Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΙΣ ΜΥΤΕΣ

 


 

ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΛΑΚΗ

Είχε αρχίσει να τον παίρνει η κάτω βόλτα. Παρέπαιε σε μπαρ, με φίλους εφήμερους, γυναίκες της μιας μέρας, ζωή της μιας δεκάρας. Χρειαζόταν πολύ ποτό, τώρα πια, για να αντέχει την πραγματικότητα.Του φαινόταν αστείο στα σαράντα δύο του να ψάχνει για δουλειά. Ξυπνούσε το πρωί και δεν ήξερε γιατί ζούσε. Το ποτό μεγάλωνε την κατάθλιψη του και όλα έμοιαζαν μαύρα. Μαύρο το ντιβάνι, μαύρο το ταβάνι της οροφής, μαύρο το πάτωμα της μικρής γκαρσονιέρας που έμενε, αφού είχε να σφουγγαρίσει καιρό, μήνες.
Αυτός, ένας ακραιφνής εραστής, είχε καταντήσει έτσι ! Περίγελος του εαυτού του.
Για τους άλλους δεν τον ένοιαζε, τον εαυτό του δεν μπορούσε να κοροϊδεύει. Αλλά στο κάτω της γραφής, τι είναι η ζωή; Δεν πάει στο διάολο; Δεν θα μείνουμε εδώ αιώνια.
Έτσι άρχιζε να σκέφτεται μόλις έπινε το πρώτο ποτήρι κονιάκ ή τσίπουρο χαμαιτυπείου. Κι έφτυνε κόκαλα αιμάτου.
Βρισκόταν στις παρυφές του Πειραιά. Της επαρχίας των Αθηνών. Βρωμιά, καταγώγια, υπολείμματα ανθρώπινης φυλακής κα μιζέριας.
Σερνόταν ή υποκρινόταν πως σέρνεται;
Από καιρό, πήγαινε στο καφενείο της λαϊκής. Πίσω από καφάσια, στραβολαιμιασμένες γυναίκες, ανήμπορους γέροντες, κρυβόταν η αξιοπρέπεια της χαμένης ζωής. Μόλις τον έβλεπε ο καφετζής, έπιανε την κοιλιά του και του έβαζε ποτό. Τσίπουρο ή ούζο.
Είχε μισό μάτι και μισό μυαλό. Αραγμένος στην στεριά, καπετάνιος της ζωής πια, ο κυρ-Βασίλης ο Δαμδινόπουλος. Είχαν μια περίεργη σχέση συμπάθειας. Φυσικά τους ένωνε το ποτό. Ο Κυρ-Βασίλης ήταν μέρα-νύχτα με ένα τσίπουρο στο χέρι.
-Που το έχασες το μάτι γέρο; Τον ρωτούσε καμιά φορά ανεξέλεγκτα.
-Γέρος είσαι και φαίνεσαι! Νευρίαζε στα αλήθεια κι έκανε κανένα μισάωρο να του μιλήσει.
Ύστερα, αφού απόμεναν μόνοι στο καφενείο, καθόταν στο τραπέζι του.
-Τι να σε κάνω ρε διάολε, έχε χάρη που σε αγαπάω, αλλιώς…
Και του έλεγε κάθε φορά μια διαφορετική ιστορία. Μια πως τον τύφλωσε ένας δυναμίτης, δύο πως πάλεψε με έναν ξιφία σε κάποιο ναυάγιο, τρία πως του το έβγαλε μια πουτάνα στο Ρίο… και πάει λέγοντας.
Δε ήταν πολύ μεγάλος-εξηντάρης αλλά ναυάγιο της ζωής. Μόνος, χωρίς παιδιά, χωρίς σκυλιά, χωρίς κανέναν να νοιάζεται γι αυτόν, είχε καταφέρει να φτιάξει αυτή την τρύπα στην Λαϊκή, να μπεκροπίνει και να ψευτοζεί.
Εκείνο το μεσημέρι, κατά τα συνηθισμένα, τσακώθηκαν λίγο.
-Δεν σου βάζω τσίπουρο, ξέρεις πόσα χρωστάς; Του είπε
-Βάλε μου ούζο, βρήκε την διάθεση να αστειευτεί. Ούζο χρωστάω;
Και τον μπέρδεψε. Έξυσε το κεφάλι του, κοίταξε τα δεφτέρια.
