Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

ΜΑΡΊΑ Η ΠΙΚΡΉ



Η επαφή μοιάζει με τη φακή, ειδικά το Καλοκαίρι είναι πολύ βαριά. Να χρησιμοποιήσεις τις καλύτερες λέξεις γι αυτό-γιατί θα έχει ενδιαφέρον τέτοια ιστορία; περπατώντας αργά στην προκυμαία, είναι σαν να μην περιμένεις τίποτε.
Μια γυναίκα άνοιξε την πόρτα, μπήκε και στάθηκε μετέωρη στη μέση του μεγάλου δωματίου. Την παρατήρησε αν και ήταν κάπως μεγάλη η απόσταση, τα μάτια τους συναντήθηκαν.
-Σε ζηλεύω, που έχεις χρόνο για να με διαβάσεις, είπε ο ξυλουργός που όσα χρόνια κι αν είχαν περάσει, κόντευε τα πενήντα τρία, δεν έχανε τίποτε από την αντρική του γοητεία και τη σωματική ακεραιότητα.
-Να χρησιμοποιήσεις τις καλύτερες λέξεις! επανέλαβε η Μαρία Πικρή.
-Δεν υπάρχουν καλύτερες λέξεις από το σ αγαπώ, σήμερα, απάντησε, σκυφτός στα καφενεία.
Όμως η αφορμή ποια ήταν; και τι νόημα θα είχε μια ακόμα γυναίκα; περίεργο μου φαίνεται, κάτι κρύβεται, δεν μπορεί να είναι τόσο απλό, σκέφτηκε το απόγευμα που μπήκε, κουβαλώντας στην πλάτη τον ήλιο του Καλοκαιριού. Δύσκολο πράγμα η λογοτεχνία κι όταν την αφήνεις γι αρκετό καιρό, σε ξεχνάει κι αυτή-μούδιασε, δεν ήταν σκέψη αυτή, κάτι άλλο, εκτός από το σ αγαπώ, ένα σ αγαπώ, μόνο του δε λέει τίποτε.
-Εγώ μόνο αυτό ήθελα, επέμενε.
Κοιτάχτηκαν ξανά στα μάτια. Όταν δυο άνθρωποι μπορούν να κοιτάζονται στα μάτια, ενώνεται η θάλασσα με τη στεριά.
-Μ αρέσει η θάλασσα, είπε αυτή.
-Κι εμένα η στεριά! φώναξε αυτός.
-Γι αυτό ταιριάζουμε! τυλίχτηκε σαν σάρπα, γύρω από το λαιμό του. Είμαι η θάλασσα και είσαι η στεριά. Είσαι το βουνό κι εγώ η πεδιάδα!
Για να γράψεις ερωτικό διήγημα, πρέπει να έχεις ορμές, να θέλεις κι εσύ να φιλήσεις την αναγνώστρια, στο πρόχειρο κάποιο άλλο ρήμα είχε χρησιμοποιηθεί, πιθανώς να γαμήσεις την αναγνώστρια, ωραίο κι αυτό αλλά η Πικρή Μαρία, είπε πως, αυτά τα δυο είναι το ίδιο, κι  επειδή στα Εβραίικα Μαρία σημαίνει πικρή, επέμενε πως αρκούσαν οι δυο τους για να γκρεμίσουν τον κόσμο.
-Δε χάρηκες που με βρήκες; ανασήκωσε το βλέμμα από τα πόδια της, όπου κυλούσαν χρώματα.
Φορούσε ένα εμπριμέ φόρεμα, λινό, με πλήθος μικρά λουλούδια, στο άσπρο, με πράσινο και ώχρα. Ταιριαστά χρώματα αλλά μαζί με το θλιβερό θέαμα μιας φανερής πραγματικότητας, προϋπέθεταν το εύκολο τέλος. Ένα κρεβάτι δυο παθιασμένα κορμιά να κυλιούνται χωρίς υποσχέσεις.
-Αυτό είναι! το βρήκα! αναφώνησε η Μαρία.
-Που ντο; δικό μου είναι! πετάχτηκε ανόητα ο ξυλουργός σαν τον Σταυρίδη σε ταινία του παλιού Ελληνικού κινηματογράφου.
-Αυτό, το χωρίς υποσχέσεις! απάντησε χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει-συνέχισε να ενατενίζει στο μέλλον. Ξέρεις τι είναι να μην υπόσχεσαι τίποτα; λευτερώνεσαι, αδειάζεις, μένεις μόνος με τον εαυτό σου. Αυτόν που μόνο, πραγματικά αγαπάς.
-Ούτε εμένα μου αρέσουν οι υποσχέσεις, κούνησε το κεφάλι του και σηκώθηκε γυμνός απέναντι τον ολόσωμο καθρέφτη, αποφεύγοντας ν απαντήσει στο ποιον πραγματικά αγαπούσε, αν και το σκέφτηκε.
-Το πιο βαρετό πράγμα στον έρωτα είναι αυτό το βγάλε και ξαναφόρεσε τα ρούχα, είπε καθώς φορούσε την κιλότα της.

Ακόμα και οι πιο έξυπνοι άνθρωποι έχουν τις στιγμές που πράττουν σαν βλάκες ή νιώθουν έτσι.

