Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΘΡΑΝΙΟ..

 

 

Η πόλη ήταν καθισμένη πάνω στη θάλασσα. Ένας μεγάλος υδάτινος κύκλος, έκλεινε απο παντού τα σπίτια της, απο την ανατολή έως νοτιοδυτικά. Μικρός δεν μπορούσε ποτέ να προσανατολιστεί, του έλεγαν Ανατολή κι έδειχμνε τη Δύση. Μα και μεγάλος τα πράγματα δεν είχαν καλυτερέψει. Απ τον Βορρά ερχόταν ένα κύμα δάσους απο πεύκα λες και έπεφταν καπέλο στο κεφάλι της. Ήταν μια μικρή επαρχιακή πόλη, με ατέλειωτες βροχές απο το Φθινόπωρο που άρχιζε το σχολείο, μέχρι τον Μάιο που τέλειωνε, το νερό έπεφτε με τη σκάφη. Η υγρασία τσάκιζε τα κόκκαλα και η ομίχλη την τύλιγε μ αυτό το γκριζόασπρο σεντόνι, που άμα το έβλεπες απο μακριά, ποτέ δεν ήξερες τι έκρυβε μέσα του. Ο Θόδωρας την αγαπούσε αυτή την πόλη. Εκεί είχε γεννηθεί. Εκεί είχε χτυπήσει τα γόνατά του σε όλους τους βράχους της, είχε πιει νερό απ όλες τις βρύσες, είχε παίξει μπάλα στις αλάνες αλλά και στο γήπεδο και ήταν καλός παίχτης, μπορούσε να γινει ποδοσφαιριστής, αφού δεν ήταν καλός μαθητής, αλλά δεν έγινε.

Ακούμπησε τη βρεγμένη τσάντα στο τοιχάκι του αυλόγυρου της εκκλησίας που βρισκόταν μέσα στα πεύκα, στο βορεινό τμήμα της πόλης. Το χερούλι της είχε σπάσει, άνοιξε και τα βιβλία ξεχύθηκαν κάτω. Μαθηματικά, Όμηρος, αρχαίο κείμενο,Κοσμογονία, Ιστορία. Τους έδωσε μερικές κλωτσιές κι ύστερα τα ξαναμάζεψε, καθώς οι ψιχάλες της βροχής είχαν αραιώσει, ώσπου σταμάτησαν εντελώς.Δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν τα βιβλία, ποιοι τα γραφαν και γιατί τον ταλαιπωρούσαν μ όλα αυτά τα άχρηστα πράγματα. Μόνο η Ιστορία του άρεσε, μπορούσε να διαβάζει ώρες ατέλειωτες. Αλλά άμα του μιλούσες για μαθηματικά, ανατρίχιαζε σαν τη γάτα κι έβγαζε φουσκάλες στο δέρμα του. Πως είχε καταφέρει να περάσει τέσσερις τάξεις, φέτος πήγαινε στη βου Λυκείου, δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται αλλά εφέτος μάλλον δε θα την έβγαζε καθαρή με αυτον τον καινούριο μαθηματικό, τον Χίτλερ που ήταν και γυμνασιάρχης. Τόσα χρόνια καθάριζε με δέκα, δέκα και μισό. Ποτέ παραπάνω. Αλλα και ο γενικός του δεν ήταν πάνω απο δωδεκα ποτέ. Μεγάλωνε λίγο εξ αιτίας που έπαιρνε είκοσι στην Ιστορία και την γυμναστική

