Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2022

ΑΓΝΈΣ ΚΟΆΛΕΣ

 


 

ΖΩΓΡΑΦΙΣΜΈΝΟΙ ποιητές
 
Όταν έχεις να πεις πολλά
δεν κάνεις τίποτα
ζωγραφισμένοι ποιητές
κι εμείς στα άδυτα;
Όταν έχεις πολλά να κάνεις
μην κάνεις τίποτα
ζωγραφισμένοι ποιητές
κι εμείς στη σκόνη
Όταν έχεις πολλά να πεις
πίνεις ηδύποτα
πετάς λουλούδια απ το μπαλκόνι
σε μιαν αγαπημένη
Και η κόρη της Τενέας
να σου τραγουδεί
την άρχουσα τάξη, χάλκινες φιάλες
οι σαρκοφάγοι μιας αυλαίας
αρχαία ιστορία στου Γουδή
η εργατική τάξη, αγνές κοάλες.

 


Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2022

ΗΜΟΥΝ ΜΙΑ ΓΛΥΚΙΆ ΑΠΆΤΗ

 

 


Για να είμαι σύγχρονος σπατάλησα μια εικόνα από παλιά του εαυτού μου και πολλές ιδέες. Τι είναι ακριβώς ένας σύγχρονος άνθρωπος; Σύγχρονος σημαίνει αυτός που γίνεται την ίδια χρονική στιγμή. Ή κάτι που γίνεται την ίδια χρονική περίοδο ή που είναι της ίδιας ηλικίας. Ταυτόχρονος κατά μία αντίληψη και ν ανήκω στη σημερινή εποχή, μοντέρνος. Είμαι όμως εγώ της σημερινής εποχής; Αφού δεν ξέρω τι γίνεται ακριβώς στην Αμερική στην Ιαπωνία, που λένε πως πάνε πενήντα- εκατό χρόνια μπροστά, άρα εγώ είμαι πίσω, καθόλου σύγχρονος και μάλλον αναχρονιστικός. [Τον μόνο συγχρονισμό που κατάφερα να κάνω στη ζωή μου, ήταν με ολίγιστες κυρίες στο κρεβάτι- να έρθεις δηλαδή σε ταυτόχρονο οργασμό και μη νομίζεις πως αυτό είναι εύκολο.] Και για να επανέλθω στη σοβαρότητα της κουβέντας, υποθέτω πως κανένας άνθρωπος δεν είναι ακριβώς σύγχρονος. Πάντα θα πηγαίνει λίγο μπροστά ή λίγο πίσω. Κατά τα φαινόμενα, μεγαλώνοντας, μένεις πίσω. Δεν προλαβαίνεις τις καινούριες ιδέες, τον καινούριο τρόπο, τις νέες αντιλήψεις των ανθρώπων που ακολουθούν.




Μάζεψα ότι έπεφτε στο πάτωμα
ήμουν μια γλυκιά απάτη.

Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΔΩΡΟ…

Η ζωή είναι δώρο: από τους λίγους στους πολλούς, από αυτούς που έχουν και το ξέρουν σε αυτούς που δεν έχουν και δεν το ξέρουν.

Ο Αμεντέο Μοντιλιάνι είπε αυτή τη φράση που θεωρείται ως ποιητική διαθήκη του στη Λούνα Τσεκόφσκα. Ένα μήνα προτού πεθάνει.
Έχω κάνει από παιδί, άπειρες αντιγραφές σχεδίων και έργων πολλών ζωγράφων. Μερικοί θεωρούν λίγη αυτή την προσπάθεια αλλά εγώ λέω πως όποιος θέλει να γίνει ζωγράφος θα πρέπει να ασχοληθεί σοβαρά με την διατριβή στο έργο σπουδαίων ζωγράφων. Ο Πικάσο αντέγραφε μανιωδώς από παιδί, ότι εύρισκε μπροστά του. Κατόρθωσε έτσι ν αποκτήσει μια πλήρη εικόνα του σχεδίου, της προοπτικής, του χρώματος κι αργότερα να εφαρμόσει όλες αυτές τις γνώσεις στο έργο του.
Όσοι θεωρούν υποτιμητικό να κάνουν αντιγραφές, μάλλον είναι ανίκανοι να τις πραγματοποιήσουν. Και λογικό είναι γιατί η αναμέτρηση στον καμβά με τέτοια μεγέθη θα τους προκαλεί εμετό!
  Προσωπικά, τώρα βέβαια το κάνω για βιοποριστικούς λόγους. Ένεκα που το αγοραστικό κοινό, σε ένα μεγάλο ποσοστό, δικαίως ή αδίκως προτιμά ν αγοράζει αντίγραφα. [Στην Αγγλία τα αντίγραφα μεγάλων ζωγράφων από άξιους σύγχρονους είναι αυτή την εποχή της μόδας και πωλούνται πανάκριβα.]

Εργαζόμενος πάνω στο Μοντιλιάνι, τώρα που δεν είμαι πια παιδί, προσπαθώντας να πλησιάσω την έκταση της χρωματικής του παλέτας, να εξοικειωθώ με τις επαναλήψεις- στη σάρκα χρησιμοποιεί ώχρα, κίτρινο, κόκκινο, ελάχιστο μπλε, ελάχιστο μαύρο και άσπρο- όσο κι αν δεν δίνει κλασσικές διαβαθμίσεις τους φωτός, έτσι που να γίνει πιστή αντιγραφή του μοντέλου, σαν φωτογραφία, εν τούτοις μου δίνει την εντύπωση πως το καταφέρνει περίφημα και ο βαθμός δυσκολίας αυτού του είδους ζωγραφικής να είναι και να γίνεται άκρως επικίνδυνη γι αυτόν που θα τολμήσει να τον πλησιάσει. Σχεδιαστικά φαίνεται εύκολος αλλά δεν είναι. Νοηματικά οι φιγούρες των προσώπων και σωμάτων του, εμπεριέχουν κάποια μεταφυσική ταυτότητα. Αυτές οι συνήθως αποστεωμένες μορφές, οι χωρίς μάτια εκφράσεις, οι απογοητευμένες κινήσεις των χεριών, τα σφιγμένα χείλη, τα πρόσωπα που δε γελούν ποτέ- δεν έχω δει κάποιο χαμόγελο σε κανένα πορτρέτο του, μάλλον κάποιο υπομειδίαμα υποβόσκει, κατορθώνουν τελικά να μετουσιώνουν το ακίνητο της ζωής σε κάποιο αόριστο νόημα: πως υπάρχουμε και ακίνητοι.






