Παρασκευή 31 Μαΐου 2019

ΑΝΟΙΓΩ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ


Ένα τσιγάρο
μια πίκρα που με στειλε μέχρι θανάτου
αργά είναι να γυρίσεις πίσω
ποιος ξέρει γιατί ήρθες εδώ
τον κόσμο αν 
δεν τον λυπάται κανείς
ένα τσιγάρο του θανάτου.
Ανοίγω την πόρτα
κανείς δεν είναι εδώ να μου πάρει το κεφάλι
Η πληγή στο βάθος πίσω από τη γλώσσα
άγνωστος άντρας κυλάει στα σωθικά
το κρέας έφτασε στο κόκαλο
λυπήθηκα που έφτασες μέχρι εδώ. Κι αν είχα να πω
κάτι
η ζωή μου κύλισε στη σκόνη.

Τρίτη 28 Μαΐου 2019

ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ



Άνοιξη ήταν και τότε. Έπαιρνα ότι πρόχειρο μπορούσα, να μην κουβαλάω
πολλά πράγματα, μόνο τα σαντάλια μου και κάποια χειρόγραφα, ένα δυο βιβλία
παραμάσχαλα. Έφευγα για όπου μου άρεσε.
Ένα τέτοιο μέρος που με συνάρπαζε εκείνο τον καιρό ήταν η Αίγινα.
Έτσι, λοιπόν από την Παρασκευή το μεσημέρι που τέλειωσα την εργασία μου,
την κοπάνισα.
Μπήκα στο βαπόρο, άραξα στο κατάστρωμα παρέα με τους γλάρους,
το μπλέ και μια σκόνη γυναίκας που με τριγύριζε στο νου και δεν ήθελε
να φύγει από εκεί ούτε με σφαίρες που λέμε. Έπινα το καφεδάκι,
 έσπαγα κανένα χαμόγελο στον ήλιο, σκόρπιος,
νηφάλιος πως όλα πήγαιναν καλά.
Απέναντι μου ένας τύπος ψηλόλιγνος, παλικάρι, φοιτητής
φαινόταν με μια κιθάρα
 στον ώμο του κι ένα καραφάκι ούζο στο χέρι, αποφάσισε να την ξεκρεμάσει
για να χαϊδέψει τις χορδές της. Είχε κάτι μακριά δάχτυλα,
έτσι πρέπει να είναι τα δάχτυλα των κιθαριστών, έπαιζε με έναν πολύ
ξεχωριστό τρόπο. Με μάγεψε και πήγα κοντά του. Χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλον.
Ύστερα ο Θόδωρος, έτσι τον έλεγαν  άνοιξε το σάκκο του, έβγαλε ένα καράφι ούζο, μου το έδωσε.
Άρχισα να πίνω κι εκείνος να παίζει. Συντραγουδήσαμε.
Κι μετά όλο το βαπόρο
μέχρι να φτάσουμε στην Αίγινα είχε γίνει ένα κουβάρι μαζί μας!
Άλλο που δεν ήθελαν
οι τουρίστριες! Χόρευαν ζαλισμένες στο κατάστρωμα συρτάκι
και ζεϊμπέκικο.
Το μαγικό ταξιδάκι τελείωσε και κατεβαίνοντας απ το βαπόρο,
στην προβλήτα,
ανάμεσα από πολύ κόσμο προσπάθησα να συν εννοηθώ με το
Θόδωρο που θα βρεθούμε.
-Που θα σε βρώ; Του φώναξα
-Στο σκοτάδι, στο σκοτάδι! Μου απάντησε και χάθηκε στο πλήθος.
Μούτρωσα, μου φάνηκε πως με κορόιδεψε αλλά δεν τον είχα καταλάβει
για τέτοιον άνθρωπο.
Τι να πεις; Εγώ τον ρώτησα που θα βρεθούμε κι αυτός μου είπε,
 στο σκοτάδι.
Τι υπονοούσε άραγε; Είναι και φαντασμένοι οι καλλιτέχνες, σκέφτηκα,
αλλά δεν
μπορούσα να το ξεχάσω. Κοιμήθηκα , κάπως άβολα θυμάμαι.
Το πρωί, σηκώθηκα κατά τις έντεκα. Βγήκα στην παραλία να πιω καφέ,
πήγα στο περίπτερο να πάρω τσιγάρα πρώτα. Κι όπως μου δινε
τα ρέστα, δεν τον ρωτάω, σκέφτηκα. Τι είχα να χάσω; Η ντροπή δική του
η άλλη μισή δική μου.
-Μήπως ξέρετε που είναι το σκοτάδι; Ρώτησα χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας.
-Α, δεν ξέρεις; μου χαμογέλασε.
-Όχι! Ψέλλισα, τώρα.
-Στην άκρη του δρόμου της παραλίας, είναι, μου κάνει.
-Τι είναι; Εγώ
-Το ουζερί το Σκοτάδι, μωρ αδερφέ μου! Αυτό δεν ψάχνεις;
-Αυτό, ναι βέβαια, πάω, ευχαριστώ, τα είπα όλα μαζεμένα.
Έφτασα στο τέλος του δρόμου, είδα την επιγραφή ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ.
Γέλασα.
Ήταν να μη γελάω.; Ύστερα, μπήκα μέσα. Βρήκα το Θόδωρα αραχτόν
να πίνει ούζο
στο σκοτάδι της υποψίας μιας άλλης ζωής.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2019