Πήγαν για μεσημεριανό φαγητό στην άκρη μιας θάλασσας. Παράγγειλαν αστακό, σαλάτα κι ένα κόκκινο κρασί. Ήταν χαρούμενοι, ένας καταγάλανος ουρανός στραφτάλιζε τις ακτίνες του ήλιου κι αυτοί ήταν ευτυχισμένοι ανάμεσα τους.
Η αγωνία του τι θα συμβεί σ αυτούς τους δυο ήρωες είναι πρόδηλη στη μοναδική αναγνώστρια που καθόταν απέναντι τους. Μια όμορφη ξανθιά που έτρωγε τον δικό της αστακό και χαμογελούσε αινιγματικά. Όταν χαμογελούν αινιγματικά οι γυναίκες, μελετούν την επόμενη κίνηση που συνήθως θέλουν να είναι ματ.
-Σε ποιον χαμογελάει αυτή; ανασήκωσε το βλέμμα της η Μαρία και τον παρατήρησε εξεταστικά.
-Τι σημασία έχει;
-Την ξέρεις;
-Ναι, είναι η γυναίκα μου.
-Είσαι παντρεμένος;  άνοιξε τα μάτια της έτοιμη να σηκωθεί να φύγει.
-Ήμουν, παραδέχτηκε. Τι σημασία έχει αυτό; Εμείς οι δυο δεν συμφωνήσαμε να μην έχουμε υποσχέσεις και άρα δεσμεύσεις, μεταξύ μας;
-Ωραία! συμφώνησε αλλά τι θέλει τέτοια ώρα εδώ απέναντι μας για να μας τη χαλάσει; πάμε να φύγουμε!
-Έτυχε, απάντησε ήσυχα. Μη σε νοιάζει, δεν μπορούμε να απαγορεύσουμε στον καθένα να τρώει σ αυτό το μέρος.
-Ναι, αλλά αυτή δεν είναι ο καθένας. Είναι η πρώην γυναίκα σου! πείσμωσε η Μαρία και πέταξε τα πιάτα και το τραπεζομάντιλο στο δάπεδο κι ύστερα έτρεξε πέρα προς την αμμουδιά.
Ο ξυλουργός έμεινε άφωνος πιτσιλισμένος από τα αποφάγια και το κρασί. Αμήχανος, πλήρωσε το λογαριασμό στο σαστισμένο γκαρσόν που του επέστρεφε τα ρέστα κοιτάζοντας τον με ανοιχτό το στόμα, όπως και οι περισσότεροι θαμώνες, εκτός από την πρώην γυναίκα του που έκλαιγε με μεγάλα δάκρυα σα να του λεγε πως δεν έφταιγε αυτή και πως λυπόταν για το ατυχές γεγονός.
Αυτός έκλεισε το ανοιχτό στόμα του γκαρσονιού και του είπε πιάσε μου ένα μπουκάλι κρασί, και καθώς το έφερε στο δευτερόλεπτο το πήρε κι ξεκίνησε τρέχοντας για την αμμουδιά να προλάβει τη Μαρία. Την έφτασε και την ανάγκασε να σταματήσει κάτω από τα αρμυρίκια.
συνεχίζεται

Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΉ ΝΩΡΊΤΕΡΑ



  Δεν είχε τι να κάνει, εκείνο το απόγευμα, νωρίς ήταν ακόμα δεν είχε πάει επτά. Άνοιξη ίσα που τέλειωνε ο Μάρτης, τέλειωνε  ο πιο γλυκός μήνας του χρόνου, για όσους ξέρουν από Μάρτιους ...

Το μεσημέρι έριξε μια ξαφνική μπόρα μα τώρα είχε ξαστερώσει πάλι. Ένα απέραντο γαλάζιο κύκλωνε την Αθήνα και σα είδε έτσι τον καιρό, καβάλησε τη μηχανή  κι έτρεξε μια μεγάλη βόλτα, πέρα από το νου. Ανέβηκε περιφερειακά τον Λυκαβηττό, κατρακύλησε πάλι κάτω, έπεσε στην ανασφάλεια του είδους. «Πολύ νωρίς ακόμη για αγάπες» σκέφτηκε περνώντας  ένα βαθύ πορτοκαλί στην Ιπποκράτους, υπονομεύοντας με την άκρη του ματιού του έναν μπάτσο που ήταν έτοιμος να του σφυρίξει κάποια κλήση αλλά αυτός γκάζωσε όμως και εξαφανίστηκε προς τον λόφο του Στρεφ και φτάνοντας
Κάθισε σε ένα παγκάκι να κάνει τσιγάρο.
Ο ήλιος έπεφτε γοργά, τα χρώματα σκούραιναν, έδειχναν μια άλλη όψη των ανθρώπων και του τοπίου όπου κανείς δεν ήθελε να φύγει.

Ασυναίσθητα, σκόρπιος- του άρεσε πολλές φορές να είναι έτσι- ανέβηκε πάλι στη μηχανή. Κατευθύνθηκε προς το μπαρ του Παππού, γωνία Μεταξά και Θεμιστοκλέους. Έστησε την μηχανή μπροστά στην είσοδο,  μπήκε μέσα. Η σάλα ήταν άδεια. Ή σχεδόν άδεια.
Ένας τύπος συνομιλούσε στον πάγκο με τον Παππού,  που έμοιαζε με τον Στίβεν Μπλούμ, και που μόλις τον είδε συνοφρυώθηκε.
-Τέτοια ώρα; πως από εδώ; Νωρίς δεν είναι;
-Δεν είχα τι να κάνω, δικαιολογήθηκε ανόητα. Πιάσε μια πράσινη.
Πήρε τη μπύρα και κάθισε σε ένα σκαμπό. [Καθίζω με γιώτα το θυμήθηκε, όλα τα εις ίζω με γιώτα.]  Όταν την έφερε, μια στιγμή νωρίτερα, έβαλε στο ποτήρι να πιει. Το σήκωσε. Ταυτόχρονα σήκωσε και τα μάτια  στον καθρέφτη  πάνω από την μπάρα. Στο βάθος, πίσω δεξιά, καθόταν μια κοπέλα. Γυναίκα. Είχε καρφωμένα τα μάτια της πάνω του κι ένα ποτό στο χέρι. Και του μοιασε μαστουρωμένη. Το απλανές βλέμμα, το ύφος της, αυτό μαρτυρούσαν. Ενοχλήθηκε, γύρισε στη μπύρα του. Τι τον ένοιαζε αυτόν;
Ήταν όμως πολύ όμορφη και μετά από λίγο την ξανακοίταξε. Νεαρή, μικρή, ίσως όχι πάνω από δεκαοχτώ και διέκρινε μέσα από τα χαχόλικα τζιν που φορούσε, ένα ντελικάτο στήθος και, παρ' ότι δεν είχε σηκωθεί για να τη δει όρθια, έβαζε στοίχημα, πως θα πρέπει να είχε μακριά, ατέλειωτα πόδια. Κάποια στιγμή, γύρις και την είδε να καταρρέει ενώ ζητούσε ένα ποτό ακόμη από τον Παππού, ο οποίος, αφού την σερβίρισε, επέστρεψε πίσω από τον πάγκο.
-Τι γίνεται; τον ρώτησε απορημένος.
-Τίποτε, ανασήκωσε τους ώμους.
-Ποια είναι αυτή; τον ρώτησε με ενδιαφέρον. Μοιάζει με την Οφηλία..
Ο Παππούς την ξανακοίταξε σκεφτικός. Μετά κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
-Δεν την ξέρω. Πρώτη φορά την βλέπω, όχι δεν είναι η Οφηλία, ομολόγησε και αφοσιώθηκε στις δουλειές του.

