. Νατους που έρχονται. Οι πυροσβέστες! Στρίβουμε. Απ την οδό Μάουντ. Εσύ δε θάρθεις; Τρέχουμε, τριποδισμός, καλπασμός. Πφφάφ! [Απ τον Οδυσσέα, τυχαία αποσπάσματα]
Στις αρχές του 1900 να γράφει τέτοια πράγματα; Βέβαια η μεγάλη άνθιση του σουρρεαλισμού τότε αρχίζει. Η Οδύσσεια του κυρίου Μπλούμ αρχίζει μια μέρα- την 16η Ιουνίου 1904- είναι ο μυθιστορηματικός χρόνος του Οδυσσέα κατα τον Τζόυς. 800σελίδες για ένα εικοσιτετράωρο. Ο Τζόυς που είχε άλλα εννέα αδέρφια γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1882. Πήγε στο Παρίσι να σπουδάσει γιατρός αλλά σε ένα χρόνο τα παράτησε και γύρισε στο Δουβλίνο. Έκτοτε άρχισε μια πορεία αυτοεξορίας που θα διαρκέσει μέχρι το θάνατο του. Κάνει διάφορες δουλειές βιοποριστικές και για να δημοσιεύσει το πρώτο του βιβλίο συναντά τεράστιες δυσκολίες. Πάνω από σαράντα εκδοτικοί οίκοι τον είχαν απορρίψει. Ναι, παντού σε όλο τον κόσμο οι εκδότες την ίδια μούρη έχουν. Ο Τζόυς πέθανε στη Ζυρίχη το 1941. Σήμερα τα βιβλία του εκδίδονται σε όλον τον κόσμο. Συνήθης μοίρα των μεγάλων συγγραφέων.
Τι μου ήρθε σήμερα με τον Μπλούμ; Με τον Τζόυς ήθελα να πω, ή τον Στήβεν, που τελικά κατεβαίνει και στον΄Άδη, συναντάει την Κίρκη ταις Λαιστρυγόναις και ταις Κύκλωπαις; Τίποτε σπουδαίο, βρέχει ασταμάτητα και ο σκύλος μου αρρώστησε. Το άτομο που κάθισε απέναντι μου ήτο ένας μεμψίμοιρος κόλαξ, κοκαλιάρης, με ένα τεράστιο μυτερό πηγούνι, πελώριο στόμα, στρογγύλους οφθαλμούς, βελονωτά μαλλιά και γένεια μαύρα, κατάμαυρα, μπλάκ, πολύ μπλάκ, Αφρικάνος δεν ήταν, μάλλον Ευρωπαίος χλιδέστατος, κοκκινισμένος στα μούτρα από τη μπύρα, το ουίσκι ή ότι άλλο έβρισκε μπροστά του. Ο σκύλος μου τελικά ψόφησε, Τα κακάρωσε δεν έχω άλλον σκύλο, ούτε θα αγοράσω, αφού ο Αζώρ πέθανε χτες το πρωί και δεν ξέρω πότε θα τελειώσω την ανάγνωση του Οδυσσέα. Μα δεν τελειώνει ποτέ αυτή η ανάγνωση με πληροφόρησε ένας αναγνώστης του ιδίου θέματος με μένα. Είναι ένα ατέλειωτο βιβλίο, συνέχισε κι εγώ τον παράτησα στην άκρη του γκρεμού να σπαρταράει κάτω και πίσω από τις σελίδες του Οδυσσέα. Καλημέρα σας.
 
Από τη ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, το τελευταίο μου μυθιστόρημα.

