Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

ΑΘΏΟΣ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΚΑΝΕΊΣ

 

Συνήθως οι αθώοι δεν έχουν αποδείξεις για την αθωότητα τους. Τους τυλίγουν σε μια λαδόκολλα και από εκεί αρχίζει το δράμα.

 










ΖΗΛΙΑ ΑΜΕΤΡΟΝ ΠΑΘΟΣ



Ήταν μια ψηλή, μελαχρινή γυναίκα. Έμοιαζε περήφανη, τίναζε συχνά τα μεγάλα, μαύρα μαλλιά της, που έφτανα σχεδόν μέχρι τη μέση της και νόμιζες πως δεν νοιάζεται πολύ για ότι γίνεται γύρω της. Όπου στεκόταν, τραβούσε επάνω της όλα τα βλέμματα, αντρών και γυναικών. Οι άντρες την επιθυμούσαν και οι γυναίκες τη ζήλευαν για το παράστημά της, το ελεύθερο περπάτημα, την εξουθενωτική ομορφιά. Από την πρώτη στιγμή που την είδε, του είχε κάνει εντύπωση.

Ήταν ένα απόγευμα στην θάλασσα. Εκείνη στεκόταν με την πλάτη γυρισμένη προς αυτόν και κοίταζε το απέραντο γαλάζιο. Έμοιαζε να κοιτάζει μακριά, πέρα στο βάθος του ορίζοντα, εκεί που ενώνονταν τα δυο γαλάζια: του ουρανού και της θάλασσας. Συνεπαρμένος από την ομορφιά της, προσπάθησε μάταια να τη μαγνητίσει, να της κλέψει κάποιο χαμόγελο. Αυτή δεν έλεγε να γυρίσει τα μάτια της αλλού, βρισκόταν στον κόσμο της.
Πράγμα παράξενο, δεν τον ενόχλησε που δεν γύριζε να τον κοιτάξει. Σαν να του άρεσε κιόλας που είχε όλο το χρόνο να την παρατηρήσει καλύτερα.
Ήταν τέλη Σεπτέμβρη και στην παραλία του Μπάτη, οι κολυμβητές λιγοστοί, η θάλασσα λάδι, ήσυχη, αμέριμνη για τα πάθη των ανθρώπων.
Αργότερα που έπαιζε ρακέτες με τον ψηλό και την είδε πάλι να προσπερνάει, έχασε την προσοχή του και το μπαλάκι τον βρήκε στο στήθος. Αριστερά εκεί που είναι η καρδιά.
-Που κοιτάς ρε! Του φώναξε ο ψηλός. Α, κατάλαβα…έκανε μόλις την πήρε είδηση, σου πήρε το μυαλό η γκόμενα!
Εκείνη γύρισε και του χάρισε ένα χαμόγελο. Ύστερα, χάθηκε στα σκαλοπάτια για την έξοδο, αφήνοντας τον μετέωρο με την αναπόληση των ματιών της για μέρες.

Την επόμενη φορά που τη συνάντησε, τυχαία, σε μια λεωφόρο της Ηλιούπολης, όπου έμενε, ξαφνιάστηκε, δεν πρόλαβε να της μιλήσει. Αντάλλαξαν ένα βλέμμα που κάτι έλεγε, προσπεράστηκαν, λες και ήταν συνεννοημένοι, γύρισαν πίσω να ξανακοιταχτούν. Ύστερα, πάλι εκείνη έφυγε με γρήγορο περπάτημα. Χάθηκε πίσω από τα χτίρια.
Αυτός έκανε να τρέξει ξωπίσω της αλλά δεν το έκανε. Κάτι τον συγκράτησε. Κούνησε μελαγχολικά το κεφάλι του και σκέφτηκε πάλι πως ήταν χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά. Οι έρωτες του έλειπαν τώρα…
Όμως τα πράγματα παίρνουν τον δρόμο τους, λες και μια αδιόρατη μεμβράνη τα κινεί, λες και κάποιο αόρατο χέρι τα οδηγεί.

Έτσι, μετά από μερικές μέρες που καθόταν σε ένα μπαράκι της κεντρικής πλατείας στην Ηλιούπολη, με κάποιο γνωστό του, την είδαν να μπαίνει. Φάνηκε λίγο αναποφάσιστη, κοίταξε γύρω, είδε ένα κενό κάθισμα δίπλα τους κάθισε, παράγγειλε καφέ, άναψε τσιγάρο.
Τώρα ήταν πολύ κοντά του, μπορούσε να την παρατηρήσει καλύτερα. Τα μάτια της ήταν μεγάλα, κατάμαυρα όπως τα μαλλιά της, το πρόσωπό στενόμακρο, με λίγο ανασηκωμένα τα ζυγωματικά, χείλη σαρκώδη, βαμμένα μοβ που κάποια στιγμή, καθώς τον κοίταξε, τρεμόπαιξαν σε μια υποψία χαμόγελου.
Ο γνωστός του που συνέλαβε τη σκηνή, έσκυψε και του είπε στο αφτί:
-Τρέχει τίποτα; Έλα, ρε, τι δουλειά έχουμε εμείς με τις κωλοαλβανίδες!
Ενοχλήθηκε με την αγένεια του. Εκείνη, τον άκουσε αλλά δεν έδειξε να δίνει σημασία.
-Δεν μιλάνε έτσι σε καμιά γυναίκα! Του ύψωσε την φωνή. Όποια και να είναι!
-Σιγά ρε μάγκα! Που θα δώσουμε λογαριασμό για τους Αλβανούς, επέμενε ο άλλος.
-Σήκω και φύγε! Φύγε τώρα, γιατί θα γίνει της πουτάνας! Αγρίεψε, σφυριχτά.
Ο γνωστός του, που δεν περίμενε τέτοια αντίδραση, μούδιασε. Τον μέτρησε που είχε σηκωθεί έτοιμος για καυγά, οπισθοχώρησε. Κι ευτυχώς που κατάλαβε το λάθος του.
Η γυναίκα σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε.
-Σ’ ευχαριστώ, είπε μόνο.Αυτός δεν είπε τίποτε. Την παρατήρησε που έσβησε το τσιγάρο της, πλήρωσε τον καφέ κι έφυγε, χάθηκε στην έξοδο.Δεν του έμοιαζε για Αλβανίδα, αλλά, ο άλλος, το είχε πει καθαρά: «Κωλοαλβανίδες!» Οι σχέσεις του με αυτούς τους ανθρώπους ήταν τυπική. Δεν είχε γνωρίσει καμιά Αλβανίδα.
Τους έβλεπε παντού, καθώς είχαν κατακλείσει την Ελλάδα, ξεχώριζαν σαν την μύγα μες το γάλα αλλά δεν του είχε ταιριάξει. Φυσικά, τίποτε δεν άλλαξε μέσα του και συνέχισε να την ψάχνει, ώσπου ένα απόγευμα την πέτυχε.

Είχε μπει σε μια καφετέρια με κουλοχέρηδες-ποτέ δεν πήγαινε σ’ αυτά τα μαγαζιά, ούτε ήξερε πως παίζουν και γιατί παίζουν. Κάθισε και περίμενε να έρθει κάποιος για να παραγγείλει, όταν την είδε να φτάνει κοντά του γελαστή.
-Τι θα πιει ο κύριος; Τον κοίταξε αινιγματικά.
-Α, έκανε ξαφνιασμένος,,ναι, έναν καφέ..
-Τι καφέ;
-Ένα καπουτσίνο και..
-Και;
-..θέλω να μιλήσουμε.
Θα μιλήσουμε, του έγνεψε και πήγε να ετοιμάσει τον καφέ. Δεν είχε κόσμο εκείνη την ώρα, ένας γέρος έπαιζε μόνο. Έτσι μαζί με τον καφέ του, έφερε και τον δικό της. Κάθισε στο τραπέζι του, άναψαν τσιγάρο.
-Δουλεύεις εδώ ε; είπε για να ξεκινήσουν την κουβέντα.
-Ναι, δυο χρόνια.
Χωρίς χρονοτριβές, του διηγήθηκε πολλά από την ζωή της. Ήταν ευχάριστη και συχνά τον ρωτούσε για τα δικά του. Πιο πολύ όμως, μιλούσε για τον εαυτό της, για τη ζωή της αποφεύγοντας να λέει πολλά για την Αλβανία.Ασυναίσθητα, σκεφτόταν να μην μπλέξει μαζί της αλλά και ταυτόχρονα κάτι τον τραβούσε. Η ομορφιά της, το παράξενο και γκροτέσκο φέρσιμό της κι έτσι πολύ γρήγορα, συμφώνησαν να βγούνε το ίδιο βράδυ μετά την δουλειά της.
Πήγε στο σπίτι, έκανε ένα μπάνιο, ξεκουράστηκε να είναι έτοιμος για την βραδινή τους έξοδο. Και μέχρι να τη συναντήσει, μόνον αυτή είχε στο μυαλό του.
Αλλά και η Αντιγόνη-έτσι ήταν το όνομα της- δεν πήγαινε πίσω. Έμοιαζε ήδη ερωτευμένη μαζί του. Μόλις την ανέβασε στην μηχανή του, σφίχτηκε πάνω του τρυφερά.
-Μου αρέσει η μηχανή, του είπε.
-Ωραία, της απάντησε κι εξαφανίστηκε στην παραλιακή.

Κάθισαν στο Εδέμ, σε μια από τις παραδοσιακές ταβέρνες. Έφαγαν και ήπιαν λίγο κρασί κι έπειτα σα να βιάζονταν γι αυτό που ήθελαν να κάνουν, φιλήθηκαν κι έφυγαν . Περπάτησαν λίγο στην παραλία, στην ερημιά, δίπλα στην θάλασσα. Και σαν να μην τους ένοιαζε τίποτε, αγκαλιάστηκαν, κόλλησαν τα σώματα τους, έκαναν έρωτα πάνω στα φύκια.
Την πήρε γρήγορα με μια ανάσα κι αυτό δεν του αρκούσε. Ούτε σε κείνη. Γυμνώθηκαν τελείως, στο λιγοστό φως του φεγγαριού. Από εκείνη την στιγμή, έγιναν αχώριστοι. Την άλλη μέρα συμφώνησαν να μετακομίσει στο σπίτι της, γιατί να πλήρωναν δυο ενοίκια; Και σιωπηλά συγκατοίκησαν.
Πέντε, έξι μήνες πέρασαν καλά. Γνώρισε το σινάφι της Αντιγόνης, οι περισσότεροι ήταν Αλβανοί που τον συμπάθησαν γιατί ζούσε με μια δικιά τους. Αρκετοί όμως από τους φίλους του, τον έκαναν πέρα εξ αιτίας αυτού του γεγονότος. Στην αρχή δεν του κακοφάνηκε, αργότερα δικαιολόγησε κάποιους . Γνωρίστηκε και με κανά δυο αλήτες που τους παρουσίασε σαν αδέρφια της. Μια άμεση αντιπάθεια υπήρξε εκατέρωθεν.
-Αυτούς δεν θέλω να τους ξαναδώ, της είπε θυμωμένα.
-Δεν είναι κακοί…τόλμησε.
-Αυτό που σου είπα! Μούτρωσε.
-Τι έγινε; Απόρεσε.
Δεν θέλησε να της πει. Μέσες άκρες τον είχαν χαμηλώσει με τα λεγόμενα τους. Διαλαλούσαν πως ήταν πολύ άτυχη η αδερφή τους που είχε μπλέξει μαζί του.
-Εγώ θα τους έριχνα από μια κλωτσιά στον κώλο! Του είπε ένας φίλος. Άκου να μην τους κάνεις..τι θέλανε δηλαδή οι Αλβανοί για την Αντιγόνη; Κανένα βασιλόπουλο;
Το αντιπαρήλθαν όμως κι αυτό μη έχοντας παρτίδες μαζί τους.
Το πιο δύσκολο ήταν η ανεργία. Αυτός είχε μήνες να εργαστεί, κάτι λίγες οικονομίες που είχε, τελείωναν. Τις δουλειές τις είχαν πάρει οι Αλβανοί και γενικότερα οι μετανάστες που είχαν κατακλείσει την Ελλάδα. Η Αντιγόνη εργαζόταν πάντα στα ηλεκτρονικά, στους κουλοχέρηδες κι αυτός, ύστερα από μεγάλες προσπάθειες, κατάφερε να ξαναβρεί δουλειά σε ξυλουργείο. Βελτίωσαν κάπως τα οικονομικά τους, έβγαιναν κανένα βραδάκι και τα Σαββατοκύριακα, πήγαιναν στην θάλασσα, Χειμώνα-Καλοκαίρι. Κολυμπούσαν, έπαιζαν ρακέτες, το αγαπημένο του παιχνίδι. Είχε μάθει και την Αντιγόνη, ήταν καλός δάσκαλος αλλά αυτή από εκεί άρχισε να δείχνει κάποιον υπέρμετρο εγωισμό, ένα είδος ανταγωνιστικότητας.
-Τι παθαίνεις; Απορούσε όταν την έβλεπε να αντιδράει έτσι.
-Τίποτε, σούφρωνε τα χείλια της κι έμενε αμίλητη.
Δεν ήταν ακριβώς ανταγωνισμός αλλά ένα είδος ζήλιας που έκανε την εμφάνιση του και σε άλλα στάδια της ζωής τους.

Ένα βράδυ ήταν καλεσμένοι στα εγκαίνια ενός καφενείου. Το άνοιγε ένας γνωστός του κι αποφάσισαν να πάνε. Ντύθηκαν και χαρούμενοι, κεφάτοι, έφτασαν. Αφού του ευχήθηκαν καλές δουλειές, κάθισαν σε ένα τραπεζάκι. Ήρθε η γκαρσόνα να παραγγείλουν και η Αντιγόνη, μούτρωσε με κάποια περισσή ευγένεια που μίλησε μαζί της.
-Τι έπαθες; Της είπε.
-Να μη μιλάς με τις γκαρσόνες! Του πέταξε με νεύρα.
Η αντίδραση της ήταν υπερβολική. Μέχρι τότε, δεν είχε ξανακάνει τέτοιο πράγμα και παραξενεύτηκε.
-Τι έχεις παιδί μου; Ανησύχησε και πήγε να της πιάσει το χέρι.
Εκείνη του πέταξε μακριά με χειρότερα νεύρα. Γύρω ο κόσμος τους κοίταζε απορημένος. Τα νεύρα του τσιτώθηκαν.
-Σήκω να φύγουμε! Της είπε σιγανά αλλά μέσα του έβραζε.
Μόλις βγήκαν στους δρόμους, τσακώθηκαν άγρια.
-Τι είναι αυτά που κάνεις; Την τράνταξε. Αν μου ξανακάνεις τέτοια σκηνή, τελειώσαμε. Φεύγω αύριο το πρωί.
Η Αντιγόνη έκλαιγε αλλά το πείσμα της πελώριο. Επαναλάμβανε τον τρόπο που μίλησε στην γκαρσόνα και η ζήλια της φούντωνε. Αυτός, που δεν είχε κάνει τίποτε επιλήψιμο, νευρίαζε περισσότερο.
-Τι θέλεις δηλαδή; Να μην μιλάμε στους ανθρώπους; Της φώναξε
-Στους ανθρώπους! Τον ειρωνεύτηκε. Στις πουτάνες θέλεις να πεις.. γιατί τι νομίζεις πως ήταν αυτή; Μια πουτάνα είναι που ήθελες να τη γαμήσεις!
Έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Δεν ήξερε τι να πει. Συμμαζεύτηκε στις σκέψεις του και κατάλαβε πως αυτό θα γινόταν τεράστιο πρόβλημα.
Εκείνο το βράδυ, το ξεπέρασαν σχετικά εύκολα. Πήγαν στο σπίτι, και πράγμα περίεργο η Αντιγόνη, σε λίγο καλμάρισε. Δεν μίλησαν άλλο γ’ αυτό. Ξάπλωσαν έκαναν έρωτα κι όλα ήταν μέλι –γάλα, μέχρι το επόμενο παρόμοιο γεγονός.
Ακολούθησαν εκατοντάδες τέτοια καμώματα. Αυτός προσπάθησε με παντοίους τρόπους να της εξηγήσει πως δεν έπρεπε να είναι κατά φαντασία ζηλιάρα αλλά στάθηκε αδύνατο. Η Αντιγόνη σε λίγο θα ζήλευε και τον ίσκιο της. Μετά από κάθε σκηνή ζηλοτυπίας, επακολουθούσε καυγάς, ύστερα κλάματα, φωνές υστερίας πως τάχα ένιωθε όντως αδικημένη. Δεν σταματούσε με τίποτε. Μόλις της καρφωνόταν η ιδέα ότι κοίταξε μια γυναίκα, τελείωσε.

-Γαμάς την γειτόνισσα μωρέ! Του φώναξε μια μέρα και τους άκουγε κόσμος.
Και μετά από κάθε γεγονός κλαίγοντας του ζητούσε συγνώμη λέγοντας πως δεν θα το ξανάκανε. Αλλά, αυτός κουνούσε το κεφάλι και δεν την πίστευε. Έκανε υπομονή, την αγαπούσε, δεν ήθελε να τη χάσει. Απηύδησε όμως,τον έβγαζε από τα ρούχα του. Δεν ήταν μια συνηθισμένη ζήλια για να το πάρεις αστεία. Εδώ επρόκειτο για αρρώστια. Σιγά-σιγά τον απομόνωνε από τον κόσμο. Απέφευγε να βγαίνουν μαζί έξω γιατί φοβόταν πως θα τον έκανε ρεζίλι.
Στις αρχές έτρεφε κάποιες ψεύτικες ελπίδες, δεν μπορούσε να πιστέψει πως η ζήλια ήταν τόσο φοβερή αρρώστια. Σιγά αλλά σταθερά, η ζωή τους έγινε κόλαση. Η ασυνεννοησία τα νεύρα μεταξύ τους μεγάλωναν την κατάντια. Πολλές φορές έκαναν βδομάδες ανταλλάξουν ματιά, ν αγγίξει ο ένας τον άλλον. Κοιμόνταν στο ίδιο κρεβάτι, μα τους χώριζε ένας τοίχος.
Έκανε μερικές προσπάθειες ακόμη. Κάποιο βράδυ, κάλεσε έναν κοινό τους φίλο στο σπίτι για φαγητό και αντελήφτηκε ότι είχε αρχίσει να ζηλεύει και τους άντρες.
-Σε κλαίω, του είπε, ο φίλος στην πόρτα, όταν προφανώς αηδιασμένος από την αφόρητη και πιεστική κατάσταση, κατάλαβε το μέγεθος της συμφοράς. Σήκω φύγε, όσο είναι νωρίς. Η ζήλια την έχει τρελάνει.