Αυτός με την σειρά του, ομολόγησε πως του άρεσε- στα γρήγορα, όπως γίνονται αυτές οι σκέψεις αλλά τον ενοχλούσε όμως που ήταν μαστούρα, δε γούσταρε παρτίδες με χαπάκηδες, του προξενούσαν θλίψη, είτε επρόκειτο για αγόρια, φίλους και εχθρούς, πόσο μάλλον για γυναίκες και δη ωραίες.
Ωστόσο, ενώ έκανε αυτές τις μαύρες σκέψεις, η νεαρή γυναίκα είχε φύγει. Με την άκρη του ματιού την είχε πάρει μυρωδιά, που σηκώθηκε τρεκλίζοντας αλλά τι τον ένοιαζε;
Αποτελείωσε την μπύρα. Άναψε τσιγάρο και σκέφτηκε να πιει άλλη μια. Μετά, σα να θυμήθηκε κάτι, μετάνιωσε. Πλήρωσε, χαιρέτησε τον Παππού και βγήκε πάλι μετέωρος. Δεν είχε τι να κάνει, απλώς προσποιήθηκε πως είχε δουλειά.
Στάθηκε στην εξώπορτα, κοιτάζοντας ερμαφρόδιτα την μηχανή το, λίγο πιο κει. Ύστερα, γύρισε δεξιά. Την είδε χάμω με απλωμένο το χέρι προς αυτόν, να ικετεύει.
-Πήγαινε με σπίτι σε παρακαλώ, του είπε με σβησμένη φωνή.
-Τι κάνεις εδώ; απόρησε.
-Πήγαινε με σπίτι, παρακαλώ, επανέλαβε η κοπέλα.
-Σπίτι; Που μένεις; Ρώτησε ανίδεος.
-Θα σου πω,  είπε με δυσκολία μορφάζοντας σαν από μεγάλο πόνο.
-Που μένεις; Επανέλαβε. Μπορείς ν' ανέβεις στην μηχανή;

Εκείνη έγνεψε ναι, θα σου πω και προσπάθησε πάλι ν' ανασηκωθεί. Την έπιασε από τις μασχάλες, την βοήθησε να ορθώσει, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν, μήπως βρεθεί σε τίποτα μπελάδες. Πως ήταν καλύτερα να φύγει, αλλά, πώς να την άφηνε, έτσι κατάχαμα, αβοήθητη; Του φαινόταν πολύ άσχημο ένα τέτοιο φέρσιμο, πολύ άναντρο. Φυσικά, είχε ξεχάσει οτιδήποτε είχε σχέση με έρωτα και τέτοια. Το μόνο που έβλεπε εκείνη την στιγμή, ήταν ένας άνθρωπος που υπέφερε. Έπρεπε, λοιπόν, να κάνει κάτι γι' αυτό.
Την πήγε κοντά στην μηχανή, την έστησε όρθια όπως μπορούσε. Κατέβασε τον ορθοστάτη, ανέβηκε. Της έκανε νόημα να κάνει κι αυτή το ίδιο. Με μεγάλη δυσκολία, τα κατάφερε.
-Που πάμε; Την ρώτησε ενώ ξεκινούσε.
-Δεξιά, του ψιθύρισε και σφίχτηκε πάνω του.
-Κρατήσου! Της φώναξε στρίβοντας στην Ακαδημίας καθώς την ένιωσε να του φεύγει πίσω και να επανέρχεται.
Που στο διάολο να έμενε; Μακριά; Ποιος ξέρει, δεν του έλεγε κιόλας. Μαρσάρισε λίγο και του ξανάφυγε. Πρόλαβε να την συγκρατήσει με το αριστερό, αφήνοντας τον συμπλέχτη κι οδηγούσε με το ένα χέρι.
-Κρατήσου, γαμώ το! Ούρλιαξε. Θέλεις να σκοτωθούμε;
-Μην φωνάζεις, σε παρακαλώ, κόλλησε πάνω του ενώ είχε σχεδόν σταματήσει. Πάμε αριστερά, θα ανέβουμε στην Πατριάρχου Φωτίου.
Κολωνάκι. Στην αριστοκρατική συνοικία έμενε. Έστριψε αριστερά και σκέφτηκε πάλι, μήπως έμπαινε σε μπελάδες. Που θα την άφηνε, ποιος θα ήταν στο σπίτι και τέτοια. Ποτέ δεν ξέρεις με αυτές τις καταστάσεις.
Αλλά, ευτυχώς η διαδρομή, ήταν κοντινή. Στο τέλος του δρόμου, στην ανηφοριά στα ριζά του Λυκαβηττού, σταμάτησε.
-Εδώ, του είπε εκείνη και μισοχαυνωμένη κατέβηκε.
-Εντάξει; Την παρατήρησε με νόημα που έλεγε,"μπορείς;"
Έγνεψε, ναι. Γύρισε να φύγει.

