Πέμπτη 16 Μαρτίου 2023

ΟΙ ΜΕΓΆΛΕΣ ΚΥΡΊΕς ΤΗς ΤΈΧΝΗΣ

 


ΜΕΓΑΛΕΣ ΚΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ



Ο Μάρτιος δεν ήταν ποτέ από τους καλούς του μήνες. Τίποτε δεν του πήγαινε καλά, όλα στραβά κι ανάποδα. Από τα συναισθηματικά, τα οικονομικά, ακόμα και οικογενειακά.
Κανέναν Μάρτη δεν θυμόταν να χαιρόταν. Η μουντάδα που απέπνεε η φύση, το τσαλάκωνε, τον γέμιζε απελπισία.
Σάββατο μεσημέρι, είχε σχολάσει από την δουλειά και καθόταν εκεί στο μικρό γραφείο, μέσα στο ξυλουργείο του και το παρατηρούσε έτσι που ήταν πεντακάθαρο, δείγμα ότι δεν είχε δουλειές. Και την Δευτέρα, είχε να καλύψει μια επιταγή δέκα χιλιάδων ευρώ. Δέκα χιλιάδες ευρώ, ήταν πολλά λεφτά για εκείνες τις πενιχρές μέρες.
Όταν μπήκε στην γκαλερί έργων τέχνης, ένιωθε λιγάκι ψαρωμένος. Το μεσημέρι δεν είχε κοιμηθεί από την ανησυχία του κι έβλεπε συνέχεια τηλεόραση. Από Ελληνική ταινία του παλιού, καλού κινηματογράφου, μέχρι ποδόσφαιρο που δεν το ανεχόταν. Σπάνια ή σχεδόν καθόλου έβλεπε αθλητικές εκπομπές και μάλιστα ποδόσφαιρο.
Αργότερα είχε πάρει την εφημερίδα και την ξεκοκάλισε, ώσπου έπεσε το μάτι του στις εκθέσεις που εγκαινιάζονταν εκείνη την μέρα. Δεν πήγαινε σε εκθέσεις αλλά, καμιά φορά, που δεν είχε τι να κάνει, όπως απόψε, το αποφάσισε.
Διάλεξε μια, που αναφερόταν σε τοπία και νεκρές φύσεις. Φιλότεχνος ακριβώς δεν ήταν αλλά ούτε και τον άφηναν αδιάφορο μερικά πράγματα γύρω από τις τέχνες. Για παράδειγμα, η γλυπτική του άρεσε περισσότερο. Ίσως γιατί, είχε κάποια σχέση με το επάγγελμα του. Ο ίδιος είχε φτιάξει μερικά ξυλόγλυπτα, που τα επιδείκνυε στους φίλους με κάποια δόση αυταρέσκειας.
Η ζωγραφική και ιδιαίτερα η αφηρημένη, ο Πικάσο και οι ομότεχνοι του, δεν του έλεγαν τίποτε. Προτιμούσε τα κλασσικά έργα. Τοπία, προσωπογραφίες, σκηνές από την φυσική ζωή του ανθρώπου. Τέτοια έργα παρουσίαζε και η έκθεση που είχε διαλέξει να πάει. Και τώρα, μ’ έναν κατάλογο στο χέρι κι ένα ποτήρι κρασί στο άλλο τα μελετούσε ή έκανε πως τα μελετούσε.
Εξ επίτηδες είχε αργήσει να πάει, έτσι που να σπάσει το μεγάλο κοινό-ποτέ δεν του άρεσε η πολυκοσμία, ο συνωστισμός. Είχε μια μικρή δόση αγοραφοβίας.
Πράγματι έτσι συνέβαινε. Λίγος κόσμος κυκλοφορούσε τώρα εκεί. Ο ζωγράφος, ένας ωραίος τύπος με κοτσίδα και μικρά σοφιστικέ γυαλιά μυωπίας, εξηγούσε σε κάποια κυρία, έναν από τους πίνακες του. Αυτός, με την άκρη του ματιού του πρόσεξε καλύτερα την κυρία. Θα ήταν μεταξύ σαράντα πέντε και πενήντα, Πιο πολύ, προς τα πενήντα φαινόταν αλλά κρατιόταν καλά. Μελαχρινή, ψηλόπυγη, γυμνασμένη. Σαν να αντιλήφτηκε το βλέμμα του, γύρισε και του έριξε μια ανάλογη ματιά. Αυτός, της έκλεισε το μάτι και ούτε που κατάλαβε γιατί το έκανε. Εκείνη, ταρακουνήθηκε που την πρόσεξε ένας νεαρός. Αυτός ήταν τριάντα δυο χρονών και φυσικά για κείνη ήταν νεαρός.
Σε λίγο παράτησε τον ζωγράφο και πήγε κοντά του.
-Γεια σου, του είπε χαμογελαστά, δίνοντας το χέρι και κοιτώντας τον στα μάτια ζεστά.
-Γεια σου, της απάντησε, ενώ παρατηρούσε πως στα χέρια της, που ήταν ρυτιδιασμένα, όπως και ο λαιμός, φαινόταν η ηλικία της.
Ήταν σίγουρα πενηντάρα αλλά δεν τον ενόχλησε. Κάπου στο ασυνείδητο, σκεφτόταν να είχε κάποτε μια τέτοια εμπειρία.
Αφού έκαναν ξανά τον κύκλο των έργων, μιλούσαν και γνωριζόντουσαν. Η Μάρυ, έτσι του είπε πως την έλεγαν, έμοιαζε να ξέρει πολλά γύρω από την τέχνη. Ο άντρας της που ήτανε γλύπτης αλλά τώρα είχε πεθάνει προ πολλού, την είχε μυήσει στα μυστικά σκαλοπάτια των τεχνών.
- Εγώ δεν ξέρω σχεδόν τίποτε.
-Δεν πειράζει αγόρι μου, ξέρεις άλλα εσύ. Πίνουμε ένα κρασί ακόμα;
Της έγνεψε ναι και κατευθύνθηκαν στο μπαρ της γκαλερί. Κάθισαν και πίνοντας μίλησαν για διάφορα. Η Μάρυ ήταν αριστοκράτισσα. Ξεχώριζε, όπως ξεχωρίζουν αυτές οι γυναίκες μέσα στο πλήθος. Από το ακριβό, εξεζητημένο ντύσιμο, μέχρι το περπάτημα, την ομιλία, τον τρόπο συμπεριφοράς. Αυτός έμοιαζε λιγάκι βλάχος μπροστά της και ντράπηκε.
-Δεν πειράζει, του είπε μισοκοροιδευτικά μια και μιλούσαν για την καταγωγή του.
Αυτό θα το έλεγε συχνά σε όλες τους τις συναντήσεις, έτσι, που, στο τέλος θα καταντούσε να τον χτυπάει στα νεύρα. Προς το παρόν, το διασκέδαζε και περίμενε με κάποιο είδος αγωνίας, πως θα εξελίσσονταν η βραδιά.
-Πάμε για φαγητό; Του πρότεινε. Εγώ κερνάω.
Δεν το δέχτηκε πάρ’ ότι τα οικονομικά του ήταν χάλια, πλήρωσε τον λογαριασμό όπως κάνουν όλοι οι τζέντλεμαν. Την Μάρυ, είχε προλάβει να σκεφτεί, την προόριζε να πληρώσει πολύ μεγαλύτερους λογαριασμούς.

