Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

Η ΤΎΧΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΏΠΩΝ

 


ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΑΛΩΝΙΑ



Πάντα μου προξενούσε σκέψεις, η τύχη των ανθρώπων, μετά το τέλος ενός διηγήματος. Τι έγιναν άραγε, αυτοί που έζησαν καλά;

Όλα τα Καλοκαίρια στους κάμπους ήταν δεμένα με τα’ άλογα και το έρωτα. Τα κουβαλούσε μέσα του, το λιγνό σώμα των εφήβων θεριστάδων και το γεμάτο επιθυμία, βαρβάτο καλπασμό των αλόγων.
Ο Νίκος Δελατόρας πέρναγε σίρριζα, καλπάζοντας έτσι, όταν γύριζε πίσω, με τις τελευταίες αχτίνες του ήλιου καρφωμένες στις πλάτες του, αφού είχε κουραστεί, όλη μέρα, πάνω στην αλωνιστική μηχανή.

Ήταν το πρώτο Καλοκαίρι που είχαν έρθει οι αλωνιστικές μηχανές κι όλος ο κάμπος ρώταγε, «εσύ δεν θα αλωνίσεις με την μηχανή;»
Μερικοί φοβήθηκαν στην αρχή, μήπως χάσουν την σοδειά τους. Μάλιστα, την πρώτη μέρα, πήρε φωτιά η μηχανή και κατατρόμαξαν να την σβήσουν αλλά σιγά-σιγά, με πρώτο τον Βαγγέλη του Κούφακα που τα έβλεπε όλα αστεία, δέχτηκαν να ξεχάσουν τα πέτρινα αλώνια. Οι μεγαλύτεροι τα θυμούνταν καλύτερα. Οι μικρότεροι, σαν το Νίκο Δελατόρα σαν μια μνήμη ξεχασμένη σε άλλους καιρούς, με άλλους ανθρώπους, διαφορετικούς και παράξενους, καθώς μέσα στο καταμεσήμερο, μ έναν ήλιο ντουφέκι στις γυμνές τους πλάτες και το καμτσίκι στο χέρι, έβαζαν τις φωνές στα άλογα να τρέχουν κυκλικά, πάνω στο πέτρινο αλώνι, όπου είχαν στρωθεί τα δεμάτια του σταριού.
Εκείνη την ημέρα η μηχανή δούλευε ασταμάτητα. Οι τεράστιοι ιμάντες πηγαινοέρχονταν και οι εργάτες μετέφεραν τα δεμάτια στους δύο που δούλευαν πάνω στην μηχανή. Ένας απ αυτούς ήταν ο Νίκος. Έχωνε μέσα στην μπούκα τα δεμάτια, αφού πρώτα με ένα μαχαίρι, έκοβε τα στάχυα που τα έδεναν. Ο άλλος ήταν ο φίλος του ο Κρίκας.
Τις πιο πολλές φορές, το στήσιμο της μηχανής δεν ήταν όσο έπρεπε καλό. Κανονικά, από εκεί που έβγαινε το άχερο, μια μεγάλη, γουρνωτή, σαν από βαρέλι σωλήνα,δεν έπρεπε να φυσάει ο αέρας. Δεν τους έκανε όμως πάντα τα χατίρια κι άλλαζε διεύθυνση, κατά που γούσταρε. Κι έτσι, έτρωγαν όλη τη σκόνη και τα άγανα στο πρόσωπο. Φώναζαν οι εργάτες αλλά το αφεντικό, ο Ζένας,ροχάλιζε ξαπλωμένος κάτω απ’ τον παχύ ίσκιο της γκορτζιάς κι έκανε πως δεν άκουγε. Δεν σύμφερνε να ξεστήσουν και να ξαναστήσουν την μηχανή, θα τους έπαιρνε όλη μέρα.
Ο Νίκος, που ο πατέρας του δεν είχε πολλά χωράφια, αφού μάζευε την δική τους σοδειά, δούλευε στην μηχανή μεροκάματο. Κουραζόταν πολύ αλλά ένιωθε περήφανος κάθε απόγευμα που σχόλναγε. Μόλις έσβηναν οι μηχανές, κατέβαινε πρώτος. Έπαιρνε το λάστιχο με το νερό, φώναζε και τον Κρίκα να αλληλοπλυθούν, να ντύσουν τα καλά τους κι ύστερα να πάνε στα σπίτια τους.
Ο Κρίκας δεν είχε σπίτι, ούτε ρούχα καινούρια.Δυο αλλαξιές όλες κι όλες που είχαν λειώσει επάνω του.
Ήταν παράξενος τύπος. Κανένας δεν τον ήξερε αλλά και κανένας δεν ενδιαφέρονταν για αυτόν.
Είχε έρθει μαζί με την μηχανή εκείνο το Καλοκαίρι και θα έφευγε μόλις τέλειωναν οι δουλειές στον κάμπο. Και επειδή ήταν πολύ αδύνατος με στραβά πόδια και κουβαλούσε πάντα μαζί του ένα μπουκάλι ρακί, όλοι τον πέρναγαν για χαζό. Μικροί- μεγάλοι τον είχαν για την διασκέδαση τους.
Αυτός δεν μιλούσε ούτε νοιαζόταν γι’ όσα έκαναν και έλεγαν. Σχεδόν έμοιαζε να μην ακούει.
Τα μεσημέρια κοιμόταν κάτω από τα δέντρα. Τα βράδια, πήγαινε σε μια ξεχασμένη καλύβα, που δεν ανήκε σε κανέναν, πάνω στο λόφο. Έτρεχαν τα παιδιά ξωπίσω του σαν μέλισσες και του έπαιρναν το μυαλό. Πολλές φορές του έκλεβαν το μπουκάλι με την ρακή.