Την παρακολουθούσε μέχρι να μπει στο τουλάχιστον στο σπίτι και να φύγει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Φοβόταν τα μπλεξίματα, σαν ο διάολος το λιβάνι, αν και δεν πίστευε σε τέτοια πράγματα.
Όταν την είδε να σωριάζεται, κατάλαβε πως δεν θα τον απέφευγε τον διάολο. Έσβησε γρήγορα την μηχανή κι έτρεξε κοντά της. Την ανασήκωσε, προσπαθώντας να την στήσει όρθια και εκείνη τον αγκάλιασε. Τι θα γίνει μ αυτήν; Σκέφτηκε και στον νου του ήταν τα κωλοναρκωτικά και το κακό που έκαναν, όταν τον αγκάλιασε πιο ερωτικά και τον φίλησε στο στόμα. Τραβήχτηκε δυο βήματα, την εξέτασε με βλέμμα νευρικό. Τα πήρε στο κρανίο με το ανόητο φέρσιμο της και την άρπαξε σαν πούπουλο, σαν μωρό, να την πάει μέσα στο σπίτι. Δεν μπορεί, κάποιος θα ήταν εκεί, θα τον καταλάβαιναν, θα ήξεραν αυτοί. Ναι, βέβαια, θα ήξεραν, τι διάολο ...
Με το ζόρι, βρήκε το κλειδί στην τσάντα της, άνοιξε και μπήκε στην είσοδο. Το σπίτι, φαινόταν άδειο. Είχε παρατηρήσει πως ήταν μια διώροφη μονοκατοικία με κλειστά τα παντζούρια όταν στεκόταν απ΄έξω. Και τώρα που είχε μπει μέσα, καταλάβαινε αδιόρατα πως δεν υπήρχε ψυχή εκεί μέσα. Αυτό του έφερε μεγαλύτερη σκοτούρα. Αν ήταν τουλάχιστον κάποιος εκεί ...Αλλά καλύτερα, σκέφτηκε αμέσως. Θα την άφηνε εκεί και θα έφευγε. Πολλά είχε κάνει, δεν μπορούσε περισσότερα.
Την ανέβασε επάνω, κάμποσα σκαλοπάτια, άνοιξε την πόρτα μιας κρεβατοκάμαρας, τυχαία, και την αμόλησε κάτω. Κυριολεκτικά. Την αμόλησε μπουχτισμένος και γύρισε να φύγει.
-Μην φεύγεις! Τον ικέτεψε σηκώνοντας το χέρι της, ενώ με το άλλο έπιανε κάτι της.
-Τι θέλεις; Έκανε νευριασμένος.
-Κάθισε, θα σου πω, δεν είναι έτσι που νομίζεις ...
-Που ξέρεις εσύ, τι νομίζω; Τι άλλο είναι; Προσπάθησε να αναρωτηθεί, χωρίς λογική.
-Θα σου πω.. η παραλογία του είδους μας είναι η αγάπη.
-Λέγε! Δεν είναι κανείς άλλος εδώ; ξανακοίταξε γύρω του. Οι γονείς σου, τα αδέρφια σου, που πήγαν;
-Δεν έχω αδέρφια, οι γονείς μου λείπουν διακοπές, αύριο επιστρέφουν ... μου θυμίζεις τον Κούρκουλο στο Ορατότης μηδέν!
-Και συ βρήκες την ευκαιρία, την έκοψε. Βρήκες την ευκαιρία να μαστουριάσεις..
-Λάθος κάνεις! επαναστάτησε. Δεν ξέρω από τέτοια, δυο ποτά ήπια στο μπαρ και μέθυσα. Ούτε από αυτά ήξερα..
-Τώρα έμαθες! βρήκε την διάθεση να αστειευτεί, επειδή χάρηκε που δεν ήταν μαστούρα, απλά έκανε κάποιο τσιγάρο που και που, χαχα, σαρκαστικός Οιδίπους. Αυτόν που τον πονάνε τα πόδια; Ή που δεν έχει πόδια;
Πράγματι, είχε αρχίσει να συνέρχεται, έκλεισε την πόρτα πίσω του και κάθισε κοντά της, κατάχαμα. Προσπάθησε να ψάξει τα μάτια της ή κοιτάχτηκαν στα μάτια, πάντως εκείνη, ω, πάντα εκείνη προσπαθούσε να κρύψει τη γύμνια του κόσμου.
-Είσαι μια κούκλα σε βιτρίνα, της είπε. Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα που δεν ήταν τα κωλοναρκωτικά. Τα σιχαίνομαι και μου προξενούν μια απέχθεια οι άνθρωποι που τα χρησιμοποιούν. Χωρίς να το καταλαβαίνω, νιώθω μια τρομερή αντιπάθεια με την ανημπόρια τους να καταλάβουν πόσο κακό κάνουν. Αλλά εσύ είσαι μια κούκλα σε βιτρίνα.
-Έχεις δίκιο έτσι νιώθω. Μια κούκλα.  Αλλά και συ είσαι καλός! Καλός και όμορφος.
Τη χάιδεψε στα μαλλιά, για λόγους που αυτός ήξερε κι αυτή της άρεσε, ύστερα στα χέρια, στο στήθος. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, τώρα έμοιαζε θηλυκό, μύριζε γυναίκα που ήθελε να κάνει έρωτα. Να γαμηθεί. Περίεργο αυτό για μια τέτοια γυναίκα, τέτοια  ώρα να θέλει. Απλώθηκαν στο δάπεδο, κυλίστηκαν αγκαλιασμένοι. Μισογδύθηκαν, έμπλεξαν τα μπούτια τους, ήρθε κοντά. Ανακάτεψε τρίχες, γυρόφερε ψάχνοντας κάτι από μέσα της, την είσοδο να μπει. Χώθηκε μέσα της, γλίστρησε στο κόκκινο της σάρκας- έτριζε ο κόλπος της Σαντορίνης καθώς εισχωρούσε μέχρι το έσχατο σημείο. Τέλειωσαν, βγήκε απ τον κόλπο, γύρισαν ανάσκελα ξελαχανιάζοντας με την γλύκα του ταβανιού που ήταν σκούρο προς το μπλε, όπως τα μάτια της στα μάτια του.
-Δεν το πιστεύω πως έχεις μάτια μπλε, της είπε.
-Ούτε εγώ το πιστεύω, του απάντησε.
Τι δεν πίστευε;
-Χρειάζομαι ένα ποτό, έχεις;  σηκώθηκε ολόγυμνος. Άναψε το φως, τόση ώρα ήταν στο μισοσκόταδο και την κοίταξε που είχε μισοσηκωθεί κι έψαχνε μια ρόμπα να κρύψει την γύμνια της. Πάντα οι γυναίκες θέλουν να κρύψουν αυτό που θέλουν να δείξουν.
Του έδωσε  μια, να ρίξει κι αυτός πάνω του. Ύστερα πήγε στο μπαρ.
-Τι προτιμάς; τον ρώτησε.
-Ουίσκι, είπε παρατηρώντας το σπίτι. Σπάνιο ποτό.
Ήταν ένα παλιό, κλασσικό σπίτι, αρχοντικό από αυτά που κρίνονται διατηρητέα.
-Ο πατέρας μου είναι αρχιτέκτονας, του είπε φέρνοντας το ποτό.
-Και;
-Επειδή σε είδα που κοιτάζεις το σπίτι.Το αγόρασε πριν από λίγο καιρό. Η μαμά είναι ηθοποιός, μπορεί να την ξέρεις. Παπαθανασίου, όχι η Ασπασία, η ξαδέρφη της η Κατερίνα.
-Εσένα, πως σε λένε; γέλασε πίνοντας μια γουλιά, που δεν ήξερε ούτε το όνομα της ενώ την είχε γαμήσει.
-Μιράντα. Εσένα;
-Δεν έχω όνομα. Είμαι κάποιος ξυλουργός
-Το παραβλέπω. Άμα σου αρέσει έτσι ...
-Και συ; Απέφυγε να δώσει συνέχεια γύρω από το όνομα του.
-Τι, κι εγώ;
-Θέλω να πω τι κάνεις..
-Α, ναι, σπουδάζω. Σπουδάζω ηθοποιός, έμοιασα στην μαμά.
-Τι λες! άνοιξε τα μάτια του.
-Αύριο δίνω εξετάσεις στο Εθνικό.. ένα μήνα τώρα διάβαζα, μέρα νύχτα, μελετούσα τους ρόλους. Και σήμερα βγήκα να ξεμπουκώσω.
-Ωραία! έκανε. Πολύ ωραία. Θα μου απαγγείλεις; Η απαγγελία μοιάζει με δέντρο.
-Τι θέλεις να σου απαγγείλω; Πήρε στάση μεγάλης ντίβας, ίσως Έλλης Λαμπέτης
-Ότι θέλεις. Μη μου διαβάσεις μόνο Φόκνερ είχε μια μεγάλη απέχθεια για τον Φόκνερ εκείνο το βράδυ, την άλλη μέρα μπορεί να άλλαζε το μότο.
-Είναι μια σκηνή που μου αρέσει πολύ, τη  διάβαζα χτες. Δεν έχει σημασία το όνομα του συγγραφέα..
-Πάντα έχει σημασία το όνομα του συγγραφέα, την έκοψε.
-..μια σκηνή με μια γάτα και μια γυναίκα- τον παρέκαμψε.

