Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

ΑΘΏΟΣ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΚΑΝΕΊΣ

 

Συνήθως οι αθώοι δεν έχουν αποδείξεις για την αθωότητα τους. Τους τυλίγουν σε μια λαδόκολλα και από εκεί αρχίζει το δράμα.

 










ΖΗΛΙΑ ΑΜΕΤΡΟΝ ΠΑΘΟΣ



Ήταν μια ψηλή, μελαχρινή γυναίκα. Έμοιαζε περήφανη, τίναζε συχνά τα μεγάλα, μαύρα μαλλιά της, που έφτανα σχεδόν μέχρι τη μέση της και νόμιζες πως δεν νοιάζεται πολύ για ότι γίνεται γύρω της. Όπου στεκόταν, τραβούσε επάνω της όλα τα βλέμματα, αντρών και γυναικών. Οι άντρες την επιθυμούσαν και οι γυναίκες τη ζήλευαν για το παράστημά της, το ελεύθερο περπάτημα, την εξουθενωτική ομορφιά. Από την πρώτη στιγμή που την είδε, του είχε κάνει εντύπωση.

Ήταν ένα απόγευμα στην θάλασσα. Εκείνη στεκόταν με την πλάτη γυρισμένη προς αυτόν και κοίταζε το απέραντο γαλάζιο. Έμοιαζε να κοιτάζει μακριά, πέρα στο βάθος του ορίζοντα, εκεί που ενώνονταν τα δυο γαλάζια: του ουρανού και της θάλασσας. Συνεπαρμένος από την ομορφιά της, προσπάθησε μάταια να τη μαγνητίσει, να της κλέψει κάποιο χαμόγελο. Αυτή δεν έλεγε να γυρίσει τα μάτια της αλλού, βρισκόταν στον κόσμο της.
Πράγμα παράξενο, δεν τον ενόχλησε που δεν γύριζε να τον κοιτάξει. Σαν να του άρεσε κιόλας που είχε όλο το χρόνο να την παρατηρήσει καλύτερα.
Ήταν τέλη Σεπτέμβρη και στην παραλία του Μπάτη, οι κολυμβητές λιγοστοί, η θάλασσα λάδι, ήσυχη, αμέριμνη για τα πάθη των ανθρώπων.
Αργότερα που έπαιζε ρακέτες με τον ψηλό και την είδε πάλι να προσπερνάει, έχασε την προσοχή του και το μπαλάκι τον βρήκε στο στήθος. Αριστερά εκεί που είναι η καρδιά.
-Που κοιτάς ρε! Του φώναξε ο ψηλός. Α, κατάλαβα…έκανε μόλις την πήρε είδηση, σου πήρε το μυαλό η γκόμενα!
Εκείνη γύρισε και του χάρισε ένα χαμόγελο. Ύστερα, χάθηκε στα σκαλοπάτια για την έξοδο, αφήνοντας τον μετέωρο με την αναπόληση των ματιών της για μέρες.

Την επόμενη φορά που τη συνάντησε, τυχαία, σε μια λεωφόρο της Ηλιούπολης, όπου έμενε, ξαφνιάστηκε, δεν πρόλαβε να της μιλήσει. Αντάλλαξαν ένα βλέμμα που κάτι έλεγε, προσπεράστηκαν, λες και ήταν συνεννοημένοι, γύρισαν πίσω να ξανακοιταχτούν. Ύστερα, πάλι εκείνη έφυγε με γρήγορο περπάτημα. Χάθηκε πίσω από τα χτίρια.
Αυτός έκανε να τρέξει ξωπίσω της αλλά δεν το έκανε. Κάτι τον συγκράτησε. Κούνησε μελαγχολικά το κεφάλι του και σκέφτηκε πάλι πως ήταν χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά. Οι έρωτες του έλειπαν τώρα…
Όμως τα πράγματα παίρνουν τον δρόμο τους, λες και μια αδιόρατη μεμβράνη τα κινεί, λες και κάποιο αόρατο χέρι τα οδηγεί.