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΘΛΙΜΜΕΝΟΥ ΔΡΟΜΟΥ



Όταν ήμουν μικρός, μέχρι δεκαοχτώ, είκοσι χρονών, ερωτευόμουν εύκολα.Έβλεπα μια κοπέλα κάπου, στο δρόμο, στην καφετέρια, στο αστικό, αντάλλαζα ματιές ίσως μερικές κουβέντες κι ύστερα έπλαθα ολόκληρες ιστορίες γι αυτήν. Είχε την πλάκα της αυτή η ιστορία όσο τη θυμάμαι και ο μεγάλος μου αδερφός με κορόιδευε. Τι είναι αυτά που κάνεις, έλεγε, αν τη γυναίκα δεν τη βάλεις κάτω, τι να τα κάνεις τα λουλούδια και τις αγάπες; Εγώ όμως παρέμενα αθεράπευτα ρομαντικός. Έβλεπα φερ ειπείν τον εαυτό μου συνέχεια να είναι ιππότης, να χαρίζει τριαντάφυλλα, να προστατεύει την αγαπημένη του από τους κακούς. Ακόμα και μια φορά που πήγα στο πορνείο, ερωτεύτηκα την γυναίκα που έκανε τη δουλειά της. Πήγα πολλές φορές απ έξω από το «σπίτι» την έστησα και περίμενα ώρες να βγεί. Όταν κάποτε, επιτέλους κατάφερα να τη συναντήσω, της μίλησα και να δεις που με θυμήθηκε. Α, έκανε, εσύ. Ναι, της απάντησα, πάμε να πιούμε ένα καφέ; Μαζί; Γέλασε. Ήταν μεγάλη, τριανταπέντε σίγουρα και όμορφη. Γιατί όχι; Πήρα πεισσότερο θάρρος. Μα εσύ είσαι μωρό, συνέχισε χαμογελώντας. Ύστερα μου χάιδεψε το κεφάλι. Πάμε, είπε. Ήταν ένας αξέχαστος καφές. Έκοψα ένα λουλούδι απ τη γειτονιά της το πρόσφερα. Για μένα λουλούδι; Αχνογέλασε και με φίλησε αληθινά. Έβαλα τότε τα δυνατά μου να την πείσω ν αλλάξει τη ζωή της κι αυτή όλο γελούσε με μένα που τα πίστευα όλα αυτά με θέρμη. Μη γελάς, με στενοχωρείς που δε με πιστεύεις, εγω σ αγαπώ! Είσαι ότι πιο ωραίο έχω συναντήσει στη ζωή μου, συνέχισα. Εκείνη έσφιγγε τα σφιχτοδεμένα χέρια της, ύγραιναν τα μπλε μάτια της, που είχαν χάσει τη λάμψη τους, έβγαζαν μια θλίψη, μια κούραση, από τα όσα είχε περάσει στη ζωή της. Αλλά εγώ άλλα έβλεπα. Σα να μη με ένοιαζε τίποτε, τόσος ήταν ο ενθουσιασμός μου που της είπα ότι θα παντρευτούμε και πως θα ζούσαμε για πάντα μαζί. Ήθελα να την αγκαλιάζω, συνέχεια να χώνομαι στο στήθος της να της πιάνω τα χέρια, να της χαϊδεύω τα ξεραμένα χείλη. Ύστερα έφυγε. Δεν ξέρω πως αλλά έφυγε και δεν την ξαναείδα. Θυμάμαι όμως για πάντα εκείνο το λατρεμένο βλέμμα της. Σ ευχαριστώ, μου είπε και μπορεί να έκλαψε όταν έφυγε. 
Κάποια φορά που τόλμησα να πάω να τη ζητήσω, παρά λίγο να με δείρει η τσατσά. Έχουμε εδώ άλλα κορίτσια , είπε και μου δειξε τις ημίγυμνες, τις καινούριες. Δεν τις θέλω , μούτρωσα, εγώ ψάχνω αυτή. Ούτε τo όνομα της δεν ήξερα.