Κι άρχισε να παίζει σαν να είχε μια γάτα μπροστά της. Νιαούριζε, γρατσούνιζε, ερχόταν σε αντιπαράθεση με τη γάτα, σαν να την είχε ακριβώς μπροστά της. Ταυτόχρονα έκανε γκριμάτσες άλλοτε θλιμμένες, άλλοτε χαρούμενες, άλλαζε χίλιες εκφράσεις.
-Μπράβο! χειροκρότησε, σα να βρισκόταν στην πλατεία κάποιου θεάτρου, μοναδικός θεατής. Κλεμμένο πιθανώς από κάποιον μεγάλο εραστή της γλώσσας.

Η Μιράντα έτρεξε κοντά του- δε μ αρέσει τα όνομα αλλά τι να κάνουμε, δε βρήκα άλλο πρόχειρο γι αυτή την ηρωίδα κι αυτή τον τύλιξε μελαγχολικά απ το λαιμό με ένα μαντήλι, τον τράβηξε πάνω της.
-Σου άρεσε; του είπε με έπαρση. Κι ύστερα, μελαγχολικά: Θα φύγεις;
-Που να πάω; έκανε σαν να ξύπνησε
-Όλοι φεύγουν από μένα, συνέχισε περπατώντας στις άκρες των δακτύλων.
-Που πηγαίνουν; τον συνεπήρε στον κόσμο της.
-Πάνε μακριά. Πολύ μακριά, χάνονται σε ένα σύννεφο, τους τυλίγει η σκόνη. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ, λες και είναι σκιές του Άδη. Σκιές δέντρων που άλλοτε μένουν ακίνητες κι άλλοτε αναζητούν εμένα! Εμένα που είμαι ένα άλλο δέντρο, μια μαυροφορεμένη Αντιγόνη που ψάχνει το νεκρό σώμα του Ετεοκλή ή του Πολυνίκη. Μα όλοι φεύγουν από μένα. Που πηγαίνουν; Τι τους έφταιξα; Φταίω εγώ που γεννήθηκα γυμνή;
Και πέταξε την χλαμύδα που κάλυπτε το ωραίο της σώμα. Πήγε κοντά του, κρεμάστηκε στον λαιμό του.
-Ω! Σώσε με! Σώσε με από την καταστροφή!
Παράτησε το λαιμό του και κουλουριάστηκε στο δάπεδο κλαίγοντας σπαρακτικά.
Τη σήκωσε προσεκτικά  σαν ένα γυαλί που είναι έτοιμο να σπάσει, τόσο διάφανη ήταν. Τη φίλησε στο στεγνωμένο στόμα, πετώντας από πάνω του το ρούχο. Κι ύστερα, αργά, με περίσκεψη, την ανέβασε στην μέση του, στους γοφούς, την κάρφωσε μέσα του σαν ασπίδα. Κόλλησε πάνω του σαν στρείδι, με τα πόδια της τυλιγμένα γύρω από την μέση του, με το ύφος να εισχωρεί στο υγρό. Η πληγή του ήταν ανοιχτή σαν μια βάρκα που έπλεε, στα βαθιά νερά μιας αποξηραμένης λίμνης.

Όταν έφυγε θα ήταν χάραμα. Χάραμα στην Πατριάρχου Φωτίου. Κατηφόρισε σαν κλέφτης με την μηχανή του και το σκέφτηκε καλύτερα. Ναι, κλέφτης ήταν, δεν μπορούσε να πει ψέματα στον εαυτό του. Το ίδιο όμως ήταν και εκείνη, η ηθοποιός. Είχαν κλέψει ο ένας τον άλλον για ένα βράδυ, για μια στιγμή. Η Ηθοποιός, που του απάγγειλε την ζωή της κι αυτός που καθόταν και την άκουγε μαγεμένος από ένα κόσμο άλλον που τη γαμούσε και ένιωθε υπέροχα γιατί, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένας κοινός κλέφτης. Η ηθοποιός θα έδινε εξετάσεις την άλλη μέρα στο Εθνικό. Γι' αυτό, είχε βγει να ξεσκάσει. Ήπιε δυο ποτά και αμάθητη καθώς ήταν, μέθυσε. Αυτό ήταν, μέθυσε.

Αυτός είχε μεθύσει από την ζωή και τη Μιράντα που δεν θα ξανάβλεπε ποτέ.

 ΤΕΛΟΣ

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

Η ΑΘΛΙΌΤΗΤΑ μιας σκέψης

ΌΤΙ ΥΠΆΡΧΕΙ ΑΠΌ ΜΌΝΟ ΤΟΥ [Αυτός ο πίνακας μου κατεστράφη, έμεινε μόνο η εικόνα του]


Γιατί εξερράγη επτά λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, τρία τρισεκατομμύρια χρόνια πριν, το σύμπαν! απίστευτη αηδία, σκεπτικιστικής άποψης. Πρώτα πρέπει να απαντήσουμε τι ήταν προτού εκραγεί και μετά να βρούμε τις αιτίες και ύστερα τι νόημα έχει μια τέτοια έκρηξη, αν υποθέσουμε πως τα πάντα έχουν μια θέση σ αυτό το άπειρο [Αϊνστάιν] και μια, οπωσδήποτε, ωφελιμιστική απόδειξη, αφού τίποτε δε γίνεται χωρίς κάποια αιτία, σ αυτόν τον κόσμο. Λογικά δεν κατέχει καμία από τις παραπάνω υποθέσεις και τεκμηριώσεις, αυτή η αποκαλούμενη έκρηξη [ μπιγκ-μπάγκ]. Πρώτα-πρώτα τι υπήρχε γύρω από αυτή τη μπάλα των πέντε κιλών, τόση ήταν η συρρίκνωση όλου αυτού που δεν τελειώνει πουθενά! δεν είναι παραμύθι για παιδιά αυτό; κι αν αυτό που υπήρχε γύρω της ήταν απόλυτο κενό-υπάρχει το απόλυτο κενό;- που κατά τη γνώμη των υποστηρικτών της μεγάλης έκρηξης, αυτό το κενό γέμισε με όλα τ αστέρια, τους γαλαξίες, τις νόβες, τις άσπρες και τις μαύρες τρύπες του διαστήματος και τέλος πάντων ακόμα και μ εμάς που αποτελούμε το μεγαλείο αυτής της έκρηξης, σαν αποτέλεσμα και σαν επιθυμητό αντικείμενο, όχι παιδί ενός θεού, αν και η θεωρία αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη ενός θεού που στάθηκε έξω από το σύμπαν τη συγκεκριμένη στιγμή και έφτιαξε όλα όσα βλέπουμε, και όσα δεν ακούμε.
Καμιά έκρηξη τέτοιας μορφής δεν έγινε ούτε τρία τρισεκατομμύρια χρόνια, ούτε ποτέ στο διηνεκές-τοπικές εκρήξεις παντός είδους, μικρές, μεγάλες, τεράστιες που εμείς δεν μπορούμε να τις συλλάβουμε συνέβησαν και συμβαίνουν ανά πάσα στιγμή αλλά η μια και μοναδική δεν έγινε ποτέ γιατί αντιβαίνει στον ισχυρότερο νόμο της ύλης και της αντιύλης που λέει πως αυτή η ίδια η ύλη, δεν δημιουργείται και δεν καταστρέφεται ολοσχερώς, παρά αλλάζει μορφές στο άπειρο.