Όταν έφυγε, έγινε το μάλε-βράσε. Η Αντιγόνη του επιτέθηκε, τον χτύπησε, τον γρατσούνισε. Αυτός δεν την χτύπησε-δεν την είχε χτυπήσει ποτέ, θεωρούσε ανέντιμο να δέρνει κανείς μια γυναίκα, και απλά προσπαθούσε να τη συγκρατήσει. Αλλά εκείνο το βράδυ δεν άντεξε. Μόλις την άκουσε να του λέει πως γαμιόταν με το φίλο του, πετάχτηκαν οι φλέβες στο λαιμό του και της έσκασε δυο σκαμπίλια. Τότε, έγινε το χειρότερο. Ούρλιαξε σαν μανιακή, φώναζε, έβριζε, σήκωσε την γειτονιά στο πόδι. Ήρθε η Αστυνομία και τους πήρε στο τμήμα. Οι μπάτσοι, που την είδαν ματωμένη, την παρότρυναν να του κάνει μήνυση. Τον κοίταζαν σαν εγκληματία και τον κράτησαν αυτόφωρο.
Παρ’ όλα αυτά, η Αντιγόνη, πήγε και τον πήρε το πρωί από την Αστυνομία. Δε μίλησαν. Βγήκαν στο δρόμο και προχωρούσαν. Του πρότεινε να καθίσουν κάπου για καφέ. Παραξενεμένος την ακολούθησε. Κάθισαν και για χιλιοστή φορά, του είπε πως θα άλλαζε, πως έφταιγε και του ζητούσε συγνώμη κλαίγοντας. Με κρύα καρδιά, μισοσυμφώνησε. Δεν την πίστευε, είχε πάρει την απόφαση να φύγει από κοντά της αλλά χωρίς να το καταλάβει γιατί, έμεινε.
Πέρασαν μερικές μέρες, το σπασμένο γυαλί δε κολλούσε. Απλά υπήρχαν εκεί, μέχρι ένα βράδυ που γύρισε λίγο αργά, σκοτωμένος από την ανημπόρια του ν αλλάξει τη ζωή, ν’ αλλάξει τους ανθρώπους, μπήκε στο σπίτι και η διάθεση του ήτανε χάλια. Πήγε στην τουαλέτα, είδε τον εαυτό του στον καθρέφτη και λυπήθηκε για την εικόνα του. Αξύριστος, ακούρευτος-πως είχαν μεγαλώσει τόσο τα μαλλιά του;- κακοντυμένος, ποτέ δεν θυμήθηκε τον εαυτό του έτσι. Η ψυχή του ήτανε άδεια.
Άκουσε το τέρας να φωνάζει και να τον βρίζει από την κρεβατοκάμαρα κι ανταριάστηκε περισσότερο.
-Που ήσουνα ρε αλήτη! Πάλι σ’ αυτή την πουτάνα ήσουν;
Συφοριασμένος, στάθηκε στην πόρτα και την κοίταξε με απεριόριστη λύπη. Λύπη και απόλυτο οίκτο.
-Τι θέλεις; Είπε ήσυχα
-Τι θέλω; Έκανε λες και είχε έρθει η καταστροφή του κόσμου. Μου τα είπαν ρε μαλάκα! Σε είδαν να μιλάς με την ξανθιά ! να της πιάνεις το χέρι!
Ποιος ξέρει ποιος ανόητος καλοθελητής την είχε βάλει στην πρίζα
Δεν της απάντησε. Τι να της έλεγε; Πήγε στην κουζίνα, κάθισε στο τραπέζι, σκεφτικός.
-Αλλά δεν σε συμφέρει, γι αυτό δεν απαντάς, συνέχισε να φωνάζει. Την γάμησες ρε μαλάκα! Είναι καλύτερη αυτή από μένα; Έχεις μια γυναικάρα μωρέ μαλάκα και πηγαίνεις με τις πουτάνες! Αλλά θα πάω κι εγώ! Θα γίνω κι εγώ πουτάνα να μου το θυμηθείς.
Επέστρεψε και συνέχισε να την κοιτάζει με τα νεύρα τεντωμένα. Του επιτέθηκε. Αυτός προσπάθησε να τη συγκρατήσει, πάλεψαν άγρια, στο διάδρομο, γδάρθηκαν στους τοίχους, παρέσυραν το τραπέζι της κουζίνας, έσπασαν τα ποτήρια που βρέθηκαν επάνω του. Σύρθηκαν ξανά στην κρεβατοκάμαρα και συνέχισαν να παλεύουν, ώσπου κάποια στιγμή, κατάφερε να την ακινητοποιήσει . Της κράτησε τα χέρια καρφωμένα στο κρεβάτι και με το σώμα του ακουμπισμένο στην κοιλιά της, την κοίταξε στα μάτια. Αυτή τον κοίταξε με μίσος. Αυτός δεν ένιωθε, παρά μόνο απελπισία, δεν ήθελε τίποτε, μόνο να πάρει τα πράγματά του και να φύγει. Να φύγει όσο πιο μακριά γινόταν και να μην την ξανάβλεπε ποτέ.
Όπως την είχε ακινητοποιημένη, προσπάθησε μάταια να απεγκλωβιστεί, τον έφτυσε κατάμουτρα. Αυτό δεν του το είχε κάνει κανείς άνθρωπος. Ένιωσε αηδία, την άφησε. Σκούπισε τα σάλια από το πρόσωπο του και σηκώθηκε. Πήγε στην ντουλάπα πήρε μια βαλίτσα κι άρχισε να μαζεύει τα ρούχα του. Δεν μιλούσε, δεν είχε τίποτε να πει, είχε εξαντλήσει τα όρια του. Η Αντιγόνη έκλαιγε και ξέσκιζε τα σεντόνια.
Φοβήθηκε, ένα ρίγος έτρεξε στην ραχοκοκαλιά του.Βιαστικά βγήκε στον διάδρομο να μαζέψει μερικά πράγματα ακόμη. Αναστατωμένος, δεν το περίμενε κιόλας, δεν πρόσεξε που η Αντιγόνη τον ακολούθησε κρατώντας το μεγάλο, γυάλινο βάζο.Το εξακόντισε πάνω του, τον βρήκε στο πίσω μέρος του κρανίου. Τα κομμάτια του σκορπίστηκαν παντού, το αίμα κύλησε ποτάμι, έπεσε απνευστί στο μωσαϊκό δάπεδο. Σύρθηκε λίγο κι έμεινε ακούνητος με ανοιχτά μάτια. Είχε πεθάνει.



ΤΕΛΟΣ

 

Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

ΔΕ ΣΚΈΦΤΗΚΕΣ ΠΟΤΈ

 


Η ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ Της Γης
Αρχίζοντας αυτή τη δουλιά, να ζωγραφίσω δηλαδή την Φιλοξενία της γης, δεν είχα ακριβώς κατά νου τι θα έφτιαχνα. Μια ακαθόριστη ιδέα, μερικά συγκεχυμένα σχεδιάσματα του μυαλού μου, μπροστά στον άδειο καμβά, και προτού τραβήξω την πρώτη γραμμή ξανακάθισα με το μολύβι στο στόμα όπως ο μαθητής που συλλογιέται να θυμηθώ το μάθημα της Ιστορίας. Πάντα με συναρπάζει η Ιστορία. Διάβαζα και διαβάζω μετά μανίας για όλους και για όλα.
Η σκέψη από πού ήρθαμε και που πηγαίνουμε, ο τρόπος που έγιναν όλα αυτά μέχρι τώρα μπορούν να αποτυπωθούν σε έναν πίνακα; Όχι. Άρα θα φτιάξω μια σειρά έργων που θα λένε κάτι γι αυτή τη γενικότητα; Κάτι για την Φιλοξενία της Γης; Ο τίτλος μου άρεσε, τον βρήκα, τον έψαξα τις ώρες που άρχισα να βάζω τα χρώματα στην παλέτα και ασυναίσθητα δεν πήρα τα πινέλα αλλά την σπάτουλα. Έτσι μου φάνηκε καλύτερα να ξεκινούσα αυτή τη δουλιά.
Στρώθηκα στη δουλιά, σχεδίασα γρήγορα πρώτα το προφίλ ενός άντρα, ένα χέρι να του πιάνει το μάγουλο, μια αγωνία αποτυπώθηκε στο πρόσωπο του, δεν ήθελα να είναι κάποιος συγκεκριμένος άντρας, απλά ένας άντρας, σύγχρονος ή παντοτινός και δίπλα του κολλημένο το άλλο του μισό, δηλαδή μια γυναίκα που κι αυτή δεν είναι κάποια συγκεκριμένη. Τοποθέτησα τις φιγούρες αυτές στο δεξιό μέρος και προς την άκρη, ήθελα να έχω πολύ χώρο ελεύθερο αριστερά που τον χρειαζόμουν για το χάος, για το κενό που μένει ανιστόρητο στη ζωή μας. Εκεί δούλεψα ένα άλλο μεγάλο πρόσωπο που πολλοί θα έλεγαν πως είναι του θεού αλλά εγώ που δεν πιστεύω σε θεούς, άφησα αυτή την πλάνη τους, των ανθρώπων δηλαδή, να κυριαρχεί πάνω τους αφού οι περισσότεροι έτσι ήθελαν: να πιστεύουν πως τους γέννησε κάποιος θεός!
Η Φιλοξενία της Γης υπονοεί πως από κάπου ήρθαμε εδώ, κάποιοι κατά τη γνώμη μου και άλλων πολλών μας έσπειραν εδώ κι έφυγαν, χάθηκαν στη δική τους γη. Στη δική τους πατρίδα. «Δε σκέφτηκες ίσως ποτέ τι είναι πατρίδα» λέει δια μέσου του Βαν Γογκ ο Σουβέστρ στον «Φιλόσοφο κάτω απ τις στέγες» και αραδιάζει όλα αυτά που είναι η πατρίδα. «Πατρίδα είναι ότι σε περιβάλλει, ότι σε μεγάλωσε και σε έθρεψε, ότι αγάπησες, αυτά τα χωράφια που βλέπεις, τα δέντρα, αυτά τα σπίτια, αυτά τα κορίτσια που περνούν κει κάτω γελώντας. Πατρίδα είναι οι νόμοι που σε προστατεύουν, το ψωμί που ανταμείβει την εργασία σου, τα λόγια που λες με τους άλλους, η χαρά και η λύπη που σου προκαλούν οι άνθρωποι κι όλα αυτά που ανάμεσα τους ζεις.»
Μερικές φορές όλα μου φαίνονται μεγάλα, μεγαλόφωνα και δύσκολα γιατί εγώ νιώθω χωρίς πατρίδα, ότι δεν είμαι δηλαδή από κάπου και πως υπήρχα πάντα σε όλο αυτό το χάος!
Όλα αυτά δεν είναι και πολύ εύκολο ή σχεδόν ακατόρθωτο θα λεγα να τα αποτυπώσεις σε έναν πίνακα ζωγραφικής. Χρειάζονται και τα λόγια κι ας λένε οι άλλοι πως ο ζωγράφος δεν επεξηγεί τα έργα του.
Για να γίνεις καλύτερος στη ζωή, χρειάζεται, μελέτη, χρειάζεται όραμα, πρέπει να σκεφτείς αν πραγματικά έχεις κάποιο χρέος και πόσοι άνθρωποι μπορούν να σκεφτούν γι αυτό χωρίς μικρότητα; Οι περισσότεροι λένε απλά εγώ δε θα σώσω τον κόσμο.
[ΔΟΚΙΜΙΟ Για τη ζωγραφική μου]

 

ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΠΑΡΟΞΥΣΜΟΣ

 







Στον οδοντίατρο δεν είχε πάει ποτέ, τα δόντια του ήταν γερά, γιατί άλλωστε; Ήταν μονάχα εικοσιπέντε χρονών, δεν ανησυχούσε. Αόριστα θυμόταν κάποιους πονόδοντους στην νηπιακή ηλικία. Γι αυτό, όταν τον έπιασε εκείνος ο τρομερός πονόδοντος, του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Ήταν νύχτα αργά όταν ένιωσε στην αρχή κάποιο μικρό ενόχλημα στην δεξιά, επάνω οδοντοστοιχία.Σιγά-σιγά ο πόνος έγινε αβάσταχτος.Με το ζόρι κρατιόταν και έψαξε να βρει ντεπόν, ασπιρίνες και τέτοια, αν υπήρχαν ξεχασμένα στο συρτάρι.Τα βρήκε ενώ θυμήθηκε πως κάποιοι του είχαν πει ότι και το ούζο κάνει καλό. Κι επειδή στα φάρμακα ήταν λίγο φοβητσιάρης, κοίταξε στο ράφι της κουζίνας που βρισκόταν ένα μπουκάλι με ούζο.Το κατέβασε, έβαλε σε ένα ποτήρι σκέτο ούζο κι έκανε γαργάρες.Το ούζο πράγματι, μούδιασε λίγο τον πόνο.Το κατάπιε και έβαλε κι άλλο..κι άλλο..ώσπου μέθυσε!Ο πόνος ωστόσο μια έφευγε, μια ερχόταν.Κάποιες στιγμές, νόμιζε πως θα του έφευγε και το κεφάλι.
Με χίλια δυο βάσανα, ξημέρωσε κάποτε.Καθώς ο πόνος συνεχιζόταν αμείωτος, πήγε στο φαρμακείο της γειτονιάς. Η φαρμακοποιός, αφού του έδωσε ένα παυσίπονο, του συνέστησε να πάει στον οδοντίατρο. «Δεν ξέρω κανέναν.» της είπε. «Α, έχει έρθει στην γειτονιά μας μια καινούρια οδοντίατρος, εκεί να πας, είναι πολύ καλή» του είπε και του έδωσε την διεύθυνση.
Με σπασμένα σχεδόν τα μηλίγγια έφτασε στο οδοντιατρείο.Μπήκε στο σαλόνι και περίμενε ίσως το πιο βασανιστικό τέταρτο της ζωής του. Στο σαλόνι δεν υπήρχε άλλος πελάτης. Για να ξεχαστεί, φυλλορρόησε μερικά περιοδικά.
Κάποια στιγμή, επιτέλους, άκουσε την πόρτα ν ανοίγει. Βγήκε πρώτα μια κυρία, μισοκοιτάχτηκαν κι ύστερα πρόβαλλε το κεφάλι της οδοντιάτρου. Ανάμεσα από τον πόνο του, αντίκρισε δυο κατάμαυρα, μεγάλα μάτια να του χαμογελούν και διέκρινε κάτι ερωτικό. «Αει στο διάολο» σκέφτηκε. «Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια.»
-Περάστε, του είπε με την διαπεραστική φωνή της.
Με αργά βήματα πέρασε δίπλα της στο άνοιγμα της πόρτας.
-Που πονάτε; Τον ρώτησε άμεσα.
-Εδώ. Και της έδειξε το δεξί σαγόνι του.
-Ωραία, κάθισε, μη φοβάσαι, του χαμογέλασε πάλι.
Την παρατήρησε καλύτερα καθώς τον έβαλε να καθίσει στην οδοντιατρική καρέκλα. Ήταν αδύνατη σαν τσίχλα και πολύ ψηλή. Η μύτη της μεγάλη, τα χείλια στενά, σχεδόν μια γραμμή. Βουνά δεν είχε καθόλου και γενικά ήταν μια άσχημη, τριαντάρα γυναίκα. Μόνο τα μεγάλα μάτια της φώτιζαν μια αδιόρατη θηλυκότητα.
-Πρέπει να το σφραγίσουμε, του είπε και τον άγγιξε με το σώμα της στο δεξί μπούτι.
Αυτός έγνεψε συγκαταβατικά, με μπουκωμένο το στόμα από βαμβάκια. Τι να έλεγε; Εξ άλλου ένιωθε κάπως άβολα, έτσι με ανοιχτό το στόμα. Σαν βλάκας.
Η αμηχανία του ξεπεράστηκε από το τσίμπημα της βελόνας στο ούλο. Του έκανε νάρκωση.Σιγά-σιγά του φάνηκε πως το δεξιό χείλος του γινόταν πελώριο. Είχε την εντύπωση πως, αν κοιταζόταν στον καθρέφτη, τα χείλια του θα ήταν τεράστια σαν κάποιου αράπη.
-Μούδιασε; Την άκουσε να ρωτάει και τον έπιανε εκεί. Ε; μούδιασε. Ωραία. Μη φοβάσαι, δεν είναι τίποτε, σε δέκα λεπτά θα τελειώσουμε την πρώτη φάση. Δεν πονάς τώρα ε;
Έγνεψα όχι, ο πόνος είχε υποχωρήσει. Απλά ένιωθα λιγάκι ζαβλακωμένος.Η οδοντίατρος τελείωσε την δουλειά της με προσοχή. Ύστερα του είπε να σηκωθεί και πήγε στο γραφείο της. Σηκώθηκε κι αυτός, αφού ξέπλυνε κάμποσο το στόμα του από τα ξερά αίματα. Κάθισε απέναντι της.
-Έχεις προβλήματα με τα δόντια σου, δεν τα προσέχεις, άρχισε κάνοντας σημειώσεις στο μπλοκάκι.
-Δηλαδή;
-Δεν τα πλένεις; τι δουλειά κάνεις;
-Έχει σημασία; Γέλασε όπως μπορούσε .Ξυλουργός.
Του έκανε ολόκληρη ανάλυση περί της στοματικής κοιλότητας. Στο τέλος του έδωσε φαρμακευτική αγωγή.
-Πρέπει να ξανάρθεις. Εκτός από το σφράγισμα, χρειάζεται να κάνουμε καθαρισμό. Η ουλίτιδα έχει προχωρήσει.