Έτσι, μετά από μερικές μέρες που καθόταν σε ένα μπαράκι της κεντρικής πλατείας στην Ηλιούπολη, με κάποιο γνωστό του, την είδαν να μπαίνει. Φάνηκε λίγο αναποφάσιστη, κοίταξε γύρω, είδε ένα κενό κάθισμα δίπλα τους κάθισε, παράγγειλε καφέ, άναψε τσιγάρο.
Τώρα ήταν πολύ κοντά του, μπορούσε να την παρατηρήσει καλύτερα. Τα μάτια της ήταν μεγάλα, κατάμαυρα όπως τα μαλλιά της, το πρόσωπό στενόμακρο, με λίγο ανασηκωμένα τα ζυγωματικά, χείλη σαρκώδη, βαμμένα μοβ που κάποια στιγμή, καθώς τον κοίταξε, τρεμόπαιξαν σε μια υποψία χαμόγελου.
Ο γνωστός του που συνέλαβε τη σκηνή, έσκυψε και του είπε στο αφτί:
-Τρέχει τίποτα; Έλα, ρε, τι δουλειά έχουμε εμείς με τις κωλοαλβανίδες!
Ενοχλήθηκε με την αγένεια του. Εκείνη, τον άκουσε αλλά δεν έδειξε να δίνει σημασία.
-Δεν μιλάνε έτσι σε καμιά γυναίκα! Του ύψωσε την φωνή. Όποια και να είναι!
-Σιγά ρε μάγκα! Που θα δώσουμε λογαριασμό για τους Αλβανούς, επέμενε ο άλλος.
-Σήκω και φύγε! Φύγε τώρα, γιατί θα γίνει της πουτάνας! Αγρίεψε, σφυριχτά.
Ο γνωστός του, που δεν περίμενε τέτοια αντίδραση, μούδιασε. Τον μέτρησε που είχε σηκωθεί έτοιμος για καυγά, οπισθοχώρησε. Κι ευτυχώς που κατάλαβε το λάθος του.
Η γυναίκα σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε.
-Σ’ ευχαριστώ, είπε μόνο.Αυτός δεν είπε τίποτε. Την παρατήρησε που έσβησε το τσιγάρο της, πλήρωσε τον καφέ κι έφυγε, χάθηκε στην έξοδο.Δεν του έμοιαζε για Αλβανίδα, αλλά, ο άλλος, το είχε πει καθαρά: «Κωλοαλβανίδες!» Οι σχέσεις του με αυτούς τους ανθρώπους ήταν τυπική. Δεν είχε γνωρίσει καμιά Αλβανίδα.
Τους έβλεπε παντού, καθώς είχαν κατακλείσει την Ελλάδα, ξεχώριζαν σαν την μύγα μες το γάλα αλλά δεν του είχε ταιριάξει. Φυσικά, τίποτε δεν άλλαξε μέσα του και συνέχισε να την ψάχνει, ώσπου ένα απόγευμα την πέτυχε.

Είχε μπει σε μια καφετέρια με κουλοχέρηδες-ποτέ δεν πήγαινε σ’ αυτά τα μαγαζιά, ούτε ήξερε πως παίζουν και γιατί παίζουν. Κάθισε και περίμενε να έρθει κάποιος για να παραγγείλει, όταν την είδε να φτάνει κοντά του γελαστή.
-Τι θα πιει ο κύριος; Τον κοίταξε αινιγματικά.
-Α, έκανε ξαφνιασμένος,,ναι, έναν καφέ..
-Τι καφέ;
-Ένα καπουτσίνο και..
-Και;
-..θέλω να μιλήσουμε.
Θα μιλήσουμε, του έγνεψε και πήγε να ετοιμάσει τον καφέ. Δεν είχε κόσμο εκείνη την ώρα, ένας γέρος έπαιζε μόνο. Έτσι μαζί με τον καφέ του, έφερε και τον δικό της. Κάθισε στο τραπέζι του, άναψαν τσιγάρο.
-Δουλεύεις εδώ ε; είπε για να ξεκινήσουν την κουβέντα.
-Ναι, δυο χρόνια.
Χωρίς χρονοτριβές, του διηγήθηκε πολλά από την ζωή της. Ήταν ευχάριστη και συχνά τον ρωτούσε για τα δικά του. Πιο πολύ όμως, μιλούσε για τον εαυτό της, για τη ζωή της αποφεύγοντας να λέει πολλά για την Αλβανία.Ασυναίσθητα, σκεφτόταν να μην μπλέξει μαζί της αλλά και ταυτόχρονα κάτι τον τραβούσε. Η ομορφιά της, το παράξενο και γκροτέσκο φέρσιμό της κι έτσι πολύ γρήγορα, συμφώνησαν να βγούνε το ίδιο βράδυ μετά την δουλειά της.
Πήγε στο σπίτι, έκανε ένα μπάνιο, ξεκουράστηκε να είναι έτοιμος για την βραδινή τους έξοδο. Και μέχρι να τη συναντήσει, μόνον αυτή είχε στο μυαλό του.
Αλλά και η Αντιγόνη-έτσι ήταν το όνομα της- δεν πήγαινε πίσω. Έμοιαζε ήδη ερωτευμένη μαζί του. Μόλις την ανέβασε στην μηχανή του, σφίχτηκε πάνω του τρυφερά.
-Μου αρέσει η μηχανή, του είπε.
-Ωραία, της απάντησε κι εξαφανίστηκε στην παραλιακή.