Είχε ανέβει στο βουναλάκι με την μικρή εκκλησία για να σκεφτεί την κατάσταση και πως θα την βόλευε. Θα τον έδιωχναν δια παντός απο τα σχολεία. Το παράπτωμα του ήταν ασυγχώρητο και όχι τίποτε άλλο αλλά είχε πάρει και τη Νίκη στο λαιμό του. Ο Γυμνασιάρχης, ο αρχικαθίκης όπως τον έλεγε ο συγκαθήμενος του στο τελευταίο θρανίο, ο πιο χοντρός της τάξης, όλες οι τάξεις είχαν τον χοντρό τους απαραίτητα, είχε βαλθεί να εξοντώσε όλους όσους κάθονταν στα τελευταία θρανία. Εννοείται σε όλες τις τάξεις, σε όλα τα τμήματα. Ο Θόδωρας πήγαινε στο έψιλον δυο, η Νίκη στο έψιλον ένα. Το παράπτωμά τους ήταν βαρύ. Είχαν κλέψει λουλούδια και κρίνα απο τον απαγορευμένο κήπο. Τον κήπο που ήταν ένα υπερυψωμένο μεγάλο παρτέρι με όλων των ειδών τα λουλούδια, που έκοβαν μόνο για τις Εθνικες επετείους και άλλες φορές όταν ερχόταν κανένας επίσημος της κυβέρνησης  του πρόσφεραν μια ανθοδέσμη τιμης ένεκεν για τα σπουδαία έργα που είχε κάνει.. Η Νίκη, η κοπέλα του, είχε ζηλέψει κι εκείνος ορκίστηκε πως θα της μάζευε μια νύχτα, λουλούδια απο το παρτέρι για να της δείξει την αγάπη του. Τελικά την είχε πάρει μαζί του εκείνο το βράδυ και μπήκαν τυχαία για να ξεφύγουν απο το άγρυπνο μάτι του Θεολόγου Αληλούια, αλλά δεν τα κατάφεραν. Τους συνέλαβε απο το αφτί την ώρα που έκοβαν τα απαγορευμένα ρόδα, εκείνος ο αγάμητος Αληλούιας που είχε στραβώσει το τσαγούλι του απο το αγαπάτε τον θεό και τα αλελούια που είχε συνέχεια στο στόμα του αλλά πως φαίνεται, ο θεός δεν αγαπούσε αυτόν και του είχε δώσει ένα μικρό εγκεφαλικό, γι αυτό είχε στραβώσει, μα αυτά δεν είχαν σημασία τώρα. Τώρα έπρεπε να ετοιμάσουν την απολογία τους. Έτσι είχε διατάξει με σφιγμένα τα δόντια ο Χίτλερ.
-Να δούμε τώρα ποιος θα σας σώσει Τσανόπουλε! Και σένα και την Αλεξιάδου: Σας περιμένουμε
  να απολογηθείτε στο συμβούλιο των καθηγητών [ ώχ, ώχ..]
Τσανόπουλος ήταν το επίθετό του και Αλεξιάδου της Νίκης και αν το μάθαινε ο πατέρας της που ήταν και Δήμαρχος, ο Θόδωρας έπρεπε να εξαφανιστεί απο τη μικρή πόλη, όπως εξαφανίστηκαν οι Νεάντερταλ πριν απο τριάντα χιλιάδες χρόνια, για να μείνουμε εμείς οι χόμο σάπιενς που δεν ξέρουμε πότε θα εξαφανιστούμε, θυμήθηκε τα λόγια της καθηγήτριας της Ιστορίας, κυρίας Μωσιάδου, που πιθανώς ήταν οι μόνοι μαζί με τον γυμναστή, που θα τους υπερασπιζόταν στο συμβούλιο. Ίσως να τους βοηθούσε και ο Ντελίριους. Αυτός ο τρελάκιας ο φυσικός, που έλεγε πως ανακάλυψε πρώτος το νόμο της βαρύτητας. Μόλις έμπαινε στην τάξη, διάλεγε τον πιο μακρύ διάδρομο κι άρχιζε να βηματίζει κανένα δεκάλεπτο, αμίλητος, ενω στην τάξη γινόταν χάβρα Ιουδαίων. Ο Θόδωρας με τουςάλλους στο τελευταίο θρανίο, μέχρι τσιγάρο άναβαν. Έβλεπε καμια φορά τον καπνό ο Ντελίριους και ο Θώδωρας του δειχνε ένα φύλο χαρτιού που είχε πάρει φωτιά. Να το σβήσω; ρωτούσε. Σβήστο παιδί μου! φώναζε ο Ντελίριους κι άρχιζε ένα ατέλειωτο μονόλογο, πως τον κυνηγούσαν οι Αμερικάνοι, οι Ρώσοι και οι Κινέζοι. Αυτός ήταν ο Ντελίριους που ήταν καλό ανθρωπάκ κατα βάθος και μάλλον θα τους υπερασπιζόταν, συλλογίστηκε.