Τετάρτη 22 Μαΐου 2019

ΓΑΜΙΣΤΑ




Έχω πάει σε χιλιάδες απεργίες. Κι εγώ σε χιλιάδες εταίρες ανοχής.
Υπάρχουν δυο ειδών άντρες. Οι Κομμουνιστές και οι ερωτευμένοι. Χρόνια λίγα και στους δυο.
Αστική τάξη στην Ελλάδα δεν υπήρξε και ούτε υπάρχει. Τίτλους ευγενείας, σερ, λόρδοι κλπ, μόνο σε κάποιους φιλέλληνες αποδίδονταν μέχρι κάποια χρόνια πριν. Ύστερα ξεχάστηκαν και οι κόντε και οι κόμηδες. Μετά τον πόλεμο λοιπόν, κάποιοι απέκτησαν με λοβιτούρες, με όποια μέσα, οικονομική δύναμη, έφτιαξαν μεγάλες περιουσίες, μεγάλα οικογενειακά τζάκια. Αυτοί οι άνθρωποι είναι που κυβερνούν τον τόπο. Επειδή απέκτησαν πλούτο, συνέχιζαν την πολιτική των κοτζαμπάσηδων. Αγράμματοι, αμόρφωτοι, ηγέτες χωρίς καμιά επιστημονική κατάρτιση. Είναι οι άνθρωποι της μίζας, του ρουσφετιού, της δουλοπρέπειας. Είναι οι λεγόμενοι μικροαστοί, αυτοί που μισούν κάθε πρόοδο, που εμποδίζουν τον πολιτισμό, που δεν έχουν ιδέα από κουλτούρα.
Έχω χρέος να πω στην κοινωνία... λέει ο καθηγητής, πολιτικών επιστημών; κος Κοντογιώργης. Ποτέ δεν κατάλαβα αυτή τη βαρύγδουπη δήλωση πολλών ανθρώπων. Τι χρέος και παπαριές μας λένε; Γεννιέται και έρχεται κανείς σ αυτό τον κόσμο με τέτοιο ή κάποιο χρέος; Με κάτι τέτοια στραβώνω πολύ.
Η αξιοπρέπεια είναι κοινωνική υπόθεση.
Εκεί όπου ανακάτευα
τις τρίχες του μουνιού σου
πετάχτηκε ένας ποντικός
κι έφαγε το το τυρί σου
[μη ξεχάσετε ω άνδρες Αθηναίοι να δείτε την εσωτερική φωτογραφία]
Πάντως η αλήθεια, λέει πως δεν πρέπει να κάνουμε δηλώσεις εν θερμώ, για τις οποίες θα μετανιώσουμε άμεσα και θα τις ανατρέψουμε άρδην. Συμβουλές δεν υπάρχουν παρά μόνο για τα παιδιά αλλά ας πούμε και κάτι συμβουλευτικό. [Χεχε! νομίζω πως τελικά, όλοι δίνουμε κάποιες συμβουλές.]
Η παραγωγή έργου θεωρείται απαραίτητη για την επιτυχία. [Εκτός εξαιρέσεων, Καβάφης, Τζέιμς Τζόις..] Δηλαδή, αν γράψεις χίλια ποιήματα, αδερφέ, δεν μπορεί, κάποιο λόγο θα είχες για να κουραστείς τόσο...Επίσης, αν μπορείς να ζωγραφίσεις χίλιους δεκατρείς πίνακες! Τι διάολο, όλο μαλακίες θα κάνεις!
Και κάτι απλό: Το θέμα είναι να μη παραγνωριζόμαστε. Ούτε εδώ, ούτε αλλού.Από μακριά!
Κάποιος στο δρόμο κυνηγούσε το καπέλο του. Μόλις το πλησίαζε σαν ένα μαγικό αόρατο σχοινί το τραβούσε μακριά του. Ή μακριά μου, γιατί μπορεί να ήμουν εγώ. Ναι, εγώ ήμουν που κυνηγούσα το καπέλο μου και τώρα κρύωνε η κεφαλή μου. Μυστήριο πράγμα, δεν το έφτανα ποτέ κι κόσμος γύρω μου γελούσε- οι γυναίκες φέρνοντας την παλάμη κοντά στα χείλη να κρύψουν το μισοχαμόγελο τους. Κάτι Μογγολικές φάτσες με κοντά πόδια, λοξά, σχισμένα μάτια που είχαν επιζήσει από τον όλεθρο των παγετώνων πριν από εκατό χιλιάδες χρόνια, -γιατί άραγε επέζησαν;- και είχαν έρθει τώρα στην πατρίδα μου, στη γη δηλαδή που γεννήθηκε ο πατήρ μου. Κι αυτοί γελούσαν πιο πολύ. Χι, χι, χι, χι. Τέσσερα γέλια.
Aς το διάλο. Πάω και μπερδεύομαι με την ουρά σας.Τι δουλειά έχει ο αετός στο παζάρι; Με τρώει ο κώλος μου να τ ακούσω. Δεν πρόκειται να τα βρούμε εμείς οι δυο, όση υπομονή και να κάνω αλλά να τους σκοτώσεις όλους και να φτιάξεις καινούργιους, πάλι στο ίδιο καζάνι θα βράζεις. Φτάσαμε στην άκρη του πάτου. Όσες διαλέκτους κι αν δημιουργήσουμε η κατάληξη είναι πως δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσουμε.
Έχω πει χιλιάδες φορές να μη νευριάζω για τίποτε και όταν το καταφέρνω για μακρινά διαστήματα, είμαι ευτυχής. Όταν νευριάζω, εκνευρίζομαι χειρότερα με τον εαυτό μου που παραβαίνω τις αρχές μου. Άρα, ποτέ δε θα γίνω σοφός επειδή οι σοφοί είναι ήπιοι, γαλήνιοι. Όσοι είναι σοφοί να σηκώσουν το χέρι, ήρεμοι.
Γαμιστά.

Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ



Ο καθένας ότι έχει πουλάει. Και ο έξυπνος αγοράζει. Αν το καλοσκεφτείς εύκολο είναι να αγοράσεις ένα κορμί- απλά δεν το ξέρεις όταν είσαι νέος. Μπορεί να φαίνεται ωμό και ίσως όχι τόσο κομψό για να ξεκινήσεις
Δεν ξέρω αν μπορούμε ν αγαπήσουμε ταυτόχρονα δυο ανθρώπους με την έννοια πως πρέπει να πείσουμε γι αυτό τον εαυτό μας, χωρίς να υποκριθούμε. [Λέμε εδώ ερωτικά.] Δεν είναι και τόσο εύκολο όσο κι αν θέλετε να το ξεπεράσετε γιατί, εντάξει, όλοι είμαστε υπεράνω αλλά κάπου στο βάθος υπάρχει τελικά μια αλήθεια.
Νομίζω, πως η ζωή δεν είναι ένα εύκολο πράγμα. Όσο κι αν ακόμα και ο Αριστοτέλης είπε, οριακά πως μπορούμε να την αλλάξουμε.
Αν θέλουμε να σοκάρουμε την παγκόσμια κοινότητα, μπορούμε απλά να πούμε πως ο Καβάφης ήταν ένας άντρας που τον έπαιρνε. Τίποτε παραπέρα. [Ένας άντρας που γαμιέται, είναι ένας άντρας που γαμιέται όπως και να το κάμεις.]
Ο Τζόις έγραψε πως " πουθενά δεν είναι χειρότερα από εδώ." Περίπου στις αρχές του περασμένου αιώνα. Εκατό χρόνια μετά, συνεχίζουμε να λέμε πως πράγματι δεν υπάρχει χειρότερο μέρος για να κατοικήσεις από τη γη. Κι όμως εμείς δεν έχουμε καμιά άλλη επιλογή. Είμαστε γήινοι.
Πάντων δε των ωραίων πραγμάτων, έπεται η θλίψη.
Αλλά τώρα, ετοιμάζω ένα σπέσιαλ ουζάκι για να διασκεδάσω, επειδή με πρόδωσε η κουφάλα! [Είναι όντως άσχημο να νιώθεις προδομένος.] Θα βάλω τους πιο εκλεχτούς μεζέδες! καβουράκια που έχω στο ψυγείο μου, ντοματούλα, αγγουράκι, λίγο καραβίδα από προχτές.. Λοιπόν, μάγκες μη μασάτε η ζωή είναι πολύ λίγη για να τη σπαταλάτε σε μαλακίες.
Δεν πάω εγώ σε κήπους που δε με θέλουν.. Παρέα με κηπουρούς που δεν ξέρουν να κλαδεύουν...
Δεν μπορούμε να ζωγραφίσουμε καλύτερα από τον Πικάσο.. Μάλιστα. Το είπα κι αυτό
Τα χρόνια που είσαι νέος αφήνουν τη μεγάλη σφραγίδα τους επάνω σου σαν άνθρωπος. Αυτό ισχύει για όλους πόσο δε μάλλον για τους καλλιτέχνες και δη τους μεγάλους. Ο Πικάσο φρόντισε περισσότερο απ όλους την υστεροφημία του που διαγραφόταν από τα παιδικά του χρόνια σαν κάτι πολύ σημαντικό
Ένα μεγάλο ενδιαφέρον στην άκρη του μυαλού του, ήταν πως θα κατόρθωνε να έχει τον έλεγχο της ζωής του. Άνοιγε και έκλεινε την παλάμη του δεξιού χεριού και υπέθετε πως θα μπορούσε να την κρατάει εκεί μέσα σαν μια πεταλούδα. Μόνο που η ζωή δεν ήταν πεταλούδα.
