Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2021

ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥ ΧΡΌΝΟΥ

 


ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

 

Είχα να λάβω γράμμα πολλά χρόνια. Ίσως από τότε που βγήκαν τα κινητά-δέκα πέντε χρόνια πριν. Έτσι δεν έστελνε κανένας γράμματα πια. Μόνο μηνύματα, η-μέηλ, φαξ .
Γι’ αυτό, όταν μου ήρθε η ειδοποίηση για συστημένο γράμμα απόρεσα και με κάποια δόση αγωνίας, έτρεξα στο ταχυδρομείο. Δυστυχώς το γράμμα το είχε μαζί του ο ταχυδρόμος και θα μπορούσα να το πάρω την άλλη μέρα ή αν ήθελα να περιμένω μέχρι τις δυο που επέστρεφαν οι ταχυδρόμοι. Αυτό μου είπε μια χοντρή υπάλληλος και χαμογελούσε.
-Γιατί χαμογελάτε; Ρώτησα εγώ που είχα τις δικές μου αγωνίες.
-Είναι μέσα στα πλαίσια της ευπρέπειας, μου απάντησε. Υπάρχει διαταγή από τους ανωτέρους που λέει πως οι υπάλληλοι, εμείς δηλαδή, πρέπει να είμαστε ευχάριστοι, στο ύφος, σε όλες μας τις συναλλαγές με τους πελάτες. Σας ευχαριστώ.
Προφανώς ικανοποιημένος από την συμπεριφορά αλλά όχι από την εξυπηρέτηση, καβάλησα το αυτόματο μηχανάκι που χρησιμοποιώ για τις μετακινήσεις μου μέσα στην πόλη και επέστρεψα στην δουλειά μου.
Διατηρούσα ένα βιβλιοπωλείο στο κέντρο της μικρής επαρχιακής πόλης, χρόνια τώρα. Είχα και μια υπάλληλο την Νίκη, σαρανταπεντάρα του ραφιού, σχεδόν από τότε που άνοιξα το μαγαζί. Μεσόκοπη, παλαβιάρα, διαβαστερή, ήταν πλήρως ενημερωμένη για όλα τα σχετικά γύρω από την δουλειά μας. Ειδικά για την λογοτεχνία, δεν της ξέφευγε τίτλος και συγγραφέας.
-Το ποτάμι, είναι σίγουρα τίτλος διηγήματος του Σαμαράκη αλλά πρέπει να θυμηθώ και τον τίτλο της συλλογής, έλεγε σε έναν συνταξιούχο, την ώρα που έμπαινα
-Θυμάστε σεις κύριε Τάκη; Απευθύνθηκε σε μένα.
-Στο «Διαβατήριο» είπα με βεβαιότητα.
-Δεν είναι στο Διαβατήριο έκανε με σιγουριά.
-Τότε στο «Λάθος» αναρωτήθηκε περισσότερο ο συνταξιούχος
-Το «Λάθος» είναι μυθιστόρημα, κύριε. Άρα δεν είναι εκεί, αλλά θα το βρούμε μην στεναχωριέστε. Περάστε το απόγευμα ή αύριο καλύτερα, ολοκλήρωσε.

Εμένα, για να πω την μαύρη αλήθεια μου, ούτε κρύο ούτε ζέστη μου έκανε το ποιος έγραψε τι. Είχα προ πολλού ξεπεράσει το κόμπλεξ της πολυμάθειας κι έβλεπα το βιβλίο μόνο σαν εμπόρευμα. Ή πατάτες πωλούσα ή χαλβά το ίδιο μου έκανε.
-Τα βιβλία, είπε η Νίκη είναι διαφορετικό είδος. Πρέπει να τα
αγαπάμε, να τα σεβόμαστε. Κι εσείς κύριε Τάκη που είστε λεπτός άνθρωπος δεν πρέπει να σκέφτεστε έτσι.
-Πως σκέφτομαι; Ενοχλήθηκα που καταλάβαινε τις σκέψεις μου.
-Ε, πως, τόσα χρόνια σας ξέρω..πήρατε εκείνο το συστημένο; Άλλαξε κουβέντα.
-Όχι.
-Κρίμα.
-Γιατί κρίμα; Τι σε στεναχωρεί εσένα που δεν το πήρα;
-Ε, πως, τόσα χρόνια σας ξέρω. Κι έπειτα είναι ωραίο να λαμβάνει κανείς επιστολές. Να παίρνεις τον φάκελο και να βλέπεις τα’ όνομα σου, κάτω από το προς: Κον  Καμπερόπουλο Τάκη, είπε όλο το όνομα μου.
Κι ενώ εγώ συνέχιζα να την κοιτάζω έκπληκτος συμπλήρωσε:
-Εσείς κύριε Καμπερόπουλε είστε ευαίσθητος άνθρωπος γι’ αυτό σας στέλνουν επιστολές..ενώ εμένα…
-Θέλεις να λάβεις κι εσύ γράμμα;
-Ωραία θα ήταν, κούνησε το κεφάλι της σχεδόν δακρυσμένη.