Κανόνισαν το επόμενο ραντεβού, την ευχαρίστησε δίνοντας το χέρι του.Του έδωσε το δικό της και του φάνηκε, φιλικό, οικείο. Τα μάτια τους συναντήθηκαν με ένα βλέμμα, μάλλον ερωτικό.
-Εντάξει, της είπε. Την Τετάρτη το απόγευμα στις επτά, θα είμαι εδώ. Γεια.
-Γεια σου, είπε και η οδοντίατρος.
Ο πονόδοντος είχε περάσει, σχεδόν είχε ξεχάσει την τραγική νύχτα, εκείνο που δεν μπορούσε να ξεχάσει ήταν η οδοντίατρος και δεν ήξερε γιατί..Κάτι του έλεγε αυτή η άσχημη γυναίκα. Κάτι που δεν μπορούσε να καταλάβει. Θυμόταν πως εκεί, μεταξύ φαρμακίλας και πονόδοντου, είχε αναπτυχθεί κάποια έλξη μεταξύ τους και αδιόρατα την σκεφτόταν στο κρεβάτι του. Προσπάθησε να την διώξει από το μυαλό δουλεύοντας σκληρά όλη την άλλη μέρα, όπως και το πρωινό της Τετάρτης. Το μεσημέρι βιάστηκε να κλείσει το μαγαζί. Πήγε στο σπίτι, έκανε μπάνιο, ξυρίστηκε, έφαγε και κοιμήθηκε για να είναι φρέσκος το απόγευμα που θα πήγαινε στο οδοντιατρείο.
Η Αγγέλα, έτσι την έλεγαν, του είπε, ήταν χαρούμενη, κεφάτη. Αφού του έκανε τον καθαρισμό και το σφράγισμα, ξανακάθισαν στο γραφείο. Του είπε τα σχετικά με τα δόντια του ενώ είχε αρχίσει πάλι το ζεστό κοίταγμα των ματιών τους.
-Θέλεις να βγούμε το βράδυ; Της πρότεινε ξαφνικά.
-Ε, ναι,γιατί όχι; Που θα πάμε; Τον ρώτησε χωρίς να ξαφνιαστεί.
-Κάπου θα βρούμε, της γέλασε.
-Εντάξει.Τι ώρα;
-Εσύ θα μου πεις.
-Στις δέκα είναι καλά;
-Ωραία, στις δέκα, της απάντησε και βγήκε.

Στις δέκα παρά τέταρτο, είχε παρκάρει στην είσοδο του οδοντιατρείου όπως είχαν συμφωνήσει.Χωρίς να ξέρει γιατί, ένιωθε μια αδημονία και μια περιέργεια.Ποτέ δεν είχε γνωρίσει μια παρόμοια γυναίκα. Τον σμπαράλιαζε η ασχήμια της.Τον εξουθένωνε που δεν την πείραζε, που δεν την ένιωθε κομπλεξική, και γενικά ότι δεν την ένοιαζε καθόλου.Είχε την εντύπωση πως νόμιζε ότι ήταν η μις υφήλιος.
Πήγανε σε ένα ταβερνάκι παραλιακό. Έφαγαν ,ήπιαν κόκκινο κρασί.Κρατήθηκαν λίγο από τα χέρια μα τίποτε άλλο.Κουβέντιασαν διάφορα και κάποτε αποφάσισαν να φύγουν. Μόλις σηκώθηκαν, κατάλαβαν πως το κρασί παραήταν δυνατό. Τρέκλισαν λίγο και σκάσανε στα γέλια.Αγκαλιασμένοι ύστερα έφτασαν στο σπίτι του. Η Αγγέλα δεν έφερε καμιά αντίρρηση όταν της είπε πως θα πήγαιναν εκεί, της φαινόταν όλα φυσιολογικό.Το ίδιο και γι αυτόν αφού ένιωθε πολύ ωραία μαζί της.

Την οδήγησε κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα, χωρίς φιλιά, ούτε χάδια, την έγδυσε. Το σώμα της έμοιαζε με αγοριού, δεν είχε καμπύλες.Μόλις έμεινε τελείως γυμνή, προσπάθησε να κρύψει το γεμάτο τρίχες μαύρο της κι έτρεμε. Ήταν από τα ναν ναύλα.
Γυμνώθηκε κι αυτός κι ο ξύλος του ήταν ήδη κάγκελο. Η Αγγέλα κάθισε στην κρεβατοκάμαρα γονατιστή με τον βουνό τουρλωτό προς το μέρος του.Αυτός, πήγε από πίσω της και χώθηκε μέσα στο δάσος της. Χωρίς διαδικασίες γλίστρησε όμορφα στο βάθος του πάτου της, -δύσκολο να πιάσεις πάτο- ενώ αυτή βογκούσε δυνατά. Άφηνε αναστεναγμούς και μικρά φωνάκια ηδονής, ενώ άρχισε να μπαινοβγαίνει ακέραιος και νόμιζε πως ήταν γυάλινη, πως θα σπάσει.Παρ όλα αυτά εκείνη γύρισε ανάσκελα δαγκώνοντας παντού. Πήρε στο στόμα της ένα πουρνάρι, το έγλειψε, το γυρόφερνε στα μάγουλα, στα μάτια στο πουθενά και πάλι στο στόμα .Το ρούφηξε όλον κάνοντας τον να ωραίο. Δεν ήθελε να βιαστεί έτσι την πρώτη φορά, γι αυτό, της άνοιξε τα πόδια ως το ταβάνι, έβαλε τις πατούσες της στους ώμους του, για να ανοίξει ο τρισδιάστατος κόσμος της γένεσης. Οι μακριές τρίχες είχαν μουσκέψει και ο τέτοιος του μπήκε ορμητικά. «Σιγά τέρας! Σιγά!» «Σε πόνεσα; Την κοίταξε στα μάτια.» «Όχι, λίγο, συνέχισε έτσι. Έλα μάστορα μου…συνέχισε, φτιάξε κι άλλο γεφύρι, τι λέει; κι άλλο.. έλα, χτίσε έναν καινούριο κόσμο..»
Κι αυτός έχτιζε συνέχεια.
Η νύχτα φαινόταν για άγρια θηρία- άγρια.Θα είχε πάει ήδη τρεις χωρίς να το καταλάβει απ τα συνεχόμενα πατήματα του ενός πάνω στον άλλον. Κάποια στιγμή, σταμάτησε αποκαμωμένος, ανάσκελα με τα χέρια στο πρόσωπο για να μην τον τυφλώνει το φως των δέντρων. Η Αγγέλα σηκώθηκε.
-Τύφλωσες ; Αυτός είναι ο έρωτας για σένα; Χειρότερος από τον έρωτα του Πλάτωνα! την άκουσε να του λέει και δεν έδωσε καμιά απάντηση.
Τι ήθελε τώρα; Σκέφτηκε απορημένος. Είχαν πάει στη Σελήνη τέσσερις φορές.
-Ο έρωτας είναι η απελευθέρωση της φαντασίας, άρχισε η Αγγέλα και χάθηκε για λίγο στην κουζίνα των όπλων.
Γύρισε κρατώντας ένα αγγούρι, κάθισε απέναντι του στην πολυθρόνα με ανοιχτά τα πόδια κι άρχισε να παίζει με το πράσινο, το πράσινο μέσα μας είναι υγιές κι αυτός την κοίταζε ξαφνιασμένος, ενώ το πράσινο του έβγαζε την γλώσσα περιπαιχτικά, ρούφηξε το αγγούρι, το έγλειψε, δεν είναι και τόσο σοι λέξη το γλείφωκι άρχισε να το χώνει της με μια απορία πως χώρεσε όλο μέσα; Είναι τόσο μεγάλη η κόκκινη άβυσσο; Ρώτησε κι αυτός που νόμιζε πως την ξέσχιζε με τον μεγάλο ομολογουμένως ξύλο του;
-Χωράει κι άλλο την άκουσε να του λέει και το έβγαζε αργά από μέσα της.
Θα ήταν τριάντα πόντους.Ίσως παραπάνω και χοντρό σαν τον καρπό του.Η Αγγέλα το απολάμβανε μ ένα μεγαλείο σαδομαζοχισμού.
-Έλα να μου το ανάψεις λίγο από πίσω,, τον παρακάλεσε. Αυτή η φωτιά ανήκει στον Προμηθέα. Έλα! Τον πρόσταξε κάπως βίαια.
Αμήχανος πλησίασε κοντά της, έπιασε το πράσινο και διστακτικά άρχισε να το βάζει στο βουνό της.
-Χώστο , δεν υπάρχει πιο ευάλωτη έννοια από αυτή,! Χώστο, μπορεί κάποτε να την απαλείψουμε από το λεξιλόγιο των σάπιενς, βάλε και την ξυλένια σου στο μαύρο μου. Έλα καυλιάρη, δεν μπορείς;
Χωρίς να το καταλάβει είχε διεγερθεί. Ο ξύλινος του είχε σηκωθεί ξανά,έβγαλε το αγγούρι από το βουνό, το βαλε στο μαύρο κι έχωσε το ξύλο τουστην ανοιγμένη τρυπίδα.«Ααααα! Έτσι πούστη μου- αυτή κι αν είναι μια λέξη! ούρλιαζε η Αγγέλα ενώ αυτός προσπαθούσε να συντονίσει τις κινήσεις του, μέσα-έξω, έξω –μέσα, μια το πράσινο στον βουνό, μια ο ξύλος στο μαύρο και εναλλάξ, ένιωθε μια άγρια, πρωτόφαντη περίπατο κι έσκισαν και οι δυο μαζί, ουρλιάζοντας σαν ζώα τον τελευταίο νόμο της ύπαρξης, έτσι που τελειώνοντας, την καταπλάκωσε με το βαρύ σώμα στην πολυθρόνα με το πράσινο ακόμα στο βουνό της, ντράπηκε με τα γενόμενα, σηκώθηκε, πήγε να κατουρήσει και γύρισε.
Την βρήκε ανασηκωμένη να κάνει τσιγάρο.
-Έχεις τσιγάρο; ον ρώτησε.
Έγνεψε ναι κι έβαλε ποτά.Κάθισε απέναντι της, άναψε τσιγάρο.Ρούφηξαν μια γουλιά, το ουίσκι τους έκαψε τον λαιμό.
-Δεν σου άρεσε; τον κοίταξε με νόημα ήρεμη.
-Δεν ξέρω.Με μπέρδεψες.
-Γιατί αγόρι μου; Το σεξ έχει πολλές αποχρώσεις.Σοφτ εντ χάρτ. Μαλακό και σκληρό.Κάποτε, όποιος επιδιδόταν σε τέτοιες πράξεις, κρυβόταν.Ο σαδομαζοχιστικός ερωτισμός, ήταν απομονωμένος σε ένα μικρό γκέτο. Σήμερα, η σεξουαλική απελευθέρωση, επιτρέπει στον άνθρωπο τα πάντα. Εκτός από την σωματική, την σαρκική διάσταση, υπάρχει και η φαντασιακή διάσταση…
Αυτός την άκουγε με ανοιχτό το στόμα αλλά εν μέρει συμφωνούσε μαζί της. Είχε δει και κάτι ανάλογες σκληρές τσόντες αλλά, άλλο να το βλέπεις κι άλλο να το ζεις.Ύστερα, αναρωτήθηκε τι άλλο θα του ζητούσε.
-…σκεφτόμαστε πολλές φορές, τους κινδύνους των επιλογών μας και τις συνέπειες των πράξεων μας. Η σεξουαλικότητα έχει γίνει πιο σύνθετη. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε κάθε τρόπο που μας ευχαριστεί. Θέλω τώρα να με δείρεις: Έλα, ξεκίνα! συνέχισε την διάλεξή της κι άφησε το ποτό.
Δεν ήξερε τι ήθελε να κάνει αλλά καθώς τον διέταζε ξανά, πήγε κοντά της.
-Χτύπα ρε! του είπε και η ίδια προσπάθησε να τον χτυπήσει στα στρόγγυλα, εκεί που ο ανήρ πονάει αδιόρθωτα.
Τραβήχτηκε, αλλά τον βρήκε λίγο και πόνεσε.Την κοίταξε στα μάτια νευριασμένος που γελούσε και της έσκασε ένα σκαμπίλι.
-Χτύπα ρε καριόλη! Χτύπα ρε παλιόπουστα. Αφού δεν μπορείς να αγαπήσεις, χτύπα. Ούτε να γαμηθείς μπορείς.
Λες και τον οδηγούσε να κάνει ότι ήθελε-σαν ρομπότ-την χτύπησε στην μούρη αυτή την φορά. Έβγαλε αίμα, ούρλιαξε, κουλουριάστηκε στο δάπεδο. Σηκώθηκε και του επιτέθηκε σαν τίγρη. Τον γρατσούνισε στο στήθος, μάτωσε, μπλέχτηκαν σε έναν άγριο καυγά, αδίστακτο. Ήταν δυνατή, πάλευε με όλες τις δυνάμεις της.Ωστόσο, κάποια στιγμή, αυτός κατάφερε να την ακινητοποιήσει στο δάπεδο.Της έσφιξε τα χέρια στην έκταση από τους καρπούς, καθισμένος στην κοιλιά της και την ένιωσε να παραλύει, να παραδίδεται.
-Παραδίνομαι, του είπε βάζοντας τα κλάματα.Πούστη, παραδίνομαι, κάνε με ότι θέλεις. Κι άνοιξε τα πόδια της σε τέλεια παραδοχή.
Αυτός, τρίφτηκε ανάμεσα στα πόδια και αργά-αργά ξαναμπήκε μέσα της. Μέσα στα άδυτα του αίματος της.
Το αίμα είχε ξεραθεί στα σώματα τους, ο ιδρώτας της φαντασίας τους αναμίχθηκε σε μια παράξενη κίνηση. Σπάσανε τα όργανα τους, τσακίστηκαν στην αχαλίνωτη ηδονή.Οι μασχάλες τους, γεμάτες άσπρο ιδρώτα, τα στόματα κολλημένα σε ένα απεγνωσμένο φιλί. Τα μάτια συναντιόταν στο υπερπέραν, βούλιαζε η θύμησή τους σε ένα πράσινο λιβάδι, γεμάτο παπαρούνες. Ένα απέραντο λιβάδι ευτυχίας, στο μέτωπο του άντρα, που συνέχιζε ακούραστα να δουλεύει το κουρασμένο όργανο του στο μουλιασμένο αιδοίο, που είχε γίνει πια, μια άμορφη μάζα, διψασμένη για νερό, για χώμα, για ότι υπήρχε και δεν υπήρχε πάνω σ’ αυτόν τον παράλογο κόσμο μας
ΤΕΛΟΣ



 

 







 

Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

ΣΤΕΝΟΓΡΑΦΊΕΣ

 


 

Η Νεκρή Φύση είναι παράσταση και σύμβολο του απολύτως εφήμερου. Τα εικονιζόμενα προαναγγέλλουν έναν απελπιστικά περιορισμένο βίο. Οι κρεμασμένες χήνες θα οδηγηθούν στην κουζίνα, το καρβέλι θα ξεραθεί, η σούπα που αχνίζει θα κρυώσει και τα φρούτα θα σαπίσουν ή θα καταναλωθούν. Εύθραυστα και προσωρινά, πόσο θα ευτυχίσουν τα κρύσταλλα και οι κομψές πορσελάνες;

Η Νεκρή Φύση μπορεί να μην παραπέμπει στο απόλυτο δευτερόλεπτο της φωτογράφισης, μιλά όμως εξίσου για τη φευγαλέα παρουσία των εκτεθειμένων, για το αστραπιαίο πέρασμα τους. Είναι το επιλογικό μέρος του μεγάλου κειμένου της φύσης, η ταυτότητα της βραχύβιας ύλης.

Αυτά σημειώνει ο Κώστας Μαυρουδής στο εξαιρετικό βιβλίο του με τίτλο ΣΤΕΝΟΓΡΑΦΊΑ, που έπεσε τυχαία στα χέρια μου και εν μέρει δε θα διαφωνήσω, απλά θα προσθέσω, πως, οι νεκρές φύσεις έχουν κάτι μοναδικό, κάτι σπάνιο: να προσδίδουν μια ανέλπιστη χαρά στη βάση της φιλοσοφίας που φυσιολογικά είναι απαισιόδοξη. Προσωπικά είναι η πρώτη φορά που ασχολούμαι μ αυτό το είδος ζωγραφικής και με κεντρίζει ιδιαίτερα, ενώ δεν το περίμενα εξ αρχής, όταν δημιούργησα την πρώτη, τέτοια εικόνα. Κάτι ήσυχο, κάτι ξεχωριστό. Ένα συναίσθημα ωραιότητος ενός κόσμου που δεν είναι.

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

200 ΧΡΌΝΙΑ ΧΩΡΊΣ ΦΟΥΣΤΑΝΈΛΑ

 

 


 

Η βάση του παγκόσμιου πολιτισμού είναι η Ελληνική γλώσσα και, "ότι πιο ωραίο έχουν πει οι άνθρωποι, το έχουν πει στα Ελληνικά" μας λέει ο Διογένης και συμφωνεί και ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός. Πρέπει να διαφυλάξουμε το παρελθόν γιατί διαφορετικά θα χάσουμε τη μνήμη μας-χωρίς το παρελθόν δεν υπάρχει παρόν και πόσο μάλλον το μέλλον.
Στο παρόν, απαράδεκτα τα μέτρα κατά της διδαχής στα σχολεία των Αρχαίων Ελληνικών και των Λατινικών. Απαράδεκτα τα μέτρα για την απαγόρευση των καλλιτεχνικών μαθημάτων στα σχολεία και εντελώς απαράδεκτα τα ΜΜΕ σε όλα τα επίπεδα για τον παραγκωνισμό των Ελληνικών στις ανακοινώσεις στα προγράμματα, στις επικεφαλίδες. Δεν βλέπεις τίποτε άλλο από Αγγλοαμέρικάνικα ακόμα και στα κρατικά κανάλια! Κατά τ άλλα απορούμε που τα παιδιά δε γνωρίζουν Ελληνική ιστορία, μυθολογία, δεν ξέρουν τίποτε για τον Ελληνικό πολιτισμό κι έτσι οι επόμενες γενεές αν συνεχίσουμε έτσι, θα χάσουν την επαφή με τον πολιτισμό και θα γίνουν αχυράνθρωποι, θα γίνουν επιχειρηματικές μονάδες. Τίποτε άλλο.
[Κατά τ άλλα διακόσια χρόνια χωρίς φουστανέλα είναι πολλά! και με φανφάρες γιορτάζει ο Ελληνισμός κι όλος ο κόσμος τιμάει εκείνους που έκαναν αυτή την ηρωική επανάσταση.]