-Όχι, είπε. Ούζο δεν χρωστάς…
-Ε, φέρε ούζο τότε!
Και σκάσανε και οι δυό στα γέλια.
Έτσι τους βρήκε η χοντρή. Σκασμένους.
Την κοίταξαν και γέλασαν ακόμα περισσότερο.
Η χοντρή, έψαξε γύρω της λίγο αμήχανη. Ύστερα γέλασε κι αυτή.
-Γιατί γελάμε ρε παιδιά; Ρώτησε και ξεκαρδίστηκαν χειρότερα.
Φορούσε μαύρα τζιν, πάνω κάτω. Με πιέτες, με πολλά κουμπιά και κουμπότρυπες που έμοιαζαν με τα μάτια της. Έτσι ήταν κι αυτά: δυό μαύρες μικροσκοπικές κουμπότρυπες.
Τα μαλλιά της, μακριά, δεμένα κότσο. Τα χέρια της στρουμπουλά, αφράτα, χούφτωναν το τσίπουρο, το κατέβαζαν με μιας.
-Σοφία, τους είπε. Απόφοιτος Γυμνασίου.
Κάθισε στο τραπέζι τους, ήπιε μαζί τους τον αγλέουρα.
-Τι είναι ο αγλέουρας; Ρώτησε.
-Αγλέουρας είναι…άρχισε ο κυρ-Βασίλης. Τι είναι ρε αγλέουρας; Γύρισε σ’ αυτόν.
-Βαπόρι! Απάντησε σοβαρά έτοιμος να σκάσει στα γέλια.
-Λέγε ρε, τώρα κι ας τα βαπόρια, έκανε ο παλιός καπετάνιος.
-Ξέρει; Ξέρει; Κατέβασε μια σαρδέλα ολόκληρη η Σοφία
-Ξέρει αυτός! Λέγε μωρή σαλμονέρα!
-Λοιπόν! Θέλετε αλήθεια να μάθετε τι είναι ο αγλέουρας; Ρώτησε αυτός.
-Ναι, ναι, έκαναν και οι δυο με ένα στόμα.
-Αγλέουρας είναι εμείς οι τρεις.
-Άστα αυτά. Αυτά τα ξέρουμε.
-Εντάξει, καλά έκανε. Είναι δηλητηριώδες φυτό.
-Έτσι μπράβο! Το ήξερα εγώ αλλά ήθελα να δω τι θα μας πεις, γιατί μας κάνεις τον έξυπνο, μισογέλασε ο κυρ-Βασίλης.
-Δεν κάνω τον έξυπνο, πουλούσα κάποτε εγκυκλοπαίδειες..
-Ε, και; Τον έκοψε η Σοφία.
-Τι ε, και, διάβαζα που και που κανένα λήμμα.
-Πρόβλημα θέλεις να πεις! Τον διόρθωσε
-Ναι, πρόβλημα. Ουφ! Βαρέθηκα. Πάμε να φύγουμε; Και κοίταζε την Σοφία.
-Άιντε να φύγετε, άιντε στο καλό, έκανε ο καπετάνιος.
Και πήρανε τα πόδια τους.
Η Σοφία, η τελειόφοιτος Γυμνασίου, είχε μια παλιά, μαύρη Χάρλει, αραγμένη απ’ έξω.
-Θα ανέβεις; Τον ρώτησε.
-Περίμενε,της είπε και με το ζόρι ανέβηκε πίσω της.
-Που πάμε; Τον ρώτησε μετά από λίγο που τριγύριζαν άσκοπα στα στενά.
-Πάμε να πιούμε, της είπε.
Σταμάτησαν στον πρώτο καφενέ που βρέθηκε μπροστά τους. Ήπιαν κι άλλο, έγιναν σταφίδα. Ούτε τι ώρα είναι ήξεραν, ούτε αν έπρεπε να φύγουν ή να μείνουν. Ο τελευταίος καφετζής, πήγε να τους πετάξει έξω με τις κλωτσιές αλλά, είδε τα κιλά της Σοφίας και μετάνιωσε. Θα τον έδερνε.