Η βροχή είχε σταματήσει εντελώς όταν έφτασε η Νίκη. Ήταν φοβισμένη και κάθισε λίγο μακριά του. Άφησε τα βιβλία της κι αυτή στο πεζούλι. Έπεσαν κιμαυτά κάτω. Ο Θόδωρας δεν τα κλώτσησε, τα μάζεψε και τα ξανάβαλε στην τσάντα της, ενω η Νίκη έκλαιγε σιγανά. Αυτος πήγε κοντά της, ένιωθε πως έπρεπε να την προστατέψει αλλά κι αυτός ένα παιδί ήταν. Τι να έκανε; Την πήρε συνεσταλμένα στην αγκαλιά κι ακούμπησε τα χείλη του στα βρεγμένα της μάγουλα και λίγο στο στόμα. Δεν είχαν φιληθεί πολλές φορές. Η Νίκη τον φίλησε κι αυτή, σκούπισε τα δάκρυα και τον κοίταξε στα μάτια.

-Το ξέρει όλη η πόλη, του είπε.
Ο Θόδωρας απογοητεύτηκε. Σκέφτηκε εκείνη τη μέρα πως δεν επρόκειτο να συμφωνήσουν ποτέ όλοι οι άνθρωποι.
-Εγώ λέω να μην πάμε, είπε ξαφνικά η Νίκη. Να φύγουμε πάνω στο ψηλότερο βουνό. Δε θα μας βρούνε ποτέ.
Ο Θόδωρας την κοίταξε αποσβολωμένος. Όχι, σκέφτηκε, δε θα το έκαναν αυτό. Αν έκαναν κάτι τέτοιο, της είπε, θα ήταν σα να παραδέχονταν κάποια ενοχή.

Η μικρή πόλη είχε χάσει την ησυχία της. Το γεγονός της καταπάτησης του κήπου, κυκλοφορούσε απο στόμα σε στόμα. όλοι ήξεραν κι όλοι είχαν πάρει την απόφαση τους. Στα καφενεία οι γέροι έλεγαν πως ποτε δεν είχε ξαναγίνει τέτοιο παράπτωμα στην πόλη τους εδω και έναν αιώνα, όπως τους είχαν μιλήσει γι αυτό οι παλιότεροι γέροντες που τώρα είχαν πεθάνει. Την ημέρα της απολογίας, ο Ντελίριος σταμάτησε να πηγαινοέρχεται και να λέει πως τον κυνηγούσαν οι Αμερικάνοι, οι Ρώσοι και οι Κινέζοι. Ο αγάμητος θεολόγος ο Αληλούιας, είχε στήσει την πυρά και ήταν έτοιμος με τον Χίτλερ ν απολαύσουν το θέαμα. Το κοινό περίμενε εξω απο το γραφείο των καθηγητών που συνεδρίαζαν, για ν ακούσει την απόφαση. Διψούσε για αίμα. Ο Χίτλερ είπε, πως θύμωνε πολύ μ αυτούς που ήθελαν ν αλλάξουν τον κόσμο. Τι είχε ο κόσμος..μια χαρά ήταν και γι αυτό έπρεπε να τιμωρηθούν με την αυστηρότερη ποινή. Έπρεπε να εκλείψουν δια παντός, για να συνετιστούν και οι άλλοι. Ο Ντελίριους ψέλλισε πως δεν ήταν δίκαιο αυτό κι ο Αγάμητος Αληλούιας του απάντησε με ένα μισητό, εσύ να σκάσεις! Οι άλλοι καθηγητές παρακολουθούσαν εμβρόντητοι,δεν είχαν τι να πουν, τι να κάνουν ότι έλεγε ο Χίτλερ έπρεπε να γίνει. Μόνο η κυρία Μωσιάδου, η καθηγήτρια Ιστορίας προσπάθησε ν αποδώσει το γεγονός σε τυχαία σύμπτωση, τέτοιες που συμβαίνουν άπειρες στο πέρασμα του χρόνου και ο Ντελίριους δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Δίδαξε πως η σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο μοιάζει σαν εκείνη του του σκλάβου με του αφέντη, όπου σκλάβος είναι φυσικά ο άνθρωπος και αφέντης ο χρόνος. Όλοι έμειναν άφωνοι αλλά και όλοι ψήφισαν πως ο χρόνος δεν έπαιζε κανένα ρόλο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εδω, το γεγονός ήταν καθοριστικό και αδειάσειστο. Καταπάτησαν ή δεν καταπάτησαν τον κήπο με τα απαγορευμένα άνθη; Ναί, όλοι μαζί. Μπήκαν κρυφά το βράδυ, άρα στο σκοτάδι δεν κρύβει πάντα ένοχους; Ναι, όλοι μαζί Έχουμε ορίσει νόμους κύριοι, επέμενε ο Χίτλερ. Κιαν σήμερα δεν αποδώσουμε δικαιοσύνη, αύριο όλοι οι μαθητές θ ανέβουν στις έδρες, θα μας πάρουν απο το χέρι τις κιμωλίες και τον χάρακα. Και ποιοί μαθητές; Αυτοί που κάθονται στο τελευταίο θρανίο, οι τελευταίοι, οι κάκιστοι θα συμπαρασύρουν και τους ενάρετους. Όχι, κύριοι δεν θα αφήσουμε δυο τσογλάνια ν αμαυρώσουν την φήμη του σχολείου μας.