 

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

ΞΥΠΝΗΣΕΣ

 


 

Ξύπνησες;
NAI EIXA ΞΕΧΑΣΕΙ ΤΟ ΤΖΙΠ ΕΞΩ ΑΠΟ ΜΑΓΑΖΙ ΚΙ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΤΟ ΠΑΡΩ­­
Και σκεφτόσουν όλη νύχτα να μου απαντήσεις
ΟΧΙ ΑΠΑΝΤΗΣΑ ΑΜΕΣΩΣ­­
Τι δουλειά κάνεις;
ΕΣΥ ΤΙ ΩΡΑ ΞΥΠΝΗΣΕΣ ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΜΙΛΑΜΕ ΝΑ ΜΙΛΑΣ ΜΟΝΟ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΔΙΟΤΙ ΧΘΕΣ ΜΙΛΟΥΣΕΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ­­
ΥΠ, ΥΠ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ .!­­
Ζητας δηλαδή προνόμια; και ποια είσαι εσυ;
ΚΑΜΜΙΑ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ ΚΟΥΚΙΔΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΟΓΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΜΕ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ­
Πάλι δε σε κατάλαβα! πρέπει να είμαι βλάκας! τι δεν κατάλαβα ;
ΟΤΙ ΔΕΝ ΖΗΤΑΩ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΑΣ ΠΟΥΜΕ ΑΠΛΩΣ ΕΤΥΧΕ ΝΑ ΔΩΣΩ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΠΕΤΥΧΩ­­ .ΣΤΡΑΒΟΞΥΠΝΗΣΕΣ ΚΑΛΕ ΜΟΥ­­
Αυτό είναι που δεν κατάλαβα; Οχι, δεν στραβοξύπνησα. Ίσα-ίσα είμαι μια χαρά. Απλά δε μου απαντάς σ αυτα που σε ρωτάω και έχω κλείσει όλα τα υπουργεία για να μιλήσω μαζί σου όπως θέλεις…
Σ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΚΑΝΕ ΕΡΩΤΗΣΗ­­
Τι θέλεις από μένα;
ΜΕ ΠΡΟΣΒΑΛΛΕΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΛΕΣ ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ ΠΩΣ ΕΠΕΙΔΗ Κ ΕΓΩ ΓΡΑΦΩ ΕΧΟΥΜΕ ΚΟΙΝΗ ΛΟΓΙΚΗ Κ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΑ ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ ΜΑΖΙ ­­ ΕΣΥ ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΝΑ ΒΑΡΒΑΡΕ ­­
Μη δυσκολεύεσαι ,οκ, πες μου απλά, τι δουλεια κάνεις; είσαι παντρεμένη με παιδιά..πες μου κάποια πράγματα για σένα..ασε τα γραψίματα. Άλλη ώρα.
ΕΙΜΑΙ ΧΩΡΙΣΜΕΝΗ ΜΕ ΚΟΡΗ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ Κ ΓΙΟ ΣΤΟ ΛΥΚΕΙΟ ΟΜΑΔΑ ΑΙΜΑΤΟΣ Β ΘΕΤΙΚΟ ΥΨΟΣ 1.64 ΚΙΛΑ 63 ΚΑΣΤΑΝΗ ΜΕ ΜΕΓΑΛΑ ΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΧΕΙΛΗ ­­ ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΣΕ ΚΑΛΥΨΑ ­­
..Και ζεις;
ΖΩ ΕΙΜΑΙ ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΓΡΑΦΩ ΑΠΟ 7 ΧΡΟΝΩΝ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ Ο ΜΕΣΟΣ ΟΡΟΣ ΣΕ ΤΙΠΟΤΑ ΜΟΥ ΣΠΑΣ ΤΑ ΝΕΥΡΑ
Καλά κάνω. Να υποθέσω πως είσαι κοντα στα πενηνταπέντε;
ΟΧΙ ΛΑΘΟΣ 65
Δεν θυμάμαι κανέναν μ αυτά τα ελαττώματα να πήγε μπροστά.
ΈΧΕΙς ΔΈΚΑ ΔΕΥΤΕΡΌΛΕΠΤΑ Ν ΑΠΑΝΤΉΣΕΙς ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΚΑΤΙ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΑΠ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΔΕΝ ΞΑΝΑΜΙΛΑΜΕ ΕΧΕΙΣ ΠΕΝΤΕ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ ΓΙΑΤΙ ΜΟΥ ΕΠΙΤΕΘΗΚΕΣ ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ΟΤΙ ΗΘΕΛΕΣ ΝΑ ΤΑ ΛΕΜΕ ΑΝ Σ ΕΝΟΧΛΕΙ ΠΕΣΤΟ ΚΑΙ ΘΑ ΧΑΘΩ­­
Δεν υπάρχει καμια επίθεση. Ο τρόπος είναι έτσι, κοφτός όταν πρέπει. Μην διακιολογείσαι, εγω δεν παραπονιέμαι για τίποτα.
ΠΕΣ ΜΟΥ ΤΙ ΔΙΑΟΛΟ ΘΕΛΕΙΣ

 

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2022

ΘΥΜΑ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΎ ΣΟΥ

 

 


 

Το απόγευμα με τον ήλιο κατάφατσα, ανέβηκα στον φαλακρό λόφο
εκεί που τελειώνουν τα δέντρα.
καθώς το φως λιγόστευε κι ήταν αλλιώς ωραία να σε σκέφτομαι.
Να λογίζομαι ένα θύμα του εαυτού σου
και είναι δύσκολο να το καταλάβουμε αυτό.
Πως είμαστε ένα κομμάτι της πέτρας και της μοναξιάς-αλλά περήφανα ωραία!
κοίταζες πάντα ανάμεσα από το χρώμα του κλάματος,
όμως ακόμα κι εκεί στου Μεταξουργείου το μέρος,
όπου οι ανθρώπινες δυστυχίες κυλούν στο πεζοδρόμιο,
όπου η πείνα του Χάμσουν, ξανάρχεται σαν μητέρα,
όπως η Μήδεια των ανθρώπων να σφίγγει τις πνοές.
Και θα μπορούσαμε να ταξιδεύουμε συνέχεια πάνω στον φαλακρό λόφο,
λέγοντας πως είναι σπουδαίο να ταξιδεύουμε μαζί,
όταν οι άλλοι θέλουν να μας χωρίσουν.
Εσύ θα έλεγες πως πρέπει να είμαι ευχαριστημένος επειδή ήμουν μαζί σου
στο Μεταξουργείο και αλλού,
γιατί οι άνθρωποι δεν έχουν χρόνο ή και δε θέλουν ν ανταμώνουν πολύ!
Το ξέρεις πως οι άνθρωποι αντέχουν τη μοναξιά πιο λέφτεροι από τα πουλιά;