Κάθισαν στο Εδέμ, σε μια από τις παραδοσιακές ταβέρνες. Έφαγαν και ήπιαν λίγο κρασί κι έπειτα σα να βιάζονταν γι αυτό που ήθελαν να κάνουν, φιλήθηκαν κι έφυγαν . Περπάτησαν λίγο στην παραλία, στην ερημιά, δίπλα στην θάλασσα. Και σαν να μην τους ένοιαζε τίποτε, αγκαλιάστηκαν, κόλλησαν τα σώματα τους, έκαναν έρωτα πάνω στα φύκια.
Την πήρε γρήγορα με μια ανάσα κι αυτό δεν του αρκούσε. Ούτε σε κείνη. Γυμνώθηκαν τελείως, στο λιγοστό φως του φεγγαριού. Από εκείνη την στιγμή, έγιναν αχώριστοι. Την άλλη μέρα συμφώνησαν να μετακομίσει στο σπίτι της, γιατί να πλήρωναν δυο ενοίκια; Και σιωπηλά συγκατοίκησαν.
Πέντε, έξι μήνες πέρασαν καλά. Γνώρισε το σινάφι της Αντιγόνης, οι περισσότεροι ήταν Αλβανοί που τον συμπάθησαν γιατί ζούσε με μια δικιά τους. Αρκετοί όμως από τους φίλους του, τον έκαναν πέρα εξ αιτίας αυτού του γεγονότος. Στην αρχή δεν του κακοφάνηκε, αργότερα δικαιολόγησε κάποιους . Γνωρίστηκε και με κανά δυο αλήτες που τους παρουσίασε σαν αδέρφια της. Μια άμεση αντιπάθεια υπήρξε εκατέρωθεν.
-Αυτούς δεν θέλω να τους ξαναδώ, της είπε θυμωμένα.
-Δεν είναι κακοί…τόλμησε.
-Αυτό που σου είπα! Μούτρωσε.
-Τι έγινε; Απόρεσε.
Δεν θέλησε να της πει. Μέσες άκρες τον είχαν χαμηλώσει με τα λεγόμενα τους. Διαλαλούσαν πως ήταν πολύ άτυχη η αδερφή τους που είχε μπλέξει μαζί του.
-Εγώ θα τους έριχνα από μια κλωτσιά στον κώλο! Του είπε ένας φίλος. Άκου να μην τους κάνεις..τι θέλανε δηλαδή οι Αλβανοί για την Αντιγόνη; Κανένα βασιλόπουλο;
Το αντιπαρήλθαν όμως κι αυτό μη έχοντας παρτίδες μαζί τους.
Το πιο δύσκολο ήταν η ανεργία. Αυτός είχε μήνες να εργαστεί, κάτι λίγες οικονομίες που είχε, τελείωναν. Τις δουλειές τις είχαν πάρει οι Αλβανοί και γενικότερα οι μετανάστες που είχαν κατακλείσει την Ελλάδα. Η Αντιγόνη εργαζόταν πάντα στα ηλεκτρονικά, στους κουλοχέρηδες κι αυτός, ύστερα από μεγάλες προσπάθειες, κατάφερε να ξαναβρεί δουλειά σε ξυλουργείο. Βελτίωσαν κάπως τα οικονομικά τους, έβγαιναν κανένα βραδάκι και τα Σαββατοκύριακα, πήγαιναν στην θάλασσα, Χειμώνα-Καλοκαίρι. Κολυμπούσαν, έπαιζαν ρακέτες, το αγαπημένο του παιχνίδι. Είχε μάθει και την Αντιγόνη, ήταν καλός δάσκαλος αλλά αυτή από εκεί άρχισε να δείχνει κάποιον υπέρμετρο εγωισμό, ένα είδος ανταγωνιστικότητας.
-Τι παθαίνεις; Απορούσε όταν την έβλεπε να αντιδράει έτσι.
-Τίποτε, σούφρωνε τα χείλια της κι έμενε αμίλητη.
Δεν ήταν ακριβώς ανταγωνισμός αλλά ένα είδος ζήλιας που έκανε την εμφάνιση του και σε άλλα στάδια της ζωής τους.

