Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΉ ΠΑΡΕΝΌΧΛΗΣΗ

 


ΠΑΝΙΚΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΔΑΛΟΥΣΙΑ.

 

Ήμουν τότε, μια νέα και όμορφη γυναίκα αλλά μόνη. Κατάμονη. Ψηλή, με μακριά μπούτια και λίγες παραπάνω τρίχες στις μασχάλες που τις άφηνα επίτηδες μακριές. Τα καλοκαίρια που φορούσα ξέπλατα ή κοντομάνικα οι άντρες ξετρελαίνονταν μαζί μου. Το έβλεπα στα μάτια τους, πως κοίταζαν εκεί και σκέφτονταν σίγουρα το κάτω μου. Θα ήμουν τότε είκοσι πέντε χρονών, ωραία γυναίκα. Τα μαλλιά μου καστανά, τα μάτια μου καστανά, τα χέρια μου καστανά, όλα καστανά ήταν πάνω μου. Και οι άντρες να τρελαίνονται για μένα αλλά εγώ, είπαμε, ήμουν μόνη. Κατάμονη. Μου άρεσε να με κοιτάνε οι άντρες, μα μέχρι εκεί. Εγώ τους κοίταζα όταν δεν με κοιτούσαν, όταν δε με έβλεπαν, γιατί ντρεπόμουν. Φίλες δεν είχα, ήμουν μόνη, δεν ήξερα γιατί ξυρίζονταν κάτω, εγώ άφηνα παντού τις τρίχες μου να μεγαλώνουν, στα μπούτια και στις γάμπες δεν είχα, ήταν λείες κι έφταναν μόνο μέχρι τις μασχάλες των ποδιών, έβγαιναν λίγο έξω από τη μικρή μου κυλοτίτσα, την σιέλ-τρελαίνομαι για τις σιελ κυλόττες, όλες μου οι κυλόττες είναι σιέλ- και όσο να προσπαθούσα να τις κρύψω, όταν φορούσα μίνι, μια πιθαμή φούστα, έβγαιναν έξω, καστανές και λίγο ρούσες προς το τελείωμα τους.

Είχα αποφασίσει να πάω σινεμά εκείνο το βράδυ. Καλοκαιράκι, θερινό σινεμά, πασατέμπο, τρελαινόμουν! Τέλειωσα τη δουλειά μου, πήγα στο σπιτάκι μου, είχα νοικιάσει ένα ωραιότατο δυαράκι, κάπου στου Αμπελοκήπους, τρελαίνομαι για τους Αμπελοκήπους! Μη μου πεις να μείνω αλλού! Σε σφαξα. Δεν είχα όρεξη να φάω δεν πεινούσα, σπάνια πεινούσα και δεν καταλάβαινα τους ανθρώπους που ήταν λαίμαργοι. Κοιμήθηκα, γυμνή, δε με έβλεπε κανένας, αν και οι άνθρωποι σε βλέπουν παντού, ούτε σεντονάκι δεν έριξα πάνω μου, ή ζέστη ήταν ανυπόφορη εκείνο το Καλοκαίρι, τι να κανα;  Κοιμήθηκα σα ζωάκι, σα γατούλα και ξύπνησα με την αίσθηση ότι είχα αργήσει. Πετάχτηκα επάνω δεν ήθελα να χάσω την ταινία. Ήθελα να δω την Τελευταία γυναίκα, με την Ορνέλα Μούτι και τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ. Τρελαινόμουν γι αυτούς τους δυο! Είχα διαβάσει σχόλια γι αυτή την ταινία και με είχαν  κάνει να νιώσω πως ήθελα να την δω.