 

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2022

ΤΙ ΖΩΓΡΑΦΊΖΟΥΜΕ

 

 


Έχει σημασία ποιο πρόσωπο απεικονίζει ένα έργο; αν είναι καλό ή κακό; δηλαδή αν ζωγραφίζουμε έναν άγγελο ή μια κακίστρα; εμένα δε μ ενδιαφέρει ποιος είναι, τι είναι και τα λοιπά..[κάποιοι από σας πιστεύεται πως ένας "καθώς πρέπει" ζωγράφος δεν μπορεί να ζωγραφίζει ταυτόχρονα την Κατερίνα Γώγου και τον Μητσοτάκη!] Ανόητη σκέψη γιατί μ αυτή την άποψη θα ζωγραφίζαμε μόνο το καλό για τους πιστούς και μόνο το επαναστατικό για τους κομμουνιστές. Εγώ θα υπερασπιστώ τη θέση μου, πρώτα γιατί σαν επαγγελματίας δεν μπορώ και ούτε θέλω να απορρίψω κάποιον επειδή είναι κακός και κάποια επειδή είναι άσχημη! [έτσι μου είπε μια γνωστή, τι να φτιάξεις από μένα κι έμεινα άγαλμα]. Εν τω μεταξύ, αυτά τα άτομα τύπου Μαρινάκη κλπ έχουν ζωγραφικά πολύ ιδιαίτερη σημασία σαν μοντέλα και βγάζουν συναισθήματα για την πραγματική ζωή μας. [δείτε τα μοντέλα και τα σώματα του Λούσιαν Φρόιντ και γενικά τις φιγούρες του και θα καταλάβετε τι εννοώ] Σκέφτομαι και συγγραφικά όταν ζωγραφίζω γιατί, δε θα γράφαμε ποτέ για τον Ρασκόλνικοφ, ποτέ για τον Ιάγο, για τον Ιούδα, αν ακολουθήσουμε τις συμβουλές κάποιων υποστηρικτών της μιας μόνο άποψης. Ένας ζωγράφος πρέπει να ξέρει τα πάντα κι ένας συγγραφέας όλα όσα υπάρχουν και δεν υπάρχουν σ αυτόν τον κόσμο.

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2022

ΜΙΚΡΌΣ ΚΑΙ ΜΕΓΆΛΟΣ ΚΌΣΜΟΣ

 

 


Πέρα στο γρέκι του Βαγγέλη Κουφού ήτανε νύχτα του Απρίλη με φεγγάρι ολόγιομο. Ο Βαγγέλης κοιμόταν στην παράγκα, δίπλα στα πρόβατα, παρέα με τον Μήτση Πλιάτσικα τον αδερφό μου κι εγώ παραδίπλα, κουκουλωμένος με μια βρώμικη κουβέρτα, οχτάχρονος πια, καταλάβαινα ή νόμιζα πως άρχιζα να καταλαβαίνω ότι γινόταν μέρα και νύχτα σ αυτό τον κόσμο. Ο Μήτσης ήταν ήδη δεκαεφτάχρονος και δούλευε μπιστικός μαζί με τον χαζό στα πρόβατα κάποιου που δε θυμάμαι τα όνομα του και με είχαν πάρει μαζί τους να τους βοηθήσω. Το χτήμα με τις στάνες ήταν του χαζού Βαγγέλη που ροχάλιζε τώρα, ενώ εμένα δε με έπαιρνε ο ύπνος., όταν ακούστηκαν ποδοβολητά από πέντε-έξι άλογα, άγριες φωνές και βλαστήμιες.
Οι καβαλάρηδες ξεπέζεψαν μπροστά από την στάνη, εμείς πεταχτήκαμε έξω. Ήταν ο Τηλέμαχος Καραδήμος με άλλους από το σόι του. Εγώ στάθηκα λίγο παράμερα, ο Βαγγέλης κοίταζε φοβισμένος, ο Μήτσης μάλλον άφοβος.
-Δεν έκαμες καλά Βαγγέλη, είπε γελαστός, περιπαιχτικά ο Τηλέμαχος. Εσύ είσαι καλό παιδί, γιατί πείραξες τα σύνορα μας;
Ο χαζός άνοιξε τα μάτια του.
-Σουτ! μη μιλάς! Αγρίεψε. Έλα, πάμε να τα ξαναβάλουμε στη θέση τους κι άμα τα ξαναπειράξεις θα σε πάω στο δικαστή, άκουσες! Και του ριξε μια με την γκλίτσα στην πλάτη.
Ο Βαγγέλης έκλαψε καθώς τον έσερναν να πάνε στα σύνορα των χωραφιών.
Ο Μήτσης κι εγώ ακολουθήσαμε. Φτάσαμε στα σύνορα, οι άντρες του Τηλέμαχου ξερίζωσαν τους φράχτες, γκρέμισαν τους τοίχους, έκοψαν τα δέντρα με τσεκούρια, έβαλαν φωτιά, όρισαν τα καινούργια σύνορα, αφήνοντας στον Βαγγέλη μόνο την παράγκα και μια στάλα χώμα. Φεύγοντας ο Τηλέμαχος πάνω από το άλογο, έβγαλε από την τσέπη του γιλέκου του μια λίρα. Την πέταξε ψηλά, την ξανάπιασε στην παλάμη του κι ύστερα την έριξε στα πόδια του Βαγγέλη.
-Πάρτην! Για να ξέρεις πως εγώ είμαι τίμιος άνθρωπος! Εντάξει;
Αυτός έσκυψε και πήρε τη λίρα σκουπίζοντας τα μάτια του, χαρούμενος.
-Ευχαριστώ! Ευχαριστώ! Έλεγε συνέχεια.
Εγώ είχα πάει στην εξώθυρα της στάνης ακουμπισμένος στον πάσαλο της. Πέρασαν μπροστά μου οι καβαλάρηδες και τελευταίος ο Τηλέμαχος που σταμάτησε μπροστά μου και τα μάτια μας συναντήθηκαν. Εγώ τα έσμιξα σκληρά όπως θα συνήθιζα από τότε, αυτός προσπάθησε ν αστειευτεί.
-Εσύ είσαι ο Κωστάκης του Φώτη; Του κουμπάρου μου; [είχε βαφτίσει τον Αχιλλέα.] Είσαι καλό παιδί εσύ, φαίνεσαι, να, πάρε ένα τάλιρο για σοκολάτες.
Πήρα από κάτω το τάλιρο μαζί με χώμα και του το πέταξα στο πρόσωπο. Ύστερα γύρισα κι έφυγα ατάραχος. Αυτός έμεινε να με κοιτάζει απορημένος χουφτώνοντας το κέρμα με το χώμα πάνω στο καλοξυρισμένο του πρόσωπο.