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΙΣ ΜΥΤΕΣ

 


 

ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΛΑΚΗ

Είχε αρχίσει να τον παίρνει η κάτω βόλτα. Παρέπαιε σε μπαρ, με φίλους εφήμερους, γυναίκες της μιας μέρας, ζωή της μιας δεκάρας. Χρειαζόταν πολύ ποτό, τώρα πια, για να αντέχει την πραγματικότητα.Του φαινόταν αστείο στα σαράντα δύο του να ψάχνει για δουλειά. Ξυπνούσε το πρωί και δεν ήξερε γιατί ζούσε. Το ποτό μεγάλωνε την κατάθλιψη του και όλα έμοιαζαν μαύρα. Μαύρο το ντιβάνι, μαύρο το ταβάνι της οροφής, μαύρο το πάτωμα της μικρής γκαρσονιέρας που έμενε, αφού είχε να σφουγγαρίσει καιρό, μήνες.
Αυτός, ένας ακραιφνής εραστής, είχε καταντήσει έτσι ! Περίγελος του εαυτού του.
Για τους άλλους δεν τον ένοιαζε, τον εαυτό του δεν μπορούσε να κοροϊδεύει. Αλλά στο κάτω της γραφής, τι είναι η ζωή; Δεν πάει στο διάολο; Δεν θα μείνουμε εδώ αιώνια.
Έτσι άρχιζε να σκέφτεται μόλις έπινε το πρώτο ποτήρι κονιάκ ή τσίπουρο χαμαιτυπείου. Κι έφτυνε κόκαλα αιμάτου.
Βρισκόταν στις παρυφές του Πειραιά. Της επαρχίας των Αθηνών. Βρωμιά, καταγώγια, υπολείμματα ανθρώπινης φυλακής κα μιζέριας.
Σερνόταν ή υποκρινόταν πως σέρνεται;
Από καιρό, πήγαινε στο καφενείο της λαϊκής. Πίσω από καφάσια, στραβολαιμιασμένες γυναίκες, ανήμπορους γέροντες, κρυβόταν η αξιοπρέπεια της χαμένης ζωής. Μόλις τον έβλεπε ο καφετζής, έπιανε την κοιλιά του και του έβαζε ποτό. Τσίπουρο ή ούζο.
Είχε μισό μάτι και μισό μυαλό. Αραγμένος στην στεριά, καπετάνιος της ζωής πια, ο κυρ-Βασίλης ο Δαμδινόπουλος. Είχαν μια περίεργη σχέση συμπάθειας. Φυσικά τους ένωνε το ποτό. Ο Κυρ-Βασίλης ήταν μέρα-νύχτα με ένα τσίπουρο στο χέρι.
-Που το έχασες το μάτι γέρο; Τον ρωτούσε καμιά φορά ανεξέλεγκτα.
-Γέρος είσαι και φαίνεσαι! Νευρίαζε στα αλήθεια κι έκανε κανένα μισάωρο να του μιλήσει.
Ύστερα, αφού απόμεναν μόνοι στο καφενείο, καθόταν στο τραπέζι του.
-Τι να σε κάνω ρε διάολε, έχε χάρη που σε αγαπάω, αλλιώς…
Και του έλεγε κάθε φορά μια διαφορετική ιστορία. Μια πως τον τύφλωσε ένας δυναμίτης, δύο πως πάλεψε με έναν ξιφία σε κάποιο ναυάγιο, τρία πως του το έβγαλε μια πουτάνα στο Ρίο… και πάει λέγοντας.
Δε ήταν πολύ μεγάλος-εξηντάρης αλλά ναυάγιο της ζωής. Μόνος, χωρίς παιδιά, χωρίς σκυλιά, χωρίς κανέναν να νοιάζεται γι αυτόν, είχε καταφέρει να φτιάξει αυτή την τρύπα στην Λαϊκή, να μπεκροπίνει και να ψευτοζεί.
Εκείνο το μεσημέρι, κατά τα συνηθισμένα, τσακώθηκαν λίγο.
-Δεν σου βάζω τσίπουρο, ξέρεις πόσα χρωστάς; Του είπε
-Βάλε μου ούζο, βρήκε την διάθεση να αστειευτεί. Ούζο χρωστάω;
Και τον μπέρδεψε. Έξυσε το κεφάλι του, κοίταξε τα δεφτέρια.
-Όχι, είπε. Ούζο δεν χρωστάς…
-Ε, φέρε ούζο τότε!
Και σκάσανε και οι δυό στα γέλια.
Έτσι τους βρήκε η χοντρή. Σκασμένους.
Την κοίταξαν και γέλασαν ακόμα περισσότερο.
Η χοντρή, έψαξε γύρω της λίγο αμήχανη. Ύστερα γέλασε κι αυτή.
-Γιατί γελάμε ρε παιδιά; Ρώτησε και ξεκαρδίστηκαν χειρότερα.
Φορούσε μαύρα τζιν, πάνω κάτω. Με πιέτες, με πολλά κουμπιά και κουμπότρυπες που έμοιαζαν με τα μάτια της. Έτσι ήταν κι αυτά: δυό μαύρες μικροσκοπικές κουμπότρυπες.
Τα μαλλιά της, μακριά, δεμένα κότσο. Τα χέρια της στρουμπουλά, αφράτα, χούφτωναν το τσίπουρο, το κατέβαζαν με μιας.
-Σοφία, τους είπε. Απόφοιτος Γυμνασίου.
Κάθισε στο τραπέζι τους, ήπιε μαζί τους τον αγλέουρα.
-Τι είναι ο αγλέουρας; Ρώτησε.
-Αγλέουρας είναι…άρχισε ο κυρ-Βασίλης. Τι είναι ρε αγλέουρας; Γύρισε σ’ αυτόν.
-Βαπόρι! Απάντησε σοβαρά έτοιμος να σκάσει στα γέλια.
-Λέγε ρε, τώρα κι ας τα βαπόρια, έκανε ο παλιός καπετάνιος.
-Ξέρει; Ξέρει; Κατέβασε μια σαρδέλα ολόκληρη η Σοφία
-Ξέρει αυτός! Λέγε μωρή σαλμονέρα!
-Λοιπόν! Θέλετε αλήθεια να μάθετε τι είναι ο αγλέουρας; Ρώτησε αυτός.
-Ναι, ναι, έκαναν και οι δυο με ένα στόμα.
-Αγλέουρας είναι εμείς οι τρεις.
-Άστα αυτά. Αυτά τα ξέρουμε.
-Εντάξει, καλά έκανε. Είναι δηλητηριώδες φυτό.
-Έτσι μπράβο! Το ήξερα εγώ αλλά ήθελα να δω τι θα μας πεις, γιατί μας κάνεις τον έξυπνο, μισογέλασε ο κυρ-Βασίλης.
-Δεν κάνω τον έξυπνο, πουλούσα κάποτε εγκυκλοπαίδειες..
-Ε, και; Τον έκοψε η Σοφία.
-Τι ε, και, διάβαζα που και που κανένα λήμμα.
-Πρόβλημα θέλεις να πεις! Τον διόρθωσε
-Ναι, πρόβλημα. Ουφ! Βαρέθηκα. Πάμε να φύγουμε; Και κοίταζε την Σοφία.
-Άιντε να φύγετε, άιντε στο καλό, έκανε ο καπετάνιος.
Και πήρανε τα πόδια τους.
Η Σοφία, η τελειόφοιτος Γυμνασίου, είχε μια παλιά, μαύρη Χάρλει, αραγμένη απ’ έξω.
-Θα ανέβεις; Τον ρώτησε.
-Περίμενε,της είπε και με το ζόρι ανέβηκε πίσω της.
-Που πάμε; Τον ρώτησε μετά από λίγο που τριγύριζαν άσκοπα στα στενά.
-Πάμε να πιούμε, της είπε.
Σταμάτησαν στον πρώτο καφενέ που βρέθηκε μπροστά τους. Ήπιαν κι άλλο, έγιναν σταφίδα. Ούτε τι ώρα είναι ήξεραν, ούτε αν έπρεπε να φύγουν ή να μείνουν. Ο τελευταίος καφετζής, πήγε να τους πετάξει έξω με τις κλωτσιές αλλά, είδε τα κιλά της Σοφίας και μετάνιωσε. Θα τον έδερνε.
Σα να τον λυπήθηκε όμως και τον άφησε να ζήσει.
Κατά τις εννέα-δέκα το πρωί, προσπαθούσε να ελευθερώσει το δεξί του χέρι, από κάτι βαρύ που τον πλάκωνε. Απορημένος, έπιασε ένα τεράστιο μπούτι. Ανασηκώθηκε αναμαλλιασμένος. Σταυροκάθισε στο κρεβάτι και την κοίταξε με συμφορά.
Τι ήταν πάλι τούτο;
Έξυσε το κεφάλι του να θυμηθεί. Αδύνατον.
Μέχρι που πίνανε τα ουζοτσίπουρα στου κυρ-Βασίλη, καλώς. Μετά κενό αδιόρατο.
Ξανακοίταξε την χοντρή που, σα να κατάλαβε κάτι, τι είναι μωρό μου, είσαι καλά; τον ρώτησε κι αυτός ανατρίχιασε. Μωρό μου! Ωραίο μωρό είχε καταντήσει.
Τον έπιασαν πάλι οι μαύρες- πιο πολύ, τα πρωινά τον έπιαναν. Μαύρες σκέψεις, μαύρες γυναίκες, μαύρα ντουβάρια. Ντουβάρια παντού, σκέφτηκε και σηκώθηκε να φτιάξει καφέ. Το στόμα του ήταν ξερό, η ανάσα του μύριζε ούζο και ναυτία. Άφησε την Σοφία να ροχαλίζει σαν δράκος και πήγε στην κουζίνα. Κάπου θα εύρισκε τα καφεδοκούτια, να φτιάξει μια στάλα καφέ.
Τα βρήκε ανάμεσα από τηγάνια, κατσαρόλες, σάπιες κυλόττες. Ξέπλυνε ένα τζιβέ, άναψε με χίλια ζόρια ένα λεριασμένο γκαζάκι, έφτιαξε δυο φλιτζάνια καφέ. Τα πήρε και γύρισε εκεί που ήταν σαλόνι και κρεβατοκάμαρα μαζί. Μια στάλα σπίτι, πώς να χωρέσει η χοντρή;
Και τι ήθελε αυτός τώρα εκεί;
Κάθισε στο σπασμένο τραπέζι, σε μια επίσης σπασμένη καρέκλα. Ρούφηξε καφέ, άναψε τσιγάρο και συγκρατήθηκε να μην βήξει, μην την ενοχλήσει στον ύπνο της. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε μια καράφα. Την μύρισε, είδε που ήταν τσίπουρο, έβαλε λίγο μέσα στον καφέ.
-Βάλε κι εμένα μωρό μου, διέκοψε το ροχαλητό η Σοφία και ξανακοιμήθηκε αφήνοντας τον με ανοιχτό το στόμα.
Τέτοιο ροχαλητό δεν είχε ξανακούσει..ούτε μπουλντόζα χαλασμένη.
Ήπιε το καφετσίπουρο, έβαλε στο φλιτζάνι λίγο ακόμα, άναψε ένα άλλο τσιγάρο. Θυμήθηκε μερικές σφήνες από το βράδυ. Ειδικά εκεί που προσπαθούσε να την γδύσει-πότε ντύθηκε μετά;- κι αναγούλιασε με τον εαυτό του. Να κυλιέται με μια τέτοια γυναίκα; Απόρεσε κι άλλο με τον εαυτό του. Ή ηλίθιος ήταν ή αλλοπαρμένος, δεν εξηγιέται διαφορετικά. Αυτός ένας ακραιφνής εραστής, ένας εραστής του διαβόλου και της κόλασης, πως τα κατάφερνε τώρα έτσι;
Κάποια στιγμή, ξύπνησε η Σοφία. Αναμαλλιασμένη, ξεκούμπωτη, με κάτι βυζιά να σέρνονται, σχεδόν μέχρι τον αφαλό, ανάμεσα από ροζ πιζάμες, ανακάθισε στο κρεβάτι, χωρίς να τον κοιτάξει. Πήρε τον καφέ, τον ήπιε μονορούφι.Άναψε τσιγάρο.
-Τι μέρα είναι; Σήκωσε τις κουμπότρυπες και τον κοίταξε.
-Κυριακή, της γέλασε.
-Γιατί γελάς; Μήπως είσαι γελοίος;
Γελαδερός θα ήθελε να πει. Τι να της έλεγε;
-Κι απ’ τα δύο, ομολόγησε με ειρωνική διάθεση.
-Μη με ειρωνεύεσαι..τον παρακάλεσε.
-Δεν ειρωνεύομαι εσένα, της απάντησε.
-Πάμε να φάμε κάτι; Ψοφάω της πείνας.
-Δεν έχω λεφτά.
-Έχω εγώ μωρό μου, μη σε νοιάζει. Και τον αγκάλιασε.
Φύγανε. Μεσημέρι ήτανε πάλι. Πέρασαν απ’ του Κυρ- Βασίλη, ήπιαν δυο, τρία, τέσσερα τσίπουρα και ξαναφύγανε.
Σταμάτησαν παρακάτω σε μια ταβέρνα. Στρώθηκαν στο φαΐ και στο κρασί.
-Τι δουλειά κάνεις; Τον ρώτησε
-Ήμουνα ξυλουργός.
-Α, ωραία δουλειά. Γιατί δεν δουλεύεις τώρα;
Την κοίταξε με κορακίσια μάτια. Ύστερα σκεφτικά.
-Καλή ερώτηση. Γιατί δεν δουλεύω τώρα… Δεν βρίσκω. Στα ξυλουργεία έχουν αλλάξει τα πράγματα. Μπήκαν κι εκεί τα κομπιούτερ, ήρθαν οι Αλβανοί, οι Πακιστανοί…
-Έλα στου Ρέντη, στην αγορά, εκεί δουλεύω εγώ. Κουβαλάω καφάσια. Μισό ευρώ το καφάσι.
-Μισό ευρώ το καφάσι;Πολλά είναι…
-Ναι αλλά δεν μπορείς να κουβαλήσεις παραπάνω από πενήντα- εξήντα καφάσια..
-Γιατί; Απόρεσε.
-Γιατί, δεν βρίσκεις. Είναι πολλοί, όπως είπες κι εσύ. Κούρδοι, Κινέζοι Έλληνες..
Κουβαλάνε και οι Κινέζοι καφάσια; Είπε ηλίθια.
-Έλα εκεί που θα πάμε και θα δεις. Το βράδυ, θα δεις.
Πριν από το βράδυ, ήπιαν κι άλλο. Καβάλησαν με χίλια ζόρια την παλιά Χάρλει κι έφτασαν στο σπίτι της. Μπήκανε μέσα σ αυτήν, σε άθλια κατάσταση και την πήδηξε. Ούτε καταλάβαινε γιατί το έκανε και πως το έκανε. Έψαχνε να βρει το μαύρο της χοντρής Σοφίας. Μια ζωή το αυτό έψαχνε. Ένα κομμάτι κρέας. Θα σου δώσω και κρέας. Ποια το είχε πει αυτό; Πετυχημένο ήταν.
Η Σοφία ήθελε κι άλλο. Τι να έκανε αυτός; Την ξαναπάτησε στο δάπεδο ώσπου αυτή αποκοιμήθηκε.
Απόκαμε, γύρισε ανάσκελα, να κοιτάζει το μαυρισμένο ταβάνι. Μύγες του φάνηκε πως είχε. Ανάμεσα από μύγες, κίτρινα χρώματα της ώχρας, χοντρά πόδια και βλοσυρές σκέψεις, του ήρθε να την σκοτώσει.
Γύρισε και την κοίταξε ξαφνιασμένος. Γιατί να την σκοτώσει; Τι του έκανε; Τίποτε.
Παρ όλα αυτά ένιωθε έντονη την επιθυμία να τον σκοτώσει. Αν έπαιρνε ένα μαχαίρι από την κουζίνα… και κοίταξε κατά εκεί. Αι στο διάολο, σκέφτηκε. Κοίτα να δεις που το έπαιρνε σοβαρά!
Αλλά το πράγμα ήταν όντως σοβαρό. Αν σηκωνόταν την νύχτα υπνοβάτης, και ήθελε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του;
Του ήρθε να το βάλει στα πόδια. Έκανε να σηκωθεί, το ημίδιπλο κρεβάτι, έτριξε απεγνωσμένα.
Ανακάθισε πάλι, που να πήγαινε; Εξ άλλου, σε λίγες ώρες θα έπιανε δουλειά στα καφάσια…
Σηκώθηκε σιγά-σιγά, περπατώντας στις μύτες. Πήγε στην κουζίνα να βάλει ένα τσίπουρο. Καθώς γέμιζε το ποτήρι, είδε το σουβλερό μαχαίρι στον νεροχύτη κι ανατρίχιασε. Άφησε το ποτήρι και το πήρε στα χέρια του. Ανατρίχιασε περισσότερο. Αυτός δεν είχε σκοτώσει ούτε μυρμήγκι, σκεφτόταν τώρα να σκοτώσει άνθρωπο; Πως σκοτώνουν έναν άνθρωπο;
Έκοψε μια φέτα ξεραμένο ψωμί-ποιος ξέρει από πότε ήταν εκεί- και το φερε στο στόμα του με μορφασμούς αηδίας. Έφαγε μια μπουκιά, άφησε το μαχαίρι στην άκρη, σμίγοντας τα φρύδια. Όχι, δεν θα την σκότωνε, τουλάχιστον τώρα.
Ήπιε το τσίπουρο, ξαναήρθε στην πραγματικότητα. Πήγε στο κρεβάτι και σιγά-σιγά, βούλιαξε στην ανυπαρξία του ύπνου.