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

ΑΥΤΌ ΠΟΥ ΈΚΡΥΒΕ

 

 

 



 

Η πρώτη μου μεγάλη αγάπη, ήταν τόσο μικρή, ίσως, εφτά ή οχτώ χρονών, ένα κορίτσι της γειτονιάς με αχτένιστα μαλλιά, μεγάλα μάτια, απορημένα, πράσινα με λίγο κόκκινο στις άκρες, συνήθως μουντζούρικο πρόσωπο με εξογκωμένα τα μήλα, τις παρειές και μου λεγε τότε ο πατέρας, με άγριο, βλοσυρό ύφος, σαν να κρυβε κάποιο μυστικό αυτό του ύφος, πως, δεν είναι για σένα αυτά τα πράγματα, είσαι μόνο εννιά χρονών, ήμουν ένα χρόνο μεγαλύτερος από την Σταυρούλα αλλά εγώ ένιωθα έντονα την επιθυμία να είμαι μαζί της, στα στενά, πίσω από τις ακακίες, να της πιάνω το χέρι και να κοιταζόμαστε ώρες στα μάτια, δεν ξέραμε και τι άλλο να κάναμε, η Σταυρούλα δεν μιλούσε ή μιλούσε σπάνια, δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά κι όταν εγώ έπαιζα, γιατί εμένα μου άρεσαν όλα τα παιχνίδια, ερχόταν και καθόταν μόνη στο πεζούλι της αλάνας, κι έκλαιγε που ήταν μόνη κι εγώ από τότε σκεφτόμουν τι είναι η μοναξιά, η μοναξιά του καθενός είναι η μοίρα του, έγραψα τόσο μικρός και ζωγράφισα σε μια μικρούλα πέτρα, με μια άλλη πέτρα, την Σταυρούλα που της την χάρισα και την έχει ακόμα φαντάζομαι, και χαμογέλασε, χαμογελούσε, τρία ή τέσσερα χρόνια αργότερα, που άρχισε να γίνεται γυναίκα, το μικρό της στήθος μεγάλωνε, όπως μεγάλωνε και μένα η απαυτή μου κι όποτε την συναντούσα, προσπαθούσα να κρύψω το φούσκωμα του παντελονιού αλλά είναι μερικά πράγματα που δεν κρύβονται, γι αυτό κοκκίνιζα αλλά ούτε ντρεπόμουν ούτε φοβόμουν αφού η επιθυμία γινόταν σφοδρή, τόσο που τις νύχτες, τις απέραντες νύχτες, ξυπνούσα μούσκεμα ανάμεσα στα σκέλια, με μια απίστευτη γλύκα αλλά και λίγο ντροπή που η μητέρα μου τα έβλεπε και μια μέρα με κοίταζε με χαραγμένο ένα χαμόγελο στο ωραίο της πρόσωπο, ήταν πολύ όμορφη η μητέρα, κρατώντας το λεριασμένο σωβρακάκι μου και δεν είπε τίποτε, τι να λεγε, κατάλαβε πως γινόμουν άντρας, έτσι ένιωθα κι εγώ μια μικρή περηφάνια, μέσα στη βροχή, μια ραγδαία καταιγίδα που μας έπιασε στον δρόμο που τρέχαμε με την Σταυρούλα, ώσπου σταματήσαμε σε ένα τσίγκινο υπόστεγο, πίσω από τις ακακίες, μπήκαμε μέσα με τα νερά να τρέχουν πάνω μας, τα όνειρα να παιδεύονται, οι πρώτες λέξεις που θα πεις εκεί, δεν βγαίνουν, πόσο μάλλον όταν είσαι δεκατριών χρονών και θέλεις να κάνεις έρωτα, να δεις για πρώτη φορά το εφηβαίο και το γυμνό στήθος μιας γυναίκας, που ήταν τόσο κοντά μου και με ήθελε κι αυτή, όσο κι εγώ, η Σταυρούλα κι εγώ ο Αντόνιος, έτσι με φώναζαν όλοι και μου άρεσε, μόνοι μέσα σε ένα τσίγκινο υπόστεγο, με την βροχή να σέρνεται, τώρα ήσυχα, τόσο που φοβήθηκα μήπως τώρα θα ήθελε να φύγουμε και χωρίς να το καταλάβω την φίλησα στο στόμα, έτσι που είχε μείνει μισάνοιχτο να με κοιτάζει και με φίλησε κι εκείνη είναι αλήθεια λίγο άτσαλα, αυτό το κατάλαβα μετά αλλά, τότε λίγο με ένοιαξε αφού η ανάσα της, η ανάσα ενός κοριτσιού δεκατριών χρονών, ήταν, δεν ξέρω ακόμα να δώσω με κάποιες λέξεις, το άρωμα που μου έχει μείνει στο μυαλό πάντοτε όταν την φέρνω κοντά μου, ανασκαλεύοντας το παρελθόν μου, ψάχνοντας να καταλάβω, πως ήταν εκείνη η πρώτη αγκαλιά, μιας σμίξης που έγινε βιαστικά, σαν να μην έπρεπε, σαν να ήταν κάτι που δεν έπρεπε να κάνουμε, ήταν μια αμαρτία θα έλεγε ο παππάς αλλά η Σταυρούλα ένιωσε πολύ ευτυχισμένη, αμίλητη σε ένα χρόνο νεκρό, με ένα γελάκι να σκάει στα ωραία της χείλη, κι εμένα να μου αρέσει, να νιώθω απίστευτα γεμάτος, μια χαρά ξεπηδούσε από το στήθος, το στήθος ενός παιδιού που μεγάλωνε και γινόταν άντρας, ενώ το λίγο κόκκινο, πηχτό αίμα, αίμα κι επιθυμία, σκουπιζόταν, όπως σκουπιζόταν, κι έκαιγε, τσουρούφλιζε μια απίστευτη επιθυμία, πάλι η επιθυμία, τον νου να είμαστε πάντα μαζί, κι αφού το ξερα, δεν ξέρω πως, ότι αυτό δεν θα γινόταν ποτέ, αφού γνώριζα από τότε την αιώνια πραγματικότητα μου.