 

Απόσπασμα από τη ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΉΣ

 

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2022

ΓΡΆΦΟΥΜΕ ΌΛΟΙ

 

Άμα γράφεις κάτι να χει και καμιά αξία, αλλιώς γιατί να το κάνεις; Από προσωπική ευχαρίστηση; τι νόημα έχει να σκοτώνεις και τις λέξεις;  και τι ευχαρίστηση είναι αυτός ο βασανισμός της έκφρασης; Ένα λιμάνι χωρίς να ξέρεις που βρίσκεται, τι σε νοιάζει αν σκοτώνονται κι εκεί οι άνθρωποι; αλλιώς το είπε ο άλλος και δεν πρόλαβες να το συγκρατήσεις, κάτι σαν, αφού δεν ξέρεις σε ποιο λιμάνι πηγαίνεις, τι σε νοιάζει ποιος άνεμος φυσάει; ναι, έτσι θα είναι και συ μπέρδεψες τους σκοτωμούς των ανθρωπων, είναι κι αυτό μια αξία, να το πιστεύεις πως οι άνθρωποι είναι τίμιοι, τι χρειάζεται η ηθική σε έναν ανήθικο κόσμο; όμως αυτά τα δυο πρέπει να συνεξελίσσονται, δεν υπάρχει πια μόνον Δαρβίνεια εξέλιξη και η ασταθής ισορροπία του σύμπαντος κυριαρχεί στις νεώτερες διαπιστώσεις των φιλοσόφων αλλά, ναι, αυτό το λιμάνι που δεν ξέρεις ποιος άνεμος φυσάει και άραγε δε σε ενδιαφέρει γιατί να υπάρχει στις άκρες του μυαλού σου; και δηλαδή θες να μας πεις πως αυτά που αραδιάζεις τώρα εδώ έχουν κάποια αξία και άρα χρειάζεται να γραφούν, να γίνει δηλαδή αυτός ο κόπος, να τα διαβάσουν κάποιοι και να βγάλουν ένα ρεζουμέ αλλιώς τι νόημα έχει αυτό το μπλογκ;



Άμα γράφεις κάτι, να έχει αξία αλλιώς γιατί να το κάνεις. Για να γεμίσεις το κενό, τον χρόνο της πλήξης κι ένα παράξενο φίλιωμα με τις γραμμένες λέξεις; λέξεις γραμμένες στη σειρά επιβεβαιώνουν κάποιο νόημα, είναι σίγουρο αυτό αλλά γιατί οι γυναίκες υπερέχουν συντριπτικά στο μπλογκινκ; ίσως αυτές έχουν μεγαλύτερη ανασφάλεια; ή την δείχνουν. Μάλλον έτσι θα είναι. Οι άντρες είναι πιο ισχυροί σ αυτό το σημείο, είναι πιο δυνατοί στην ανασφάλεια αυτού του κόσμου, πιο εγκρατείς, περισσότερο συγκροτημένοι-έτσι νιώθω σαν άντρας, αυτό σας μεταφέρω. Όμως, σίγουρα πιο δυνατοί είναι οι ερμαρφρόδιτοι, τι παλιολέξη κι αυτή! αν και την καταλαβαίνω ποτέ δεν της έδωσα την απαραίτητη προσοχή, κάτι σαν αρσενικοθήλυκο μου θυμίζει και αυτό πιστεύω πως θέλει να επεξηγήσει, πως δηλαδή θα είναι ο κοντινός στον μέλλον προς εμάς άνθρωπος, [τώρα δεν έβαλα και σε τόσο καλή σειρά τις λέξεις αλλά πάλι με λίγη προσπάθεια θα καταλάβετε τι θέλω να πω].

Και χωρίς να θέλω να επανέλθω στο λιμάνι, ο άνεμος με σπρώχνει πάλι κατά εκεί. Τί νόημα έχει να γράφουμε όλοι; και θα μου απαντήσεις γιατί όχι; όπως μιλάμε έτσι και γράφουμε! τι σε νοιάζει εσένα αν φυσάει ούριος η σιμούν; λίβας ή σορόκος; το λιμάνι ποτέ δε θα είναι το ίδιο και το ξέρεις, όπως πρέπει να ξέρεις πως οι άνθρωποι χρειάζεται να γράφουν, ένα σημείωμα, μια στροφή ενός ποιήματος, ένα σύγγραμμα, μια μελέτη, είδες που βρήκες άκρη στη μέση του ανέμου και στην άκρη του λιμανιού;

 

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2022

ΚΟΛΟΚΎΘΙΑ

 


 

Τελικά αυτά τα κολοκυθάκια είναι περίεργα πράσινα. Όταν τα κάνεις τηγανητά, αν και νομίζεις πως είναι εύκολα, σου βγάζουν την πίστη. Δεν είναι εύκολα τα κολοκυθάκια κι ας τα υποβιβάζουμε. Μαυρίζουν, καίγονται, μένουν άψητα τα μισά και μη μου πεις πως δεν ξέρω να τηγανίζω κολοκυθάκια! Άμα δε τ αλευρώσεις την έβαψες! μένουν άβραστα από μέσα, ωμά και δεν υπάρχει χειρότερη γεύση από ωμό κολοκύθι. Θυμάμαι τον Στέλιο Αναστασιάδη, μέγα ζωγράφο και μαγειρευτή, που τα κολοκυθάκια δύσκολα τα συμπεριμάμβανε στο μενού του, εκτός από τα βραστά.
Τώρα, βέβαια κι εμένα βραστά κάτι μου λένε. Λεμονάκι, σκορδάκι, κανένα άλλο χόρτο, γεμίζει μια σαλάτα, λες κάτι έφτιαξα να γεμίσω το στομάχι και αν σκέφτεσαι σαν εμένα, πως αν τρώμε για τη νοστιμιά και τη λιχουδιά, σύντομα θα γίνουμε κοιλιόδουλοι, την έβαψες.
Βέβαια τα κολοκυθάκια πρέπει να τα βράζεις ξεχωριστά από τα άλλα. Γιατί, αλλιώς δε θα βράσουν ποτέ και θα είναι άνοστα σαν κολοκύθια!
Φυσικά στα παιδιά δεν αρέσουν τα κολοκύθια. Προτιμούν να τα κλωτσούν σαν μπάλες στην αλάνα παρά να τα γεύονται, ούτε εμένα μου άρεσαν όταν ήμουν παιδί. Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, τα βλέπω συμπαθητικά.