Στην αγορά του Ρέντη, η νύχτα ήταν ένα απίθανο πανηγύρι. Αν δεν ήξερες, δεν θα καταλάβαινες τι συμβαίνει.Ποιος πουλάει ποιόν…ποιος αγοράζει, τι αγοράζει και ποιος κλέβει τον πελάτη ή τον έμπορο και τανάπαλιν. Ένας συφερτός κόσμου, πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα.. Αυτοκίνητα παντός είδους, φόρτωναν, ξεφόρτωναν, έρχονταν, έφευγαν.
Η Σοφία φώναζε, διαλαλούσε την δουλειά της.
-Καφάσιααα!…φορτώνω, ξεφορτώνω…καφάσιααα!!!
Αυτός δίπλα της, ίδρωνε και ξεΐδρωνε. Μούσκευε στον ιδρώτα-Καλοκαίρι καιρός ήτανε.
Αφού τέλειωσαν και ξημέρωνε, κάθισαν στο βάθος, σ’ έναν καφενέ να πιούνε μια ρετσίνα, του είπε η Σοφία.
-Έχει και πατσά! Θέλεις;
-Καλοκαιριάτικα πατσά; Ούρλιαξε αυτός.
-Καλά, καλά, πως κάνεις έτσι μωρό μου, δεν σε σφάξανε. Εγώ θα φάω
Την παρατηρούσε που έτρωγε με μεγάλες κουταλιές αυτό το πράγμα που έλεγε πατσά και βρωμούσε βοώδικα. Σκέφτηκε πως είχε δίκιο που ήθελε να την σκοτώσει.
Η Σοφία, αφού απόφαγε ήπιε μια κούπα μαύρη ρετσίνα.
-Στην υγειά σου μωρό μου
-Στην υγειά σου, της είπε καθαρίζοντας ένα κρεμμύδι.
-Θα βρωμάς με το κρεμμύδι, του παραπονέθηκε και ξεράθηκε στα γέλια.
-Έλα να μετρήσουμε τα ευρώ, ξέφυγε κι αράδιασε ένα σωρό κέρματα στο τραπέζι. Έβγαλα τριάντα ευρώ, συνέχισε, δηλαδή εξήντα καφάσια. Εσύ;
Μέτρησε τα δικά του φραγκοδίφραγκα.
-Δέκα πέντε ευρώ, είπε με συντριβή.
-Μην κάνεις έτσι, τον παρηγόρησε. Εγώ την πρώτη φορά, δεν είχα κουβαλήσει ούτε δέκα καφάσια. Αύριο θα πας καλύτερα.
Δεν ήξερε αν θα υπήρχε αύριο σ’ αυτήν την δουλειά. Γενικά δεν ήξερε αν θα υπάρχει αύριο και μελαγχόλησε.
-Μην χάνεις το κέφι σου, μωρό μου, του έλεγε η Σοφία και τον έπιανε περισσότερη απελπισία.
Πέρασαν τρεις, τέσσερις μέρες σ αυτόν τον ρυθμό. Την νύχτα φορτοεκφορτωτής στην αγορά του Ρέντη, τα ξημερώματα, έρωτα και ύπνο στης Σοφίας κι ύστερα, τα απογεύματα, μπεκρουλιό, εδώ κι εκεί. Ωραία ζωή!
Ένα από αυτά τα απογεύματα, είχαν πάει στον κυρ- Βασίλη τον Δαμδινόπουλο.
-Καλώς τ αρχ… πήγε να πει και τον πρόλαβε. Του κλεισε το στόμα.
-Μην το πεις! τον απείλησε.
-Καλά ρε! Θα με πνίξεις, έκανε σκασμένος. Γεια σου Σοφία, γύρισε στην χοντρή.
Κάθισαν κι έπιναν.
Κάποια στιγμή, δεν θυμάται πως ήρθε η κουβέντα, πρώτα του είπε πως είχε ένα οικόπεδο στο Πέραμα κι ύστερα πως είχε και έναν αδερφό που μπαρκάριζε στα καράβια. Το οικόπεδο το είχαν μισό-μισό.
-Έχω περιουσία, μη νομίζεις..ολοκλήρωσε. Εγώ θέλω να το πουλήσω, ο αδερφός μου, όχι, κι έτσι έχουμε γίνει μαλλιά κουβάρια.
-Και τι θέλεις τώρα από μένα; Αναρωτήθηκε περισσότερο.
-Ε, πως, να του μιλήσεις κι εσύ…άντρες είστε.
Ως εκεί είχαν φτάσει τα πράγματα, μέσα σε μια βδομάδα που την γνώριζε. Έκανε όνειρα η Σοφία κι αυτός τα βράδια, προσπαθούσε να ξεφύγει από την επιθυμία του να την σκοτώσει. Χτες είχε σκεφτεί να την πνίξει αλλά κατάφερε να γλιτώσει, επειδή τον απορρόφησε η σκέψη του οικοπέδου. Αν πουλούσαν το οικόπεδο, θα είχε κι αυτός οικονομικά οφέλη. Έπειτα θα έβλεπε πως θα ξεγλιστρούσε.
-Ο Αντώνης, θα έρθει αύριο, του είπε εν ευθέτω χρόνο.
-Ποιος είναι ο Αντώνης;
-Ο αδερφός μου καλέ!
Ήρθε όντως και τους βρήκε. Ήταν ένας κοντοτσούπωτος, νταβραντισμένος, αναλφάβητος του λιμανιού.
-Άκου να σου πω, του είπε απερίφραστα. Δεν μου αρέσεις! Κι όταν λέει ο Αντώνης δεν μου αρέσεις, σημαίνει να πάρεις τον πούλο. Δεν κάνεις για την αδερφή μου, κατάλαβες;
Η Σοφία πήγε να αντιδράσει.
-Μα, Αντώνη…τόλμησε.
-Εσύ, μη μιλάς! Σκάσε! Και της έχωσε δυο μπουνιές και δυο κλωτσιές.
Αυτή, έβαλε τα κλάματα, κάθισε στην άκρη αμίλητη. Ούτε αυτός μίλησε. Αγριοκοίταζε βέβαια, τον κοντοτσούπωτο- δεν ήταν από αυτούς που φοβούνταν- αλλά πιθανώς τον βόλευε έτσι. Ήταν ευκαιρία να την κάνει. Γι αυτό, χτύπησε τάχα φιλικά τον καραβίσιο στην πλάτη.
-Έχεις δίκιο, ρε, του είπε. Έχεις δίκιο.
-Μπράβο! Τώρα είσαι μάγκας. Και του έτεινε το χέρι.

Αυτός, δεν έδωσε το δικό του. Τον κοίταξε μόνο με σημασία στα μάτια και του γύρισε την πλάτη. Πήρε περίλυπος τους δρόμους του λιμανιού, ενώ πίσω του η Σοφία, έσκουζε με μαύρο δάκρυ.
ΤΕΛΟΣ



 

Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

ΓΡΆΨΕ ΣΤΟΝ ΆΝΕΜΟ

 


 

Ωραίο είναι να ερωτεύεσαι την ποίηση ή την ποιήτρια.

 Μάγκες, η ώρα πλησιάζει δέκα. Κυρίες η πραγματικότητα είναι αυτή που σας αρέσει. Βασιλικός θα γίνω στο παρεθύρι σου. Ας κουβεντιάσουμε πεζά: ποιους ενδιαφέρει η ποίηση; Έχει καμιά ιδιαίτερη αξία στη ζωή σας; Όχι, ρωτάω μήπως πεθάνετε χωρίς αυτήν! Πιστεύω πως κάτι αιωρείται αόριστα στο δέκα τοις εκατό. Απλά όταν έχει ομοιοκαταληξία γίνετε τραγούδι για τους πολλούς. Μίλα.

χειρίζομαι τις λέξεις λεπτής ειρωνείας απέναντι στους πραγματικά άξιους ποιητές. Ο Όμηρος κατά τ άλλα δείχνει μια ανεκτικότητα στα πάθη και στα λάθη των θεών αλλά κι απ τους ήρωες επαινεί πιότερο τους κραταιούς. Αλλά εμένα με νοιάζει πόσο δίκαιος και πόσο άδικος μπορεί να είναι ένας ποιητής και φυσικά ο Όμηρος δεν είναι επαναστάτης! για όσους μπορούν να τον συλλαβίζουν! [κατά βάση αυτός ο Όμηρος δεν μπορεί να είναι ένας.]
έχω μελετήσει τον Όμηρο αρκετά μπορώ να πω, ειδικά εκείνα τα χρόνια της Τρίτης Γυμνασίου και Α Λυκείου με καθηγητή έναν εξαίρετο Ομηριστή τον Ζαγκελίδη. Εν πρώτης εγώ δεν πιστεύω πως ο Όμηρος ήταν ..ένας. Βασιζόμενος στις παραδόσεις πως εφτά πόλεις μαίρνοντο-όπως το θυμάμαι ηχητικά το ρήμα-δεν ξέρω και δεν ανοίγω το Γκουγκλη για περαιτέρω- που σημαίνει, ερίζουν, τσακώνονται για την καταγωγή του Ομήρου, μεταξύ τους η Μίλητος, η Αλικαρνασσός, η Σμύρνη, που σημαίνει ότι στους αιώνες που τα έπη τραγουδιόνταν από τους αοιδούς και δεν ήταν καταγραμμένα, φαντάζεσαι έναν μόνο ποιητή να επαναλαμβάνει συνέχεια τις ραψωδίες της Ιλιάδας και της Οδύσσειας; μέχρι την εποχή του Πεισιστράτου που αναθέτει στους γραφιάδες του, αυτή την πραγματικά μεγάλη πράξη. Με βάση τη λογική ο Όμηρος δεν ήταν ένας αλλά πολλοί. Στην ουσία είναι κάτι σαν παραδοσιακή ποίηση μεταδιδόμενη από στόμα σε στόμα. [Στα Ομηρικά έπη η βάση της θρησκείας είναι καθαρά πολυθεϊστική και τελείως ανθρωπιστικές πολλές φορές οι δυνατότητες και τα μειονεκτήματα των θεών]
 
Και στον Όμηρο απλά οι αοιδοί εξυμνούσαν τα κατορθώματα των πλουσίων. Επίσης ο εξαίρετος Καβάφης γι αυτούς ομιλεί . Ο Ελύτης άξιος ποιητής ήταν φτωχός, με την έννοια της απλούστευσης της φτώχειας απέναντι στους Αλεπουδέληδες των σαπουνιών ή ο Σεφέρης απέναντι στη διπλωματική εξουσία, επίσης ο Ρίτσος, ο Λόρκα. Θέλω να πω πως η ποίηση είναι επαναστατικό γεγονός που τέτοιο δεν μπορεί παρά να το έχει ένας γεννημένος Νταλί.
[Ζωγραφίζοντας σήμερα προς χάρη μιας φίλης αυτόν τον Νταλί, μια τέτοια μέρα αφιερωμένη στην Ποίηση, σίγουρα σκέφτομαι πως ο άτιμος έκανε τα όνειρα ζωγραφική, Μικρός και μέγας ο κόσμος του.] Καλησπέρα σε όλους τους ποιητές!
 
Ανοίξαμε μια τρύπα στον ουρανό
χαρίζοντας το γέλιο των μικρών που χαμογελούν με νόημα
μη ξέροντας για τους στίχους του Ελύτη παρα μόνο λέξεις που φεύγουν στο κενό
ακολουθώντας τη ροή του ποταμού
της θάλασσας ή της άκρης πως ένας αγαπημένος Καρυωτάκης
όσο κι αν προσπάθησε δεν πνίγηκε
σ αυτό το κομμάτι του υπαρξιακού α- νοήματος της ζωής.

 
 

 

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

Η ΤΎΧΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΏΠΩΝ

 


ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΑΛΩΝΙΑ



Πάντα μου προξενούσε σκέψεις, η τύχη των ανθρώπων, μετά το τέλος ενός διηγήματος. Τι έγιναν άραγε, αυτοί που έζησαν καλά;

Όλα τα Καλοκαίρια στους κάμπους ήταν δεμένα με τα’ άλογα και το έρωτα. Τα κουβαλούσε μέσα του, το λιγνό σώμα των εφήβων θεριστάδων και το γεμάτο επιθυμία, βαρβάτο καλπασμό των αλόγων.
Ο Νίκος Δελατόρας πέρναγε σίρριζα, καλπάζοντας έτσι, όταν γύριζε πίσω, με τις τελευταίες αχτίνες του ήλιου καρφωμένες στις πλάτες του, αφού είχε κουραστεί, όλη μέρα, πάνω στην αλωνιστική μηχανή.

Ήταν το πρώτο Καλοκαίρι που είχαν έρθει οι αλωνιστικές μηχανές κι όλος ο κάμπος ρώταγε, «εσύ δεν θα αλωνίσεις με την μηχανή;»
Μερικοί φοβήθηκαν στην αρχή, μήπως χάσουν την σοδειά τους. Μάλιστα, την πρώτη μέρα, πήρε φωτιά η μηχανή και κατατρόμαξαν να την σβήσουν αλλά σιγά-σιγά, με πρώτο τον Βαγγέλη του Κούφακα που τα έβλεπε όλα αστεία, δέχτηκαν να ξεχάσουν τα πέτρινα αλώνια. Οι μεγαλύτεροι τα θυμούνταν καλύτερα. Οι μικρότεροι, σαν το Νίκο Δελατόρα σαν μια μνήμη ξεχασμένη σε άλλους καιρούς, με άλλους ανθρώπους, διαφορετικούς και παράξενους, καθώς μέσα στο καταμεσήμερο, μ έναν ήλιο ντουφέκι στις γυμνές τους πλάτες και το καμτσίκι στο χέρι, έβαζαν τις φωνές στα άλογα να τρέχουν κυκλικά, πάνω στο πέτρινο αλώνι, όπου είχαν στρωθεί τα δεμάτια του σταριού.
Εκείνη την ημέρα η μηχανή δούλευε ασταμάτητα. Οι τεράστιοι ιμάντες πηγαινοέρχονταν και οι εργάτες μετέφεραν τα δεμάτια στους δύο που δούλευαν πάνω στην μηχανή. Ένας απ αυτούς ήταν ο Νίκος. Έχωνε μέσα στην μπούκα τα δεμάτια, αφού πρώτα με ένα μαχαίρι, έκοβε τα στάχυα που τα έδεναν. Ο άλλος ήταν ο φίλος του ο Κρίκας.
Τις πιο πολλές φορές, το στήσιμο της μηχανής δεν ήταν όσο έπρεπε καλό. Κανονικά, από εκεί που έβγαινε το άχερο, μια μεγάλη, γουρνωτή, σαν από βαρέλι σωλήνα,δεν έπρεπε να φυσάει ο αέρας. Δεν τους έκανε όμως πάντα τα χατίρια κι άλλαζε διεύθυνση, κατά που γούσταρε. Κι έτσι, έτρωγαν όλη τη σκόνη και τα άγανα στο πρόσωπο. Φώναζαν οι εργάτες αλλά το αφεντικό, ο Ζένας,ροχάλιζε ξαπλωμένος κάτω απ’ τον παχύ ίσκιο της γκορτζιάς κι έκανε πως δεν άκουγε. Δεν σύμφερνε να ξεστήσουν και να ξαναστήσουν την μηχανή, θα τους έπαιρνε όλη μέρα.
Ο Νίκος, που ο πατέρας του δεν είχε πολλά χωράφια, αφού μάζευε την δική τους σοδειά, δούλευε στην μηχανή μεροκάματο. Κουραζόταν πολύ αλλά ένιωθε περήφανος κάθε απόγευμα που σχόλναγε. Μόλις έσβηναν οι μηχανές, κατέβαινε πρώτος. Έπαιρνε το λάστιχο με το νερό, φώναζε και τον Κρίκα να αλληλοπλυθούν, να ντύσουν τα καλά τους κι ύστερα να πάνε στα σπίτια τους.
Ο Κρίκας δεν είχε σπίτι, ούτε ρούχα καινούρια.Δυο αλλαξιές όλες κι όλες που είχαν λειώσει επάνω του.
Ήταν παράξενος τύπος. Κανένας δεν τον ήξερε αλλά και κανένας δεν ενδιαφέρονταν για αυτόν.
Είχε έρθει μαζί με την μηχανή εκείνο το Καλοκαίρι και θα έφευγε μόλις τέλειωναν οι δουλειές στον κάμπο. Και επειδή ήταν πολύ αδύνατος με στραβά πόδια και κουβαλούσε πάντα μαζί του ένα μπουκάλι ρακί, όλοι τον πέρναγαν για χαζό. Μικροί- μεγάλοι τον είχαν για την διασκέδαση τους.
Αυτός δεν μιλούσε ούτε νοιαζόταν γι’ όσα έκαναν και έλεγαν. Σχεδόν έμοιαζε να μην ακούει.
Τα μεσημέρια κοιμόταν κάτω από τα δέντρα. Τα βράδια, πήγαινε σε μια ξεχασμένη καλύβα, που δεν ανήκε σε κανέναν, πάνω στο λόφο. Έτρεχαν τα παιδιά ξωπίσω του σαν μέλισσες και του έπαιρναν το μυαλό. Πολλές φορές του έκλεβαν το μπουκάλι με την ρακή.