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020

ΚΑΚΩΝ ΤΕΧΝΏΝ ΕΓΚΏΜΙΟΝ

 


ΚΑΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ Εγκώμιον
...κι αυτοί που παραγγέλνουν έναν πίνακα που
να ταιριάζει με το σαλόνι τους έχουν δίκιο και οι
άλλοι που γελούν ειρωνικά με αυτή την άποψη
έχουν άλλο δίκιο.
Η ζωγραφική ταιριάζει στα σπήλαια αλλά και στους
τοίχους του σπιτιού μας.
Είναι η χαρά του μυαλού ενάντια στους εχθρούς της ανθρωπότητας.
Βγάζω κάποιον ή κάτι σ ένα σημείο ώστε να το δουν οι άλλοι,
στην προκειμένη περίπτωση έργα ζωγραφικής.
Πως νιώθει ο ζωγράφος όταν εκτίθεται;
[Οι ζωγράφοι είναι παράξενοι άνθρωποι-εγώ δεν είμαι παράξενος,
άρα συνεπάγεται πως δεν είμαι ζωγράφος.] Συνήθως, μάλλον περήφανος,
συλλέγει εγκωμιαστικά σχόλια, αν γνωρίζει πως έχει φτιάξει έργα που
θα τ αγαπούν εχθροί και φίλοι. Στην ουσία απόμακρος από αυτό το νταβατούρι,
νταβατούρι γι αυτόν ήταν όταν ζωγράφιζε αυτά τα έργα που οι άλλοι θαυμάζουν
τώρα, στην πραγματικότητα κοκκινίζει σαν παιδί όταν του πλέκουν επαίνους
και κολακείες, είναι ένας τρόπος άμυνας αυτός απέναντι σε πραγματικά
ανοιχτά στόματα αλλά και σε ψεύτικα χαμόγελα, υποκριτικούς θαυμασμούς.
Όταν εκτίθεσαι είσαι μια πόρνη που σουλατσάρει στο πεζοδρόμιο δείχνοντας
τα κάλλη της. Στην πραγματικότητα η μεγάλη ζωγραφική γίνεται με βάση
τις παραγγελίες. Και η Γκέρνικα μια τέτοια ήταν
Γιατί φτιάξατε αυτά τα σχεδόν παιδικά ζωγραφίσματα;
Ξέρω γιατί αλλά και να το εξηγήσω θα φανεί απλοϊκό.
Πάντως, νομίζω πως το φχαριστήθηκα πάρα πολύ γιατί ένιωσα
ελεύτερος να κάνω ότι και όπως γουστάρω!
Έχεις γνωρίσει πραγματικά Μεγάλους ζωγράφους;
Ναι, τον Άγγελο Σπάρταλη, τον Βασίλη Αράπη, τον Σπύρο Γκεώργα, τον Τσαρούχη,
τον Σωτήρη Σόρογκα, τον Μιχάλη Κόκκινο. Με τον Τσαρούχη έκανα λίγο παρέα.
Ήταν σοβαρός, φιλοσοφημένος άνθρωπος.
Τι γίνεται με την αμοιβή;
Νηστικός ζωγράφος δε δουλεύει. Τα περί αντίθετης άποψης είναι για τα παραμύθια-εννοείται πως οι αμοιβές μπορεί να είναι και πενιχρές αλλά είναι κάποια λεφτά.
Γιατί ζωγραφίζεις;