Έφτασα στον κινηματογράφο φουριόζα, έκοψα εισιτήριο φουριόζα, μπήκα στο τσακ, φουριόζα και κάθισα κάπου πίσω. Πάντα πίσω καθόμουν. Ποτέ μπροστά ή στη μέση. Ένιωθα ανασφάλεια και αν ήμουν πίσω, θα μπορούσα εύκολα να την κάνω σε περίπτωση, πυρκαγιάς ή πανικού. Πάντα φοβόμουν τον πανικό των ανθρώπων, αν και πίστευα πως ήμασταν ασφαλείς, υπάρχει κράτος υπό νόμους έλεγε μια φίλη μου, αυτή που μετά θα απαρνιόταν αυτή τη σκέψη.
Είχα φορέσει την μια πιθαμή φούστα μου κι όλο την τράβαγα προς τα κάτω να μεγαλώσει. Τι μανία κι αυτή που έχουμε οι γυναίκες! Αφού μας αρέσει που τη φοράμε κοντή, την την τραβάμε προς τα κάτω;
  Γέλασα μόνη μου, πάντα μόνη ήμουν εγώ. Κατάμονη. Πήρα πασατέμπο κάθισα, βολεύτηκα, άρχισα το κριτσ, κριτσ- υπ όψιν, άμα το κάνεις εσύ δεν σε πειράζει, άμα το κάνουν οι άλλοι είναι σπαστικό. Ωραίος ο Ζεράρ! Αλλά και η Ορνέλλα,πω,πω,  κορμάρα. Ήμουν αφοσιωμένη στο έργο αλλά κοιτούσα και γύρω μου να δω στο μισοσκόταδο ποιοι κάθονταν δίπλα μου, τα λουλούδια στα πλάγια της αίθουσας, κάποιους που ξαναπήγαιναν στο μπαρ να συλλέξουν ένα ποτό, ωραίο το συλλέγω ένα ποτό; Τότε πρόσεξα έναν ωραίο νεαρό, στην ηλικία μου, που ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Μου φάνηκε πως επίτηδες ήρθε εκεί, σα να είχε διαλέξει την θέση αλλά δεν μπορούσα να κάνω και τίποτε, ο καθένας μπορεί να καθίσει δίπλα σου. Τον κοίταζα λοξά που και που, ενώ αυτός έδειχνε να μην δίνει σημασία. Σε λίγο όμως ένιωσα  να με ακουμπάει με τον αγκώνα του στο μπούτι μου. Δεν έκανα καμιά κίνηση, να δείξω πως ξαφνιάστηκα, ποιος ξέρει, άθελα θα έγινε σκέφτηκα αλλά δεν με πείραξε κιόλας. Αμέσως όμως ένιωσα το μικρό του δαχτυλάκι να ακουμπάει στην λεία επιδερμίδα μου κι ανατρίχιασα αλλά πάλι δε με πείραξε. Αστον λέω, να δούμε τι θα κάνει. Είχε θράσος, φαινόταν, δεν μου είχε ξανατύχει να μου βάλουνε χέρι και δεν ήξερα πως ν αντιδράσω. Κοκκίνισα μεσ το σκοτάδι και μου άρεσε. Ντράπηκα που το παραδέχτηκα αλλά αφού μου άρεσε; Σε λίγο ο νεαρός κύριος ακούμπησε και το άλλο δάχτυλο κι άρχισε να κάνει μικρούς κύκλους πάνω στο μπούτι μου. Τρεμούλιασα και το κατάλαβε. Το απολάμβανε, το έβλεπα με το λοξό μου βλέμμα- δεν τολμούσα να στρέψω το κεφάλι μου από τον φόβο μην τον αποθαρρύνω. Αυτός σιγά-σιγά ακούμπησε όλη την παλάμη του στο μπούτι μου και με χάιδευε κανονικά τώρα. Τι να κανα; Δεν ήξερα αλλά αφού μου άρεσε; Είχε ωραία μακριά δάχτυλα και αργά-αργά πλησίαζε προς τις τρίχες μου. Ένιωθα φοβερή ηδονή, τέτοια που δεν είχα νιώσει άλλη φορά, εντάξει δεν ήμουν και του κατηχητικού, σκεφτόμουν τι σόι πράγμα είναι το κρυφό, αυτό που δεν μπορούμε να πούμε ούτε στον εαυτό μας, αυτό που δεν μπορούμε να ομολογήσουμε πως είναι τόσο γλυκό, είχα πηδηχτεί με πέντε-έξι άντρες αλλά ετούτο τώρα; Δεν ήξερα τι να κάνω, θα γινόμουν ρεζίλι αν ερχόμουν σε οργασμό και του τράβηξα απαλά το χέρι. Μη μωρέ! του είπα σιγανά κι αυτός έσκυψε στο αφτί μου και μου ψιθύρισε: «Θέλω να σε παντρευτώ!»  Απορημένη στο σκοτάδι σκεφτόμουν τι μου έλεγε και τι θα έκανε τώρα και πως μέχρι τότε, κανείς δε μου είχε κάνει πρόταση γάμου. Με είδα κιόλας στην οθόνη αντί της Ορνέλας, ντυμένη νύφη, τι βλέπει ο άνθρωπος στον ξύπνιο του, αλλά ο μέλλων άντρας μου δεν άργησε, άρχισε πάλι απ την αρχή, λίγο-λίγο, δειλά-δειλά με το δαχτυλάκι να με αγγίζει κι εγώ τον άφησα, άντρας μου ήταν μπορούσε να με κάνει ότι θέλει, ενώ τρεμούλιαζα, «Κι εγώ θέλω!» του απάντησα κι αυτό ήταν η αρχή του πανικού. Τότε τα φώτα άναψαν ξαφνικά, τέλειωσε η ταινία, έχασα το τέλος εκεί που τον κόβει ο Ζεράρ με το ηλεκτρικό πριόνι, η φωνή απ το μικρόφωνο ούρλιαξε, «αγαπητοί θεατές υπάρχει παγιδευμένη βόμβα, παρακαλούμε ν αποχωρήσετε με τάξη, δεν υπάρχει κίνδυνος όλα είναι υπό έλεγχο!» αλλά ποιος άκουγε, όλοι όρμησαν προς την έξοδο, οι σβέλτοι πρόλαβαν να βγουν, οι άλλοι, ανήμποροι, χοντροί δυσκίνητοι στο μυαλό και στο σώμα, τσαλαπατήθηκαν μεταξύ τους, δυο τρεις πέθαναν από ασφυξία, ενός το κεφάλι έβγαζε αίμα, μια όμορφη γυναίκα, στριμωγμένη στο ασανσέρ σοδομήθηκε, ενώ φώναζε δεν υπάρχει κράτος! και οι μόνοι που είχαν απομείνει ήμουν εγώ και ο νεαρός που ήθελε να με παντρευτεί, αγκαλιασμένοι στη μέση της άδειας αίθουσας , σε μια μοναδική καρέκλα του σκηνοθέτη, γιατί άραγε οι σκηνοθέτες είχαν διαλέξει αυτή την πάνινη καρέκλα για τον εαυτό τους, κανείς δεν μπορούσε ν απαντήσει με βεβαιότητα, «πως σε λένε;» ρώτησα προσπαθώντας να τον αγκαλιάσω περισσότερο, «Ζεράρ» μου απάντησε και τα μάτια μας συναντήθηκαν για πρώτη φορά  στο λευκό, στο άπλετο φως.

Τέλος

 

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021

ΩΡΑΙΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ

 


Τα καράβια πήγαιναν κι έρχονταν. Μια φωλιά το λιμάνι της Ηγουμενίτσας, έσφυζε από ζωή.