Κάπως έτσι τελείωσε η κουβέντα μας εκείνο το μεσημέρι με την Νίκη που ήταν διαβαστερή και της άρεσαν οι επιστολές. Κουρασμένος όπως ήμουν σταμάτησα στο διπλανό εστιατόριο να τσιμπήσω κάτι. Έκανε ζέστη πολύ κι ένας κατακόκκινος ήλιος τσουρούφλιζε το σύμπαν.
-Κάνει πολύ ζέστη, μου είπε το γκαρσόν.
-Ναι, κάνει, είπα
-Και πεινάτε μ΄αυτή τη ζέστη;
-Δεν πρέπει;
-Εγώ μ’ αυτή τη ζέστη δεν τρώω τίποτε. Κι απορώ με τους ανθρώπους που τρώνε με τέτοια ζέστη. Τέλος πάντων τι να σας φέρω σήμερα; Γεμιστά και φέτα. Νερό εμφιαλωμένο, ξέρω είπε κι έφυγε χωρίς να με κοιτάξει.
Γύρισε με μια σαλάτα χωριάτικη στο ένα χέρι και στο άλλο ένα πιάτο με μπάμιες. Τα ακούμπησε στο τραπέζι ατάραχος
-Τέλος τα γεμιστά. Ο υδράργυρος σκαρφάλωσε στους σαρανταδύο, είπε.
-Σκαρφάλωσε; Ρώτησα.
-Σκαρφάλωσε, βεβαίωσε και χώθηκε στο μαγαζί.
Άρχισα να τρώω τις μπάμιες μου και σκέφτηκα πως καλύτερα ήταν που μου είχε φέρει μπάμιες. Είχα χρόνια να φάω και θυμήθηκα που όταν τις μαγείρευε η συχωρεμένη η μάνα μου, «πάλι μύξες θα φάμε;» την ρωτούσα κι εκείνη μου έλεγε τότε
πως οι μπάμιες ήταν το καλύτερο φαγητό, ένα κι ένα για το στομάχι. Ας λες εσύ πως είναι μύξες…
Παρ’ όλα αυτά, με τον καιρό, τις συνήθισα τις μύξες. Αρκεί να μην ήταν πολύ τσαλαβουτημένες και μεγάλες. Έχετε φάει ποτέ μεγάλες μπάμιες; Με τα σπόρια να τρέχουν από δω κι από εκεί στο πιάτο; Σκέτη απόλαυση.
Εργένης καθώς ήμουν, δεν βιαζόμουν να πάω πουθενά. Έτρωγα και σκεφτόμουν την τρισάθλια ζωή μου. Τόσα χρόνια δεν είχα τολμήσει να νυμφευτώ. Τώρα που πενηντάριζα, αναλογιζόμουν πως είχα κάνει λάθος. Αν είχα μια γυναικούλα να με περιμένει στο σπίτι… κανένα κουτσούβελο να αλυχτάει ανάμεσα στα πόδια μας…Αλλά δυστυχώς όλα αυτά τώρα ήταν όνειρα απατηλά.
Περιουσία είχα φτιάξει. Το μαγαζί ήταν δικό μου, όπως και το σπίτι. Είχα κουραστεί βέβαια, αλλά τίποτε δεν γίνεται σ’ αυτή την ζωή χωρίς κούραση. Όμως πάντα κάτι μου έλειπε…καλύτερα να είχα ένα παιδί παρά σπίτια,μαγαζιά.
-Τι τα θες, ήρθε το γκαρσόν προς το μέρος μου, συνωμοτικά. Καλύτερα που δεν έχεις παιδιά κύριε Καμπερόπουλε. Να, ρώτα εμένα που έχω εφτά.
-Εφτάάάά!!
-Εφτά και τρία που έχασα, δέκα.
-Δεν το ξερα…
-Που να το ξέρεις. Γι αυτό σου λέω, καλύτερα. Σκέψου το και θα με θυμηθείς, κούνησε τον δείχτη του κι έφυγε μελαγχολικός, αδυσώπητος.