Αυτό κι αν είναι ερώτημα! φυσικά μου αρέσει, από παιδί μου φαινόταν
ευχάριστο και ...εύκολο. Είναι μια ερώτηση που απευθύνεται σε όλους
όσους ζωγραφίζουν- ζωγράφους και μη.
Υπάρχουν και μη ζωγράφοι που ζωγραφίζουν;
Οοου! πολλοί, οι περισσότεροι δηλαδή. Οι πραγματικοί ζωγράφοι είναι ελάχιστοι.
Και μάλλον πεθαμένοι-ίσως εκείνοι της Αναγέννησης ο Λεονάρντο
ο Καραβάτζιο, ο Ραφαήλ και οι συν αυτοίς, να ήταν κάτι διαφορετικό.
Είχαν σπουδάσει "άλλη" ζωγραφική.
Σου αρέσουν οι γυναίκες;
Και οι άντρες.
Τι σε ενοχλεί περισσότερο;
Οι ανοησία κι αυτοί που κάνουν τους έξυπνους. Η φτώχεια και του μυαλού και
η πραγματική ένδεια-να μην έχεις δηλαδή τα προς το ζην. Ο πόλεμος και η αγαμία.
Οι άνθρωποι πρέπει να ζουν ερωτευμένοι, ο Χριστιανόπουλος που το παίζει
... Καβάφης! ο Κωνσταντίνος Τζούμας που δεν ξέρω γιατί παρευρίσκεται παντού,
η Καρυοφυλλιά επειδή μεγάλωσε, οι Έλληνες που παραμένουν αδιάβαστοι.
Μετάνιωσες που δεν πήγες Καλών τεχνών;
Μα δε θα έμπαινα! θα με απέρριπταν.
Είσαι αλαζόνας; υπερόπτης;
Όχι. Λίγο περήφανος σε μικρές εξομολογήσεις καμιά φορά κι αυτό μου κοστίζει.
Σαρκαστικός μερικές φορές, με κάποια πικρή ειρωνεία. Ο καυχηματίας και ο
κομπαστής είναι μικροί άνθρωποι.
Τι είναι η φήμη; νομίζεις πως αξίζει σ αυτούς που την έχουν; θα σου άρεσε
να ήσουν ξακουστός; διάσημος;
Νομίζω πως από μικρός μου άρεσε, μου άρεσαν οι ξακουστοί,
οι γενναίοι, οι ξεχωριστοί άνθρωποι και προσπαθούσα να τους γνωρίζω, να μαθαίνω
τα πάντα γι αυτούς, όχι δεν προσπαθούσα να τους μοιάσω, σίγουρα
επηρεαζόμουν απ κάποιους, απλά ακόμα και τώρα
μου αρέσουν οι σπουδαίοι άνθρωποι. Προσωπικά δε θα μ άρεσε να ήμουν
διάσημος, νομίζω πως δεν αντέχω αυτή τη φασαρία γύρω μου-έχω νιώσει
κάποιες τέτοιες καταστάσεις και βρέθηκα σε κάποια αμηχανία. Αμηχανία με
τον τρόπο που αντιδρά το κοινό, ο πολύς κόσμος απέναντι στο είδωλο.
Εγώ θέλω να διασχίζω το δρόμο ελεύτερος, να μη φοβάμαι, να είμαι δίπλα
και μέσα στον κόσμο και όχι να έχω φύλακες και μπράβους γύρω μου
που θα προστατεύουν τη σωματική μου ακεραιότητα.