Θα πρέπει να περάσουν, τουλάχιστον εκατό χρόνια από το θάνατο μας για να
μιλήσουν για μας και τα έργα μας.
Φτάσαμε στην άκρα του τάφου σιωπή. Κανείς δε μιλάει. Και τι να πει; Μερικοί εδώ μέσα εμφανίζονται σαν κομήτες, αμολάνε την ουρά τους και φεύγουν. Δεν έχουν κάτι να προσθέσουν σ΄αυτή τη ζωή. Μου αρέσουν αυτοί, ζητάνε τη φιλία και ούτε που ξαναεμφανίζονται και λέω εγώ γιατί ήρθαν; Περίεργη μου φαίνεται η στάση τους, είναι κάποιοι που δεν έχω μιλήσει πότε μαζί τους.
Αν είσαι κλεισμένος στα σκοτάδια
έξω νομίζεις πως είναι πάντα νύχτα.
Στην ουσία δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε ακριβώς. Παρ όλα αυτά τα καταφέρνουμε στα βασικά. Στον έρωτα, παρ ότι θέλαμε να τον κάνουμε όπως θέλουμε ποτέ δε βρήκαμε την τέλεια λύση. Στην πολιτική είμαστε μια ζωή αντιμέτωποι- αυτή κι αν είναι συνεννόηση. Στην πραγματικότητα μόνο η εξέγερση μας ενώνει. Γι αυτό τώρα όλοι είμαστε μόνοι μας: επειδή δεν μπορούμε να επαναστατήσουμε.
Τρίχες. Όλες οι δημοσιεύσεις σας είναι για τον κάδο ανακύκλωσης.
Τα πράγματα δεν είναι ούτε στην υπερβολή πόσο μάλλον στην ουσία. Η Κική Δημουλά, ποιήτρια και Ακαδημαϊκός, είπε κάποιες ωμές αλήθειες για τους μετανάστες. Τα λόγια της δεν είναι θέμα δικαίου ή άδικου, δεν είναι καν δικαιολογία ο τίτλος που της έχουν αποδώσει- μεγάλη ποιήτρια, ούτως ώστε να της αποδοθούν μεγαλύτερες ευθύνες από εκείνες της γυναικούλας της Κυψέλης που εκστομίζει καθημερινά ρατσιστικές εκφράσεις γι αυτή την κατάσταση που σίγουρα είναι πιθανώς η χειρότερη που έχει υπάρξει στη χώρα μας. Επί της ουσίας έχουμε δεχτεί τεράστιο πλήγμα στο πολιτιστικό και πολιτισμικό σκέλος, σαν λαός και δεν είναι εύκολο να κατηγορήσει κανείς κάποιον που καταφέρεται με βαριές λέξεις για το θέμα της μετανάστευσης, όταν αντικρίζει καθημερινά τη χαώδη κατάσταση, την απελπιστική θέση αυτών των ανθρώπων- ποτέ δε θυμάμαι τόσους ανθρώπους να ψάχνουν μανιωδώς στους κάδους απορριμμάτων- την ανημπόρια της πολιτείας να αντιμετωπίσει το φαινόμενο, οπότε φτάνουμε στο σημείο να εξαναγκάζουμε το σύνολο των ανθρώπων να καταφέρονται, ιδιωτικά τουλάχιστον, αν όχι δημόσια, εναντίον των μεταναστών. Και στο κάτω της γραφής, σε κανέναν δεν αρέσει, νομίζω, να έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος με ανθρώπους που κοιμούνται στα παγκάκια, με ζώα που αφοδεύουν ασύστολα όπου μπορούν, με απερίγραπτη ζητιανιά, με κακόγουστα έως ανόητα μηνύματα από τους πολιτικούς παράγοντες και τέλος πάντων με όλα αυτά τα απαράδεχτα που συμβαίνουν στην Ελληνική κοινωνία.