Ένα βράδυ ήταν καλεσμένοι στα εγκαίνια ενός καφενείου. Το άνοιγε ένας γνωστός του κι αποφάσισαν να πάνε. Ντύθηκαν και χαρούμενοι, κεφάτοι, έφτασαν. Αφού του ευχήθηκαν καλές δουλειές, κάθισαν σε ένα τραπεζάκι. Ήρθε η γκαρσόνα να παραγγείλουν και η Αντιγόνη, μούτρωσε με κάποια περισσή ευγένεια που μίλησε μαζί της.
-Τι έπαθες; Της είπε.
-Να μη μιλάς με τις γκαρσόνες! Του πέταξε με νεύρα.
Η αντίδραση της ήταν υπερβολική. Μέχρι τότε, δεν είχε ξανακάνει τέτοιο πράγμα και παραξενεύτηκε.
-Τι έχεις παιδί μου; Ανησύχησε και πήγε να της πιάσει το χέρι.
Εκείνη του πέταξε μακριά με χειρότερα νεύρα. Γύρω ο κόσμος τους κοίταζε απορημένος. Τα νεύρα του τσιτώθηκαν.
-Σήκω να φύγουμε! Της είπε σιγανά αλλά μέσα του έβραζε.
Μόλις βγήκαν στους δρόμους, τσακώθηκαν άγρια.
-Τι είναι αυτά που κάνεις; Την τράνταξε. Αν μου ξανακάνεις τέτοια σκηνή, τελειώσαμε. Φεύγω αύριο το πρωί.
Η Αντιγόνη έκλαιγε αλλά το πείσμα της πελώριο. Επαναλάμβανε τον τρόπο που μίλησε στην γκαρσόνα και η ζήλια της φούντωνε. Αυτός, που δεν είχε κάνει τίποτε επιλήψιμο, νευρίαζε περισσότερο.
-Τι θέλεις δηλαδή; Να μην μιλάμε στους ανθρώπους; Της φώναξε
-Στους ανθρώπους! Τον ειρωνεύτηκε. Στις πουτάνες θέλεις να πεις.. γιατί τι νομίζεις πως ήταν αυτή; Μια πουτάνα είναι που ήθελες να τη γαμήσεις!
Έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Δεν ήξερε τι να πει. Συμμαζεύτηκε στις σκέψεις του και κατάλαβε πως αυτό θα γινόταν τεράστιο πρόβλημα.
Εκείνο το βράδυ, το ξεπέρασαν σχετικά εύκολα. Πήγαν στο σπίτι, και πράγμα περίεργο η Αντιγόνη, σε λίγο καλμάρισε. Δεν μίλησαν άλλο γ’ αυτό. Ξάπλωσαν έκαναν έρωτα κι όλα ήταν μέλι –γάλα, μέχρι το επόμενο παρόμοιο γεγονός.
Ακολούθησαν εκατοντάδες τέτοια καμώματα. Αυτός προσπάθησε με παντοίους τρόπους να της εξηγήσει πως δεν έπρεπε να είναι κατά φαντασία ζηλιάρα αλλά στάθηκε αδύνατο. Η Αντιγόνη σε λίγο θα ζήλευε και τον ίσκιο της. Μετά από κάθε σκηνή ζηλοτυπίας, επακολουθούσε καυγάς, ύστερα κλάματα, φωνές υστερίας πως τάχα ένιωθε όντως αδικημένη. Δεν σταματούσε με τίποτε. Μόλις της καρφωνόταν η ιδέα ότι κοίταξε μια γυναίκα, τελείωσε.