Η θάλασσα ήρεμη, ενίοτε δροσερή, αναμόχλευε τις μνήμες, τις μπέρδευε με την λεπτή άμμο.
Εμένα μου άρεσε να βλέπω τη θάλασσα. Να κάθομαι ολόκληρες ώρες, Χειμώνες –Καλοκαίρια, στην άκρη της ακτής έτσι που να μου λούζει τα πόδια η αρμύρα  κι ύστερα να βουτάω μέσα της σαν το αγρίμι.
Έφευγα μακριά, εξαφανιζόμουν. Μόνος με τα κύματα να παλεύω ώρες, έλεγα πολλές φορές να μην ξαναγυρίσω πίσω. Τόσο πολύ μπούχτιζα με την παλιοζωή.
Σαραντάριζα τώρα και μυαλό δε είχα βάλει ακόμα. Έτσι μου έλεγε ο καπετάνιος.
-Δεν βάζεις εσύ μυαλό Μήτσο. Μια ζωή έτσι θα είσαι. Κάνε κάτι μήπως και καλυτερέψεις…
-Δηλαδή;
-Τι δηλαδή..να νοικοκυρευτείς. Να βρεις μια δουλειά μόνιμη και να μην τρέχεις από δω κι από κει. Κι ύστερα να παντρευτείς.
-Ωραία έλεγα εγώ, βρες μου εσύ μια..
-Γυναίκα; Γυναίκα θα βρεις μόνος σου. Δουλειά θα σου βρω οπωσδήποτε ρε μπαγάσα. Κοίταξε όμως μη μου την κοπανήσεις αλά Γαλλικά. Έρχεσαι μούτσος στο καράβι;
-Μούτσος; Άνοιξα τα μάτια μου. Να σφουγγαρίζω το κατάστρωμα;
-Ε, τι θέλεις να σε βάλουμε καπετάνιο; Μούτσος. Θα παίρνεις το μισθό σου, τα δώρα σου τις άδειες σου. Τα ταξίδια θα είναι κοντινά, εδώ, Ηγουμενίτσα –Κέρκυρα, είσαι μέσα;
-Είμαι, του είπα. Μούτσος, μούτσος, τι να κάνουμε τώρα.
-Λοιπόν, αύριο να περάσεις από τα γραφεία της εταιρείας. Τα υπόλοιπα θα τα φροντίσω εγώ, μη σε νοιάζει.
Έτσι έγινα μούτσος στα σαράντα μου χρόνια. Ήμουν πια στο στοιχείο μου, την θάλασσα που τόσο αγαπούσα. Πάφλαζε το νερό στην πρύμνη κι εγώ στα έγκατα του βαποριού τραγουδούσα, Νταλάρα, Μπιθικώτση, Αλεξίου. Μερικές φορές απάγγελνα, στίχους του Καββαδία. Του ποιητή των ναυτικών. Κι έτσι όλα πήγαιναν μέλι-γάλα.
-Είδες; Μου σφύριζε καμιά φορά ο Καπετάν-Σταμάτης ο φίλος μου. Δεν σου τα λεγα εγώ; Μια χαρά είσαι τώρα. Να βρεις και μια πουτάνα να την παντρευτείς…τι κάθεσαι ρε Μήτσο;
«Μια πουτάνα να την παντρευτείς!» επαναλάμβανα τα λόγια του. Εύκολο το ‘χεις; Και έπειτα γιατί πουτάνα; «Ε, δεν ξέρεις εσύ, όλοι το ξέρουμε αυτό, όλες οι γυναίκες πουτάνες είναι εκτός από την μάνα μας και την αδερφή μας»ολοκλήρωνε
Αλλά όλα έχουνε την ώρα τους.
Ο καπετάν-Σταμάτης, πήρε μαζί του σε ένα ταξίδι και την κόρη του την Ευγενία.
-Η Ευγενία, μου την σύστησε. Η κόρη μου και μας άφησε μόνους στο κατάστρωμα. Ανέβηκε στο τιμόνι.
Εγώ έμεινα με ανοιχτό το στόμα να την κοιτάζω. Πως διάολο είχε καταφέρει να φτιάξει τέτοιο πλάσμα ο καπετάνιος; Αυτή ήταν πανέμορφη, μια κούκλα μοναδική…ίδια γοργόνα , λες και είχε ξεπεταχτεί από το στοιχειό της θάλασσας. Την κοίταζα  και δεν το πίστευα.
-Γεια σου Ευγενία, είπα μισοσφαγμένος.
Η Ευγενία δεν κούνησε ούτε βλέφαρο. Σαν να μην με άκουσε.
-Είμαι ο μούτσος…ο Μήτσος ήθελα να πω που είμαι μούτσος, μπερδεύτηκα από την ομορφιά της.
Πάλι η Ευγενία δεν έβγαλε μιλιά, με κοίταζε μόνο με τα υπέροχα μάτια της. Ύστερα κούνησε κάπως περίεργα τα δάχτυλά της.
-Δε μιλάς; Δάγκωσα τα χείλια μου. Ω! συμφορά! Ανέκραξα. Τουλάχιστον ακούς;
Έγνεψε ναι, κι έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα της. Άναψε ένα, κάθισε αμέριμνη σε μια καρέκλα. Εγώ συνέχιζα να στέκομαι και να την κοιτάζω αμήχανος, ξερός. Ώστε δεν μιλούσε ε; Αυτή ένα απίστευτο πρόσωπο και κορμί.
Άναψα κι εγώ τσιγάρο και κάθισα δίπλα της, απέναντί της. Την κοίταζα και δεν ήξερα αν με βλέπει. Κάποια στιγμή δάκρυσε.
-Μην κλαις σε παρακαλώ της είπα και της χάιδεψα τα μαλλιά.

