Παρασκευή 24 Μαΐου 2019

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΘΛΙΜΜΕΝΟΥ ΔΡΟΜΟΥ



Όταν ήμουν μικρός, μέχρι δεκαοχτώ, είκοσι χρονών, ερωτευόμουν εύκολα.Έβλεπα μια κοπέλα κάπου, στο δρόμο, στην καφετέρια, στο αστικό, αντάλλαζα ματιές ίσως μερικές κουβέντες κι ύστερα έπλαθα ολόκληρες ιστορίες γι αυτήν. Είχε την πλάκα της αυτή η ιστορία όσο τη θυμάμαι και ο μεγάλος μου αδερφός με κορόιδευε. Τι είναι αυτά που κάνεις, έλεγε, αν τη γυναίκα δεν τη βάλεις κάτω, τι να τα κάνεις τα λουλούδια και τις αγάπες; Εγώ όμως παρέμενα αθεράπευτα ρομαντικός. Έβλεπα φερ ειπείν τον εαυτό μου συνέχεια να είναι ιππότης, να χαρίζει τριαντάφυλλα, να προστατεύει την αγαπημένη του από τους κακούς. Ακόμα και μια φορά που πήγα στο πορνείο, ερωτεύτηκα την γυναίκα που έκανε τη δουλειά της. Πήγα πολλές φορές απ έξω από το «σπίτι» την έστησα και περίμενα ώρες να βγεί. Όταν κάποτε, επιτέλους κατάφερα να τη συναντήσω, της μίλησα και να δεις που με θυμήθηκε. Α, έκανε, εσύ. Ναι, της απάντησα, πάμε να πιούμε ένα καφέ; Μαζί; Γέλασε. Ήταν μεγάλη, τριανταπέντε σίγουρα και όμορφη. Γιατί όχι; Πήρα πεισσότερο θάρρος. Μα εσύ είσαι μωρό, συνέχισε χαμογελώντας. Ύστερα μου χάιδεψε το κεφάλι. Πάμε, είπε. Ήταν ένας αξέχαστος καφές. Έκοψα ένα λουλούδι απ τη γειτονιά της το πρόσφερα. Για μένα λουλούδι; Αχνογέλασε και με φίλησε αληθινά. Έβαλα τότε τα δυνατά μου να την πείσω ν αλλάξει τη ζωή της κι αυτή όλο γελούσε με μένα που τα πίστευα όλα αυτά με θέρμη. Μη γελάς, με στενοχωρείς που δε με πιστεύεις, εγω σ αγαπώ! Είσαι ότι πιο ωραίο έχω συναντήσει στη ζωή μου, συνέχισα. Εκείνη έσφιγγε τα σφιχτοδεμένα χέρια της, ύγραιναν τα μπλε μάτια της, που είχαν χάσει τη λάμψη τους, έβγαζαν μια θλίψη, μια κούραση, από τα όσα είχε περάσει στη ζωή της. Αλλά εγώ άλλα έβλεπα. Σα να μη με ένοιαζε τίποτε, τόσος ήταν ο ενθουσιασμός μου που της είπα ότι θα παντρευτούμε και πως θα ζούσαμε για πάντα μαζί. Ήθελα να την αγκαλιάζω, συνέχεια να χώνομαι στο στήθος της να της πιάνω τα χέρια, να της χαϊδεύω τα ξεραμένα χείλη. Ύστερα έφυγε. Δεν ξέρω πως αλλά έφυγε και δεν την ξαναείδα. Θυμάμαι όμως για πάντα εκείνο το λατρεμένο βλέμμα της. Σ ευχαριστώ, μου είπε και μπορεί να έκλαψε όταν έφυγε. 
Κάποια φορά που τόλμησα να πάω να τη ζητήσω, παρά λίγο να με δείρει η τσατσά. Έχουμε εδώ άλλα κορίτσια , είπε και μου δειξε τις ημίγυμνες, τις καινούριες. Δεν τις θέλω , μούτρωσα, εγώ ψάχνω αυτή. Ούτε τo όνομα της δεν ήξερα.

2 σχόλια:

  1. Πολύ ανθρώπινο, γεμάτο τρυφερότητα, συγκίνηση. Ανθρώπινες αξίες και νοσταλγία. Πόσο όμορφα το έδωσες Κώστα. Και τι λατρεμένα μάτια είναι αυτά στον πίνακά σου;
    Την καλησπέρα μου φίλε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τζον, όλα καλά. Μικρά διηγήματα με κάποιον άλλον τρόπο ειδομένα. Ο πίνακας, ναι, σύμφωνα με το μοντέλο-οδηγείσαι. [Καταφέρνω ορισμένες φορές να συγκινώ ακόμα και τον εαυτό μου]

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...