Μια τέτοια μέρα, τον ακολούθησε κρυφά ο Νίκος Δελατόρας. Ήταν περίεργος και κάτι τον κέντριζε σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Ο ίδιος, τον είχε συμπαθήσει και δεν νοιαζόταν τι έλεγαν οι άλλοι. Όταν έφτασε κοντά, είδε δυο-τρία τσογλανάκια να στέκονται γύρω από τον Κρίκα που ήδη είχε αποκοιμηθεί κι ένα από αυτά, στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας, λύθηκε στα γέλια και του έφυγε μια γερή, κλαψιάρικη κλανιά. Τρελάθηκαν όλα στα γέλια και το έβαλαν στα πόδια. Σταμάτησαν λίγο παραπέρα, ξανάζησαν το γεγονός, πίνοντας την ρακή. Κάπνισαν κι ένα τσιγάρο στα τρία και μισοζαλισμένα έφυγαν για το ποτάμι. Ήταν, δεν ήταν δωδεκάχρονα.
Ο Κρίκας, κάποια στιγμή ξύπνησε. Απ’ το άνοιγμα της πόρτας, είδε τον Νίκο Δελατόρα να ξεπεζεύει από το άσπρο άλογό του. Σηκώθηκε κι άναψε τσιγάρο. Έψαξε για την ρακή και σαν δεν την βρήκε, κοίταξε το Νίκο με υποψία
-Την πήραν τα παιδιά, δεν τα πρόλαβα, του είπε, ανάβοντας κι αυτός τσιγάρο.
-Τι θέλεις;
-Πρέπει να θέλω κάτι;
-Τότε, μη ρωτάς. Του έκοψε την φόρα.
Πράγματι ήθελε να τον ρωτήσει αλλά αφού ο Κρίκας δεν ήθελε να του ανοιχτεί, σήκωσε τους ώμους.
-Πάμε το βράδυ για κανένα ούζο; Είπε μόνο.
-Πάμε, του απάντησε.
Καβάλησε πάλι το άλογο κι έτρεξε στον κάμπο. Τον χάιδευε ο αέρας κι ένιωθε αυτό που κάθε φορά, μετά το τέλος της δουλειάς, τον έκανε ελεύθερο. Ούρλιαξε στο άλογο και τρέξανε σαν σαΐτες στη σκόνη, στο κουρνιαχτό. Έφτασε στην βρύση, μόλις ο ήλιος χανόταν στην ισιάδα του κάμπου. Ξεπέζεψε κι άφησε τα χαλινάρια του αλόγου να πιει νερό.
Η κόρη του Ζένα, τον περίμενε όρθια, πανέμορφη, να πιει κι αυτός νερό, να δροσιστεί.
-Γιατί έτρεχες έτσι; τον ρώτησε.
Ο Νίκος δεν της απάντησε. Την άρπαξε και κίνησαν για τα πέτρινα αλώνια. Περπάτησαν στο μονοπάτι, που μύριζε κοπριές αλόγων και ζέστη. Μύριζε έρωτα και σκονισμένα σκίνα, πατημένα από τις οπλές των φορτωμένων ζωντανών που πηγαινοέρχονταν όλη μέρα.
Ποτέ δεν είχαν πολύ χρόνο να τα πούνε. Έτσι, βιάστηκαν όταν έφτασαν στ αλώνια να φιληθούν, να προλάβουν να γαμηθούν. Γυμνώθηκαν κατάχαμα, με φιλιά και χάδια, ανάμεσα από άχερα , πάνω στα πέτρινα αλώνια. Λαχταρούσαν την εφηβική τους σάρκα, ίδρωναν τα αγκαλιασμένα κορμιά τους. Ο Νίκος τη σήκωσε όρθια-προτού αγαπηθούν- ήθελε να την βλέπει γυμνή, να απολαμβάνει την οπτική πλευρά του έρωτα. Η Κρήνη ντρεπόταν, κρυβόταν λίγο, γελούσε ναζιάρικα.
-Μη! του έλεγε καθώς εκείνος προσπαθούσε να της τραβήξει τα χέρια από το γυμνό της.
-Άφησε με να σε βλέπω, την παρακάλεσε. Γιατί ντρέπεσαι; Δεν μ’ αγαπάς;
-Πιο πολύ απ την ζωή μου!
-Ε, τότε;
Εκείνο το απόγευμα, τον άφησε να τη δει όσο ήθελε. Να τη χορτάσει. Στο αχνοσούρουπο, θαύμασε το υπέροχο κορμί της, από όλες τις όψεις. Είδε το ωραίο της γυμνό, περιποιημένο, στρουμπουλό και θα θυμόταν σ όλη του τη ζωή αυτή την εικόνα. Ύστερα, γαμήθηκαν μια φορά όρθια κι άλλη μια αγκαλιασμένοι στα πέτρινα αλώνια.
Η Κρήνη ήταν η μοναχοκόρη του Ζένα. Όμορφη και πλούσια. Ο Ζένας είχε κάνει πολλά λεφτά, παλιά με τις μπουλντόζες. Αργότερα αγόρασε, γη, αγόρασε και την αλωνιστική μηχανή. Οι παλιοί το θυμούνταν ακόμα από τότε που έσκαβε τους δρόμους με τις μπουλντόζες. Ο Νίκος δεν τα ήξερε τα παλιά, ενδιαφερόταν βέβαια αλλά όχι και να νοιάζεται από πού είχε έρθει ο Ζένας και πως είχε κάνει τα λεφτά. Μερικοί έλεγαν πως ήταν βρώμικα, ίσως επειδή τον ζήλευαν. Τι ανάγκη είχε αυτό Νίκος Δελατόρας να σκέφτεται για τις φήμες που έλεγαν οι παλιοί; Αυτός απολάμβανε τον έρωτα του με την Κρήνη, που όμως δεν θα διαρκούσε πολύ μια και τον Σεπτέμβριο θα έφευγαν από τον κάμπο.
Αλλά ο Σεπτέμβρης ήταν μακριά ακόμα. Γι’ αυτό, απέφευγε να το σκέφτεται.