Το σπίτι της, βρισκόταν κάπου στην Κηφισιά, είπαμε ήταν αριστοκράτισσα Και οι αριστοκράτες, κάπου εκεί έμεναν. Μεταξύ Κηφισιάς και Εκάλης. Άιντε κάτι ξεπεσμένοι να κατοικούσαν ακόμα στο Κολωνάκι, χλεύασε.
Πήγαν κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα. Τον παρέσυρε, δηλαδή, γιατί δεν είχα καμιά διάθεση να την ρίξει στο πάτωμα. Αλλά η Μάρυ τον έφτιαξε. Του έδειξε τα κάλλη της, του γύρισε ένα πραγματικά ωραίο βουνό. Την πήρε βάναυσα, έως χυδαία και δεν ήξερε γιατί το έκανε έτσι. Μια- δύο, τρεις φορές, ώσπου αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της.

Η Μάρυ διατηρούσε ένα εργαστήρι ζωγραφικής, στην μνήμη του συχωρεμένου άντρα της. Εκεί πέρασε τις περισσότερες από τις επόμενες μέρες του. Τα βράδια, κοιμόταν άλλοτε στο σπίτι της κι άλλοτε στο δικό του. Αλλά στο εργαστήρι του άρεσε περισσότερο. Όταν έλειπε η Μάρυ, είχε παρέα τους μαθητές και τις μαθήτριες του εργαστηρίου. Οι μαθήτριες μάλιστα,τον κοιτούσαν περίεργα, κρυφογελώντας.
Στην αρχή δεν είχε καταλάβει το γιατί. Αργότερα που πήρε μυρωδιά ότι το έκαναν επειδή η Μάρυ έφερνε κατά καιρούς τους εραστές της εκεί και τους επιδείκνυε, ένιωσε λίγο άσχημα. Ώστε είχε γίνει ζιγκολό!
-Ζιγκολό της πλάκας είστε όλοι αγόρι μου! Γελούσε η Μάρυ. Της πλάκας!
Δεν τον ένοιαζε και πολύ ο τίτλος, ούτε αν ήταν ζιγκολό της πλάκας αλλά τι να έκανε; Ήταν η ακάλυπτη επιταγή στη μέση, για την οποία είχε πάρει μια μικρή διορία, ήταν οι δουλειές που τις είχε παρατήσει για να ρίχνει στο πάτωμα την Μάρυ.