Σα να τον λυπήθηκε όμως και τον άφησε να ζήσει.
Κατά τις εννέα-δέκα το πρωί, προσπαθούσε να ελευθερώσει το δεξί του χέρι, από κάτι βαρύ που τον πλάκωνε. Απορημένος, έπιασε ένα τεράστιο μπούτι. Ανασηκώθηκε αναμαλλιασμένος. Σταυροκάθισε στο κρεβάτι και την κοίταξε με συμφορά.
Τι ήταν πάλι τούτο;
Έξυσε το κεφάλι του να θυμηθεί. Αδύνατον.
Μέχρι που πίνανε τα ουζοτσίπουρα στου κυρ-Βασίλη, καλώς. Μετά κενό αδιόρατο.
Ξανακοίταξε την χοντρή που, σα να κατάλαβε κάτι, τι είναι μωρό μου, είσαι καλά; τον ρώτησε κι αυτός ανατρίχιασε. Μωρό μου! Ωραίο μωρό είχε καταντήσει.
Τον έπιασαν πάλι οι μαύρες- πιο πολύ, τα πρωινά τον έπιαναν. Μαύρες σκέψεις, μαύρες γυναίκες, μαύρα ντουβάρια. Ντουβάρια παντού, σκέφτηκε και σηκώθηκε να φτιάξει καφέ. Το στόμα του ήταν ξερό, η ανάσα του μύριζε ούζο και ναυτία. Άφησε την Σοφία να ροχαλίζει σαν δράκος και πήγε στην κουζίνα. Κάπου θα εύρισκε τα καφεδοκούτια, να φτιάξει μια στάλα καφέ.
Τα βρήκε ανάμεσα από τηγάνια, κατσαρόλες, σάπιες κυλόττες. Ξέπλυνε ένα τζιβέ, άναψε με χίλια ζόρια ένα λεριασμένο γκαζάκι, έφτιαξε δυο φλιτζάνια καφέ. Τα πήρε και γύρισε εκεί που ήταν σαλόνι και κρεβατοκάμαρα μαζί. Μια στάλα σπίτι, πώς να χωρέσει η χοντρή;
Και τι ήθελε αυτός τώρα εκεί;
Κάθισε στο σπασμένο τραπέζι, σε μια επίσης σπασμένη καρέκλα. Ρούφηξε καφέ, άναψε τσιγάρο και συγκρατήθηκε να μην βήξει, μην την ενοχλήσει στον ύπνο της. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε μια καράφα. Την μύρισε, είδε που ήταν τσίπουρο, έβαλε λίγο μέσα στον καφέ.
-Βάλε κι εμένα μωρό μου, διέκοψε το ροχαλητό η Σοφία και ξανακοιμήθηκε αφήνοντας τον με ανοιχτό το στόμα.
Τέτοιο ροχαλητό δεν είχε ξανακούσει..ούτε μπουλντόζα χαλασμένη.
Ήπιε το καφετσίπουρο, έβαλε στο φλιτζάνι λίγο ακόμα, άναψε ένα άλλο τσιγάρο. Θυμήθηκε μερικές σφήνες από το βράδυ. Ειδικά εκεί που προσπαθούσε να την γδύσει-πότε ντύθηκε μετά;- κι αναγούλιασε με τον εαυτό του. Να κυλιέται με μια τέτοια γυναίκα; Απόρεσε κι άλλο με τον εαυτό του. Ή ηλίθιος ήταν ή αλλοπαρμένος, δεν εξηγιέται διαφορετικά. Αυτός ένας ακραιφνής εραστής, ένας εραστής του διαβόλου και της κόλασης, πως τα κατάφερνε τώρα έτσι;
Κάποια στιγμή, ξύπνησε η Σοφία. Αναμαλλιασμένη, ξεκούμπωτη, με κάτι βυζιά να σέρνονται, σχεδόν μέχρι τον αφαλό, ανάμεσα από ροζ πιζάμες, ανακάθισε στο κρεβάτι, χωρίς να τον κοιτάξει. Πήρε τον καφέ, τον ήπιε μονορούφι.Άναψε τσιγάρο.
-Τι μέρα είναι; Σήκωσε τις κουμπότρυπες και τον κοίταξε.