Μια τέτοια μέρα, τον ακολούθησε κρυφά ο Νίκος Δελατόρας. Ήταν περίεργος και κάτι τον κέντριζε σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Ο ίδιος, τον είχε συμπαθήσει και δεν νοιαζόταν τι έλεγαν οι άλλοι. Όταν έφτασε κοντά, είδε δυο-τρία τσογλανάκια να στέκονται γύρω από τον Κρίκα που ήδη είχε αποκοιμηθεί κι ένα από αυτά, στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας, λύθηκε στα γέλια και του έφυγε μια γερή, κλαψιάρικη κλανιά. Τρελάθηκαν όλα στα γέλια και το έβαλαν στα πόδια. Σταμάτησαν λίγο παραπέρα, ξανάζησαν το γεγονός, πίνοντας την ρακή. Κάπνισαν κι ένα τσιγάρο στα τρία και μισοζαλισμένα έφυγαν για το ποτάμι. Ήταν, δεν ήταν δωδεκάχρονα.
Ο Κρίκας, κάποια στιγμή ξύπνησε. Απ’ το άνοιγμα της πόρτας, είδε τον Νίκο Δελατόρα να ξεπεζεύει από το άσπρο άλογό του. Σηκώθηκε κι άναψε τσιγάρο. Έψαξε για την ρακή και σαν δεν την βρήκε, κοίταξε το Νίκο με υποψία
-Την πήραν τα παιδιά, δεν τα πρόλαβα, του είπε, ανάβοντας κι αυτός τσιγάρο.
-Τι θέλεις;
-Πρέπει να θέλω κάτι;
-Τότε, μη ρωτάς. Του έκοψε την φόρα.
Πράγματι ήθελε να τον ρωτήσει αλλά αφού ο Κρίκας δεν ήθελε να του ανοιχτεί, σήκωσε τους ώμους.
-Πάμε το βράδυ για κανένα ούζο; Είπε μόνο.
-Πάμε, του απάντησε.
Καβάλησε πάλι το άλογο κι έτρεξε στον κάμπο. Τον χάιδευε ο αέρας κι ένιωθε αυτό που κάθε φορά, μετά το τέλος της δουλειάς, τον έκανε ελεύθερο. Ούρλιαξε στο άλογο και τρέξανε σαν σαΐτες στη σκόνη, στο κουρνιαχτό. Έφτασε στην βρύση, μόλις ο ήλιος χανόταν στην ισιάδα του κάμπου. Ξεπέζεψε κι άφησε τα χαλινάρια του αλόγου να πιει νερό.
Η κόρη του Ζένα, τον περίμενε όρθια, πανέμορφη, να πιει κι αυτός νερό, να δροσιστεί.
-Γιατί έτρεχες έτσι; τον ρώτησε.
Ο Νίκος δεν της απάντησε. Την άρπαξε και κίνησαν για τα πέτρινα αλώνια. Περπάτησαν στο μονοπάτι, που μύριζε κοπριές αλόγων και ζέστη. Μύριζε έρωτα και σκονισμένα σκίνα, πατημένα από τις οπλές των φορτωμένων ζωντανών που πηγαινοέρχονταν όλη μέρα.
Ποτέ δεν είχαν πολύ χρόνο να τα πούνε. Έτσι, βιάστηκαν όταν έφτασαν στ αλώνια να φιληθούν, να προλάβουν να γαμηθούν. Γυμνώθηκαν κατάχαμα, με φιλιά και χάδια, ανάμεσα από άχερα , πάνω στα πέτρινα αλώνια. Λαχταρούσαν την εφηβική τους σάρκα, ίδρωναν τα αγκαλιασμένα κορμιά τους. Ο Νίκος τη σήκωσε όρθια-προτού αγαπηθούν- ήθελε να την βλέπει γυμνή, να απολαμβάνει την οπτική πλευρά του έρωτα. Η Κρήνη ντρεπόταν, κρυβόταν λίγο, γελούσε ναζιάρικα.
-Μη! του έλεγε καθώς εκείνος προσπαθούσε να της τραβήξει τα χέρια από το γυμνό της.
-Άφησε με να σε βλέπω, την παρακάλεσε. Γιατί ντρέπεσαι; Δεν μ’ αγαπάς;
-Πιο πολύ απ την ζωή μου!
-Ε, τότε;
Εκείνο το απόγευμα, τον άφησε να τη δει όσο ήθελε. Να τη χορτάσει. Στο αχνοσούρουπο, θαύμασε το υπέροχο κορμί της, από όλες τις όψεις. Είδε το ωραίο της γυμνό, περιποιημένο, στρουμπουλό και θα θυμόταν σ όλη του τη ζωή αυτή την εικόνα. Ύστερα, γαμήθηκαν μια φορά όρθια κι άλλη μια αγκαλιασμένοι στα πέτρινα αλώνια.
Η Κρήνη ήταν η μοναχοκόρη του Ζένα. Όμορφη και πλούσια. Ο Ζένας είχε κάνει πολλά λεφτά, παλιά με τις μπουλντόζες. Αργότερα αγόρασε, γη, αγόρασε και την αλωνιστική μηχανή. Οι παλιοί το θυμούνταν ακόμα από τότε που έσκαβε τους δρόμους με τις μπουλντόζες. Ο Νίκος δεν τα ήξερε τα παλιά, ενδιαφερόταν βέβαια αλλά όχι και να νοιάζεται από πού είχε έρθει ο Ζένας και πως είχε κάνει τα λεφτά. Μερικοί έλεγαν πως ήταν βρώμικα, ίσως επειδή τον ζήλευαν. Τι ανάγκη είχε αυτό Νίκος Δελατόρας να σκέφτεται για τις φήμες που έλεγαν οι παλιοί; Αυτός απολάμβανε τον έρωτα του με την Κρήνη, που όμως δεν θα διαρκούσε πολύ μια και τον Σεπτέμβριο θα έφευγαν από τον κάμπο.
Αλλά ο Σεπτέμβρης ήταν μακριά ακόμα. Γι’ αυτό, απέφευγε να το σκέφτεται.

Εκείνο το βράδυ που η ζέστη κόλλαγε στο πετσί των ανθρώπων και τα τζιτζίκια συνέχιζαν μέχρι τα μεσάνυχτα τον μονότονο ήχο τους, ο Κρίκας καθόταν μονάχος στο καφενείο. Έπινε το τρίτο καραφάκι, παραμιλούσε, τσεβδίζοντας και μερικές φορές μιλούσε χωρίς να βγαίνει ήχος.
Ο Νίκος Δελατόρας μπήκε μέσα χαρούμενος, κεφάτος. Πήγε κατευθείαν στο τραπέζι του Κρίκα. Δεν έδωσε και πολλή σημασία που τον είδε πιωμένο, εξ άλλου πότε δεν ήταν.
-Θα πιεις άλλο; τον ρώτησε. Κερνάω εγώ;
-Και βέβαια θα πιω τρελός είμαι να μην πιω;
Παράγγειλαν κι άλλο. Έπειτα κι άλλο, ήπιαν τόσο πολύ και καθώς ο Νίκος δεν ήταν τόσο συνηθισμένος, ζαλίστηκε. Τότε, μέσα στο μεθύσι εξομολογήθηκε τον έρωτα του για την Κρίνη.
-Την αγαπάω! του φώναξε.
Ο Κρίκας σαν να ξεμέθυσε.
-Όχι, του είπε. Δεν πρέπει.
-Γιατί δεν πρέπει; τον κοίταξε παραξενεμένος.
Βγήκαν έξω, περπάτησαν στον χωματόδρομο με το φεγγάρι του Αυγούστου πιο λαμπερό από τον ήλιο της ημέρας να μεγαλώνει τις σκιές τους. Σκορπιστήκανε στην αχλή, φτάσανε μέχρι την καλύβα του Κρίκα, αμίλητοι.
-Η γυναίκα μου ήταν αδερφή του Ζένα, του είπε.
-Ήταν; Απόρεσε.
-Ναι, ήταν, γιατί δεν ζει πια. Πέθανε. Όταν παντρευτήκαμε, σε λίγο καιρό άρχισε να πηγαίνει μια με τον έναν και μια με τον άλλον. Κάποιοι την έδειραν πολύ ένα βράδυ και το πρωί γύρισε τρελή. Από τότε τριγυρνούσε στο χωριό κι έδειχνε το γυμνό της στα παιδιά. Ώσπου, την πήγαμε με τον Ζένα στο ίδρυμα, στο τρελάδικο αλλά δεν έζησε πολύ, πέθανε σε ένα χρόνο από άγνωστη αιτία, είπαν οι γιατροί.

Ο Νίκος Δελατόρας ζαλίστηκε πιο πολύ την άλλη μέρα που τα θυμόταν όλα αυτά που του είχε πει ο Κρίκας. Λυπήθηκε πολύ για την κατάντια του φίλου του αλλά άκρη δεν έβγαινε. Οι δυστυχίες των ανθρώπων ήταν πολλές και οι ηλίθιοι οι χωριανοί, κορόιδευαν τον Κρίκα. Έτσι είναι οι άνθρωποι.
Ο Αύγουστος όμως προχωρούσε στην μεγαλοπρέπεια του. Η Γης είχε σκάσει παντού ρωγμές και τα μυρμήγκια πηγαινοέρχονταν φορτωμένα στις φωλιές τους, να προλάβουν τις δουλειές τους. Η σκόνη είχε φτάσει μέχρι τα κότσια των αλόγων και οι άνθρωποι έλεγαν πως έπρεπε να ρίξει τώρα μια βροχή.
Ψιλοσυννέφιασε μια μέρα- είχαν αρχίσει το μάζεμα του καλαμποκιού, με τα στάρια είχαν τελειώσει- και έφτιαχναν μπάλες το άχερο. Πιο αργά το απόγευμα τις φόρτωναν στα άλογα για να τις πάνε στις αποθήκες. Τότε έριξε μερικές χοντρές ψιχάλες. Πέσανε στην διψασμένη γη μαζί με το νέο για τον θάνατο του Κρίκα. Τον είχε κόψει η μηχανή στα δυο, μαζί με τα άχερα.
Ο Νίκος Δελατόρας ήταν ο μόνος που έκλαψε για τον θάνατο του. Μερικοί μάλιστα στην κηδεία γελούσαν λέγοντας αστεία από την ζωή του Κρίκα. Το υ Νίκου του ήρθε να τους ρίξει μπουνιές ανάμεσα στα μάτια.
Ο Ζένας τα μάζεψε πιο γρήγορα απ ότι έπρεπε. Μπήκαν όλα στην πλατφόρμα και το επόμενο πρωί, έφευγαν ανατολικά.
Η Κρήνη, όμορφη μοναχοκόρη του Ζένα, όρθια στην πλατφόρμα, γυρισμένη κατά πίσω, κοίταζε τον κάμπο που χανόταν στην πρωινή αχλή.

Στο βάθος, κάπου εκεί, καβάλα στο άσπρο άλογο κάλπαζε ουρλιάζοντας μέσα στην Καλοκαιριάτικη μπόρα, ο Νίκος Δελατόρας.

ΤΕΛΟΣ







 

Σάββατο 18 Μαρτίου 2023

Η ΜΥΡΩΔΙΆ ΤΟΥ ΈΡΩΤΑ,,2

 


Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Πως μυρίζουν άραγε δυο κορμιά; Όπως το σπασμένο κλαρί της ροδακινιάς ή το μασημένο χορτάρι ; Το ιδρωμένο μαύρο μια σαραντάρας και το όρθιο ξύλο ενός τριαντάρη;
Η οσμή του μαύρου μοιάζει με αυτή της όξινης βροχής. Η ξυλινότητα με τον αέρα που αποπνέει ένα κοπάδι τράγων. Η οσμή και των δυο φτιάχνει τις μνήμες των ερωτευμένων. Κανείς δε μένει ατιμώρητος, ο έρωτας είναι παντού.

Ήταν άνεργος πάλι εκείνο τον καιρό. Το πλασιεδιλίκι το είχε βαρεθεί, τις περισσότερες φορές, τον έπιανε απελπισία, μόνο που σκεφτόταν να χτυπήσει πόρτες για να πουλήσει εγκυκλοπαίδειες σε καθώς πρέπει κυρίες, να τις γεμίσει ψέματα, γιατί αλλιώς, δεν έπιανε το παραμύθι, ποιο παραμύθι, ένα παραμύθι ήταν όλη του η ζωή και να κοροϊδέψει τα παιδιά, με ψεύτικα δώρα που έταζαν οι Εκδοτικοί οίκοι, δεν του πήγαινε αλλά, αραιά και που, έκανε κανένα μεροκάματο στο ξυλουργείο του Γιάννη που ήθελε να τον κάνει ξυλουργό.
Έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο, τριγύριζε σαν παραδομένο σκυλί στην πλατεία Εξαρχείων με πρόσκαιρους φίλους, πότε από δω και πότε από εκεί, ο δρόμος δεν είχε απόλυτη σημασία, ούτε τα πολλά απογευματινά, που δεν είχε τι να κάνει, έπαιζε κανένα μπιλιάρδο στην Ακαδημίας ή στην Μαυρομιχάλη. Τις περισσότερες φορές, έπαιζε με τον Μιχάλη, επειδή τον κέρδιζε όποιος κερδίζει δεν πληρώνει σ αυτή τη ζωή, επειδή αυτός δεν είχε λεφτά ούτε για τσιγάρα. Ο Μιχάλης ήταν οικοδόμος, γερό παιδί, με αδρά χαρακτηριστικά, ηλιοκαμένος, μαυριδερός, μέρα-νύχτα στο γιαπί, έμοιαζε ότι ήταν άνθρωπος της δουλειάς, έβγαζε λεφτά.
Ένα τέτοιο απογευματινό έπιναν καφέ στην Ακαδημίας.
-Δεν θα παίξουμε; ρώτησε ο Μιχάλης.
-Βαριέμαι, θα μ άρεσε καλύτερα μια θάλασσα,του απάντησε.
-Α, έλα, έχω κέφι σήμερα και θα χάσεις..
-Δεν το πιστεύω, τράβηξε τα χείλια του. Πάμε σε μια θάλασσα.
-Σήκω και θα δεις! Δεν πειράζει πληρώνω εγώ, αφού δεν έχεις λεφτά. Χάσω, κερδίσω.
Ήταν εγωιστής, ο Μιχάλης, ήθελε πάντα να κερδίζει. Αυτόν δεν τον ενδιέφερε τόσο η νίκη όσο το παιχνίδι, η διασκέδαση. Μερικές φορές όμως, γινόταν το αντίθετο. Αντί να διασκεδάσει, εκνευριζόταν. Έτσι έγινε και κείνο το απόγευμα. Άρχισαν το παιχνίδι και τίποτε δεν του πήγαινε καλά. Ούτε τις εύκολες καραμπόλες δεν έβγαζε.
-Είσαι εγωιστής! του φώναξε. Θέλεις πάντα να γίνεται το δικό σου! Σου είπα, δεν έγινε η καραμπόλα.
-Έγινε, επέμενε ο Μιχάλης. Δεν είδες καλά και συνέχιζε να παίζει.
-Εγώ δεν είδα καλά! νευρίασε περισσότερο.
-Εσύ, ποιος, εγώ;
-Α, παράτα μας ρε!
-Μη μου μιλάς εμένα έτσι!
Πήγανε να έρθουν στα χέρια.
-Ωοο, τώρα! Μην μου την δίνεις στα νεύρα, θα τσακωθούμε για το μπιλιάρδο;
-Εντάξει, χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του. Πλάκα έκανα, εσύ το πήρες σοβαρά. Θα παίξεις;
Καλμάρισαν και συνέχισαν το παιχνίδι. Έχασε και ο Μιχάλης άρπαξε την ευκαιρία να του τη βγει. Σαν μικρό παιδί έκανε.
-Είδες; Είδες τι ωραία έπαιξα που λες ότι δεν ξέρω μπιλιάρδο;
-Βάζεις τώρα καμιά μπύρα λέω εγώ; παράτα μας με το μπιλιάρδο.
-Να βάλω. Που πάμε;
-Πάμε πλατεία.
Ήπιαν μερικές μπύρες- ο Μιχάλης ήταν γερό ποτήρι, οικοδόμος γαρ- άλλαξε και το δικό του κέφι.
-Θυμάσαι που είχες χάσει το στοίχημα με το τελάρο τις μπύρες; γέλασε ο Μιχάλης.
-Τέτοιο σφουγγάρι που είσαι εσύ, πώς να μη το χανα..Μα να πιεις ένα τελάρο μπύρες.
-Πολύ ήτανε;
Δεν του απάντησε, τι να του λεγε; Πως ένα τελάρο μπύρες ήτανε λίγο; Δεν του απάντησε, πολλές φορές δεν απαντούσε σε αχρείαστα πράγματα και πρόσεξε που απέναντι τους καθόταν δυο γυναίκες. Αστειεύτηκαν λιγάκι μαζί τους-όχι τίποτε σπουδαίο,-έτσι για την πλάκα τους.
-Ρε φίλε, έχω ένα παράπονο, του είπε ξαφνικά ο Μιχάλης.
-Από μένα; απόρεσε.
-Από σένα. Ξέρω ότι έχεις γνωριμίες και μια φορά δεν είπες να με πάρεις μαζί σου, να γνωρίσω κι εγώ καμιά κυρία.
Είχε πράγματι γνωριμίες, περισσότερο με κάποιες κυρίες υψηλού επιπέδου, επειδή ήταν μέλος σε έναν πολιτιστικό σύλλογο. Πήγαινε σε διάφορες εκδηλώσεις που οργάνωνε, χορούς επί το πλείστον, κάποιες διαλέξεις, λίγο θέατρο, πολύ μουσική.
-Έλα σε έναν χορό που γίνεται μεθαύριο, του είπε. Αλλά κοίταξε μη με εκθέσεις.
-Αλήθεια; ,ανοιξε τα μάτια ο Μιχάλης. Θα με πάρεις; Όχι, όχι, τι να σε εκθέσω, αφού με ξέρεις τώρα εμένα.. δε με ξέρεις;
-Σε ξέρω. Αλλά εκεί οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί απ' αυτούς που γνωρίζεις. Θέλω να προσέχεις, να είσαι ευγενικός και να μην τα ρίξεις σε όλες τις γυναίκες.
-Εσύ να προσέχεις! Τώρα τελευταία είσαι οξύθυμος! Του απάντησε.