Οι μέρες κύλησαν αμίλητες. Η θάλασσα φουρτούνιαζε, αγρίευε, καθώς μπαίναμε σε έναν ατέλειωτο Χειμώνα.
-Θα έχουμε πολλά μποφόρ εφέτος αποφάνθηκε ο καπετάν-Σταμάτης. Τι λες κι εσύ  Μήτσο;
-Τι να πω εγώ;…πνίγηκα σε μια ολάκερη μπύρα.
-Εμ, βέβαια, τι να πεις. Όλο μπύρες πίνεις τώρα τελευταία. Τι έπαθες; Δεν σου είπα να βρεις μια πουτάνα να την παντρευτείς για να ημερέψεις;
Είχε περάσει κανένας μήνας από τότε που γνώρισα την κόρη του την Ευγενία. Ερωτευμένος καθώς ήμουν μαζί της, δεν μου άρεσε να μου μιλάει έτσι ο πατέρας της αλλά αυτός βέβαια δεν ήξερε τίποτε. Σκέφτηκα να του το πω.
-Την βρήκα, πήρα θάρρος κοιτάζοντας τον στα μάτια.
-Έλα, ρε! Άνοιξε τα μάτια του. Αλήθεια λες;
-Αλήθεια.
-Μπράβο. Εγώ κουμπάρος.
-Δεν ξέρω αν γίνεται..
-Γιατί δεν γίνεται; Δεν με θέλεις;
-Όχι, αλλά δεν ξέρω αν ο πεθερός μπορεί να είναι και κουμπάρος..
-Τι λες μωρέ; Μήπως σου έστριψε; Ποιος πεθερός και ποιος κουμπάρος μου τσαμπουνάς;
-Καπετάν-Σταμάτη, ζητώ το χέρι της κόρη σου της Ευγενίας, είπα σοβαρά.
Οι άλλοι του πληρώματος μας άκουγαν βουβοί. Η θάλασσα φουρτούνιαζε, σήκωνε κύματα του ύψους. Ο αχός τους αντιβούιζε, κόχλαζε ο τόπος στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας.
-Όχι, δεν σου την δίνω! Άστραψε αναψοκοκκινισμένος. Πως τόλμησες; Εσύ ένας μούτσος να σηκώσεις τα μάτια σου πάνω στην κόρη μου;
Κι έφυγε αφήνοντας με στην μπύρα μου. Όμως εγώ δεν είχα πει την τελευταία μου λέξη. Ήξερα πως η Ευγενία με αγαπούσε κι αυτό ήταν το μεγάλο όπλο μου, το έρισμα μου. Όμορφος καθώς ήμουν, γενναίος παρ’ ότι μούτσος, είχα την δύναμη ν αντισταθώ. Δεν θα μου την έπαιρναν έτσι την Ευγενία!