-Κυριακή, της γέλασε.
-Γιατί γελάς; Μήπως είσαι γελοίος;
Γελαδερός θα ήθελε να πει. Τι να της έλεγε;
-Κι απ’ τα δύο, ομολόγησε με ειρωνική διάθεση.
-Μη με ειρωνεύεσαι..τον παρακάλεσε.
-Δεν ειρωνεύομαι εσένα, της απάντησε.
-Πάμε να φάμε κάτι; Ψοφάω της πείνας.
-Δεν έχω λεφτά.
-Έχω εγώ μωρό μου, μη σε νοιάζει. Και τον αγκάλιασε.
Φύγανε. Μεσημέρι ήτανε πάλι. Πέρασαν απ’ του Κυρ- Βασίλη, ήπιαν δυο, τρία, τέσσερα τσίπουρα και ξαναφύγανε.
Σταμάτησαν παρακάτω σε μια ταβέρνα. Στρώθηκαν στο φαΐ και στο κρασί.
-Τι δουλειά κάνεις; Τον ρώτησε
-Ήμουνα ξυλουργός.
-Α, ωραία δουλειά. Γιατί δεν δουλεύεις τώρα;
Την κοίταξε με κορακίσια μάτια. Ύστερα σκεφτικά.
-Καλή ερώτηση. Γιατί δεν δουλεύω τώρα… Δεν βρίσκω. Στα ξυλουργεία έχουν αλλάξει τα πράγματα. Μπήκαν κι εκεί τα κομπιούτερ, ήρθαν οι Αλβανοί, οι Πακιστανοί…
-Έλα στου Ρέντη, στην αγορά, εκεί δουλεύω εγώ. Κουβαλάω καφάσια. Μισό ευρώ το καφάσι.
-Μισό ευρώ το καφάσι;Πολλά είναι…
-Ναι αλλά δεν μπορείς να κουβαλήσεις παραπάνω από πενήντα- εξήντα καφάσια..
-Γιατί; Απόρεσε.
-Γιατί, δεν βρίσκεις. Είναι πολλοί, όπως είπες κι εσύ. Κούρδοι, Κινέζοι Έλληνες..
Κουβαλάνε και οι Κινέζοι καφάσια; Είπε ηλίθια.
-Έλα εκεί που θα πάμε και θα δεις. Το βράδυ, θα δεις.
Πριν από το βράδυ, ήπιαν κι άλλο. Καβάλησαν με χίλια ζόρια την παλιά Χάρλει κι έφτασαν στο σπίτι της. Μπήκανε μέσα σ αυτήν, σε άθλια κατάσταση και την πήδηξε. Ούτε καταλάβαινε γιατί το έκανε και πως το έκανε. Έψαχνε να βρει το μαύρο της χοντρής Σοφίας. Μια ζωή το αυτό έψαχνε. Ένα κομμάτι κρέας. Θα σου δώσω και κρέας. Ποια το είχε πει αυτό; Πετυχημένο ήταν.
Η Σοφία ήθελε κι άλλο. Τι να έκανε αυτός; Την ξαναπάτησε στο δάπεδο ώσπου αυτή αποκοιμήθηκε.
Απόκαμε, γύρισε ανάσκελα, να κοιτάζει το μαυρισμένο ταβάνι. Μύγες του φάνηκε πως είχε. Ανάμεσα από μύγες, κίτρινα χρώματα της ώχρας, χοντρά πόδια και βλοσυρές σκέψεις, του ήρθε να την σκοτώσει.
Γύρισε και την κοίταξε ξαφνιασμένος. Γιατί να την σκοτώσει; Τι του έκανε; Τίποτε.
Παρ όλα αυτά ένιωθε έντονη την επιθυμία να τον σκοτώσει. Αν έπαιρνε ένα μαχαίρι από την κουζίνα… και κοίταξε κατά εκεί. Αι στο διάολο, σκέφτηκε. Κοίτα να δεις που το έπαιρνε σοβαρά!
Αλλά το πράγμα ήταν όντως σοβαρό. Αν σηκωνόταν την νύχτα υπνοβάτης, και ήθελε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του;
Του ήρθε να το βάλει στα πόδια. Έκανε να σηκωθεί, το ημίδιπλο κρεβάτι, έτριξε απεγνωσμένα.