Τρίτη 14 Ιουλίου 2020

ΠΟΥ ΣΕ ΞΈΡΩ ΡΕ ΦΊΛΕ

 

Αφού δεν πεθαίνεις, πρέπει να παίρνεις αποφάσεις. Σκέψου εσύ, όσο θέλεις.
Πως θα τους χωρέσουμε όλους στο μυαλό μας; Δεν χωράνε στην τσέπη μας, έχουν άλλους λόγους να υπάρχουν. Η τσέπη μου έγινε στενή λωρίδα αίματος. Βάνω εκεί τα χέρια μου και γεμίζουν αίμα. Ψάχνω τα κέρματα που μου έκλεψαν.Γιατί; εγώ είμαι ένας δικός σας άνθρωπος, δεν έκανα κάτι για να με δικάσετε, όμως μερικοί με κοιτάνε με μάτι θολό. Που σε ξέρω ρε φίλε;..

Δε βγαίνει τίποτε με το να γίνεις σοφός. Χάνεις την αξιοπρέπεια σου.

οι γυναίκες κυκλοφορούν με προκλητικά κολάν-πιο προκλητικό από το γυμνό, σαρκικό ντύσιμο, προτείνω και οι άντρες να κυκλοφορούν με μαύρα κολάν. [Κυριακή πρωί στην Αθήνα, ο κόσμος μας είναι βελούδινος, απαλός σαν χνούδι νεογέννητου κάκτου, κάποιοι ετοιμάζονται να λουστούν στην πράσινη θάλασσα κι εγώ δοκιμάζω το ελικόπτερο για καινούριες πτήσεις.]

Δεν είναι θέμα κούρασης Άννα. Αλλά ψαξίματος, Δε μιλώ μόνο για την προσωπική έχθρα, μα και για κείνη που φτάνει ολόκληρους λαούς να μισούνται μεταξύ τους. Ρώτα έναν Έλληνα αν έχει ξεπεράσει την έχθρα εναντίον των Τούρκων και εμένα να μου περάσεις φτερό στη μύτη αν το παραδεχτεί. Ορισμένες ενδείξεις με κάνουν να πιστεύω αν και δε θέλω πως έχουμε έμφυτη την έχθρα.

Όχι, είναι λίγο εγωιστικό αυτό το δίνω και δεν παίρνω- έχουμε πάθει μια μαλακομπούκωση, προσπαθώντας να μη δυσαρεστήσουμε κανέναν.

Για μένα παντού φαίνεσαι ποιος είσαι. Αυτά που ανεβάζεις δείχνουν τον προβληματισμό σου και γενικότερα την εικόνα που έχεις και στην πραγματική κοινωνία.

Απλά ήξερα από τότε τι με περιμένει. Η εικόνα είναι μια απομίμηση εποχής. Η μητέρα μου με κοτσίδες, ύφος αιχμηρό-για όσα δεν έγιναν όπως έπρεπε- μια γυναίκα με πυγμή, με πείσμα, όμορφη όσο ποτέ, το βλέμμα απίστευτο στο δικό μου, δεν έχω να πω κάτι άλλο για εκείνη που με γέννησε. Ο πατέρας βλοσυρός, ως έπρεπε, μια κοινωνία περασμένων ηθών, που εμείς απλά την βλέπουμε πάλι σαν παραμύθι, όπως θα βλέπουν οι επόμενοι εμάς.

Μ αρέσει το ύφος μου, η ειρωνεία για την κοινωνία που δε θα γινόταν τίποτε, δε θα άλλαζε τίποτε.

Άδεια σελίδα ημερολογίου
φαντάζομαι
πως έπαψα να σ αγαπώ

Στις σημειώσεις υπήρχες

όπως μια μουντζούρα

καμωμένη από άθλιο ζωγράφο.

[απόσπασμα από την ποιητική του Κ.Π]

Είμαστε όλοι ίσοι και έχουμε τα ίδια δικαιώματα στη ζωή. Το πιστεύετε αλήθεια αυτό;

Έχουμε μπλέξει άγρια. Δυστυχώς. Έχουμε μπλέξει στα συναισθήματα. Αυτό είναι το χείριστο. Κάτι μας λείπει συνέχεια, δε νομίζω πως είναι μόνο τα λεφτά- γιατί αυτά δε φέρνουν την ευτυχία. Τώρα θα μου πεις Πλιάτσικα, άσε τις αηδίες με τα λεφτά τα κάνεις όλα! Είναι έτσι όμως;

Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

ΤΙ ΚΆΝΕΙ Ο ΆΝΘΡΩΠΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΓΑΜΊΣΕΙ;



Αν η ζωή τελικά είναι δυο-τρία πραγματάκια που δεν τα απολαμβάνεις, αξίζει να ζεις; Και ποια είναι αυτά; Πρώτον ας πούμε ο έρωτας που δεν τον βρήκες ποτέ όπως ήθελες και κουράστηκες να τον ψάχνεις. Ύστερα οι απολαύσεις που είναι πλέον άπιαστες και δεν τις πιάνεις. Τρίτον που η αγάπη έγινε σκουπίδι στα χείλη όλων. Ύστερα η προσφορά και η αλληλεγγύη στο ανθρώπινο γένος που είναι εκμεταλλεύσιμη.

Ε, τώρα! έχουμε πει όλα τα σπουδαία. Πείτε κάτι που δεν το χουμε πει.

Τι ρήμα το μισώ! Δύσκολο να το πεις. Σε πρόσωπα, σε πράγματα. σε αφηρημένες έννοιες. "Ανέκαθεν μισούσα τη ζωγραφική" είπε ο Χάουαρντ Χότζκιν, Άγγλος ζωγράφος, διακεκριμένος, που πέθανε, χθες, σήμερα, αύριο. Η ζωγραφική μισείται όταν δεν σου αποδίδει, όταν ο ζωγράφος δεν αναγνωρίζεται. Ο Παύλος Κούφαλης, μέγιστος μη αναγνωρισμένος Έλλην ζωγράφος, στα πενήντα του, είπε, πως θα του κοπούν τα χέρια αν ξαναζωγράφιζε!.