Εκείνο το βράδυ που η ζέστη κόλλαγε στο πετσί των ανθρώπων και τα τζιτζίκια συνέχιζαν μέχρι τα μεσάνυχτα τον μονότονο ήχο τους, ο Κρίκας καθόταν μονάχος στο καφενείο. Έπινε το τρίτο καραφάκι, παραμιλούσε, τσεβδίζοντας και μερικές φορές μιλούσε χωρίς να βγαίνει ήχος.
Ο Νίκος Δελατόρας μπήκε μέσα χαρούμενος, κεφάτος. Πήγε κατευθείαν στο τραπέζι του Κρίκα. Δεν έδωσε και πολλή σημασία που τον είδε πιωμένο, εξ άλλου πότε δεν ήταν.
-Θα πιεις άλλο; τον ρώτησε. Κερνάω εγώ;
-Και βέβαια θα πιω τρελός είμαι να μην πιω;
Παράγγειλαν κι άλλο. Έπειτα κι άλλο, ήπιαν τόσο πολύ και καθώς ο Νίκος δεν ήταν τόσο συνηθισμένος, ζαλίστηκε. Τότε, μέσα στο μεθύσι εξομολογήθηκε τον έρωτα του για την Κρίνη.
-Την αγαπάω! του φώναξε.
Ο Κρίκας σαν να ξεμέθυσε.
-Όχι, του είπε. Δεν πρέπει.
-Γιατί δεν πρέπει; τον κοίταξε παραξενεμένος.
Βγήκαν έξω, περπάτησαν στον χωματόδρομο με το φεγγάρι του Αυγούστου πιο λαμπερό από τον ήλιο της ημέρας να μεγαλώνει τις σκιές τους. Σκορπιστήκανε στην αχλή, φτάσανε μέχρι την καλύβα του Κρίκα, αμίλητοι.
-Η γυναίκα μου ήταν αδερφή του Ζένα, του είπε.
-Ήταν; Απόρεσε.
-Ναι, ήταν, γιατί δεν ζει πια. Πέθανε. Όταν παντρευτήκαμε, σε λίγο καιρό άρχισε να πηγαίνει μια με τον έναν και μια με τον άλλον. Κάποιοι την έδειραν πολύ ένα βράδυ και το πρωί γύρισε τρελή. Από τότε τριγυρνούσε στο χωριό κι έδειχνε το γυμνό της στα παιδιά. Ώσπου, την πήγαμε με τον Ζένα στο ίδρυμα, στο τρελάδικο αλλά δεν έζησε πολύ, πέθανε σε ένα χρόνο από άγνωστη αιτία, είπαν οι γιατροί.