 

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2022

ΜΕΓΆΛΟ ΜΠΟΥΚΈΤΟ

 


 

Τα κοντινά πλάνα μιας ζωής που τείνει να ξεφύγει από την ηρωοποίηση και να ξεπέσει στη χλεύη, που δεν προσπάθησε τουλάχιστον να καταλάβει ότι φάγαμε μεγάλο μπουκέτο, ακόμη κι ότι μας κορόιδεψαν οι πιο έξυπνοι από εμάς του πολυτεχνείου κι εμείς ούτε να κλάψουμε δεν μπορούμε γιατί απατηθήκαμε και τώρα που το καταλαβαίνουμε, νιώθουμε σαν τη ζηλιάρα σύζυγο, σαν τον ανόητο εραστή μιας γλαφυρής εποχής, επαναστάτες της γλυκοπατάτας, περάσαμε τα πιο ωραία χρόνια μας, τόσο, μα τόσο γλυκά! σαν όνειρο! σαν μια οξεία αστροπελέκι, τόσο ωραίο ήταν το παραμύθι που μας βόλεψε, θα έρθω και στο ξεβόλεμα, καμιά αντίρρηση πως τώρα είμαστε χειρότεροι, κι αν έρθει έστω ένας βλάκας να υποστηρίξει το αντίθετο θα κάνω χαρακίρι στην πλατεία Αβάθης, όμως η πραγματικότητα είναι πιο οικτρή, χείριστη των προηγουμένων αφού οι σημερινοί σύντροφοι ούτε στα μάτια δεν μπορούν να κοιταχτούν, πόσο δε μάλλον ν αγκαλιαστούν και να φιληθούν, τ αδέρφια, και οι γυναίκες τους, οι φίλοι, τα ξαδέρφια δεν μπορούν να πιστέψουν πως τους χώρισαν σε 80 με 20 τοις εκατό, σε βολεμένους και αβόλευτους σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους, το τραγικότερο μέρος της κατάληξης ενός πολιτισμού, χωρίς ποτέ να καταλάβει το 80 τοις εκατό πως έχει άδικο! δεν κερδίζει η πλειοψηφία ποτέ! μόνο κάποιοι λίγοι έφτιαξαν το δικό μας πολυτεχνείο, μόνο κάποιοι λίγοι θέλουν να μας σκοτώσουν όλους και, το δραματικό, το σημερινό, είναι αυτή η απάτη της αρρώστιας του παγκόσμιου φόβου, της παγκόσμιας δικτατορίας που θέλουν να επιβάλλουν πάλι κάποιοι λίγοι, αυτή είναι η δραματική αλήθεια που ζούμε παραμονές μιας ηρωικής πράξης εμάς των ιδίων πριν από λίγα χρόνια αλλά που μοιάζουν τεράστια μακρινά σύμφωνα με την εξέλιξη που πήρε η σημερινή ζωή μας, και, ένα πράγμα απομένει στο κοντινό μας πλάνο, αφού δεν έχουμε τη δύναμη ν αντισταθούμε στον καινούργιο όλεθρο που ετοιμάζουν οι φωστήρες της παγκόσμιας καταστροφής, να μπορέσουμε τουλάχιστον να τους πούμε κατάμουτρα: είστε οι χειρότεροι κάτοικοι αυτού του πλανήτη, εσείς οι λίγοι που κυβερνάτε τους πολλούς κι εσείς οι πολλοί που φοβάστε και πιστεύετε αυτούς τους λίγους.

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2022

ΚΟΙΝΉ ΓΑΡ Η ΤΎΧΗ;

 


Πολλά είδες, πολλά έμαθες, πολλά θα πάθεις. Έτσι μου είπε
μια τσιγγάνα εν ευθέτω χρόνο πριν από καιρό, όταν ήμουν
πολύ νέος. Τότε δεν της έδωσα και πολύ σημασία. Αργότερα,
όποτε μου ερχόταν στο νου η σκηνή με την όμορφη τσιγγάνα
να μου κρατάει το χέρι, να με κοιτάζει στα μάτια,
στραφταλίζοντας τα δικά της, σκεφτόμουν πως αυτό μου θύμιζε
ρήσεις από σοφούς. Ή στίχους ποιητών. Στίχους από τον όμηρο
όπως: «Πολλών δε ανθρώπων οίδεν άστεα και νόον έγνω»,
ο πολύπαθος Οδυσσέας. Και μαζί μ αυτό, πάντα σκεφτόμουν
γιατί οι άνθρωποι προσπαθούν να μαντέψουν το μέλλον [τους].
Ανέκαθεν συνάρπαζε το γεγονός της μαντείας, να μάθουν τι
πρόκειται να τους συμβεί αν είναι δυνατόν με την
παραμικρότερη λεπτομέρεια. Εμένα αυτό μου φαίνεται, νοσηρό,
ανόητο, ανιαρό. Συνάμα αφόρητα τραγικό. Τι νόημα έχει να
ξέρεις πως θα ζήσεις; Πως θα πεθάνεις; Αν δηλαδή πεθάνεις
άρρωστος με αφόρητους πόνους από αρρώστεια ή το παιδί σου
θα σκοτωθεί σε αυτοκινητικό και άλλες τέτοιες παρόλες;
Οι αρχαίοι λαοί, όλοι ανεξαιρέτως είχαν τους μάντεις, που
δυστυχώς έπρεπε να προβλέπουν και τα καλά και τα κακά και
τότε αλίμονο τους! Φανταστείτε την Κασσάνδρα με αυτή την
απίστευτη τιμωρία των θεών να προμαντεύει μόνον τα κακά!
Σήμερα έχουμε τα μέντιουμ, τις χαρτορίχτρες, χίλιες δυο
παραλλαγές αυτής της ανοησίας. Ανθούν, κοροϊδεύουν,
κοροϊδεύονται, προβλέπουν στα άστρα την μοίρα; Την τύχη των ανθρώπων. Κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατο, είπαν οι
αρχαίοι σοφοί. Ρήση με την έννοια στραμμένη στην επιστήμη,
στη ζωή όπως είναι στη ζωή χωρίς δεισιδαιμονίες και αερικά. Τελειώνοντας με τους κάθε λογής μάγους, θα πω πως, αυτοί
αιώνια προσπαθούν να φοβίσουν τον απλό ανθρωπάκο γιατί
έτσι θα είναι πιο εύκολο το έργο τους αλλά και το έργο μιας
ανεκτικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας στηριγμένης στο μαγικό
κόσμο του Χάρι Πότερ, στον μάγο του Οζ.