Κι ας επανέλθουμε στη ζωγραφική και πιο πολύ σ αυτό που έφτιαξες
και παρουσιάζεις τώρα. Τι θα πει, Αν η ζωή ήταν ακίνητη εικόνα;
γιατί αυτός ο τίτλος; εγώ βλέπω κίνηση, χρώμα, πολύ χρώμα, πρόσωπα,
ψηλά κτήρια, ουρανοξύστες είναι; και πάντα ένα δέντρο
υπάρχει σε όλους τους πίνακες.
Αν η ζωή ήταν ακίνητη εικόνα είναι μια φράση που βγήκε στη πορεία
αυτής της εργασίας, κατ εξοχήν γιατί τη στιγμή που ορίζονται οι εικόνες,
είναι σα να σταματάει ο χρόνος, αυτό ήθελα να πετύχω και δεν
ξέρω αν το κατάφερα. Η ζωή όμως δεν είναι ακούνητη,
εμένα θα μου άρεσε να είναι κάποιες
φορές κι αυτό γιατί γνωρίζω πως αυτό ακριβώς, είναι ακατόρθωτο!
[Πάντα μου άρεσαν τα ακατόρθωτα.] Κίνηση δεν έχουν αυτά τα έργα,
τα κτήρια είναι πανύψηλα, κάτι σαν ουρανοξύστες και το δέντρο είναι
μια αγάπη που έχω από μικρό παιδί για τα δέντρα, γενικά το δάσος αλλά πιο
πολύ τα απομονωμένα δέντρα-εγώ μεγάλωσα με τις ελιές, τις οξιές,
τα πλατάνια και τις αχλαδιές. Κάποτε έγραψα πως μερικές φορές
νιώθω πιο ψηλός από τα δέντρα αλλά δεν είμαι.
Ο Τσόκλης είπε πως δεν κατάφερε να φτιάξει το αριστούργημα του, εσύ νομίζεις
πως έχεις φτιάξει το δικό σου;
Χαχαχα! όχι, δεν έχω φτιάξει ούτε την Κραυγή, μηδέ τη Τζοκόντα, ούτε τη
Γέννηση της Αφροδίτης και τόσα άλλα που χαρακτηρίζονται ως αριστουργήματα
και ούτε ξέρω αν θα το φτιάξω ποτέ. Νομίζω πως αρκετά από αυτά είναι
υπερτιμημένα και πως ούτε ο Νταβίντσι θα θεωρούσε τη Τζοκόντα το
αριστούργημα του, ποσώς ο Μούνκ την Κραυγή του.
Δε θαυμάζεις δηλαδή ένα σπουδαίο έργο τέχνης;
Θαυμάζω αλλά δεν νιώθω κανένα αίσθημα λατρείας προς κανένα έργο τέχνης.
Απλά, παραδέχομαι πως είναι σπουδαία εργασία, πως να σου πω,
δεν είμαι εγώ από τους ανθρώπους που εκδηλώνεται με τέτοιους ορισμούς:
αριστούργημα, τέλειο, φανταστικό, μεγαλούργημα. Μόνο μου αρέσει η σωστή
εργασία του καθενός.
Ζηλεύεις κύριε Πλιάτσικα;
Τίποτε.
Δεν είπες ποτέ πως αυτόν τον πίνακα ήθελα να τον είχα φτιάξει εγώ;
Όχι, γιατί έχω φτιάξει άλλους που θα ήθελαν να ζωγραφίσουν άλλοι.