Εμένα πάντως δεν μου γύριζε το κεφάλι. Το είχα πάρει απόφαση να νυμφευτώ. Έτσι κι αλλιώς, τα κότσια μου κρατούσαν ακόμα. Πενήντα χρονών ήταν μια καλή ηλικία, σκεφτόμουν. Τη νύφη που θα εύρισκα…
Κι επειδή ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει πολλά σκαλοπάτια μνήμης, μου ήρθε στο μυαλό το γράμμα. Ποιος να μου το είχε στείλει; Και μάλιστα συστημένο; Λες να ήταν από καμιά γυναίκα; Από μια άγνωστη γυναίκα; Μπορεί όμως, να ήταν κι από κάποιον φίλο. Κάποιον φίλο από τα παλιά που θα με είχε θυμηθεί ξαφνικά. Μάλλον κάτι τέτοιο θα ήταν. Ναι, κάτι τέτοιο θα ήταν.
Στη σκέψη αυτή, δυσανασχέτησα. Πλήρωσα βαριεστημένος τον λογαριασμό μου στο αδυσώπητο γκαρσόνι κι έφυγα εξ ίσου βαριεστημένος για το σπίτι μου, την ερημιά μου.
Ξάπλωσα στον καναπέ του σαλονιού, άνοιξα την τηλεόραση να με πάρει ο ύπνος.. Κοιμήθηκα όλο το απόγευμα μια και δεν είχα δουλειά. Δευτέρα ήταν και τα μαγαζιά έμεναν κλειστά τα απογεύματα.

