Πέμπτη 2 Μαρτίου 2023

ΜΕΤΆ ΜΑΝΊΑΣ

 


Είχα φτάσει νωρίς στο γραφείο μου. Περισσότερο σχεδιαστήριο ήταν γεμάτο μακέτες, χαρτιά σχεδίων , γραμματοσειρές, μολύβια, διαβήτες, χάρακες. Χρόνια εκεί μέσα σχεδίαζα, έκοβα κι έραβα το μέλλον μιας επιχείρησης που είχα ανοίξει με έναν παλιό φίλο, τον Αρμόδωρο. Καλό παιδί, λίγο βλαχούτσικος αλλά τίμιος και ενεργός.
Μια αδιόρατη αγωνία με κυριαρχούσε καθώς χώθηκα μέσα σε τόνους χαρτιών κι άρχισα να ψάχνω μετα μανίας ένα συγκεκριμένο σχέδιο που ήμουν σίγουρος ότι το είχα σχεδιάσει αλλά και που φαινόταν σίγουρο πως δεν ήταν εκεί. Πέταγα δώθε-κείθε τα χαρτιά νευριασμένος, ο Αρμόδωρος με παρατηρούσε απορημένος και μουρμούριζε κάτι σαν, αφού δεν το έχεις αποτελειώσει τι ψάχνεις τα κομμάτια του; Κάτσε και δούλεψε κι άσε τις δικαιολογίες.
Αλλά εγώ δεν ήμουν ο τύπος που έψαχνε δικαιολογίες, το ήξερε αυτό κι απορούσα με τη σειρά μου γιατί έμοιαζε να μη μου έχει εμπιστοσύνη. Αυτό πρώτη φορά το έβλεπα στο πρόσωπο του. Συνήθως με καλόπιανε, με κολάκευε, τι μέγας σχεδιαστής είσαι και τέτοια μου λεγε ο συνεταίρος μου. Τώρα το πρόσωπο του είχε στραβώσει, έμοιαζε με κακό φάντασμα, η μύτη του είχε ζαβώσει, τα μάτια του κοκκίνιζαν επικίνδυνα αλλά εμένα δε με ένοιαζε και πολύ αυτό. Εγώ είχα χωθεί μέσα σε ένα πολτό χαρτιού μέχρι το λαιμό και πάλευα με μανία να βρώ το σχέδιο που δεν είχα αποτελειώσει. Ο ιδρώτας έσταζε βροχή από το μέτωπο μου, τα νεύρα μου τεντώνονταν επικίνδυνα ώσπου ο Αρμόδωρος χάθηκε ξαφνικά πίσω από ένα πέπλο μυστηρίου, μέσα σε έναν καπνό, κίτρινο καπνό φτιαγμένο από Λωτοφάγους.
Κοίταζα προς τα εκεί με γυρισμένο το κεφάλι μου λες και είχα στραβολαιμιάσει, λες και δεν μπορούσα να κοιτάξω ξανά μπροστά αφού στη σκέψη πως καταστρεφόμουν αν δεν έβρισκα το σχέδιο που έπρεπε να παραδώσω μέχρι το απόγευμα, μου κοβε τα πόδια. Θυμάμαι πως είχα τόση μανία αλλά και τόση αβεβαιότητα για το τι μπορούσε να είχε γίνει το υπόλοιπο σχέδιο που συμπλήρωνε τη διαφήμιση γνωστής μάρκας οδοντόκρεμας που χρησιμοποιούσα κι εγώ. Κι έτσι χωρίς να το θέλω, βρέθηκα σε μια τουαλέτα να πλένω τα δόντια μου με τη συγκεκριμένη οδοντόπαστα να αιωρείται στο κενό χωρίς εγώ να μπορώ να την πιάσω. Και εκεί που πήδαγα ψηλά, πολύ ψηλά για να τη φτάσω τόσο που να χτυπάω το κεφάλι μου στο μεγάλο ταβάνι, το ταβάνι άνοιξε, χάθηκε, ο ήλιος έλαμμψε κι ένα πεντακάθαρο δάπεδο με τραπεζάκια έξω έκανε την εμφάνιση του στην οθόνη ή στην πραγματικότητα με δυο κορίτσια του γλυκύτερου χαμόγελου, να χαμογελάνε σε μένα που ανταπέδιδα. Δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς ήταν τόσο όμορφα κορίτσια και η μια μου είπε ναζιάρικα αγγιζοντας με ανατριχιαστικά, ηδονικά στο στήθος, τι θά πάρει ο κύριος; προτιμάτε ένα ουίσκι ή ένα ουζάκι; Ένα ουζάκι, απάντησα εγώ και στη εικόνα του ούζο με τα παγάκια να στραφταλίζουν καθρεφτίζοντας τη μέθη του αχνογάλαζου αλκοόλ, χαμογέλασα και περίμενα. Περίμενα το ούζο που αργούσε ενώ η άλλη κοπέλα όλο κι απομακρύνονταν, όλο και μου χαμογελούσε με υποσχέσεις που δε θα πραγματοποιούνταν ποτέ. Ευτυχώς όμως έφτασε η πρώτη με το ουζάκι και τα παγάκια και το απίθωσε στο αέρινο τραπέζι. Άπλωσα κι εγώ το χέρι μου να πιάσω το ποτήρι με τα παγάκια και το ούζο και μόλις το έφερνα στα χείλη μου τα παγάκια εξαφανίζονταν και το ποτήρι ήταν άδειο. Άδειο από ποτό, άδειο από τίποτε. Έκανα αυτή την κίνηση άπειρες φορές, θα είχε ξημερώσει και πάντα το ποτήρι στην αρχή ήταν γεμάτο κι όταν το φερνα στο στόμα μου ήταν άδειο. Άδειο από φωνές, από κοπέλες από στραφταλίζοντα παγάκια και τα χείλια μου ξεραίνονταν, ο ήλιος έσβηνε, τα κορίτσια βασίλευαν σε ένα ξημέρωμα που δεν είχε τελειωμό.


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...