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

ΈΛΕΓΧΟΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΠΌΝΟΥ

 


 

Έτσι πως έγιναν και γίνονται τα πράγματα είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε πως οι δυσμενείς υποθέσεις των προηγούμενων γενεών για την κατάσταση που θα ζητηθεί να βιώσουμε εμείς, και οι αμέσως επόμενοι με πρώτους τα παιδιά μας, είναι αναντίρρητα ζοφερή. Το μεγαλύτερο πρόβλημα φαίνεται να άρχισε  όταν γιγαντώθηκαν οι τεχνολογικές εταιρείες, facebook, Google, twiter, κλπ και είναι η πρώτη φορά με βάση παγκόσμιες εκτιμήσεις που επηρεάζουν από το καλύτερο στο χειρότερο τόσο μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Δυόμισι δισεκατομμύρια το facebook, για να πάρουμε ένα παράδειγμα που σύμφωνα, πάλι με διεθνείς μετρήσεις μας έκανε όλους-μα όλους! αλγοριθμικές μαριονέτες. Μας έκανε να νιώθουμε πιο μόνοι, αντί να μας φέρει πιο κοντά, αντίθετα μας απομονώνει, μας απομακρύνει και μεγαλώνει τη μοναξιά μας.

Όλα αυτά που νιώθω είναι φανερά η αβεβαιότητα μετά από δεκαπέντε χρόνια και πλέον χρήστης αυτών των συστημάτων, διαβάζοντας και μελετώντας, άρθρα, συζητήσεις, κείμενα, σοβαρών, σπουδαίων επιστημόνων, υπευθύνων, συγγραφέων, αλλά και του απλού κόσμου που η γνώμη του βαραίνει ουσιαστικά αλλά που δεν είχε τη δύναμη να αντισταθεί, μόλις τώρα μου καρφώθηκε η ιδέα, πως από εδώ και πέρα θα είναι ανέφικτη οποιαδήποτε συλλογική αντιμετώπιση του προβλήματος. Ακόμα πως φαίνεται για πρώτη φορά στο παγκόσμιο στερέωμα μια τεράστια απειλή για τη δημοκρατία κι αυτή εκφράζεται -η απειλή- από ανθρώπους που ελέγχουν αυτούς τους γίγαντες, όπως ο Ζακενμπεργκ, ο Τζεφ Μπέζος που μερικοί θέλουν να τον κάνουν Έλληνα, λες και έχει καμιά σημασία πια αυτό, ανέκαθεν το χρήμα δεν έχει πατρίδα,- η Μακέντζι Σκοτ η συγγραφέας και φιλάνθρωπος και τέλος πάντων οι περίπου πεντακόσιοι πιο πλούσιοι άνθρωποι αυτού του καιρού έγιναν πιο πλούσιοι, δηλαδή αύξησαν την περιουσία τους εν μέσω πανδημίας, πάνω από ένα τρισεκατομμύριο. Και φυσικά όλοι αυτοί έγιναν μέσω του χρήματος και του τέρατος της τεχνολογίας, φασίστες παντός είδους και είναι όλοι πανομοιότυποι, λες και βγήκαν από κάποιο μαγικό καλούπι. Τα δε ΜΜΕ τους ανεβοκατεβάζουν συνέχεια, τους διαφημίζουν, γράφουν με στομφώδη λόγια την βιογραφία τους και πως απέκτησαν τα πλούτη με έναν θαυμασμό που προκαλεί και προσκαλεί τον κάθε επίδοξο ηλίθιο να προσπαθήσει ν ακολουθήσει αυτό το πρότυπο. Όλα τα μέσα τους λιβανίζουν. Λιβανίζουν με στόχο να εκμαιεύσουν και να καρπωθούν υλικά.