 

 

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022

Ο ΣΚΎΛΟΣ ΚΙ Η ΒΡΟΧΉ

 


 

Ο σκύλος και η βροχή
που έρχεται
ο καθένας άνθρωπος έχει τη δικιά του ευτυχία
γαμημένο αλκοόλ
οι μικροί δε βλέπουν ότι κάτι μύρισε άσχημα
ο καθένας άνθρωπος έχει τη δικιά του μούρη
Αν ήταν μόνο τα λεφτά για την ευτυχία θα την είχαν αγοράσει οι λίγοι
αλλά δεν είναι
στην ίδια καρέκλα δεν μπορείς να ξανακαθήσεις
δε γαμιούνται τα χρήματα
Αλλά ο σκύλος και η βροχή που έρχεται
κι όλο είναι μακριά
πόσο ωραία ήσουν κάποτε!
ωραίο αυτό: στην ίδια καρέκλα δεν μπορείς να ξανακαθήσεις
Ο σκύλος στην βροχή
κόλλησε η τρίχα του στο μυαλό
τι να σου κάνει κι ένας σκύλος!
η αλήθεια είναι πως πρέπει να
σκεφτόμαστε σοβαρά αλλά δεν μπορούμε, πάντα
ή ποτέ
η ζωή μας είναι δυστυχώς ασόβαρη
ζυγίζει από την ελαφριά
όχι άλλο, φτάνει το τίποτα και το μηδέν και
ας πούμε κάτι ωραίο να ξεφύγουμε απ τον πόνο:
κόκκινα τριαντάφυλλα ξεχύθηκαν στο βάζο
-απ της αγάπης να ξεφύγουμε το κάζο
ποιος αγάπησε και δεν είναι δυστυχής
Ο σκύλος στη βροχή κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό
δεν είναι που δεν αγαπήσαμε τα ζώα,
τα δέντρα και τη λύπη μας
για όσα παίρνει ο ποταμός που τρέχει
και δεν τον νοιάζει γιατί φοβούνται οι άνθρωποι

 

Η ΑΠΌΛΥΤΗ ΔΥΣΤΥΧΊΑ ΤΩΝ ΆΛΛΩΝ 3

 


Είπε να τον χτυπήσει στο αφτί, επειδή δεν επρόκειτο ν ακούσει αυτά που έλεγε. Αυτός τα έβλεπε και τα άκουγε όλα αλλά γιατί; Ένας άνθρωπος που είχε τρία σκουλαρίκια στο δεξί αφτί, αυτόν σκεφτόταν να χτυπήσει, δίπλα σε μια κυρία με αλογοουρά, όχι και τόσο όμορφη, τρείς άλλοι άνθρωποι γύρω τους, ο ένας πιο ηλίθιος απ τον άλλον. Η γυναίκα στρογγύλευε το στόμα σαν γαρύφαλλο όπως οι ερωτευμένες. Μια άλλη γυναίκα διάβηκε με δυο μωρά, το ένα στην αγκαλιά, το άλλο χάμω. Ο άνθρωπος με το κόκκινο μπουφάν τηλεφωνούσε στη δική του γυναίκα. Αυτή που καθόταν με τον σκουλαρικά δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τον αγαπούσε, οι απέναντι κάπνιζαν κι έπιναν απαίσιο αλκοόλ. Του ερχόταν να ξεράσει, να κάνει έμετο, να φτύσει ή να πεθάνει. Βέβαια αυτό δεν ένοιαζε κανέναν αλλά γιατί να πέθαινε τώρα; Τότε πρόσεξε πως το βιβλίο που διάβαζε «Το πορτραίτο του καλλιτέχνη»του Τζόις ήταν γραμμένο με πολυτονική, με περισπωμένες, δασείες και λοιπά.
-Πρόσεχε τα λόγια σου! άκουσε πίσω του μια φωνή, σαν από μυστήριο τρένο και ξανασκέφτηκε πάμπολλες φορές γιατί το πορτραίτο να γράφεται με αι και όχι με έψιλον. Πορτρέτο. Κι αυτά τα δυο ρ, μάλλον πλεονασμός του μοιαζε.
Ένα μυρμήγκι περπατούσε στο τραπέζι του. Μικρό-μικρό κι ασήμαντο, ούτε του ενός χιλιοστού, το κοίταζε και σκέφτηκε να το λειώσει με το δάχτυλο του. Τον δείχτη ή τον παράμεσο και το κυνήγησε χωρίς μεγάλη θέληση, να το σκοτώσει δηλαδή, καθώς έτρεχε πάνω στο άσπρο μάρμαρο. Ύστερα το μάτι του έπεσε στο κατακάθι του καφέ στο βάθος του φλιτζανιού. Ποιός ξέρει πόσες μέρες ήταν εκεί, είχε μαυρίσει, είχε πετρώσει. Έβαλε το δάχτυλο να το σπρώξει, το μυρμήγκι ξαναγύρισε και του απέσπασε την προσοχή. Ανέβηκε από το πλάι του μαρμάρου, ξαναβγήκε στην επιφάνεια, ανέβηκε στο πλάι του φλιτζανιού
  και αμέσως χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, κινήθηκε πάνω στο χέρι του. Σίγουρα δεν ήξερε πόσος ήταν ο κίνδυνος που παραμόνευε. Πήγαινε πέρα-δώθε πάνω στον καρπό του δεξιού χεριού του, μπερδεύτηκε με τις τρίχες, το ζευγάρι απέναντι έδωσε ένα ακόμα φιλί, κάποιοι σηκώθηκαν αναποφάσιστοι να φύγουν, δεν ήξεραν που να πάνε. Ένας είχε κρεμασμένο στο λαιμό του Ολυμπιακό μετάλλιο πυγμαχίας, κατηγορίας πυγμαίων. Πυγμαλίωνας. Σπιρτόκουτου. Στρεπτόκοκκου. Το δειχνε περήφανος στον διπλανό του που ήταν ακριβώς το αντίθετο. Ένα βουνό.
Για να ξεφύγει απ την ψυχρή σιωπή, άκουσε τον άντρα να λέει στη γυναίκα δίπλα του: «Πάρτα μωρή να μη στα χρωστάω!» λες και ήταν το πιο απλό πράγμα στον κόσμο.