Μερικές μέρες, κύλησαν έτσι, πονεμένα. Ίσως με λίγο μυστήριο. Τι γίνεται, τι θα γίνει κτλ.  Ο καπετάνιος είχε εξαφανιστεί αφού ήμασταν αραγμένοι στη στεριά, στην πλευρά της Ηγουμενίτσας.
Δεν ήξερα πια τι να κάμω. Με την Ευγενία δεν μπορούσα να επικοινωνήσω κι αυτό μου χαλούσε όλη την διάθεση. Έψαχνα να βρω τρόπο, ώσπου με πήρε τηλέφωνο ο καπετάν –Σταμάτης.
-Έλα, μου είπε, παλιομούτσε, πάμε για κανένα ποτό.
Με τον καπετάνιο βγαίναμε που και που από παλιά. Ήξερα ότι θα με πήγαινε σε κανένα κωλόμπαρο κι έτσι έγινε.
-Πιες όσο θέλεις. Κέρασε και τις πουτάνες, εγώ πληρώνω μου είπε μόλις καθίσαμε.
Εγώ ήθελα να του μιλήσω για την Ευγενία αλλά το ύφος του με αποκάρδιωνε. Ας περιμένω σκέφτηκα να δούμε τι θα γίνει.
Αρχίσαμε να πίνουμε ουίσκι. Ουίσκι με πάγο και τα σχετικά. Φρούτα και γκόμενες. Πρώτα ήρθαν δυο Ρωσίδες. Ψηλές, ξανθές, ορθοκάβαλες. Τις κεράσαμε ποτά τις πιάσαμε και τον κώλο. Χούφτωνε ο καπετάνιος, χούφτωνα κι εγώ. Κοιταζόμαστε και γελούσαμε.
-Είδες; μου έλεγε συνέχεια με κάποιο νόημα.
Μάλλον ήθελε να μου πει «τι τη θες την Ευγενία, εδώ είναι αυτό που ζητάς» αλλά εγώ τι να δω, εγώ σκεφτόμουν την Ευγενία αλλά χούφτωνα και την Ρωσίδα.
Σε λίγο τις έδιωξε, δεν κάνουν αυτές μου είπε και φώναξε δυο μαύρες. Κατάμαυρες, μπλάκ. Μόνο το άσπρο των ματιών βλέπαμε και των δοντιών όταν γελούσαν.Η «δικιά μου»Γκλόρια είπε πως την έλεγαν, ήταν μια πανέμορφη αραπίνα γύρω στα εικοσιπέντε.
-Αυτή να πάρεις, πρότεινε ο καπετάνιος. Θέλεις να της το πω;
-Πες το της! Γέλασα.
-Το παιδί από δω θέλει να σε παντρευτεί, την γύρισε προς το μέρος του.
Η Γκλόρια γέλασε. Το θεώρησε παιχνίδι.
-Κι εγκώ θέλει παντρευτεί Μήτσο Και με φίλησε.
-Μούτσος, είπα εγώ.
-Α, για πούτσος, πληρώνει. Πάμε μετά ντουλειά, χοτέλ
-Όχι, πούτσος, μούτσος, επέμενα εγώ. Μού-τσος!
-Τι είναι αυτό; εσύ κοροιντεύει εμένα; Ψευτονευρίασε.
-Όχι, όχι, καλά σου το λέει. Μούτσος είναι η δουλειά του Παιδί του καραβιού, εξήγησε ο καπετάνιος.
-Ααα, κατάλαβα, μούτσος είναι ντουλειά. Ωραία, άλλο πούτσος.
-Τι λες; συνέχισε απτόητος. Θα τον παντρευτείς;
-Εγκώ, αγαπάει μούτσος αλλά όχι παντρεύεται. Θέλει πρώτα γκνωρίσει πολλούς μούτσους.
-Είδες; αναθάρρησα εγώ. Δεν με θέλει.
-Καλά. Φύγετε. Θα βρούμε άλλη, καλύτερη. Και τις έδιωξε.
-Εγώ θέλω την Ευγενία, του είπα.
-Ποια Ευγενία; Έχει καμιά Ευγενία εδώ; μπερδεύτηκε.
-Την κόρη σου λέω..
-Ωχ, μωρέ Μήτσο, τι σου κόλλησε τώρα στο κεφάλι; Άστη αυτή δεν κάνει, Άμα σου λέω εγώ ,ξέρω. Κόρη μου είναι δεν λέω, καλό παιδί κι εσύ αλλά γιατί να δυστυχήσεις; Τι να την κάνεις μια γυναίκα που δεν μιλάει;
-Είναι καλύτερα που δεν μιλάει επέμενα.
-Σ΄αυτό μπορεί να έχεις δίκιο. Οι γυναίκες είναι καλύτερες άμα δεν μιλάνε.
-Συμφωνείς; Ρώτησα με αγωνία.
-Θα δούμε, μη βιάζεσαι. Εκείνη σε θέλει;
-Ούου..
-Τι θέλει από σένα, με κοίταζε με υποτίμηση. Τέλος πάντων θα δούμε, φέρε να πιούμε. Φέρε ένα μπουκάλι είπε στη γκαρσόνα.
-Θα μεθύσουμε, του είπα, είναι πολύ ένα μπουκάλι ήδη έχουμε πιει από πέντε..
-Δεν πειράζει, τσέβδισε. Και ξεμέθυστοι τι κάνουμε; Τα ίδια δεν κάνουμε; Πιες λοιπόν.
Σιγά-σιγά, γίναμε στιφάδο. Σε λίγο δεν θα ξέραμε ούτε τι λέγαμε ούτε τι κάναμε. Ο καπετάν –Σταμάτης φώναξε άλλες δυο κοπέλες στο τραπέζι μας. Μια Ελληνίδα και μια Τσέχα αυτή φορά. Αρχίσαμε να τις χαϊδεύουμε, κάναμε πάλι τα ίδια. Η Ελληνίδα ήταν μια κωλοπετσωμένη τριανταπεντάρα. Ήρθε σε μένα. Η Τσέχα ξεπουπούλιαζε τον καπετάνιο που ήταν ήδη στους εφτά ουρανούς.
-Ώστε είσαι ναυτικός, μου είπε η Ελένη. Έτσι την έλεγαν. Εγώ είμαι από τον βόλο.
-Α, ωραία, είπα εγώ ψάχνοντας την στον κώλο.
-Τι βόλος, τι κώλος! Ωραία είναι και τα δυο, γέλασε ο μεθυσμένος πια καπετάνιος.
-Συμφωνώ, είπα κι εγώ που δεν πήγαινα πίσω.
Το καταλάβαινα πως είχαμε γίνει στουπί, δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου αλλά  επέμενα εκεί, να πίνουμε μέχρι το πρωί.

Αηδιασμένος κάποτε, πήρα μυρουδιά ότι τα κορίτσια συμμάζευαν το μαγαζί για να κλείσουν. Από κάποιο παράθυρο είδα να αχνοφέγγει το γαλάζιο. Σκούντησα τον καπετάνιο που σχεδόν κοιμόταν με το κεφάλι ακουμπισμένο στο τραπέζι, ανάμεσα από τα ποτήρια.
-Τι έγινε; Πετάχτηκε, μας πιάσανε; Τι σκουντάς;
-Πάμε να φύγουμε, πλήρωσε το λογαριασμό, έλα, πάμε.
-Α, ναι, να πληρώσουμε έγρουξε κι έβγαλε ένα μάτσο εύρο.

Πλήρωσε τα μαυροκέφαλά του και σέρνοντας τα βήματα μας κουτσά στραβά, βγήκαμε στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας.Έξω χάραζε μια καινούρια μέρα.

ΤΕΛΟΣ

 

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΘΡΑΝΙΟ..

 

 

Η πόλη ήταν καθισμένη πάνω στη θάλασσα. Ένας μεγάλος υδάτινος κύκλος, έκλεινε απο παντού τα σπίτια της, απο την ανατολή έως νοτιοδυτικά. Μικρός δεν μπορούσε ποτέ να προσανατολιστεί, του έλεγαν Ανατολή κι έδειχμνε τη Δύση. Μα και μεγάλος τα πράγματα δεν είχαν καλυτερέψει. Απ τον Βορρά ερχόταν ένα κύμα δάσους απο πεύκα λες και έπεφταν καπέλο στο κεφάλι της. Ήταν μια μικρή επαρχιακή πόλη, με ατέλειωτες βροχές απο το Φθινόπωρο που άρχιζε το σχολείο, μέχρι τον Μάιο που τέλειωνε, το νερό έπεφτε με τη σκάφη. Η υγρασία τσάκιζε τα κόκκαλα και η ομίχλη την τύλιγε μ αυτό το γκριζόασπρο σεντόνι, που άμα το έβλεπες απο μακριά, ποτέ δεν ήξερες τι έκρυβε μέσα του. Ο Θόδωρας την αγαπούσε αυτή την πόλη. Εκεί είχε γεννηθεί. Εκεί είχε χτυπήσει τα γόνατά του σε όλους τους βράχους της, είχε πιει νερό απ όλες τις βρύσες, είχε παίξει μπάλα στις αλάνες αλλά και στο γήπεδο και ήταν καλός παίχτης, μπορούσε να γινει ποδοσφαιριστής, αφού δεν ήταν καλός μαθητής, αλλά δεν έγινε.

Ακούμπησε τη βρεγμένη τσάντα στο τοιχάκι του αυλόγυρου της εκκλησίας που βρισκόταν μέσα στα πεύκα, στο βορεινό τμήμα της πόλης. Το χερούλι της είχε σπάσει, άνοιξε και τα βιβλία ξεχύθηκαν κάτω. Μαθηματικά, Όμηρος, αρχαίο κείμενο,Κοσμογονία, Ιστορία. Τους έδωσε μερικές κλωτσιές κι ύστερα τα ξαναμάζεψε, καθώς οι ψιχάλες της βροχής είχαν αραιώσει, ώσπου σταμάτησαν εντελώς.Δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν τα βιβλία, ποιοι τα γραφαν και γιατί τον ταλαιπωρούσαν μ όλα αυτά τα άχρηστα πράγματα. Μόνο η Ιστορία του άρεσε, μπορούσε να διαβάζει ώρες ατέλειωτες. Αλλά άμα του μιλούσες για μαθηματικά, ανατρίχιαζε σαν τη γάτα κι έβγαζε φουσκάλες στο δέρμα του. Πως είχε καταφέρει να περάσει τέσσερις τάξεις, φέτος πήγαινε στη βου Λυκείου, δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται αλλά εφέτος μάλλον δε θα την έβγαζε καθαρή με αυτον τον καινούριο μαθηματικό, τον Χίτλερ που ήταν και γυμνασιάρχης. Τόσα χρόνια καθάριζε με δέκα, δέκα και μισό. Ποτέ παραπάνω. Αλλα και ο γενικός του δεν ήταν πάνω απο δωδεκα ποτέ. Μεγάλωνε λίγο εξ αιτίας που έπαιρνε είκοσι στην Ιστορία και την γυμναστική

Είχε ανέβει στο βουναλάκι με την μικρή εκκλησία για να σκεφτεί την κατάσταση και πως θα την βόλευε. Θα τον έδιωχναν δια παντός απο τα σχολεία. Το παράπτωμα του ήταν ασυγχώρητο και όχι τίποτε άλλο αλλά είχε πάρει και τη Νίκη στο λαιμό του. Ο Γυμνασιάρχης, ο αρχικαθίκης όπως τον έλεγε ο συγκαθήμενος του στο τελευταίο θρανίο, ο πιο χοντρός της τάξης, όλες οι τάξεις είχαν τον χοντρό τους απαραίτητα, είχε βαλθεί να εξοντώσε όλους όσους κάθονταν στα τελευταία θρανία. Εννοείται σε όλες τις τάξεις, σε όλα τα τμήματα. Ο Θόδωρας πήγαινε στο έψιλον δυο, η Νίκη στο έψιλον ένα. Το παράπτωμά τους ήταν βαρύ. Είχαν κλέψει λουλούδια και κρίνα απο τον απαγορευμένο κήπο. Τον κήπο που ήταν ένα υπερυψωμένο μεγάλο παρτέρι με όλων των ειδών τα λουλούδια, που έκοβαν μόνο για τις Εθνικες επετείους και άλλες φορές όταν ερχόταν κανένας επίσημος της κυβέρνησης  του πρόσφεραν μια ανθοδέσμη τιμης ένεκεν για τα σπουδαία έργα που είχε κάνει.. Η Νίκη, η κοπέλα του, είχε ζηλέψει κι εκείνος ορκίστηκε πως θα της μάζευε μια νύχτα, λουλούδια απο το παρτέρι για να της δείξει την αγάπη του. Τελικά την είχε πάρει μαζί του εκείνο το βράδυ και μπήκαν τυχαία για να ξεφύγουν απο το άγρυπνο μάτι του Θεολόγου Αληλούια, αλλά δεν τα κατάφεραν. Τους συνέλαβε απο το αφτί την ώρα που έκοβαν τα απαγορευμένα ρόδα, εκείνος ο αγάμητος Αληλούιας που είχε στραβώσει το τσαγούλι του απο το αγαπάτε τον θεό και τα αλελούια που είχε συνέχεια στο στόμα του αλλά πως φαίνεται, ο θεός δεν αγαπούσε αυτόν και του είχε δώσει ένα μικρό εγκεφαλικό, γι αυτό είχε στραβώσει, μα αυτά δεν είχαν σημασία τώρα. Τώρα έπρεπε να ετοιμάσουν την απολογία τους. Έτσι είχε διατάξει με σφιγμένα τα δόντια ο Χίτλερ.
-Να δούμε τώρα ποιος θα σας σώσει Τσανόπουλε! Και σένα και την Αλεξιάδου: Σας περιμένουμε
  να απολογηθείτε στο συμβούλιο των καθηγητών [ ώχ, ώχ..]
Τσανόπουλος ήταν το επίθετό του και Αλεξιάδου της Νίκης και αν το μάθαινε ο πατέρας της που ήταν και Δήμαρχος, ο Θόδωρας έπρεπε να εξαφανιστεί απο τη μικρή πόλη, όπως εξαφανίστηκαν οι Νεάντερταλ πριν απο τριάντα χιλιάδες χρόνια, για να μείνουμε εμείς οι χόμο σάπιενς που δεν ξέρουμε πότε θα εξαφανιστούμε, θυμήθηκε τα λόγια της καθηγήτριας της Ιστορίας, κυρίας Μωσιάδου, που πιθανώς ήταν οι μόνοι μαζί με τον γυμναστή, που θα τους υπερασπιζόταν στο συμβούλιο. Ίσως να τους βοηθούσε και ο Ντελίριους. Αυτός ο τρελάκιας ο φυσικός, που έλεγε πως ανακάλυψε πρώτος το νόμο της βαρύτητας. Μόλις έμπαινε στην τάξη, διάλεγε τον πιο μακρύ διάδρομο κι άρχιζε να βηματίζει κανένα δεκάλεπτο, αμίλητος, ενω στην τάξη γινόταν χάβρα Ιουδαίων. Ο Θόδωρας με τουςάλλους στο τελευταίο θρανίο, μέχρι τσιγάρο άναβαν. Έβλεπε καμια φορά τον καπνό ο Ντελίριους και ο Θώδωρας του δειχνε ένα φύλο χαρτιού που είχε πάρει φωτιά. Να το σβήσω; ρωτούσε. Σβήστο παιδί μου! φώναζε ο Ντελίριους κι άρχιζε ένα ατέλειωτο μονόλογο, πως τον κυνηγούσαν οι Αμερικάνοι, οι Ρώσοι και οι Κινέζοι. Αυτός ήταν ο Ντελίριους που ήταν καλό ανθρωπάκ κατα βάθος και μάλλον θα τους υπερασπιζόταν, συλλογίστηκε.