Ο Νίκος Δελατόρας ζαλίστηκε πιο πολύ την άλλη μέρα που τα θυμόταν όλα αυτά που του είχε πει ο Κρίκας. Λυπήθηκε πολύ για την κατάντια του φίλου του αλλά άκρη δεν έβγαινε. Οι δυστυχίες των ανθρώπων ήταν πολλές και οι ηλίθιοι οι χωριανοί, κορόιδευαν τον Κρίκα. Έτσι είναι οι άνθρωποι.
Ο Αύγουστος όμως προχωρούσε στην μεγαλοπρέπεια του. Η Γης είχε σκάσει παντού ρωγμές και τα μυρμήγκια πηγαινοέρχονταν φορτωμένα στις φωλιές τους, να προλάβουν τις δουλειές τους. Η σκόνη είχε φτάσει μέχρι τα κότσια των αλόγων και οι άνθρωποι έλεγαν πως έπρεπε να ρίξει τώρα μια βροχή.
Ψιλοσυννέφιασε μια μέρα- είχαν αρχίσει το μάζεμα του καλαμποκιού, με τα στάρια είχαν τελειώσει- και έφτιαχναν μπάλες το άχερο. Πιο αργά το απόγευμα τις φόρτωναν στα άλογα για να τις πάνε στις αποθήκες. Τότε έριξε μερικές χοντρές ψιχάλες. Πέσανε στην διψασμένη γη μαζί με το νέο για τον θάνατο του Κρίκα. Τον είχε κόψει η μηχανή στα δυο, μαζί με τα άχερα.
Ο Νίκος Δελατόρας ήταν ο μόνος που έκλαψε για τον θάνατο του. Μερικοί μάλιστα στην κηδεία γελούσαν λέγοντας αστεία από την ζωή του Κρίκα. Το υ Νίκου του ήρθε να τους ρίξει μπουνιές ανάμεσα στα μάτια.
Ο Ζένας τα μάζεψε πιο γρήγορα απ ότι έπρεπε. Μπήκαν όλα στην πλατφόρμα και το επόμενο πρωί, έφευγαν ανατολικά.
Η Κρήνη, όμορφη μοναχοκόρη του Ζένα, όρθια στην πλατφόρμα, γυρισμένη κατά πίσω, κοίταζε τον κάμπο που χανόταν στην πρωινή αχλή.

Στο βάθος, κάπου εκεί, καβάλα στο άσπρο άλογο κάλπαζε ουρλιάζοντας μέσα στην Καλοκαιριάτικη μπόρα, ο Νίκος Δελατόρας.

ΤΕΛΟΣ







 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ-ΧΑΡΑΜΑ-ΔΡΟΜΟΣ

  Είναι πολύ πρωί. Σχεδόν πριν τις έξι. Τα καταστήματα είναι κλειστά. Ο κεντρικός δρόμος, σχεδόν άδειος. Ο Γιάννης, ένας καλοστεκο...