Μπήκε στην καφετέρια γύρω στις έντεκα. Κοίταξε γύρω του, ερημιά, ακούμπησε την τσάντα στο τραπέζι. Το ύφος του δεν ήταν βλοσυρό, απλά είχε να πιει καφέ δυο μέρες γι αυτό παράγγειλε στο βαριεστημένο γκαρσόν ένα διπλό εσπρέσο. Άναψε τσιγάρο και περίμενε.
Το κτήριο από εξωτερικής απόψεως, όταν μπήκε πρόσεξε την αρχιτεκτονική κατασκευή, ήταν μια απλή πενταόροφη νεομοντέρνα οικία. Μπορεί να ήταν και μεταμοντέρνα, πάντως του Ντίνου γενικά του άρεσαν αυτές οι όψεις. Οι απόψεις.
Στον πρώτο όροφο κατοικούσε το ζευγάρι που μπήκε τώρα φουριόζο στην καφετέρια. Η Αθηνά Βένερμεν και ο Γιάννης Βατικιώτης. Ωραίοι και οι δυο είχαν τις περισσότερες μετοχές, ήταν κληρονόμοι, αυτής ταύτης της κατοικίας.[ Ίσως ανάλυση] Αγαπημένο ζευγάρι, δεν ήξεραν γιατί υπήρχαν σ αυτόν τον κόσμο.
Τότε ήρθε και κάθισε με έναν άλλον καφέ, απέναντι τους το μαγαζί, ο άνθρωπος που είχε νοικιάσει την καφετέρια- ο Ντίνος τους έβλεπε.
Έβγαλε από την τσέπη του κοιτώντας γύρω, ένα μάτσο λεφτά που τα χωσε στη μούρη του Γιάνη Βατικιώτη, πάρτα να μη στα χρωστάω μωρή, δεν το είπε αλλά το εννοούσε και του χαμογέλασε ανάμεσα από μαύρα δόντια ο ιδιοκτήτης της καφετέριας.
-Που θα πάτε σήμερα; Και κοίταζε αδιάφορα πέρα μακριά ρουφώντας τον απαίσιο φραπέ.
-Α, πουθενά είπε η Αθηνά, εδώ θα μείνουμε.
-Πολύ ωραία! Μόρφασε τ αφεντικό. Περιμένω αυτόν που θα μας κάνει την απεντόμωση. Μα και σεις! Τόσα χρόνια δε φροντίσατε να σκοτώσετε τα κουνούπια! Τις κατσαρίδες, τους

συνεχίζεται

 

 

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2022

Η ΑΠΌΛΥΤΗ ΔΥΣΤΥΧΊΑ ΤΩΝ ΆΛΛΩΝ 2

 



Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πηγαίνοντας ν αγοράσει πηλό κόκκινο ή λευκό.
Του άρεσε ο πηλός. Η επαφή με το χώμα με τη γη. Στην ουσία από αυτό ζούσε. Τη σημειολογία την είχε παρατήσει σε κάποιες άκρες του μυαλού του. Εξάλλου στην Ελλάδα ποιος ήξερε τι είναι η σημειολογία; Τρίχες. Κάτι αφηρημένο, κάτι που δεν υπήρχε για τους πολλούς αλλά τίποτε τέτοιο δεν τον ενδιέφερε, νοώντας πως η σκέψη των πολλών για την ύπαρξη των πραγμάτων, δεν τον άγγιξε ποτέ. Όταν επέστρεψε από το Χιούστον, που ποτέ δεν παινεύτηκε πως τέλειωσε το πανεπιστήμιο όπως οι περισσότεροι έκαναν, παρατήρησε πως η ζωή στην Ελλάδα ήταν σκιώδης. Στην κατοχή του είχε ένα σπίτι στο Λυκαβηττό, κληρονομιά από τους γονείς του, ένα κατάστημα στο κέντρο της πόλης που νοίκιαζε κι ένα δικό του χώρο εργασίας περίπου τριακοσίων τετραγωνικών, όσο χρειαζόταν για ν αναπτύξει την αγγειοπλαστική του. Εκεί μέσα ήταν όλη η ζωή του Ντίνου Βελεμέντη. Ένας χώρος που θύμιζε αρχαϊκό εργαστήρι. Κροντήρια, κούροι και κόρες, πιάτα, θρύψαλα, κομμάτια από αγαλματένια κορμιά, τερακότες, λευκές, κόκκινες, βαμμένα ή ατέλειωτα, προτομές αντρών και γυναικών, γέμιζαν αυτά τα τετραγωνικά που είχε λατρέψει όσο τίποτε άλλο στη ζωή του. Σιγά, καημένε! Του λεγε συχνά η Μαριλένα που δεν ήθελε να λατρεύει τίποτε περισσότερο από εκείνη αλλά όμως αυτός, τότε μούτρωνε. Όχι πως έβγαζε λεφτά από αυτή τη δουλειά. Ίσα- ίσα, ξόδευε. Όλα τα υλικά ήταν ακριβά, από το ρεύμα που έκαιγε για τους δυο μεγάλους φούρνους που τους έλεγε χαϊδευτικά τα μεγάλα καμίνια, μέχρι τα πινέλα, τα χρώματα, οι πορσελάνες, όλα του κόστιζαν μια περιουσία. Αλλά…

