Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

ΜΑΡΊΑ Η ΠΙΚΡΉ



Η επαφή μοιάζει με τη φακή, ειδικά το Καλοκαίρι είναι πολύ βαριά. Να χρησιμοποιήσεις τις καλύτερες λέξεις γι αυτό-γιατί θα έχει ενδιαφέρον τέτοια ιστορία; περπατώντας αργά στην προκυμαία, είναι σαν να μην περιμένεις τίποτε.
Μια γυναίκα άνοιξε την πόρτα, μπήκε και στάθηκε μετέωρη στη μέση του μεγάλου δωματίου. Την παρατήρησε αν και ήταν κάπως μεγάλη η απόσταση, τα μάτια τους συναντήθηκαν.
-Σε ζηλεύω, που έχεις χρόνο για να με διαβάσεις, είπε ο ξυλουργός που όσα χρόνια κι αν είχαν περάσει, κόντευε τα πενήντα τρία, δεν έχανε τίποτε από την αντρική του γοητεία και τη σωματική ακεραιότητα.
-Να χρησιμοποιήσεις τις καλύτερες λέξεις! επανέλαβε η Μαρία Πικρή.
-Δεν υπάρχουν καλύτερες λέξεις από το σ αγαπώ, σήμερα, απάντησε, σκυφτός στα καφενεία.
Όμως η αφορμή ποια ήταν; και τι νόημα θα είχε μια ακόμα γυναίκα; περίεργο μου φαίνεται, κάτι κρύβεται, δεν μπορεί να είναι τόσο απλό, σκέφτηκε το απόγευμα που μπήκε, κουβαλώντας στην πλάτη τον ήλιο του Καλοκαιριού. Δύσκολο πράγμα η λογοτεχνία κι όταν την αφήνεις γι αρκετό καιρό, σε ξεχνάει κι αυτή-μούδιασε, δεν ήταν σκέψη αυτή, κάτι άλλο, εκτός από το σ αγαπώ, ένα σ αγαπώ, μόνο του δε λέει τίποτε.
-Εγώ μόνο αυτό ήθελα, επέμενε.
Κοιτάχτηκαν ξανά στα μάτια. Όταν δυο άνθρωποι μπορούν να κοιτάζονται στα μάτια, ενώνεται η θάλασσα με τη στεριά.
-Μ αρέσει η θάλασσα, είπε αυτή.
-Κι εμένα η στεριά! φώναξε αυτός.
-Γι αυτό ταιριάζουμε! τυλίχτηκε σαν σάρπα, γύρω από το λαιμό του. Είμαι η θάλασσα και είσαι η στεριά. Είσαι το βουνό κι εγώ η πεδιάδα!
Για να γράψεις ερωτικό διήγημα, πρέπει να έχεις ορμές, να θέλεις κι εσύ να φιλήσεις την αναγνώστρια, στο πρόχειρο κάποιο άλλο ρήμα είχε χρησιμοποιηθεί, πιθανώς να γαμήσεις την αναγνώστρια, ωραίο κι αυτό αλλά η Πικρή Μαρία, είπε πως, αυτά τα δυο είναι το ίδιο, κι  επειδή στα Εβραίικα Μαρία σημαίνει πικρή, επέμενε πως αρκούσαν οι δυο τους για να γκρεμίσουν τον κόσμο.
-Δε χάρηκες που με βρήκες; ανασήκωσε το βλέμμα από τα πόδια της, όπου κυλούσαν χρώματα.
Φορούσε ένα εμπριμέ φόρεμα, λινό, με πλήθος μικρά λουλούδια, στο άσπρο, με πράσινο και ώχρα. Ταιριαστά χρώματα αλλά μαζί με το θλιβερό θέαμα μιας φανερής πραγματικότητας, προϋπέθεταν το εύκολο τέλος. Ένα κρεβάτι δυο παθιασμένα κορμιά να κυλιούνται χωρίς υποσχέσεις.
-Αυτό είναι! το βρήκα! αναφώνησε η Μαρία.
-Που ντο; δικό μου είναι! πετάχτηκε ανόητα ο ξυλουργός σαν τον Σταυρίδη σε ταινία του παλιού Ελληνικού κινηματογράφου.
-Αυτό, το χωρίς υποσχέσεις! απάντησε χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει-συνέχισε να ενατενίζει στο μέλλον. Ξέρεις τι είναι να μην υπόσχεσαι τίποτα; λευτερώνεσαι, αδειάζεις, μένεις μόνος με τον εαυτό σου. Αυτόν που μόνο, πραγματικά αγαπάς.
-Ούτε εμένα μου αρέσουν οι υποσχέσεις, κούνησε το κεφάλι του και σηκώθηκε γυμνός απέναντι τον ολόσωμο καθρέφτη, αποφεύγοντας ν απαντήσει στο ποιον πραγματικά αγαπούσε, αν και το σκέφτηκε.
-Το πιο βαρετό πράγμα στον έρωτα είναι αυτό το βγάλε και ξαναφόρεσε τα ρούχα, είπε καθώς φορούσε την κιλότα της.