Μας δίνουν δε, τόσο πολλή πληροφόρηση και μας οδηγούν στην παθητικότητα και τον εγωισμό, αυτά είναι δυο οικτρά συμπεράσματα που αποκαλύπτονται με βάση τα πεπραγμένα όλων των μεγάλων πλατφορμών, από το εντελώς φασιστικό facebook που ξεκίνησε από μια παρέα φίλων για να καταλήξει σ αυτό το έκτρωμα αγκίστρωσης και εθισμού δισεκατομμυρίων ανθρώπων, επειδή τους κολάκεψε, τους άνοιξε μια οθόνη, τους παραχώρησε έναν θώκο αποβλάκωσης, μέχρι το τελευταίο ιστολόγιο που προσπαθεί να τους μοιάσει. Υπάρχουν οι περισσότεροι απ τους ακολουθητές του fecebook που δεν μπορούν να ζήσουν δίχως like, η χαζογκόμενα και ο πανύβλακας που ανεβάζοντας κάθε μέρα φωτογραφίες και κάποιες εξυπνάδες νομίζει πως έγινε κάποιος και περηφανεύεται για τα τόσα like τους χιλιάδες φολόουερς, ενώ είναι σίγουρο πως έχει χάσει κάθε επαφή, κάθε πραγματική επικοινωνία με τη χαρά της ζωής, την ανταπόδοση, τη φιλία, την αγκαλιά.

Φυσικά μέσα σ αυτό το τεράστιο πλήθος, ανήκω κι εγώ που παραμένω αμέτοχος χρήστης. Παραμένω αδρανής ανάμεσα σας, ανάμεσα στους αδύναμους και εδώ είναι ο βασικός στόχος όλων αυτών των silikon Balei, όλων αυτών των τεχνολογικών εξελίξεων που θέλουν  ν αποκρύψουν την αλήθεια κι ακόμα να σταματήσουν κάθε αντίδραση, κάθε ίχνος που θέλει να έχει διαφορετική γνώμη. Θυμάμαι πως παλιά, κατέβαιναν πεντακόσιες χιλιάδες οικοδόμοι στο κέντρο της Αθήνας και έτρεμαν οι κυβερνήσεις-θα μου πεις τι κατάφερναν κι αυτοί- αλλά σήμερα αν βγεις στο δρόμο μόνος και να φωνάξεις εναντίον του facebook να είσαι σίγουρος πως θα σε σκοτώσουν! θα σε σκοτώσει ο μεγάλος αδερφός, ο σιδερένιος υπολογιστής, το ανώνυμο πλήθος που δεν μπορεί πια να ζήσει δίχως Amazon, δίχως το χυδαίο, χωρίς το πορνό που επιτρέπεται αλλά δεν επιτρέπεται, με την Κατίνα που δημοσιεύει κάθε μέρα τι φαγητό μαγείρεψε, με τα άψυχα χρόνια πολλά.

Αυτοί, λοιπόν οι αποκαλούμενοι επενδυτές υψηλού ρίσκου αμβλύνουν όλα τα ανθρώπινα προβλήματα, μολύνουν το τοπίο της πληροφορίας και κάνουν δυσκολότερη τη συνάντηση με διαφορετικούς ανθρώπους! Αυτό, νομίζω είναι και ο κύριος στόχος τους: η συνάντηση των διαφορετικών ανθρώπων, επειδή αυτοί είναι ανέκαθεν ιστορικά το μεγάλο πρόβλημα της εξουσίας. 

Θα μου πεις, καλά ρε δεν υπάρχει ούτε ένας καλός λόγος για τα επιτεύγματα της τεχνολογίας; για την τεράστια εξέλιξη της ιατρικής, της κάθε επιστήμης γενικότερα; και θα απαντήσω όχι επειδή τα μειονεκτήματα υπερτερούν κατά κράτος ή πως υπάρχει καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος από το να προάγουμε τον κάθε Ζάκενμπεργκ σε σατραπίσκο, και από το να αποτελούμε μια φυλακισμένη κοινωνία, μια αποβλακωμένη απόλαυση.

ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ-ΧΑΡΑΜΑ-ΔΡΟΜΟΣ

  Είναι πολύ πρωί. Σχεδόν πριν τις έξι. Τα καταστήματα είναι κλειστά. Ο κεντρικός δρόμος, σχεδόν άδειος. Ο Γιάννης, ένας καλοστεκο...