Την άλλη μέρα η πρώτη μου δουλειά ήταν να πάω να πάρω το γράμμα. Το πήρα αμήχανος από τα χέρια της χοντρής κι ευγενικής υπαλλήλου που μουρμούρισε κάτι σαν»είδατε που ανυπομονούσατε; Ορίστε το γράμμα.»
Βγήκα με τον κίτρινο φάκελο παραμάσχαλα. Κατευθύνθηκα προς ένα απόμερο καφενείο στην άκρη της πόλης. Παράγγειλα καφέ, μοσχομύρισα τον κίτρινο φάκελο. Τον άνοιξα βιαστικά κι άρχισα να διαβάζω:
« Αγαπητέ φίλε
Σε φιλώ με πόνο.
Τίποτε δεν αξίζει στην ζωή χωρίς την γοητεία του έρωτα. Χωρίς την επιθυμία να γνωρίσεις το πάθος, την ζήλια. Ξέρεις τι θα πει πάθος;. Τι θα πει ζήλια;
Αν αγαπήσεις μια γυναίκα, θα τρέμεις για το που βρίσκεται ανά πάσα στιγμή και τι κάνει ανά πάσα  στιγμή… Τότε λοιπόν έρχεται μαζί, όλο το παραμύθι της ζωής. Η ανάγκη και η γοητεία του κυνηγιού. Για να υπάρχεις, είναι ανάγκη να κυνηγάς ή να σε κυνηγάνε. Αυτό δεν είπαν οι σοφοί; Πώς όλα κυλάνε και τίποτα δεν μένει ασταμάτητο. Άκου τώρα λέξεις που θα σου πω για να σε βάλω στο πνεύμα: Δημοκρατία, θέατρο, μαθηματικά, δόξα. Η αίγλη αυτών των λέξεων συνεχίζει να μας τρυπάει τα’ αφτιά από τότε που γεννήθηκαν οι πέτρες.. Κανένας ημίθεος δεν γλίτωσε από αυτές. Βέβαια, είναι πιο πολλές οι λέξεις αλλά αν ξεκινήσουμε από αυτές θα καταλήγουμε στην αιώνια φιλοσοφία. Στο δέντρο του ανθρώπου. Στο κίνητρο. Στον σκοπό. Χωρίς κίνητρο, στην ουσία δεν γίνεται τίποτε. Εγώ για να σου δώσω να καταλάβεις, ήμουν ένας πετυχημένος βιβλιοπώλης. Μετά έγινα εκδότης κι ύστερα μεγαλοεκδότης. Παντρεύτηκα τρεις φορές, τρεις διάσημες γυναίκες. Έκανα από δύο-τρία παιδιά με την καθεμιά- μπορεί και περισσότερα, δεν θυμάμαι.
Αναγκάστηκα να μάθω πολλά πράγματα. Για την Δημοκρατία, την πολιτική,, το χρήμα, το ψέμα και την αλήθεια, την συνέχεια της ζωής. Εσένα μπορεί να σου φαίνονται ανώφελα αλλά δεν είναι. Σου έχει δώσει ποτέ ένα χαστούκι μια γυναίκα, ένα παιδί, έτσι που να σου έρθει ο ουρανός σφοντύλι; Ή να κλαίει η ερωμένη σου επειδή την απατάς με την γυναίκα σου; Θα μου πεις εν κατακλείδι πως όλα γυρνάνε στον έρωτα στην γοητεία του δύο. Μπορεί.
Οι λόγοι που σου γράφω τούτο το γράμμα είναι πολλοί. Ο
κυριότερος ένας: Να ξυπνήσεις! Να δεις την ζωή με άλλο μάτι, από άλλη κουμπότρυπα Βέβαια στα λέω όλα αυτά ανακατεμένα αλλά καταλαβαίνεις εσύ Η αθλιότητα της ύπαρξης, η ύπαρξη της εξαλλοσύνης είναι το μετριότερο όριο της ματαιοδοξίας.
Όταν λοιπόν ήμουν παιδί, κυνηγούσα πεταλούδες. Στην αρχή ασπρόμαυρες, ύστερα χρωματιστές, πολύχρωμες με φτερά από βελούδο, μαλακές σαν το χνούδι έφηβης γυναίκας. Αυτές οι πεταλούδες της νεανικής μου ηλικίας φτερούγισαν. Από κάμπιες έγιναν αγάπη. Έγιναν έρωτες στον αστραφτερό ορίζοντα.
Αυτές τις πεταλούδες στο γαλάζιο-λευκό, δεν θα τις ξεχάσω ποτέ.
Αργότερα, μεγαλώνοντας, χώθηκα μέσα στο δάσος. Μέσα στο πράσινο. Υπήρχαν δρόμοι που δεν ήθελα να τελειώνουν ποτέ. Λιβάδια με απέραντη ευτυχία. Κυλούσε το νερό από γάργαρες πηγές, έπινα και δεν χόρταινα. Βύζαινα και  πάλι διψούσα. Αυτή είναι η ευτυχία: Να διψάς. Να πίνεις από κάθε ποτάμι.
Κανένα ποτάμι δεν ξέφυγε από το στήθος μου, κανένα πουλί που να μην κελάηδησε στην παλάμη μου. Υπήρχαν όμως και κάτι νύχτες σκοτεινές που δεν ήξερα τι να κάμω. Πως θα κοιμόμουν σε τέτοιο σκοτάδι;
Το σκοτάδι ήταν στο μυαλό μου. Ο φόβος στα έγκατα του στήθους, εκεί που κατοικεί η καρδιά. Φοβόμουν πολύ αλλά τι να κανα;
Κρατιόμουν από το σίδερο ανάμεσα από το κάγκελο και το μεδούλι. Από τα ρινίσματα του ήχου της ψυχής κι έτρεμα μη και τελειώσουν κάποτε αυτές οι νύχτες.
Οι νύχτες που σκεφτόμουν ότι ήμουν αθάνατος.

Σε φιλώ με πόνο

                                                                Τάκης Καμπερόπουλος

                                                                Υ.Γ. Σε άλλο γράμμα περισσότερα.

 

 

2 σχόλια:

  1. Πολύ διαφορετικό, πολύ ευρηματικό ως τον τρόπο αυτογνωσίας με τον οποίο ο κ. Καμπερόπουλος θα έρθει κατά πρόσωπο με τον εαυτό του.
    Μάλιστα. Πολύ καλό Κώστα. Μια σύλληψη ευφυής το γράμμα λοιπόν.
    Πολυγραφότατος φίλε μου.
    Καλησπέρα σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...