Ανακάθισε πάλι, που να πήγαινε; Εξ άλλου, σε λίγες ώρες θα έπιανε δουλειά στα καφάσια…
Σηκώθηκε σιγά-σιγά, περπατώντας στις μύτες. Πήγε στην κουζίνα να βάλει ένα τσίπουρο. Καθώς γέμιζε το ποτήρι, είδε το σουβλερό μαχαίρι στον νεροχύτη κι ανατρίχιασε. Άφησε το ποτήρι και το πήρε στα χέρια του. Ανατρίχιασε περισσότερο. Αυτός δεν είχε σκοτώσει ούτε μυρμήγκι, σκεφτόταν τώρα να σκοτώσει άνθρωπο; Πως σκοτώνουν έναν άνθρωπο;
Έκοψε μια φέτα ξεραμένο ψωμί-ποιος ξέρει από πότε ήταν εκεί- και το φερε στο στόμα του με μορφασμούς αηδίας. Έφαγε μια μπουκιά, άφησε το μαχαίρι στην άκρη, σμίγοντας τα φρύδια. Όχι, δεν θα την σκότωνε, τουλάχιστον τώρα.
Ήπιε το τσίπουρο, ξαναήρθε στην πραγματικότητα. Πήγε στο κρεβάτι και σιγά-σιγά, βούλιαξε στην ανυπαρξία του ύπνου.

Στην αγορά του Ρέντη, η νύχτα ήταν ένα απίθανο πανηγύρι. Αν δεν ήξερες, δεν θα καταλάβαινες τι συμβαίνει.Ποιος πουλάει ποιόν…ποιος αγοράζει, τι αγοράζει και ποιος κλέβει τον πελάτη ή τον έμπορο και τανάπαλιν. Ένας συφερτός κόσμου, πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα.. Αυτοκίνητα παντός είδους, φόρτωναν, ξεφόρτωναν, έρχονταν, έφευγαν.
Η Σοφία φώναζε, διαλαλούσε την δουλειά της.
-Καφάσιααα!…φορτώνω, ξεφορτώνω…καφάσιααα!!!
Αυτός δίπλα της, ίδρωνε και ξεΐδρωνε. Μούσκευε στον ιδρώτα-Καλοκαίρι καιρός ήτανε.
Αφού τέλειωσαν και ξημέρωνε, κάθισαν στο βάθος, σ’ έναν καφενέ να πιούνε μια ρετσίνα, του είπε η Σοφία.
-Έχει και πατσά! Θέλεις;
-Καλοκαιριάτικα πατσά; Ούρλιαξε αυτός.
-Καλά, καλά, πως κάνεις έτσι μωρό μου, δεν σε σφάξανε. Εγώ θα φάω
Την παρατηρούσε που έτρωγε με μεγάλες κουταλιές αυτό το πράγμα που έλεγε πατσά και βρωμούσε βοώδικα. Σκέφτηκε πως είχε δίκιο που ήθελε να την σκοτώσει.
Η Σοφία, αφού απόφαγε ήπιε μια κούπα μαύρη ρετσίνα.
-Στην υγειά σου μωρό μου
-Στην υγειά σου, της είπε καθαρίζοντας ένα κρεμμύδι.
-Θα βρωμάς με το κρεμμύδι, του παραπονέθηκε και ξεράθηκε στα γέλια.
-Έλα να μετρήσουμε τα ευρώ, ξέφυγε κι αράδιασε ένα σωρό κέρματα στο τραπέζι. Έβγαλα τριάντα ευρώ, συνέχισε, δηλαδή εξήντα καφάσια. Εσύ;
Μέτρησε τα δικά του φραγκοδίφραγκα.
-Δέκα πέντε ευρώ, είπε με συντριβή.
-Μην κάνεις έτσι, τον παρηγόρησε. Εγώ την πρώτη φορά, δεν είχα κουβαλήσει ούτε δέκα καφάσια. Αύριο θα πας καλύτερα.
Δεν ήξερε αν θα υπήρχε αύριο σ’ αυτήν την δουλειά. Γενικά δεν ήξερε αν θα υπάρχει αύριο και μελαγχόλησε.