Η βροχή είχε σταματήσει εντελώς όταν έφτασε η Νίκη. Ήταν φοβισμένη και κάθισε λίγο μακριά του. Άφησε τα βιβλία της κι αυτή στο πεζούλι. Έπεσαν κιμαυτά κάτω. Ο Θόδωρας δεν τα κλώτσησε, τα μάζεψε και τα ξανάβαλε στην τσάντα της, ενω η Νίκη έκλαιγε σιγανά. Αυτος πήγε κοντά της, ένιωθε πως έπρεπε να την προστατέψει αλλά κι αυτός ένα παιδί ήταν. Τι να έκανε; Την πήρε συνεσταλμένα στην αγκαλιά κι ακούμπησε τα χείλη του στα βρεγμένα της μάγουλα και λίγο στο στόμα. Δεν είχαν φιληθεί πολλές φορές. Η Νίκη τον φίλησε κι αυτή, σκούπισε τα δάκρυα και τον κοίταξε στα μάτια.

-Το ξέρει όλη η πόλη, του είπε.
Ο Θόδωρας απογοητεύτηκε. Σκέφτηκε εκείνη τη μέρα πως δεν επρόκειτο να συμφωνήσουν ποτέ όλοι οι άνθρωποι.
-Εγώ λέω να μην πάμε, είπε ξαφνικά η Νίκη. Να φύγουμε πάνω στο ψηλότερο βουνό. Δε θα μας βρούνε ποτέ.
Ο Θόδωρας την κοίταξε αποσβολωμένος. Όχι, σκέφτηκε, δε θα το έκαναν αυτό. Αν έκαναν κάτι τέτοιο, της είπε, θα ήταν σα να παραδέχονταν κάποια ενοχή.