Το κοινό, για μια στιγμή, έμεινε μετέωρο, αναποφάσιστο, καθώς ο Θόδωρας με την Νίκη εμφανίστηκαν στο κορυφαίο  σκαλοπάτι, προς την έξοδο απο το γραφείο των συνεδριάσεων, πιασμένοι χέρι-χέρι. Δεν τους άφησαν ν απολογηθούν. Τι να πείτε; τους επιτέθηκε ο Χίτλερ; Δεν έχετε να πείτε τίποτε. Τα ξέρουμε όλα. Πηγαίνετε. Η απόφαση θα ανακοινωθεί σε μισή ώρα. Να, πάλι ο χρόνος του Ντελίριου. Ο Χρόνος και ο σκλάβος άνθρωπος. Για μισή ώρα, όλος ο κόσμος θα περίμενε με αγωνία ν ακούσει την απόφαση του αφέντη. Κι ο κόσμος έμεινε ακούνητος σε μια προηγούμενη στάση, με την αγωνία αποτυπωμένη στα μούτρα τους,πως θα περνούσε τόσος χρόνος, πως θα περνούσε αυτη η μισή ώρα μέχρι να μάθουν την απόφαση. Δε μιλούσε κανείς. Απέραντη ησυχία. Η εικόνα πάγωσε. Ο Θόδωρας με την Νίκη, έμειναν στο πιο ψηλό σκαλί, πιασμένοι απ το χέρι. Το ύφος του Θόδωρα έβλεπε μακριά πέρα τη θάλασσα και της Νίκης ήταν στραμμένο σ΄αυτό το προφίλ του. Το κοινό τους έβλεπε ανφας. Πρόσεξαν πως το δεξί χέρι της Νίκης ήταν ματωμένο. Όπως και το πρόσωπο του Γυμνασιάρχη [ ήταν απο τη γροθιά της Νίκης] που βγήκε ν ανακοινώσει την απόφαση. Ένοχοι, είπε. Το κοινό ξεκόλλησε απο την παγωμένη εικόνα. Η οχλαγωγία ξεχύθηκε στη μικρή πόλη. Όλοι σήκωσαν το δεξί χέρι, μπουνιά στον αέρα,η ιαχή ακούστηκε στα πέρατα του κόσμου: Θάνατος στους παραβάτες! Η μισή ώρα είχε περάσει, ο χρόνος δεν είχε σημασία τώρα.  Όχι, φώναξε ο Χίτλερ. Η απόφαση μας που βγήκε κατα πλειοψηφία δώδεκα προς τρία, είναι τρία χρόνια εξορία. Και εκδίωξη δια παντός απο την πόλη. Να, οχρόνος πάλι, να ο αφέντης του ανθρώπου. Τρία χρόνια εξορίας στα απέναντι νησάκια, όχι μαζί, ο καθένας χωριστά αλλα και να βλέπονται μεταξύ τους. Αναμεσά τους μια στενή λουρίδα νερού γεμάτοι καρχαρίες.

Η βάρκα που θα τους ταξίδευε, έφτασε στην προκυμαία. Ο Θόδωρας κρατώντας πάντα απο το χέρι τη Νίκη, μ ένα τσιγάρο-γόπα, κολλημένο στα χείλη του, χάραξε μισό, ειρωνικό χαμόγελο. Η Νίκη χαμογελούσε κι αυτή, τα μάτια της στραφτάλιζαν στο κενό της ατμόσφαιρας. Το πλήθος ούρλιαζε, η Αστυνομία τους πρόσεχε, υπήρχε κίνδυνος να τους λυντσάρουν. 

Μπήκαν στην βάρκα μόνοι τους, πήραν τα κουπιά κι άρχισαν να λάμνουν προς τα μέσα. Προς τα εκεί που η θάλασσα δεν τελειώνει.

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...