Αν η γυναίκα ήταν άμμος θα την είχατε πηδήξει όλοι σήμερα. Αν ήταν βουνό, θα το χατε δρασκελίσει. Επειδή όμως είναι δέντρο, πείτε μας πως λέγεται το μικρό δακτυλάκι της.

Από τις μεγαλύτερες μαλακίες που έχω ακούσει: η φύση δεν έπλασε κανέναν τσαγκάρη ή σιδερά. [Οι Έλληνες έτρεφαν περιφρόνηση για την εργασία] παρόμοια επαγγέλματα ξεφτιλίζουν τους ανθρώπους που τα ασκούν, τους υποβιβάζουν στην κατάσταση των χυδαίων μισθοφόρων και των ανώνυμων άθλιων, που γι αυτό ακριβώς στερούνται τα πολιτικά τους δικαιώματα. [Πολιτεία Πλάτωνος]. Και ο Πολ Λαφαργκ, συγκροτημένος προπαγανδιστής του Μαρξισμού κατά τον Λένιν, που υποστήριζε το δικαίωμα στην τεμπελιά. Και μετά μου λες να σέβομαι τη σκέψη μεγάλων ανδρών. Άιντε γαμηθείτε ρε! ο άνθρωπος χωρίς εργασία είναι μηδέν. Πλιάτσικας σπικιν.

Ο γενναίος πρέπει να είναι κατά βάση ρηξικέλευθος, αρνητής των κακών και μπροστάρης. Αυτός που δεν επαφίεται στα εύκολα, που αντιδράει στην αδικία, που μάχεται για το καλό των πολλών αψηφώντας τη δικιά του ζωή. Ο γενναίος πρέπει να παίρνει αποφάσεις υπέρ των πολλών, να στέκεται απέναντι σε ότι επιβουλεύεται την ελευθερία, την ισότητα, την ισονομία των ανθρώπων. Βλέπετε να υπάρχουν σήμερα τέτοιοι άνθρωποι;

Η ωραιότης της ζωγραφικής τέχνης είναι εξήγησις μεταξύ έρωτος και φιλοσοφίας ανάγνωσμα.

Χαμόγελο ζωής, οι άνθρωποι ντυμένοι είναι πιο ωραίοι. Γυμνά είναι τα όνειρά τους-αυτά ζωγραφίζω, τα όνειρα του κόσμου. Μια γυναίκα χαμένη ένας άντρας βυθισμένος στο αλκοόλ, δεν τον νοιάζει τι συμβαίνει γύρω του. Η γάτα δεν είναι καθενός.

Έχει σημασία τι είπαν ορισμένοι άνθρωποι κάποτε. Τα σχόλια, οι σκέψεις, οι συλλογισμοί, τα συναισθήματα που προκάλεσαν κάποιες γραφές, σκέψεις, ο θυμός, η οργή, ο φθόνος, η κακία, η κολακεία. Νομίζω πως περισσότερη αξία έχουν εκείνα που γίνονται εν βρασμώ γιατί δείχνουν το ποιόν και τον χαραχτήρα εκείνου που τα εξεσφενδονίζει...

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

Η ΑΠΕΙΡΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΆΤΣΑΣ



Όψη άντρα, ίσον ανδρ-οπος. Και, εξ ου, άνθρωπος.

Αυτή η όψη, η εικόνα, η μορφή του καθενός ανθρώπου, που είναι μοναδική! στον κόσμο των αισθήσεων και των παραισθήσεων, των ζωντανών και των νεκρών, πως γίνεται όλη αυτή η διαφορετικότητα; αυτή η απειρότητα, για να χρησιμοποιήσω μια αδόκιμη λέξη, του σχήματος του προσώπου των ανθρώπων; απίστευτο δεν είναι να μην υπάρχει πουθενά το απόλυτο όμοιο; ούτε μια ίδια φάτσα; και πως χωράνε στην αιωνιότητα;-άρα, σημαίνει πως τα πάντα είναι ατελείωτα, όχι μόνο το σύμπαν.


Το ξέρατε πως και οι καρακάξες αναγνωρίζουν την εικόνα τους στον καθρέφτη, εκτός από τον άνθρωπο και τα δελφίνια, τις όρκες, τους ελέφαντες, τους γορίλες, τους χιμπατζήδες και ίσως κανα δυο ακόμα που μου διαφεύγουν; γιατί όμως και οι καρακάξες; τι διαφορετικότητα έχουν και τι ομοιότητα προς τα θρυλικότερα θηλαστικά; δηλαδή η κάθε μια καρακάξα είναι διαφορετική από την άλλη; εγώ πάντως όλες καρακάξες τις βλέπω, όπως και τους Γιαπωνέζους όλους Γιαπωνέζους τους βλέπω αλλά δεν είναι, κάπου αλλάζει η απόσταση μεταξύ μύτης και ματιών, κάποιοι έχουν μεγαλύτερο αφτί, κάποιοι δεν έχουν σχιστά μάτια.
Πολλές φορές, ζωγραφίζοντας πρόσωπα, άντρες, γυναίκες, παιδιά και γέρους, προσπάθησα να εξομοιώσω κάποιους αλλά φευ! κανείς δε μοιάζει με κανέναν, και ας πούμε πως το γυναικείο φύλο, που λέμε πως είναι το ωραίο φύλο,  να μοιάζουν τα μέλη του, τουλάχιστον ως προς την ομορφιά, μεταξύ τους. Είδα τόσα πολλά πρόσωπα, ανάποδα, στραβά, μορφές που δεν περίμενα πως θα έβλεπα, ασύλληπτες όψεις που καμιά φαντασία [ζωγράφου ή συγγραφέα] μπορεί να εικονίσει. Τόσα παράξενα μάτια, φρύδια και στόματα, αλλόκοτα αφτιά και πηγούνια που να συμπληρώνουν ολόκληρες και απίθανες μορφές, φάτσες, που, κατα γενικότερη ομολογία, άσχημες, δεν το περίμενα να υπάρχουν τόσο άσχημες γυναικείες μορφές, και φυσικά και το αντίστοιχο σε παιδιά και άντρες.
Κάτι θέλω να βγάλω μ αυτές μου τις σκέψεις, έψαξα κάμποσο, βιβλία, εικόνες, σκέψεις άλλων αλλά δεν είναι και τόσο διαφωτιστικές ως προς την τελική εξήγηση γιατί να υπάρχει και πως, αυτή η απεραντοσύνη των όψεων των ανθρώπων. Και πως χωράει δηλαδή μέσα στο όλο και γιατί να μην είμαστε από ένα καλούπι, ακριβώς ίδιοι, ταμάμ και θα μου πεις, εύλογα, τότε πως θα ξεχωρίζαμε ο ένας τον άλλον [αν και οι περισσότεροι άνθρωποι, λένε, δεν ξεχωρίζουν από τα χαρακτηριστικά του προσώπου, όσο από την κορμοστασιά, το ύψος, το περπάτημα] για να μπορούν να συνομιλούν, να γνωρίζονται κτλ. Κι ύστερα πόσους ανθρώπινες μορφές μπορείς να συγκρατήσεις; να γράψεις στον σκληρό δίσκο του εγκεφάλου έτσι που να φέρνεις την εικόνα τους άμεσα μπροστά στα μάτια σου; νομίζω πολύ λίγους. Τους γονείς, τα αδέρφια, μερικούς παιδικούς φίλους, πολλές συντρόφισσες του κρεβατιού είναι απίστευτα δύσκολο να τις φέρεις μπροστά σου όσο κι αν προσπαθείς να θυμηθείς κάτι από τα μάτια τους, τα χείλη, το σύνολο της εικόνας τους-ποιο εύκολο είναι να σου έχει εντυπωθεί ο Κολοκοτρώνης, ή ο Τσε παρά αυτές που στο κάτω της γραφής κοιμήθηκες μαζί τους, τις είδες κατάφατσα!
Και καθόμαστε τώρα εμείς και ψάχνουμε να βρούμε, μις Ελλάς, μις Υφήλιος, τις ομορφότερες, τους γοητευτικότερους, όταν αυτή η όψη των ανθρώπων είναι ασύλληπτη σε αριθμούς, έτσι που να σκέφτεσαι πως δεν έχει κανένα νόημα πως είναι φτιαγμένη η φάτσα μας: σαν τέρατος ή ωραιότητος.