Την βραδιά που γινόταν ο χορός, δεν είχε κέφι, δε θα πήγαινε αν δεν το είχε υποσχεθεί στον Μιχάλη. Βαριόταν, θυμόταν και το οξύθυμος που του είχε πετάξει ο φίλος του, αυτός δεν ήταν ποτέ οξύς συν θυμός, άκου λέξη που βρήκε ο οικοδόμος, συλλογίστηκε!
-Πάμε, του είπε ο Μιχάλης, μη μου το χαλάς τώρα ...
Έφτασαν κατά τις δέκα και η σάλα ήταν γεμάτη, χαιρέτησε τον πρόεδρο, έναν ευγενέστατο κύριο και τη Βίλμα τη γραμματέα του συλλόγου, τους σύστησε τον Μιχάλη ο οποίος έμοιαζε πολύ περήφανος για τον φίλο του.
-Ωραία η Βίλμα, του ψιθύρισε, σαν ο Πάτροκλος στον Αχιλλέα
-Μη βιάζεσαι, πάμε στον μπουφέ να πάρουμε κανένα μεζέ, του απάντησε.
Πήγαν στον μπουφέ, πήραν μεζέδες και κρασί, κάθισαν σε ένα τραπέζι.
-Μην πίνεις πολύ, τον συμβούλεψε. Η βραδιά είναι μεγάλη.
-Δεν πίνω, δεν πίνω, έκανε αναψοκοκκινισμένος, ο Μιχάλης. Πότε θα αρχίσει ο χορός;
-Μετά το φαγητό, του απάντησε και πήρε είδηση μια κυρία που τον έκοβε από απέναντι-τον έκοβε, τι λέξη κι αυτή, σαν μαχαίρι ήταν τα μάτια της. [Υπάρχουν μάτια, μαχαίρια.]
-Εμένα κοιτάζει; έκανε ο Μιχάλης.
Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια.
-Όχι, του είπε. Δεν κοιτάζει εσένα.
-Την ξέρεις;
-Πρώτη φορά τη βλέπω.
Ήταν μια πολύ όμορφη κυρία, γύρω στα σαράντα, λίγο πιο πριν, όχι μετά και φορούσε ένα εντυπωσιακό φόρεμα μάξι, στο χρώμα του φούξια, λαμπερό. Στο λαιμό κυμάτιζε καθώς κινούσε τον κόσμο της ένα γαλάζιο φουλάρι, δύο χρώματα που μαζί έκαναν ωραίο σμίξιμο, ενώ μάτια της έβγαζαν φωτιές, το χαμόγελό της, γέμιζε τον περίγυρο.
Ο ξυλουργός δεν είχε καμιά διάθεση, ας ήταν η ομορφότερη του κόσμου, μερικές φορές, δεν καταλάβαινε τον εαυτό του, τον έπιανε μια ανεξήγητη ανία, μια τρέλα ιερή που θα σκότωνε τον κόσμο του.
-Έλα ρε, κάνε κέφι, άκουσε τον Μιχάλη δίπλα του.
-Κοίτα τον εαυτό σου, του αποκρίθηκε και νευρίασε με τη φούξια κυρία. Δεν έλεγε να πάρει τα μαχαίρια της από πάνω του.
Σηκώθηκε, πήγε να μιλήσει λίγο με τον πρόεδρο. Πάλι εκείνη η αναίτια ανία τον πλάκωνε, πουθενά δεν ήταν καλά, μπορούσε να το βάλει στα πόδια αλλά που θα πήγαινε; Όλος ο κόσμος ήταν μια στάλα, και θα μπορούσε να τον πυροβολήσει, αλλά, ωστόσο, ο Μιχάλης έκανε μια αδέξια κίνηση, χύνοντας το κρασί του στα μπούτια μιας παρακαθήμενης κυρίας.
Το γεγονός δεν ήταν τόσο σημαντικό αλλά τα λόγια που του απηύθυνε η κυρία ήταν άκρως προσβλητικά, καλά σκέφτηκε ο ξυλουργός για τον πυροβολισμό.
-Είσαι γουρούνι! Του είπε δυνατά.
Οι άλλοι γύρω, απόρεσαν, ο Μιχάλης τα χασε για λίγο. Αντάλλαξε μαζί του μια ένοχη ματιά, δεν πειράζει, του έγνεψε αυτός, την ήξερε την κυρία. Ήταν μόνη από χρόνια και της έβγαιναν όλα στραβά. Ο Μιχάλης σε λίγο το είχε ξεχάσει, σηκώθηκε και
  πλησίασε τη Βίλμα, αφού μόνο αυτή είχε γνωρίσει. Έπιασε κουβέντα μαζί της, άλλο που δεν ήθελε η Βίλμα που σαν γραμματέας του συλλόγου ήταν το παιδί για όλες τις δουλειές. Αλαφρόμυαλη, πεταχτούλα, έψαχνε τα ξύλα όλου του κόσμου, του Μιχάλη δεν θα έψαχνε ...
Μετά από λίγο όταν τους πλησίασε κι αυτός, μ΄ ένα ποτήρι στο χέρι, η Βίλμα του είπε σαν να ήταν προσχεδιασμένο.
-Α, να σου συστήσω την κυρία Μαίρη, που ωστόσο, είχε καταφτάσει.
Ήταν η κυρία με το εντυπωσιακό φούξια..
Γύρισε της έδωσε το χέρι του.
-Χαίρω πολύ! του είπε άκρως ευγενικά.
-Δεν σας γαμάω κυρία μου! της απάντησε εντελώς απροσδόκητα.
Η Μαίρη έμεινε κεραυνόπληκτη, χλόμιασε, άφησε το χέρι του και εξαφανίστηκε, είχε πει τόσο δυνατά , το δεν σας γαμάω κυρία μου, που σχεδόν το άκουσε όλη η σάλα, ακόμα και ο πρόεδρος το άκουσε και ήρθε κοντά του απορημένος.
-Δεν το περίμενα από σένα. Η κυρία Μαίρη, είναι εκλεκτός άνθρωπος. Γιατί το έκανες αυτό; του είπε κι έφυγε μουτρωμένος.
-Εμένα έλεγες να είμαι ευγενικός, άκουσε δίπλα τον Μιχάλη. Κοίτα τι έκανες τώρα..τώρα θα σε διαγράψουν από τον σύλλογο.
-Ναι, καλέ, γιατί είπες τέτοιο πράμα; χαζογέλασε και η Βίλμα.
Ο ίδιος δε θέλησε να δώσει μεγαλύτερη σημασία, δεν υπάρχουν εκλεκτοί άνθρωποι, σκέφτηκε, άλλαξε κουβέντα, μπερδεύτηκαν με άλλες παρέες, το γεγονός όμως είχε πάρει διαστάσεις. Σε λίγο το γνώριζε όλη η χοροεσπερίδα. Σχεδόν τον έδειχναν με το χέρι.
Πάρ' όλα αυτά στην συνέχεια, πέρασαν πολύ ωραία, ο Μιχάλης κόλλησε σα στρείδι για τα καλά με τη Βίλμα, χόρεψαν, ήπιαν , ευχαριστήθηκαν, χόρεψε κι αυτός μαζί τους, χόρεψε και μόνος του, ζεϊμπέκικο, τον χορό των αρκούδων και
κάποια στιγμή, γύρω στις πέντε το πρωί, αποφάσισαν να φύγουν.
Είχαν απομείνει σχεδόν τελευταίοι.
-Γιατί να φύγουμε; είπε τρεκλίζοντας ο Μιχάλης. Ωραία δεν είναι εδώ; κι αγκάλιαζε τη Βίλμα.
-Ρε, πάμε να φύγουμε τώρα, του είπε γελώντας παραπατώντας κι αυτός.

Το πρωί που ξύπνησε, μετάνιωσε για όσα είχε κάνει το βράδυ, όχι ακριβώς αλλά δεν ήξερε γιατί το είχε κάνει."Να σου πω εγώ γιατί το έκανες" του απάντησε ο εαυτός του. "Είσαι υπερόπτης, εγωίσταρος, γι' αυτό το έκανες. Καβάλησες το καλάμι! Δεν ξέρεις πως καμιά ομορφιά δεν υπάρχει σ αυτόν τον κόσμο"
Δεν ήθελε να το παραδεχτεί και προσπάθησε να δικαιολογήσει τον εαυτό του. Μα τι είμαι εγώ; Λουκούμι για τις ορέξεις της καθεμιάς; Βαρέθηκα να με κοιτάνε σαν ξερολούκουμο όλες οι πατσαβούρες.."Αυτή δεν ήταν πατσαβούρα και το ξέρεις" αντιστάθηκε το μέσα του.
Κούνησε το κεφάλι του, κοίταξε για λίγο το άπειρο κι ύστερα ετοιμάστηκε βιαστικά να πάει για δουλειά, είχε υποσχεθεί στον Γιάννη τον μαραγκό, ότι θα πήγαινε να τον βοηθήσει στην δουλειά του. Μεροκάματο δηλαδή αλλά ταυτόχρονα μάθαινε και την τέχνη.
Το μαγαζί του ήταν ένα υπόγειο, γεμάτο πριονίδια, κάπου στου Γκύζη. Πήγαινε αρκετές φορές και δούλευε με τον Γιάννη που είχε βαλθεί να τον κάνει ξυλουργό, αυτός ήταν ξυλουργός πριν γεννηθεί.
-Ξυλουργός ή μαραγκός είναι το σωστό; τον ρωτούσε συχνά.
-Το ίδιο είναι, μάθε εσύ την δουλειά και δεν θα μετανιώσεις.
Στην αρχή δεν του άρεσε, αυτός ήθελε να ξυλεύει στο δάσος αλλά μετά είχε συνηθίσει. Του είχε δώσει και κλειδί ο Γιάννης. "Πάρτο, να έρχεσαι όποτε θέλεις να πριονίζεις" του είχε πει.
Έφτασε πριν από τον Γιάννη, που είχε μεγαλώσει και δεν μπορούσε πια. Έφτιαξε καφέ, κάθισε στο παλιό γραφείο να κάνει πρώτα ένα τσιγάρο και μετά ν αρχίσει δουλειά. Σκεφτόταν πάλι την εντυπωσιακή κυρία με το φούξια και το ανόητο φέρσιμό του.
Δεν είχε προλάβει να το καλοσκεφτεί όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν αυτή.
-Εσύ είσαι λοιπόν! έκανε η Μαίρη
-Εγώ είμαι, είπε απρόβλεπτος.
-Εσύ, λοιπόν δε με τιμάς;
-Πως μιλάτε έτσι!
-Ωραίος είσαι εσύ! Μπράβο! τώρα μου κάνεις και μαθήματα ευγένειας!
Και μετά από λίγη σιωπή.
-Πες μου που είσαι τώρα! είπε με πείσμα. Πες μου που είσαι να έρθω εκεί και να δούμε αν δε με τιμάς!
-Παπαφλέσσα δεκατέσσερα, της απάντησε με ευστροφία. Στου Γκύζη. Και της έκλεισε το τηλέφωνο περισσότερο απορημένος τώρα με τα λεγόμενα της.
Σηκώθηκε και περπάτησε πέρα-δώθε προβληματισμένος." Άϊ στο διάολο" σκέφτηκε. "Σιγά μην έρθει"
Καταπιάστηκε με την δουλειά του, να ξεχαστεί. Άρχισε να τρίβει την πόρτα και τα παράθυρα που ήταν να παραδώσουν σήμερα. Σε λίγο κατέφτασε και ο Γιάννης, δούλεψαν με ρυθμό να τελειώσουν ή δουλειά ήταν επείγουσα.
 Η Μαίρη όμως ήλθε πράγματι. Πάρκαρε μια κόκκινη, σπορ Μερσεντές-τελευταίο μοντέλο, μπροστά στο μαγαζί και κατέβηκε τα λίγα σκαλιά κοιτάζοντας ερευνητικά το χώρο.
Του Γιάννη του έφυγαν τα σκαρπέλα από τα χέρια. Άσπρισαν τα χέρια του, ίδρωσε το παλιό κορμί.
-Τι θέλετε ...πήγε να πει.
Αλλά, ωστόσο η Μαίρη τον είχε δει. Του χαμογέλασε προκλητικά, αινιγματικά.
-Θα τον πιούμε εδώ τον καφέ; τον ρώτησε με νόημα, αγνοόντας το γελαδίσιο υπόστρωμα του Γιάννη.
-Όχι, απάντησε βιαστικά. Γιάννη θα γυρίσω αργότερα.
Αλλά δε γύρισε. Όχι αργότερα, ούτε σε δύο βδομάδες. Τον συνεπήρε η περιπέτεια μαζί της, τον πήρε μαζί της η ζωή που είναι απρόβλεπτη. Όταν βγήκαν από το ξυλουργείο, πήγαν πρώτα από το σπίτι του να αλλάξει ρούχα κι ύστερα για καφέ στην Γλυφάδα, ξέχασαν γρήγορα το γεγονός της προηγούμενης νύχτας κι έγιναν εραστές. Η Μαίρη ήταν μεγαλύτερη του κατά δεκα χρόνια αλλά αυτός-πράγμα περίεργο- την έβλεπε μικρότερη του.
-Πως γίνεται αυτό; γέλασε απορημένη.
-Δεν ξέρω, της απάντησε. Εσένα δεν σου έχει τύχει να βλέπεις ορισμένους μεγαλύτερους σου, σαν μικρότερους;
-Ναι, έχεις δίκιο, συμφώνησε. Μου έχει συμβεί μερικές φορές.
Έμειναν μαζί όλη μέρα. Έφαγαν σε ένα ακριβό εστιατόριο κι ύστερα πήγαν στο σπίτι της. Μια πολυτελέστατη βίλα την Άνω Γλυφάδα. Η Μαίρη έμοιαζε πολύ πλούσια.
-Είμαι πλούσια, του είπε απερίφραστα. Αλλά δε θέλω να σε χάσω.
-Πόσο πλούσια; έκανε αυτός σκεφτικά. [Θα με χάσεις υπόθαλπε το μέσα του]
-Πολύ, θα σου εξηγήσω άλλη φορά.
Ήταν χωρισμένη και είχε μια κόρη που σπούδαζε στην Αγγλία, γιατί του λεγε αυτά; αυτός στην αρχή, ένιωθε άβολα μέσα στην βίλα, πρώτη φορά έμπαινε σε τέτοιο σπίτι. Όσο ήταν έξω, είχε την υπεροχή.
-Θα συνηθίσεις, του είπε και τον φίλησε για πρώτη φορά. Ο κόσμος είναι μια ωραία εικόνα.
Άρχισαν τα χάδια στον καναπέ, προτού γδυθούν εντελώς του πήρε ένα ωραίο καπνό, πως καπνίζουμε μια πίπα;, ψιλοδύσκολη λέξη και, παρ ότι δεν του άρεσε και τόσο ο στοματικός έρωτας, μαζί της ένιωσε αλλιώτικα.
Ύστερα, πήγαν στην στριφογυριστή κρεβατοκάμαρα, αγκαλιάστηκαν πολλές φορές, η Μαίρη έμοιαζε αχόρταγη αλλά κι αυτός δεν πήγαινε πίσω, μέχρι το απόγευμα και το βράδυ, μετά το φαγητό, πάλι τα ίδια. Έρωτας, έρωτας, έρωτας..
-Με πονάει το μυαλό μου, του παραπονέθηκε τάχα κάποια στιγμή.
-Εμένα το ξύλο μου μούλιασε, της ψιθύρισε στο αφτί, ενώ χάιδευε το μαύρο της. Μαύρο, περιποιημένο, μεγάλο, ο έρωτας είναι ανυπόστατο κάποιες στιγμές.
-Όλα είναι υπέροχα μαζί σου, του απάντησε αυτή και κοιμήθηκαν αγκαλιά.
Το πρωί που ξύπνησαν κι έπιναν καφέ στη βεράντα, θυμήθηκε τον Γιάννη και σκυθρώπιασε.
-Τι έπαθες; τον ρώτησε
-Τίποτε, την απέφυγε.
-Έχω μια ιδέα, του είπε. Τι θα κάνεις τα Χριστούγεννα;
Πλησίαζαν Χριστούγεννα και δεν είχε σκεφτεί απολύτως τίποτα για το πώς θα πέρναγε.
-Δεν έχω κάτι συγκεκριμένο, της είπε.
-Πάμε κάπου;
-Που; Δεν έχω λεφτά..
-Ας τα λεφτά, έχω εγώ, μη σε νοιάζει. Πάμε Μονεμβασιά;
-Γιατί Μονεμβασιά;
-Έχεις πάει;
-Όχι.
-Έχω ένα ξενοδοχείο εκεί.

Η Μονεμβασιά είναι ένας βράχος μέσα στη θάλασσα, ο Χειμώνας άγριος, μπάτσιζε με ριπές το σκούρο μπλε καθώς ταξίδευαν. Ανοιχτά στο πέλαγος μια μαύρη καταιγίδα, σάρωνε την μελαγχολία των ανθρώπων που έμεναν εκεί. Αυτοί γνώριζαν το καλό και το κακό της. Όσοι είχαν πάει για διακοπές, όπως αυτός, λίγο τους ένοιαζε. Χαίρονταν την άγρια ομορφιά που σκόρπισε απλόχερα η φύση σ' αυτή την άκρη του κόσμου.
-Σου αρέσει; τον ρώτησε η Μαίρη καθισμένη αναπαυτικά στη σαιζ-λογκ.
-Φανταστικά, κούνησε το κεφάλι του, αυτός ένας αρνητής.
-Άρα ήταν ωραία η ιδέα μου.
-Ναι, πολύ ωραία. Αυτή μια ιδεολογική ταυτότητα του καλού κόσμου.
Την κοίταζε και δεν πίστευε πως ήταν μαζί της, πιο ωραίο άνθρωπο δεν είχε γνωρίσει. Απλόχερη, απλή, απέριττη. Αυθόρμητη, ζούσε αυτό που ζούσε, έκανε αυτό που ήθελε. Κι άλλοι είχαν τα λεφτά αλλά δεν ήταν έτσι.
-Σε λατρεύω, της είπε κοιτάζοντας την στα μάτια.
-Εγώ σε λατρεύω πιο πολύ! παιχνίδισε.
Στα σεξουαλικά της ένστικτα όμως, συνήθως τα βράδια που ξάπλωναν, ήταν διαφορετική. Παθιαζόταν, άλλαζε χαρακτήρα, γινόταν εταίρα, λευτέρωνε το κορμί και το σώμα της,να ξεφύγει από το αδυσώπητο κυνηγητό της ύπαρξης.
Όμως και τα δικά του σεξουαλικά ένστικτα είχαν απογειωθεί. Μερικές φορές γινόταν όλο και πιο βίαιος μαζί της. Μόνο που δεν την χαστούκιζε. Κάποιες μπάτσες όμως στα βουνά, όταν της φιλούσε το σατανικό της, ήταν στη νυχτερινή διάταξη. Η Μαίρη τότε ούρλιαζε και περίμενε πως κι πώς να της πάρει το σκαλπ.
Σκέφτηκε εκείνες τις μέρες την ζωώδικη φύση του έρωτα. Απ΄την μια πλευρά του φαινόταν βρώμικη και δικαίωνε μερικούς που την έκρυβαν επιμελώς. Απ' την άλλη όμως σκέφτηκε, πως δεν την έκρυβαν επειδή έπρεπε αλλά επειδή την φοβούνταν. Φοβούνταν ακόμα και να μιλήσουν γι αυτά που έκαναν και που ένιωθαν στο κρεβάτι. Αυτός θεωρούσε απίστευτο το, άλλα να λένε κι άλλα να κάνουν. Αίφνης, στις περισσότερες συζητήσεις, εμφάνιζαν μόνο την ωραία πλευρά του έρωτα, ποτέ την μυστηριώδη βρωμιά, την ιδρωμένη μυρωδιά δυο ή κι άλλων κορμιών που κυλούσαν ανάμεσα στο πουθενά και στο μηδέν.