-Γαμάς την γειτόνισσα μωρέ! Του φώναξε μια μέρα και τους άκουγε κόσμος.
Και μετά από κάθε γεγονός κλαίγοντας του ζητούσε συγνώμη λέγοντας πως δεν θα το ξανάκανε. Αλλά, αυτός κουνούσε το κεφάλι και δεν την πίστευε. Έκανε υπομονή, την αγαπούσε, δεν ήθελε να τη χάσει. Απηύδησε όμως,τον έβγαζε από τα ρούχα του. Δεν ήταν μια συνηθισμένη ζήλια για να το πάρεις αστεία. Εδώ επρόκειτο για αρρώστια. Σιγά-σιγά τον απομόνωνε από τον κόσμο. Απέφευγε να βγαίνουν μαζί έξω γιατί φοβόταν πως θα τον έκανε ρεζίλι.
Στις αρχές έτρεφε κάποιες ψεύτικες ελπίδες, δεν μπορούσε να πιστέψει πως η ζήλια ήταν τόσο φοβερή αρρώστια. Σιγά αλλά σταθερά, η ζωή τους έγινε κόλαση. Η ασυνεννοησία τα νεύρα μεταξύ τους μεγάλωναν την κατάντια. Πολλές φορές έκαναν βδομάδες ανταλλάξουν ματιά, ν αγγίξει ο ένας τον άλλον. Κοιμόνταν στο ίδιο κρεβάτι, μα τους χώριζε ένας τοίχος.
Έκανε μερικές προσπάθειες ακόμη. Κάποιο βράδυ, κάλεσε έναν κοινό τους φίλο στο σπίτι για φαγητό και αντελήφτηκε ότι είχε αρχίσει να ζηλεύει και τους άντρες.
-Σε κλαίω, του είπε, ο φίλος στην πόρτα, όταν προφανώς αηδιασμένος από την αφόρητη και πιεστική κατάσταση, κατάλαβε το μέγεθος της συμφοράς. Σήκω φύγε, όσο είναι νωρίς. Η ζήλια την έχει τρελάνει.