-Μην χάνεις το κέφι σου, μωρό μου, του έλεγε η Σοφία και τον έπιανε περισσότερη απελπισία.
Πέρασαν τρεις, τέσσερις μέρες σ αυτόν τον ρυθμό. Την νύχτα φορτοεκφορτωτής στην αγορά του Ρέντη, τα ξημερώματα, έρωτα και ύπνο στης Σοφίας κι ύστερα, τα απογεύματα, μπεκρουλιό, εδώ κι εκεί. Ωραία ζωή!
Ένα από αυτά τα απογεύματα, είχαν πάει στον κυρ- Βασίλη τον Δαμδινόπουλο.
-Καλώς τ αρχ… πήγε να πει και τον πρόλαβε. Του κλεισε το στόμα.
-Μην το πεις! τον απείλησε.
-Καλά ρε! Θα με πνίξεις, έκανε σκασμένος. Γεια σου Σοφία, γύρισε στην χοντρή.
Κάθισαν κι έπιναν.
Κάποια στιγμή, δεν θυμάται πως ήρθε η κουβέντα, πρώτα του είπε πως είχε ένα οικόπεδο στο Πέραμα κι ύστερα πως είχε και έναν αδερφό που μπαρκάριζε στα καράβια. Το οικόπεδο το είχαν μισό-μισό.
-Έχω περιουσία, μη νομίζεις..ολοκλήρωσε. Εγώ θέλω να το πουλήσω, ο αδερφός μου, όχι, κι έτσι έχουμε γίνει μαλλιά κουβάρια.
-Και τι θέλεις τώρα από μένα; Αναρωτήθηκε περισσότερο.
-Ε, πως, να του μιλήσεις κι εσύ…άντρες είστε.
Ως εκεί είχαν φτάσει τα πράγματα, μέσα σε μια βδομάδα που την γνώριζε. Έκανε όνειρα η Σοφία κι αυτός τα βράδια, προσπαθούσε να ξεφύγει από την επιθυμία του να την σκοτώσει. Χτες είχε σκεφτεί να την πνίξει αλλά κατάφερε να γλιτώσει, επειδή τον απορρόφησε η σκέψη του οικοπέδου. Αν πουλούσαν το οικόπεδο, θα είχε κι αυτός οικονομικά οφέλη. Έπειτα θα έβλεπε πως θα ξεγλιστρούσε.
-Ο Αντώνης, θα έρθει αύριο, του είπε εν ευθέτω χρόνο.
-Ποιος είναι ο Αντώνης;
-Ο αδερφός μου καλέ!
Ήρθε όντως και τους βρήκε. Ήταν ένας κοντοτσούπωτος, νταβραντισμένος, αναλφάβητος του λιμανιού.
-Άκου να σου πω, του είπε απερίφραστα. Δεν μου αρέσεις! Κι όταν λέει ο Αντώνης δεν μου αρέσεις, σημαίνει να πάρεις τον πούλο. Δεν κάνεις για την αδερφή μου, κατάλαβες;
Η Σοφία πήγε να αντιδράσει.
-Μα, Αντώνη…τόλμησε.
-Εσύ, μη μιλάς! Σκάσε! Και της έχωσε δυο μπουνιές και δυο κλωτσιές.
Αυτή, έβαλε τα κλάματα, κάθισε στην άκρη αμίλητη. Ούτε αυτός μίλησε. Αγριοκοίταζε βέβαια, τον κοντοτσούπωτο- δεν ήταν από αυτούς που φοβούνταν- αλλά πιθανώς τον βόλευε έτσι. Ήταν ευκαιρία να την κάνει. Γι αυτό, χτύπησε τάχα φιλικά τον καραβίσιο στην πλάτη.
-Έχεις δίκιο, ρε, του είπε. Έχεις δίκιο.
-Μπράβο! Τώρα είσαι μάγκας. Και του έτεινε το χέρι.

Αυτός, δεν έδωσε το δικό του. Τον κοίταξε μόνο με σημασία στα μάτια και του γύρισε την πλάτη. Πήρε περίλυπος τους δρόμους του λιμανιού, ενώ πίσω του η Σοφία, έσκουζε με μαύρο δάκρυ.
ΤΕΛΟΣ



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...