Πέρασαν τα Χριστούγεννα και τις μέρες, ενδιάμεσα από την Πρωτοχρονιά, έκαναν μερικές μακρινές βόλτες με την Μερσεντές στα γύρω περίχωρα. Τα βράδια χαρτόπαιζαν στην λέσχη του ξενοδοχείου και σα να βαρέθηκε λίγο. Όχι την Μαίρη αλλά το όλο σκηνικό. Τι θα έκανε; Θα ζούσε ή θα πέθαινε στο βράχο της Μονεμβασιάς;
Το πρωί του Σαββάτου- η πρωτοχρονιά ήταν τη Δευτέρα- ξύπνησε νωρίς. Κατέβηκε από το ξενοδοχείο, πήγε στην μικρή πλατεία, ήπιε καφέ κι αγόρασε ένα λουλούδι, ένα τριαντάφυλλο για να της το προσφέρει. Κάτι είχε εκείνο το πρωινό, κι έκανε λες και τον κυνηγούσαν. Ανέβηκε το φιδωτό μονοπάτι μέχρι την κορυφή του βράχου, έμεινε δυο λεπτά εκεί-όχι παραπάνω- κι ύστερα γύρισε λαχανιασμένος στο καφενείο, κρατώντας πάντα το τριαντάφυλλο στα χέρια. Την βρήκε να τον περιμένει ήσυχη, μοναδική.
-Που ήσουν; ανησύχησα.
-Πάνω στον βράχο, της είπε ξελαχανιάζοντας και της πρόσφερε το τριαντάφυλλο.
-Σ' ευχαριστώ. Σου πήρα κι εγώ ένα δώρο και του έδωσε
  ένα μικρό πακέτο. Άνοιξέ το.
Το άνοιξε βιαστικά κοιτάζοντας την. Είδε ένα παλιό μενταγιόν, μια δραχμή από την εποχή του Καποδίστρια. Έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Η Μαίρη του το κλεισε, αν και δε χρειαζόταν, αυτή παράγραφος είναι υποτονική υποδηλώνει το πίσω των ηρώων.
-Μα αυτό πρέπει να είναι πολύ ακριβό! έκανε.
-Όπως εσύ! του απάντησε. Πίνουμε ένα ποτό; χαμογέλασε.
-Πίνουμε, της είπε και ξέφυγε από το κυνηγητό της ύπαρξης.
Παράγγειλαν. Ήρθαν τα ποτά, τσούγκρισαν ευτυχισμένοι.
-Θέλεις να φύγουμε από δω; τον ρώτησε.
-Που το κατάλαβες; Που να πάμε; Εγώ όπου να πάω με κυνηγάνε.
-Το κατάλαβα. Που θέλεις να πάμε;
-Είναι μακριά, δεν προλαβαίνουμε να πάμε τώρα εκεί που σκέφτομαι. Δεν προλαβαίνουμε την Πρωτοχρονιά.
-Πες το εσύ και βλέπουμε.
-Ήθελα να πάμε στο χωριό μου.
-Που είναι; Δεν μου είπες από πού είσαι ...Νόμιζα ότι είσαι Αθηναίος.
-Όχι, είμαι από ένα χωριό της Ηπείρου. Ένα μικρό χωριό που έχει ακόμα χωματόδρομο. Αν και δεν έχει σημασία από πού είσαι. [Ποιο είναι το δράμα της καταγωγής;]
-Πλατεία έχει; ρώτησε σκεφτική.
-Όλος ο κόσμος μια πλατεία είναι. Έχει. Κι αυτή χαλικόστρωτη. Είναι η μητέρα μου εκεί, είπε νοσταλγικά.
Η Μαίρη σηκώθηκε αποφασιστικά.
-Πάμε, του είπε.
-Που να πάμε; απόρεσε.
-Πάμε και θα δεις.
Πήγαν στο ξενοδοχείο. Η Μαίρη άρχισε τα τηλέφωνα αυτός την παρακολουθούσε με κάποια έκπληξη.
-Όχι στις δυόμισι, δύο ή ώρα να είσαι εδώ με το ελικόπτερο..εντάξει..Βάλτερ; Δυο η ώρα σε περιμένω στην Μονεμβασιά. Ολοκλήρωσε την κουβέντα της κι έκλεισε την γραμμή.
-Έχεις ανέβει σε ελικόπτερο; τον ρώτησε γλυκά.
-Μια φορά, φαντάρος. Το ελικόπτερο είναι σαν το φίδι, ήμουν στις καταδρομές. Μιλάς αλήθεια τώρα;
-Ε, τι ψέματα; Δεν είπες ότι θέλεις να δεις την μητέρα σου; Να κάνουμε πρωτοχρονιά μαζί της; -
-Όμορφος κόσμος αψεγάδιαστα φτιαγμένος. Δεν το πιστεύω! Έχεις και ελικόπτερο;
- Δεν είναι δικό μου. Το νοικιάζω όμως από την αερολέσχη Αθηνών. Άμα θέλεις μπορείς να νοικιάσεις και συ. Ας ετοιμαστούμε, πρέπει να κατέβουμε στη Νέα Μονεμβασιά.
Το ελικόπτερο πήγε πράγματι στις δύο, ανέβηκαν και σε μισή ώρα πετούσαν πάνω από το χωριό του. Προσγειώθηκαν στην πλατεία γεμίζοντας σκόνες και σούφαρα τον κόσμο που είχε βγει έξω από τα σπίτια. Πρώτη φορά προσγειωνόταν ελικόπτερο εκεί. Ανάμεσα από τις σκόνες, ξεχώρισε την μάνα του κι έτρεξε στην αγκαλιά της ενώ η Μαίρη αποχαιρετούσε τον Βάλτερ τον Γερμανό πιλότο. Μάνα και γιος έμεναν ακόμα αγκαλιασμένοι μέχρι να φτάσει κοντά τους.
-Μητέρα, η Μαίρη, είπε αυτός.
-Για σας, τι κάνετε; είπε δίνοντας το χέρι της.
-Γεια σου παιδί μου, τάχασε η γυναικούλα με την εντυπωσιακή εμφάνιση της. Ελάτε, ελάτε παιδιά μου. Τρέχω να ετοιμάσω το σπίτι.
Κι έφυγε όσο γρήγορα μπορούσε. Οι δυο τους ακολούθησαν γελώντας.
-Έπαθε την πλάκα της η μητέρα σου, είπε η Μαίρη.
-Είναι να μην την πάθει; Εδώ πας να τρελάνεις εμένα..
-Δεν παθαίνεις τίποτε εσύ. Ωραίο είναι το χωριό σου, κοίταξε ένα γύρω. Εδώ μεγάλωσες ε;
-Ναι, μέχρι τα δεκαπέντε μου χρόνια.

Έμειναν τρεις μέρες εκεί και τους άρεσε. Ελάχιστος κόσμος, ησυχία. Η μητέρα τους περιποιήθηκε σαν βασιλόπουλα. Ήταν θαυμάσια μαγείρισσα και την βοηθούσε και η Μαίρη. Η μητέρα του όλο εύρισκε ευκαιρίες και του ψιθύριζε: "Τούτη να πάρεις παιδάκι μου. Τούτη. Άκου την μάνα σου, φαίνεται είναι καλή." Αυτός γελούσε και δεν της απαντούσε. Τι να της έλεγε; Ότι την γνώριζε μόλις δεκαπέντε μέρες; Ότι τους χώριζαν τα πλούτη; κι όλα αυτά που είχε δει σε παλιές Ελληνικές ταινίες;
Μέσα του όμως είχε αρχίσει να καλλιεργεί την ιδέα πως κάτι έπρεπε να πάρει από την Μαίρη. Σίγουρα αυτό δεν θα ήταν ο γάμος. Αλλά γιατί όχι; Αναρωτιόταν πολλές φορές και τον έτσουζε η ιδέα.
Επέστρεψαν στην Αθήνα με νοικιασμένο αυτοκίνητο και χώρισαν για πρώτη φορά από τότε που γνωριστηκαν, με νοικιασμένη αγάπη.
-Τι θα κάνεις; τον ρώτησε η Μαίρη.
-Θα πάω για δουλειά στο ξυλουργείο, τι άλλο; της είπε.
-Καλά, χαμογέλασε και τον φίλησε. Πήγαινε εκεί τώρα και τα λέμε αργότερα.
-Καλύτερα αύριο, της είπε. Θέλω να μείνω λίγο μόνος.
-Όπως θέλεις.

Ήταν μεσημέρι όταν είχαν φτάσει. Πήγε στο σπίτι του, ταχτοποίησε τα ρούχα του, έβγαλε το ωραίο κουστούμι που του είχε αγοράσει η Μαίρη στην Μονεμβασιά. "Δεν μπορείς να κυκλοφορείς συνέχεια με το ίδιο τζιν"του είχε πει."Να πάρουμε μερικά ρούχα να έχεις να φοράς τις μέρες που θα μείνουμε εδώ."  Και του αγόρασε μια ντουζίνα. Μέχρι κάλτσες εσώρουχα, τα πάντα. Τελικά, ήταν ένα μυστήριο αυτή η Μαίρη. Πως διάολο έγιναν έτσι τα πράγματα, ούτε που το καταλάβαινε. Σκεφτόταν όμως πως θα τελείωνε. Θα τελείωνε γρήγορα, όπως γρήγορα τελειώνουν όλα τα ωραία, όλα τα όνειρα.
Ξάπλωσε να ξεκουραστεί. Ήθελε να κοιμηθεί και να ξυπνήσει για να δει αν ήταν αληθινά όλα όσα είχε ζήσει τις τελευταίες μέρες.Ευτυχώς ή δυστυχώς, όταν ξύπνησε, αργά το απόγευμα, όλα ήταν όπως
  πριν κοιμηθεί. Και η Μαίρη υπήρχε και αυτός που ήταν ένας άτυχος που είχε πέσει στο δρόμο της.
Έτσι είπε στον Μιχάλη όταν του τα διηγήθηκε μέσες -άκρες στο μπιλιαρδάδικο που συναντήθηκαν λίγο μετά.
Ο Μιχάλης τον κοίταζε με αλλήθωρο μάτι.
-Και είσαι άτυχος εσύ που έπεσες στον δρόμο της..τόνισε μια-μια τις λέξεις. Δεν ξέρεις τι λες μου φαίνεται!
Δεν ήθελε να του πει περισσότερα. Ο καθένας έχει την γνώμη του για όλα αλλά αυτό το θέμα ήταν εντελώς προσωπικό.
Έφυγε από τη λέσχη, δεν είχε όρεξη να παίξει, ήθελε να σκεφτεί. Ανέβηκε στον Λυκαβηττό με το τηλεφερίκ. Κάθισε στην καφετέρια να πιει έναν καφέ, σκόρπιος. Κοίταζε την Αθήνα με απλανές βλέμμα και προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη τα συναισθήματα του. Στην αρχή, του είχε φανεί σαν παιχνίδι, μάλιστα είχε νομίσει πως βρήκε την κότα με τα χρυσά αυγά, αυτή που θα του έλυνε όλα τα προβλήματα. Και προπάντων το οικονομικό. Έκανε όνειρα να ζήσει σαν μαχαραγιάς, πια. Μόνο αυτό είχε στο μυαλό του: πώς να ξεφύγει από την καταραμένη φτώχεια. Και η Μαίρη φαινόταν πως ήταν το κλειδί στην όλη υπόθεση. Πόσα λεφτά να είχε; Αυτός που δεν είχε ποτέ
  πολλά,  ήταν αδύνατο να φανταστεί, τα ασύλληπτα ποσά των δισεκατομμυριούχων
Σκέφτηκε πως δεν έπρεπε να την αφήσει να τον ερωτευθεί. Κανονικά η ιστορία έπρεπε να τελειώσει με την επιστροφή τους, να μείνει μια ωραία περιπέτεια, τίποτε άλλο. Δεν έκανε αυτός για τέτοια πράγματα. Εξ άλλου, δεν την αγαπούσε, δεν ήταν ερωτευμένος μαζί της. Άρα καλύτερα ήταν να την αφήσει προτού τα πράγματα φτάσουν αλλού.
Την πήρε τηλέφωνο αποφασισμένος να της τα πει.
-Έρχομαι, που είσαι; στον Λυκαβηττό; Σε δέκα λεπτά είμαι εκεί. Σε λατρεύω! τον πρόλαβε
-Περίμενε ...πήγε να πει αλλά εκείνη έκλεισε. Τον άφησε μετέωρο με το ακουστικό στο αφτί. Τι της λες τώρα; Αναρωτήθηκε. Αυτός ήθελε να της πει να τελειώσουν κι εκείνη του έλεγε πως τον λατρεύει ...
Πήγε φορτωμένη χιλιάδες αγκαλιές και φιλιά. Τον έπνιξε.
-Μην κάνεις έτσι ...μας βλέπουν, της είπε.
-Ποιος μας βλέπει; Έχουμε να κρύψουμε κάτι; Αλαφιάστηκε.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Τα δικά του ήταν θλιμμένα. Της Μαίρης αυθόρμητα, απορημένα.
-Τι έχεις; Τον ρώτησε με αγωνία.
-Πρέπει να χωρίσουμε.
-Γιατί πρέπει; απάντησε ήρεμη. Δεν με αγαπάς;
Δεν ήξερε τι να της πει. Την έβλεπε ήρεμη αλλά μέσα της φαινόταν πολύ λυπημένη. Την έπιασε από το χέρι,"πάμε" είπε "να περπατήσουμε λίγο"
 Βγήκαν στην πλακόστρωτη πλατεία, περπάτησαν αμίλητοι. Το σκοτάδι που έπεφτε τους τύλιγε τις ψυχές.
-Λυπάμαι, της είπε. Θα σου πω την αλήθεια. Μου αρέσει να μείνουμε μέχρι εδώ. Δεν θέλω να το χαλάσουμε, με ασχήμιες που θα γίνουν αργότερα. Αυτή, είναι η μια αλήθεια. Η άλλη είναι πως στην αρχή, σε είδα μόνο για τα λεφτά σου ...
-Το ήξερα αυτό, το κατάλαβα..τώρα;
-Τώρα, δεν θέλω τίποτε από σένα.
-Ηλίθια ειλικρίνεια! τράβηξε το χέρι της.
-Ναι, ηλίθια, συναίνεσε.
-Εγώ πίστεψα πως ήσουν αλλιώς. Πως είχες ξεπεράσει, τον μικρό σου εαυτό. Τι θα κάνεις χωρίς τα λεφτά; Βέβαια δεν είναι το παν. Αφού υπάρχουν όμως, είναι ανάγκη να ζήσουμε με αυτά.
-Νομίζω πως δεν θα αντέξω, έχω μάθει διαφορετικά.
-Αυτό φοβάσαι; Και δεν αφήνεις τον εαυτό σου ελεύτερο, να ζήσει, να χαρεί; Και λυπείς κι εμένα;
-Δεν με καταλαβαίνεις. Εγώ, είμαι ένας αλήτης στην κυριολεξία. Δεν είμαι δεμένος. Στη Μονεμβασιά ένιωσα κάποιες αλυσίδες να με σφίγγουν. Μου κόπηκε ο αέρας. Όταν νιώθω έτσι, επαναστατώ. Με πιάνουν τάσεις φυγής και τότε δεν με σταματάει τίποτε.
-Θέλεις να σε παρακαλέσω; Να σε κάνω ν' αλλάξεις γνώμη;
-Μην το κάνεις αυτό!
-Μα εγώ σ' αγαπώ! Γιατί με κάνεις να πονάω;
Και τον φίλησε γεμάτη κλάματα.
Έκλαψε κι αυτός. Τα δάκρυα, τα φιλιά τους, μπερδεύτηκαν, τον έκαναν να νιώσει αμήχανα. Πρώτη φορά έκλαιγε. Απ' όταν ήταν παιδί είχε να κλάψει και του φάνηκε απίστευτο να κλαίει στην αγκαλιά μιας γυναίκας που μόλις πριν από δυο μήνες είχε γνωρίσει.
-Θα μου υποσχεθείς πως θα μείνουμε μαζί; Να ζήσουμε πρώτα κι αν έρθει ή ώρα του χωρισμού, ας γίνει, μα όχι τώρα! του είπε με αναφιλητά.
Δεν ντρεπόταν να γίνει γυναικούλα μπροστά του, ένιωθε πως θα κοπεί η ζωή της αν τον έχανε. Αυτό, του λύγισε τα πόδια.
-Εντάξει, της είπε.
Και κατηφόρισαν απ τον λόφο του Λυκαβηττού. Γλίστρησαν στα σκιερά μονοπάτια μιας άγνωρης αιτίας, που ενώνει ή χωρίζει τους ανθρώπους.

 

 

 

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...