Σάββατο 4 Ιουλίου 2020

ΤΑ ΦΑΣΌΛΙΑ ΤΗΣ ΡΊΖΑΣ


Τα περισσότερα σ αυτό τον κόσμο είναι μάταια τόσο που δεν μπορείς να πεις δε βαριέσαι αδερφέ, έτσι είναι η ζωή και, το μεσημέρι αυτό δεν έκανα μαύρες σκέψεις για τη ζωή μας, παρά ήμουνα χαρούμενος, και κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας να καθαρίσω τα φασόλια που είχα μαζέψει χτες στο μποστάνι, αυτά τα ψυχανθή που μας έφεραν από τη Νότια Αμερική, που εμείς εδώ τα παρομοιάζουμε με το κρέας του φτωχού, πως αλλιώς να κοροιδέψεις το πλήθος των πεινασμένων, αν και πραγματικά είναι νόστιμο φαγητό αν είναι και καλομαγειρεμένο, οπότε, έβαλα τα φασολάκια στο τρυπητό και άρχισα να τα καθαρίζω, κόβοντας με το μαχαιράκι προσεκτικά τις μύτες και ξεσποριάζοντας όσα είχαν κιτρινίσει και σκληρύνει και δεν μπορώ να πω, παρα είμαι σοβαρός όταν καθαρίζω φασολάκια, αναθυμούνενος τη μάνα μου που όταν έκανε αυτή τη δουλειά, τραγουδούσε και ανάμεσα μου δεινε συμβουλές για τη ζωή και πως έπρεπε κι εγώ να μάθω να μαγειρεύω επειδή ποτέ δεν ξέρεις αν θα έχεις μια γυναίκα να σου μαγειρεύει, να, έτσι πρέπει να ξεσποριάζεις τα σκληρά φασόλια και να μην τα πετάς επειδή βαριέσαι και να θυμάσαι πως είναι ωραίο γύρω από τα χλωρά φασόλια είναι ωραίο να υπάρχουν και αυτά, κι εγώ δε βαριόμουν, ούτε τώρα βαριέμαι να κάνω αυτή τη δουλειά, γνωρίζοντας πως θα απολαύσω μια ωραία μερίδα φαγητού, βέβαια είναι κουραστικό αλλά τι να κάνεις δεν τα έχουμε όλα έτοιμα στη ζωή, σκέφτηκα τελειώνοντας το καθάρισμα και σηκώθηκα να τα πλύνω τουλάχιστον τρεις φορές, κι αυτό από τη μάνα μου το ξέρω, χωρίς να λέω πως είμαι μυγιάγχιχτος, τα ξέβγαλα με καθαρό νερό, ετοίμασα το κρεμύδι, το άνηθο, μαιντανό, σκόρδο και ντομάτα, μοσχοβόλησαν, ωραία μυρωδιά, δοκίμασα το αλάτι, δε ρίχνω πολύ, έβαλα και δυο πιπεριές, η μια μικρούλα καυτερή, όλα πήγαιναν μια χαρά, έρριξα και τα φασόλια, καπάκωσα σε χαμηλή φωτιά και τα άφησα να βράσουν τρία τέταρτα με μια ώρα.
Βέβαια, κάποια στιγμή ενδιάμεσα τα δοκίμαζα να έχω άποψη για το πως πήγαινε το βράσιμο τους, έφτιαξα και μια φραπεδιά, άραξα στον καναπε ρίχνοντας ματιές σε ενα βιβλίο για ποδόσφαιρο, χαλαρά να μη με πάρει ο μεσημεριανός ύπνος και κάψω το φαί, κάψω τα φασολάκια μου και δεν έχω τίποτε άλλο να φάω, δεν είπαμε αυτό είναι το κρέας του φτωχού; και πως τελικά δεν είναι όλα μάταια σ αυτόν τον κόσμο κι άνοιξα την τηλεόραση, ξαναβλέποντας τα γκολ του Χαρικέιν, σκέφτηκα τι βλακεία έκανα που δεν τον έπαιξα να βγει πρώτος σκόρερ, θα κέρδιζα οπωσδήποτε λίγο περισσότερο κρέας του φτωχού αλλά για στάσου! στάσου διάολε κάτι μυρίζε! κάτι τσίκνισε και πετάγομαι πάνω να προλάβω τη συμφορά αλλά που να προλάβω, τα φασολάκια μου είχαν γίνει κάρβουνο, βούτηξα την κατσαρόλα, μισικάηκα, τραβήχτηκα να μην πάθω και ενός κακού μύρια έπονται, μη καώ κι από πάνω, κατάλαβες, πάει το κρέας του φτωχού, μαύρισε, το πέταξα στην άβυσσο, το άδειασα στα σκουπίδια και μόνο που δεν έκλαψα παίρνοντας τους δρόμους να βρω κανένα εστιατόριο, γιατί δεν μπορούσα να μείνω και νηστικός, δυο μέτρα άνθρωπος που λένε.

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...