Ακόμα και οι πιο έξυπνοι άνθρωποι έχουν τις στιγμές που πράττουν σαν βλάκες ή νιώθουν έτσι.

Πήγαν για μεσημεριανό φαγητό στην άκρη μιας θάλασσας. Παράγγειλαν αστακό, σαλάτα κι ένα κόκκινο κρασί. Ήταν χαρούμενοι, ένας καταγάλανος ουρανός στραφτάλιζε τις ακτίνες του ήλιου κι αυτοί ήταν ευτυχισμένοι ανάμεσα τους.
Η αγωνία του τι θα συμβεί σ αυτούς τους δυο ήρωες είναι πρόδηλη στη μοναδική αναγνώστρια που καθόταν απέναντι τους. Μια όμορφη ξανθιά που έτρωγε τον δικό της αστακό και χαμογελούσε αινιγματικά. Όταν χαμογελούν αινιγματικά οι γυναίκες, μελετούν την επόμενη κίνηση που συνήθως θέλουν να είναι ματ.
-Σε ποιον χαμογελάει αυτή; ανασήκωσε το βλέμμα της η Μαρία και τον παρατήρησε εξεταστικά.
-Τι σημασία έχει;
-Την ξέρεις;
-Ναι, είναι η γυναίκα μου.
-Είσαι παντρεμένος;  άνοιξε τα μάτια της έτοιμη να σηκωθεί να φύγει.
-Ήμουν, παραδέχτηκε. Τι σημασία έχει αυτό; Εμείς οι δυο δεν συμφωνήσαμε να μην έχουμε υποσχέσεις και άρα δεσμεύσεις, μεταξύ μας;
-Ωραία! συμφώνησε αλλά τι θέλει τέτοια ώρα εδώ απέναντι μας για να μας τη χαλάσει; πάμε να φύγουμε!
-Έτυχε, απάντησε ήσυχα. Μη σε νοιάζει, δεν μπορούμε να απαγορεύσουμε στον καθένα να τρώει σ αυτό το μέρος.
-Ναι, αλλά αυτή δεν είναι ο καθένας. Είναι η πρώην γυναίκα σου! πείσμωσε η Μαρία και πέταξε τα πιάτα και το τραπεζομάντιλο στο δάπεδο κι ύστερα έτρεξε πέρα προς την αμμουδιά.
Ο ξυλουργός έμεινε άφωνος πιτσιλισμένος από τα αποφάγια και το κρασί. Αμήχανος, πλήρωσε το λογαριασμό στο σαστισμένο γκαρσόν που του επέστρεφε τα ρέστα κοιτάζοντας τον με ανοιχτό το στόμα, όπως και οι περισσότεροι θαμώνες, εκτός από την πρώην γυναίκα του που έκλαιγε με μεγάλα δάκρυα σα να του λεγε πως δεν έφταιγε αυτή και πως λυπόταν για το ατυχές γεγονός.
Αυτός έκλεισε το ανοιχτό στόμα του γκαρσονιού και του είπε πιάσε μου ένα μπουκάλι κρασί, και καθώς το έφερε στο δευτερόλεπτο το πήρε κι ξεκίνησε τρέχοντας για την αμμουδιά να προλάβει τη Μαρία. Την έφτασε και την ανάγκασε να σταματήσει κάτω από τα αρμυρίκια.
συνεχίζεται

2 σχόλια:

  1. "Όταν δυο άνθρωποι μπορούν να κοιτάζονται στα μάτια, ενώνεται η θάλασσα με τη στεριά"

    Πολύ όμορφο Κώστα! Την καλησπέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...