Δεν έχω μελετήσει επαρκώς την Κική Δημουλά για να έχω μια εμπεριστατωμένη γνώση για τον ποιητικό της λόγο. Διάφορα αποσπάσματα που έχουν βρεθεί στο δρόμο μου, δεν μου δημιούργησαν συναισθηματικά κίνητρα για να τη διαβάσω. Κατά βάθος, πιστεύω πως είναι μια συνηθισμένη γυναικεία φωνή όπως πάμπολλες άλλες στη χώρα μας και πως υπερβάλλουν οι όποιες συγκρίσεις με αντίστοιχα μεγάλα αντρικά ποιητικά μεγέθη στη χώρα μας.
Δεν μπορώ να πω, πως ήμουν ποτέ ένθερμος οπαδός των εορτών και των συν αυτών επακόλουθα. Ιδιαίτερα οι Χριστιανικές γιορτές μου φαίνονται αρκούντως καταθλιπτικές. Τι να γιορτάσεις μέσα σ αυτή τη μαυρίλα; όλο πένθος και δυσαρέσκεια, κεριά, λιβάνια παπάδες, ψαλμωδίες για φτωχά μυαλά.
Κατέβηκα μια βόλτα στην πλατεία. Πλατεία Εξαρχείων. Ερημία. Τα μαγαζιά όλα κλειστά, μόνο ο Κάβουρας και ο Τούρκος ανοιχτά και στη Θεμιστοκλέους μια γκόμενα με το σκύλο αγκαλιά αργουλιάζουν. Δίπλα κάποιος Εβραίος; φωνάζει χίλιες φορές κύριε ελέησον καπνίζοντας μπάφο. Σκέφτομαι τι θα απογίνουν οι γνήσιοι Αθηναίοι όταν φύγουν μονομιάς από την πόλη όλοι οι βλάχοι.
Σκόρπιες σημερινές σημειώσεις. [Ωραίο είναι να σημειώνεις στις άκρες των βιβλίων.] Ας πούμε, ένα βρώμικο βιβλίο δεν πιάνει ποτέ σκόνη, μια γυναίκα έλεγε πως και το σεξ είναι βρώμικο. Σε σχέση με κάποιον τίτλο, πιθανώς η αξία της αντίρρησης. Ο άντρας μετά την εκσπερμάτιση,-λέξη κι αυτή!- νιώθει αιχμάλωτος, λέει ο παππούς Φρόιντ και ο Τζον Ρολς με τη θεωρία της δικαιοσύνης του θεωρείται ο σημαντικότερος άνθρωπος της πολιτικής φιλοσοφίας. Δεν τον έχω διαβάσει, κάπου σπαρτά, εδώ κι εκεί. Και, τελευταία: στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογέννεση, λέει ο Σεφέρης κι εγώ από κάτω, διαφωνώ.
Λοιπόν…το σκέφτηκα καλά για όλους εμάς εδώ μέσα: Τι ωραία που είμαστε φίλοι και δεν είμαστε εραστές! Φαντάζεστε να ήμασταν...
Τελικά το συμπέρασμα μου είναι οριστικό:όταν είσαι νέος δε βλέπεις το λόγο να ζούνε οι γέροι.

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...