Μια μέρα, μετά από ένα κουρασμένο γι’ αυτόν πέσιμο από πάνω της-εκείνη πάντα το απολάμβανε- της ζήτησε να το εξυπηρετήσει με ένα δάνειο. Τον διαβεβαίωσε πως θα γίνει.
-Ότι θέλει ο «Απόλλων»!
Έτσι τον αποκαλούσε τώρα και τον επιδείκνυε στους φίλους της. Ο Απόλλων, τον σύστηνε και γελούσε Σιβυλλικά. Κι αυτός έκανε Σισύφεια υπομονή, ακολουθώντας την παντού. Στα θέατρα, στις συναυλίες, ακόμα και στην Λυρική όπου σκυλοβαρέθηκε αλλά τι να έκανε; Χρειαζόταν τα λεφτά για να βγει από το αδιέξοδο και η Μάρυ ήταν η μοναδική του σωτηρία. Μερικά πράγματα, επειδή τα ζούσε για πρώτη φορά- ίσως και μοναδική-του άρεσαν. Έτρωγαν στα ακριβότερα εστιατόρια, ντυνόταν τα ακριβότερα ρούχα που φυσικά του τα αγόραζε η Μάρυ,έπεφταν στο δάπεδο, περνούσαν και καλά.
Γενικά, έκανε ότι ήθελε. Σχεδόν μια ονειρεμένη ζωή. Τι άλλο να ζητούσε;
-Όνειρο είναι η ζωή αγόρι μου.Ένα όνειρο. Ζήσε την όσο μπορείς. Μην σκέφτεσαι, του έλεγε συχνά. Άλλοι φροντίζουν για σένα.
Αυτός μισόκλεινε τα μάτια στον ήλιο και σκεφτόταν πως είχε παρεκκλίνει. Πως το είχε παρακάνει.
Έβλεπε πως αυτή η ιστορία θα τελείωνε σύντομα. Το ένιωθε. Γι αυτό προσπαθούσε να της πάρει τα λεφτά και να την κάνει. Ύστερα, θα έβλεπε τι θα έκανε.
-Δέκα χιλιάδες ευρώ; έκανε η Μάρυ. Δεν είναι και λίγα. Τι λες εσύ; Λίγα είναι; Του υπενθύμιζε συχνά.
Αυτός στραβομουτσούνιαζε. Όχι άγαρμπα αλλά στωικά.
-Καλά, μην κάνεις έτσι τον αναπτέρωνε. Αύριο- μεθαύριο θα πάω στην τράπεζα, δεν έχω τόσα μετρητά επάνω μου.
Να σπαταλάει για την διασκέδαση τους, για ρούχα, για οτιδήποτε άλλο, δεν της κακοφαινόταν. Μόλις όμως της μιλούσε για δανεικά, άλλαζε κουβέντα. Κουμπωνόταν.
Αλλά, μια μέρα, αυτός νευρίασε.
-Με κοροϊδεύεις! Της είπε απερίφραστα. Γιατί δεν μου λες την αλήθεια; Πες καλύτερα, ότι δεν θέλεις ή ότι δεν μπορείς.
Και την έριξε στο φιλότιμο.
-Εντάξει, του είπε. Έλα το απόγευμα στο εργαστήρι να σου τα δώσω.

Το απόγευμα πήγε στην Κηφισιά, μ’ ένα συναίσθημα ευεξίας.Παρκάρισε χαρούμενος την ασκόνα έξω από το εργαστήρι της Μάρυ, ανέβηκε τα λίγα σκαλιά, άνετος, σίγουρος για τον εαυτό του και δεν ενοχλήθηκε από τα ειρωνικά κρυφόγελα των μαθητριών. Τι σημασία είχαν τώρα αυτά;
Μπήκε κατευθείαν στο γραφείο της, παραξενεμένος που βρήκε την πόρτα ανοιχτή. Κοίταξε γύρω, εξεταστικά. Πουθενά η Μάρυ. Άναψε τσιγάρο και περίμενε βηματίζοντας. Ύστερα, το μάτι του πήρε το γράμμα πάνω στο γραφείο. Δίπλα, ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο. Έπιασε πρώτα το τριαντάφυλλο και το μύρισε. Μετά, διάβασε το γράμμα αμήχανος.
«Αγόρι μου. Ορισμένα πράγματα, δεν είναι αυτά που φαίνονται. Έτσι κι εγώ, δεν είμαι αυτή που νομίζεις. Η πλούσια αριστοκράτισσα. Δεν υπάρχει μία.
Άρα, μπορείς να φύγεις, να συνεχίσεις το όνειρό σου.
Έτσι δεν λέγαμε; Πως η ζωή είναι ένα όνειρο; Είσαι λοιπόν, ελεύθερος, να διαλέξεις τον επόμενο θάνατο σου.»

ΤΕΛΟΣ









 

2 σχόλια:

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...