Όταν έφυγε, έγινε το μάλε-βράσε. Η Αντιγόνη του επιτέθηκε, τον χτύπησε, τον γρατσούνισε. Αυτός δεν την χτύπησε-δεν την είχε χτυπήσει ποτέ, θεωρούσε ανέντιμο να δέρνει κανείς μια γυναίκα, και απλά προσπαθούσε να τη συγκρατήσει. Αλλά εκείνο το βράδυ δεν άντεξε. Μόλις την άκουσε να του λέει πως γαμιόταν με το φίλο του, πετάχτηκαν οι φλέβες στο λαιμό του και της έσκασε δυο σκαμπίλια. Τότε, έγινε το χειρότερο. Ούρλιαξε σαν μανιακή, φώναζε, έβριζε, σήκωσε την γειτονιά στο πόδι. Ήρθε η Αστυνομία και τους πήρε στο τμήμα. Οι μπάτσοι, που την είδαν ματωμένη, την παρότρυναν να του κάνει μήνυση. Τον κοίταζαν σαν εγκληματία και τον κράτησαν αυτόφωρο.
Παρ’ όλα αυτά, η Αντιγόνη, πήγε και τον πήρε το πρωί από την Αστυνομία. Δε μίλησαν. Βγήκαν στο δρόμο και προχωρούσαν. Του πρότεινε να καθίσουν κάπου για καφέ. Παραξενεμένος την ακολούθησε. Κάθισαν και για χιλιοστή φορά, του είπε πως θα άλλαζε, πως έφταιγε και του ζητούσε συγνώμη κλαίγοντας. Με κρύα καρδιά, μισοσυμφώνησε. Δεν την πίστευε, είχε πάρει την απόφαση να φύγει από κοντά της αλλά χωρίς να το καταλάβει γιατί, έμεινε.
Πέρασαν μερικές μέρες, το σπασμένο γυαλί δε κολλούσε. Απλά υπήρχαν εκεί, μέχρι ένα βράδυ που γύρισε λίγο αργά, σκοτωμένος από την ανημπόρια του ν αλλάξει τη ζωή, ν’ αλλάξει τους ανθρώπους, μπήκε στο σπίτι και η διάθεση του ήτανε χάλια. Πήγε στην τουαλέτα, είδε τον εαυτό του στον καθρέφτη και λυπήθηκε για την εικόνα του. Αξύριστος, ακούρευτος-πως είχαν μεγαλώσει τόσο τα μαλλιά του;- κακοντυμένος, ποτέ δεν θυμήθηκε τον εαυτό του έτσι. Η ψυχή του ήτανε άδεια.
Άκουσε το τέρας να φωνάζει και να τον βρίζει από την κρεβατοκάμαρα κι ανταριάστηκε περισσότερο.
-Που ήσουνα ρε αλήτη! Πάλι σ’ αυτή την πουτάνα ήσουν;
Συφοριασμένος, στάθηκε στην πόρτα και την κοίταξε με απεριόριστη λύπη. Λύπη και απόλυτο οίκτο.
-Τι θέλεις; Είπε ήσυχα
-Τι θέλω; Έκανε λες και είχε έρθει η καταστροφή του κόσμου. Μου τα είπαν ρε μαλάκα! Σε είδαν να μιλάς με την ξανθιά ! να της πιάνεις το χέρι!
Ποιος ξέρει ποιος ανόητος καλοθελητής την είχε βάλει στην πρίζα
Δεν της απάντησε. Τι να της έλεγε; Πήγε στην κουζίνα, κάθισε στο τραπέζι, σκεφτικός.
-Αλλά δεν σε συμφέρει, γι αυτό δεν απαντάς, συνέχισε να φωνάζει. Την γάμησες ρε μαλάκα! Είναι καλύτερη αυτή από μένα; Έχεις μια γυναικάρα μωρέ μαλάκα και πηγαίνεις με τις πουτάνες! Αλλά θα πάω κι εγώ! Θα γίνω κι εγώ πουτάνα να μου το θυμηθείς.
Επέστρεψε και συνέχισε να την κοιτάζει με τα νεύρα τεντωμένα. Του επιτέθηκε. Αυτός προσπάθησε να τη συγκρατήσει, πάλεψαν άγρια, στο διάδρομο, γδάρθηκαν στους τοίχους, παρέσυραν το τραπέζι της κουζίνας, έσπασαν τα ποτήρια που βρέθηκαν επάνω του. Σύρθηκαν ξανά στην κρεβατοκάμαρα και συνέχισαν να παλεύουν, ώσπου κάποια στιγμή, κατάφερε να την ακινητοποιήσει . Της κράτησε τα χέρια καρφωμένα στο κρεβάτι και με το σώμα του ακουμπισμένο στην κοιλιά της, την κοίταξε στα μάτια. Αυτή τον κοίταξε με μίσος. Αυτός δεν ένιωθε, παρά μόνο απελπισία, δεν ήθελε τίποτε, μόνο να πάρει τα πράγματά του και να φύγει. Να φύγει όσο πιο μακριά γινόταν και να μην την ξανάβλεπε ποτέ.
Όπως την είχε ακινητοποιημένη, προσπάθησε μάταια να απεγκλωβιστεί, τον έφτυσε κατάμουτρα. Αυτό δεν του το είχε κάνει κανείς άνθρωπος. Ένιωσε αηδία, την άφησε. Σκούπισε τα σάλια από το πρόσωπο του και σηκώθηκε. Πήγε στην ντουλάπα πήρε μια βαλίτσα κι άρχισε να μαζεύει τα ρούχα του. Δεν μιλούσε, δεν είχε τίποτε να πει, είχε εξαντλήσει τα όρια του. Η Αντιγόνη έκλαιγε και ξέσκιζε τα σεντόνια.
Φοβήθηκε, ένα ρίγος έτρεξε στην ραχοκοκαλιά του.Βιαστικά βγήκε στον διάδρομο να μαζέψει μερικά πράγματα ακόμη. Αναστατωμένος, δεν το περίμενε κιόλας, δεν πρόσεξε που η Αντιγόνη τον ακολούθησε κρατώντας το μεγάλο, γυάλινο βάζο.Το εξακόντισε πάνω του, τον βρήκε στο πίσω μέρος του κρανίου. Τα κομμάτια του σκορπίστηκαν παντού, το αίμα κύλησε ποτάμι, έπεσε απνευστί στο μωσαϊκό δάπεδο. Σύρθηκε λίγο κι έμεινε ακούνητος με ανοιχτά μάτια. Είχε πεθάνει.



ΤΕΛΟΣ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...