Η μικρή πόλη είχε χάσει την ησυχία της. Το γεγονός της καταπάτησης του κήπου, κυκλοφορούσε απο στόμα σε στόμα. όλοι ήξεραν κι όλοι είχαν πάρει την απόφαση τους. Στα καφενεία οι γέροι έλεγαν πως ποτε δεν είχε ξαναγίνει τέτοιο παράπτωμα στην πόλη τους εδω και έναν αιώνα, όπως τους είχαν μιλήσει γι αυτό οι παλιότεροι γέροντες που τώρα είχαν πεθάνει. Την ημέρα της απολογίας, ο Ντελίριος σταμάτησε να πηγαινοέρχεται και να λέει πως τον κυνηγούσαν οι Αμερικάνοι, οι Ρώσοι και οι Κινέζοι. Ο αγάμητος θεολόγος ο Αληλούιας, είχε στήσει την πυρά και ήταν έτοιμος με τον Χίτλερ ν απολαύσουν το θέαμα. Το κοινό περίμενε εξω απο το γραφείο των καθηγητών που συνεδρίαζαν, για ν ακούσει την απόφαση. Διψούσε για αίμα. Ο Χίτλερ είπε, πως θύμωνε πολύ μ αυτούς που ήθελαν ν αλλάξουν τον κόσμο. Τι είχε ο κόσμος..μια χαρά ήταν και γι αυτό έπρεπε να τιμωρηθούν με την αυστηρότερη ποινή. Έπρεπε να εκλείψουν δια παντός, για να συνετιστούν και οι άλλοι. Ο Ντελίριους ψέλλισε πως δεν ήταν δίκαιο αυτό κι ο Αγάμητος Αληλούιας του απάντησε με ένα μισητό, εσύ να σκάσεις! Οι άλλοι καθηγητές παρακολουθούσαν εμβρόντητοι,δεν είχαν τι να πουν, τι να κάνουν ότι έλεγε ο Χίτλερ έπρεπε να γίνει. Μόνο η κυρία Μωσιάδου, η καθηγήτρια Ιστορίας προσπάθησε ν αποδώσει το γεγονός σε τυχαία σύμπτωση, τέτοιες που συμβαίνουν άπειρες στο πέρασμα του χρόνου και ο Ντελίριους δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Δίδαξε πως η σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο μοιάζει σαν εκείνη του του σκλάβου με του αφέντη, όπου σκλάβος είναι φυσικά ο άνθρωπος και αφέντης ο χρόνος. Όλοι έμειναν άφωνοι αλλά και όλοι ψήφισαν πως ο χρόνος δεν έπαιζε κανένα ρόλο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εδω, το γεγονός ήταν καθοριστικό και αδειάσειστο. Καταπάτησαν ή δεν καταπάτησαν τον κήπο με τα απαγορευμένα άνθη; Ναί, όλοι μαζί. Μπήκαν κρυφά το βράδυ, άρα στο σκοτάδι δεν κρύβει πάντα ένοχους; Ναι, όλοι μαζί Έχουμε ορίσει νόμους κύριοι, επέμενε ο Χίτλερ. Κιαν σήμερα δεν αποδώσουμε δικαιοσύνη, αύριο όλοι οι μαθητές θ ανέβουν στις έδρες, θα μας πάρουν απο το χέρι τις κιμωλίες και τον χάρακα. Και ποιοί μαθητές; Αυτοί που κάθονται στο τελευταίο θρανίο, οι τελευταίοι, οι κάκιστοι θα συμπαρασύρουν και τους ενάρετους. Όχι, κύριοι δεν θα αφήσουμε δυο τσογλάνια ν αμαυρώσουν την φήμη του σχολείου μας.

Το κοινό, για μια στιγμή, έμεινε μετέωρο, αναποφάσιστο, καθώς ο Θόδωρας με την Νίκη εμφανίστηκαν στο κορυφαίο  σκαλοπάτι, προς την έξοδο απο το γραφείο των συνεδριάσεων, πιασμένοι χέρι-χέρι. Δεν τους άφησαν ν απολογηθούν. Τι να πείτε; τους επιτέθηκε ο Χίτλερ; Δεν έχετε να πείτε τίποτε. Τα ξέρουμε όλα. Πηγαίνετε. Η απόφαση θα ανακοινωθεί σε μισή ώρα. Να, πάλι ο χρόνος του Ντελίριου. Ο Χρόνος και ο σκλάβος άνθρωπος. Για μισή ώρα, όλος ο κόσμος θα περίμενε με αγωνία ν ακούσει την απόφαση του αφέντη. Κι ο κόσμος έμεινε ακούνητος σε μια προηγούμενη στάση, με την αγωνία αποτυπωμένη στα μούτρα τους,πως θα περνούσε τόσος χρόνος, πως θα περνούσε αυτη η μισή ώρα μέχρι να μάθουν την απόφαση. Δε μιλούσε κανείς. Απέραντη ησυχία. Η εικόνα πάγωσε. Ο Θόδωρας με την Νίκη, έμειναν στο πιο ψηλό σκαλί, πιασμένοι απ το χέρι. Το ύφος του Θόδωρα έβλεπε μακριά πέρα τη θάλασσα και της Νίκης ήταν στραμμένο σ΄αυτό το προφίλ του. Το κοινό τους έβλεπε ανφας. Πρόσεξαν πως το δεξί χέρι της Νίκης ήταν ματωμένο. Όπως και το πρόσωπο του Γυμνασιάρχη [ ήταν απο τη γροθιά της Νίκης] που βγήκε ν ανακοινώσει την απόφαση. Ένοχοι, είπε. Το κοινό ξεκόλλησε απο την παγωμένη εικόνα. Η οχλαγωγία ξεχύθηκε στη μικρή πόλη. Όλοι σήκωσαν το δεξί χέρι, μπουνιά στον αέρα,η ιαχή ακούστηκε στα πέρατα του κόσμου: Θάνατος στους παραβάτες! Η μισή ώρα είχε περάσει, ο χρόνος δεν είχε σημασία τώρα.  Όχι, φώναξε ο Χίτλερ. Η απόφαση μας που βγήκε κατα πλειοψηφία δώδεκα προς τρία, είναι τρία χρόνια εξορία. Και εκδίωξη δια παντός απο την πόλη. Να, οχρόνος πάλι, να ο αφέντης του ανθρώπου. Τρία χρόνια εξορίας στα απέναντι νησάκια, όχι μαζί, ο καθένας χωριστά αλλα και να βλέπονται μεταξύ τους. Αναμεσά τους μια στενή λουρίδα νερού γεμάτοι καρχαρίες.

Η βάρκα που θα τους ταξίδευε, έφτασε στην προκυμαία. Ο Θόδωρας κρατώντας πάντα απο το χέρι τη Νίκη, μ ένα τσιγάρο-γόπα, κολλημένο στα χείλη του, χάραξε μισό, ειρωνικό χαμόγελο. Η Νίκη χαμογελούσε κι αυτή, τα μάτια της στραφτάλιζαν στο κενό της ατμόσφαιρας. Το πλήθος ούρλιαζε, η Αστυνομία τους πρόσεχε, υπήρχε κίνδυνος να τους λυντσάρουν. 

Μπήκαν στην βάρκα μόνοι τους, πήραν τα κουπιά κι άρχισαν να λάμνουν προς τα μέσα. Προς τα εκεί που η θάλασσα δεν τελειώνει.

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...