Ο ήλιος χτύπησε απέναντι την τρελή αμυγδαλιά. Έριξε φως στα ροδόασπρα άνθη, τύφλωσε ανάμεσα από τα ψηλά κτήρια το δικό του φως, να δει καλύτερα τι υπάρχει ανάμεσα μας. Ανάμεσα στο κορμί, στο πνεύμα, τις πέτρες και τη λευκή αντίσταση της  τρελής. Είναι η μυγδαλιά τρελή; μήπως δεν ξέρει τι κάνει; Γιατί να είναι τόσο βιαστική; [όσο η ζωή μας]. Γιατί δεν περιμένει τα άλλα καρποφόρα;
Το φως συνέχιζε να τον χτυπάει κατάμουτρα κι απέναντι στο άσπρο. Το ροζ είναι ελάχιστο και οι μέλισσες κάνουν τη δουλειά τους. Παίρνουν τη γύρη; φτιάχνουν τη γύρη; που να θυμάται. Δεν είναι πολλές, ίσως δυο-τρεις αυτό το πρωινό. Αργότερα θα έρθουν περσότερες, σκέφτεται: « κι εγώ θα ανοίξω επιτέλους την πόρτα του κήπου. Δεν είναι δικός μου, ούτε η Μυγδαλιά είναι δικιά μου. Τίποτα δεν είναι δικό μου εκτός από το φως του ήλιου.»
Πριν από το δάσος δεν υπήρχε πνοή, δεν υπήρχε τίποτε. Γι αυτό είχε μπει εκεί, για να δει έναν κόσμο αλλιώτικο. Να δει τα δέντρα, τα λουλούδια, το χώμα, πριν από το πρώτο φιλί μας με τον ήλιο. Τις πυκνές βελανιδιές, τα ανοιχτοπράσινα πεύκα, τον σκουρόχρωμο κισσό που πνίγει νοσηρά τον κόσμο μας-υπάρχει κι αυτός όπως και οι σκιές και το φως. Όταν μπαίνεις στο δάσος πριν την ανατολή του ήλιου, αυτό ήταν το φιλί του ήλιου που αντάμωσε αργότερα στο ξέφωτο, στο λιβάδι με τις παπαρούνες. Τις άσπρες και τις κίτρινες μαργαρίτες, τα μοβ μανουσάκια, τα λευκά ζουμπούλια, όλα τα λουλούδια που μύριζαν έρωτα, αυτή τη μυστική συμφωνία ανθρώπου και θροίσματος ανέμου. Πάντα κάπως έτσι σφύριζε την Άνοιξη μόνο, ο αέρας. Σαν να επικοινωνούσε με το μυαλό του, σα να μεθούσε και το ήξερε πάντα λίγο προτού βγει στο ξέφωτο γι αυτό έτρεχε μαζί με το αέρι, σα να κυνηγούσε κάποιο αόρατο άσπρο άλογο και μια γυναίκα. Γιατί και η Άνοιξη γυναίκα ήταν όπως κι αυτά τα αρχαία δέντρα, τα δυνατά δέντρα που του έδιναν μια άλλη δύναμη ψυχής. Κι όταν έλεγε ψυχή δεν εννοούσε κάποιο αθάνατο μέρος του, που θα συνέχιζε να ζει και μετά το θάνατο του. Η ψυχή μπορούσε απλά να είναι ο νους, ο εγκέφαλος, όμως κάτι άλλο, ίσως μια απόδειξη της μοναδικότητας του ήθελε να μεταδώσει με τον όρο ψυχή.
Το πράσινο αέριζε αυτόν τον κόσμο, με έναν τρόπο που μόνο η Άνοιξη μπορούσε να το κάνει. Μυρίζει η Άνοιξη;
Είναι απίστευτο, να το νιώθεις ακόμα κι όταν είσαι κλεισμένος σε τσιμεντούπολεις. Και ο Ντίνος Βελεμέντης ένιωθε έτσι, όλες τις Άνοιξες της ζωής του. Στο κενό της ατμόσφαιρας, στο μουντό συνήθως χρώμα της μοναξιάς- α, αυτό το θαλερό ημίφως του ξυπνήματος, οι χρυσές ανταύγειες του απογεύματος, το μέσα που γινόταν έξω, το ξέφωτο που είχε φτάσει τώρα. Και λέγοντας ξέφωτο δεν εννοούσε υποχρεωτικά το άνοιγμα ενός χώρου στο δάσος. Όχι, εννοούσε το ξέφωτο του μυαλού του, το άνοιγμα σε ένα χώρο που το μπλε, ξεχώριζε άπλετα από τις σκιές και η μάθηση του για τη ζωή γινόταν κάτι ακαθόριστο μεν οριακά δε ξεκάθαρο: Ήταν το μοναδικό πλάσμα πάνω στη γη που μπορούσε να ξεχωρίσει το καλό από το κακό.

συνεχίζεται

 

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2022

Η ΑΠΌΛΥΤΗ ΔΥΣΤΥΧΊΑ ΤΩΝ ΆΛΛΩΝ

 

 



ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ



Εκεί που οι βράχοι κόβονται με το μαχαίρι η θάλασσα δε νικιέται.

Ο απαλός ήχος εκείνου του πρωινού που έκανε το ταξίδι προς το Βορά, ο Ντίνος Βελεμέντης ήταν από τα καλύτερα που του είχαν συμβεί. Αυτή η φράση με τους βράχους και τη θάλασσα που δε νικιέται, ήταν σφηνωμένη όλη τη νύχτα στο μυαλό του. Γιατί δε νικιέται η θάλασσα; Αναρωτήθηκε δυνατά καθώς είχε καθίσει στη θέση του, μέσα στο τρένο που ταξίδευε από το κέντρο για το Μαρούσι.
Δεν ήταν μακριά. Συνήθως σ αυτά τα ταξίδια δεν καθόταν, δεν ήθελε να στερήσει τη θέση από κάποιους αδύνατους αλλά εκείνη τη μέρα αποφάσισε ν απολαύσει τη μικρή διαδρομή καθιστός.
Ο Ντίνος Βελεμέντης ήταν ένας αγγειοπλάστης το επάγγελμα- άνθρωπος βαρεμένος κατά τους άλλους, τους πολλούς, που δεν ήξεραν και πολλά πράγματα για τη ζωή του. Όμως αυτός πίστευε πως είχε να προσφέρει πολλά στη ζωή. Μεγαλωμένος μέσα σε μια αστική οικογένεια, μοναχογιός, γύρω στα σαράντα, άνθρωπος της κουλτούρας, ασκούσε μια γοητεία στον περίγυρο του. Όλοι έλεγαν πως ήταν σπουδαίο μυαλό, μα αυτός δε ζήλευε τίποτε παραπέρα από τη γνώση του, την ευστροφία του για την ανθρώπινη ύλη. Χρησιμοποιούσε αυτό το «ανθρώπινη ύλη» για να υποδείξει τη μάζα του υπερπληθυσμού του πλανήτη, από την Ιαπωνία μέχρι την Αμερική και δήλωνε αμέτοχος στη συμφορά που βάραινε τον κόσμο από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μετά.

Είχε τελειώσει το πανεπιστήμιο του Χιούστον σπουδάζοντας εκεί σημειολογία, πριν από πολλά χρόνια. Τα φοιτητικά χρόνια που έλεγε ή καυχιόταν πως ήταν τα καλύτερα στη ζωή του ανθρώπου κι αργότερα, όταν είχε παντρευτεί τη Μαριλένα μια εξίσου βαρεμένη μ αυτόν Κερκυραία, λογίστρια των ηθικών αρχών του ανθρώπου, πίστευε ακράδαντα πως ούτε τα βράχια κόβονταν στα δυο, ούτε πως η θάλασσα νικιέται.
Η σκέψη αυτή τον βασάνιζε χρόνια. Η εξέλιξη των ειδών του Ντάρβιν δεν άφηνε και πολλά περιθώρια αντιρρήσεων αλλά θα ξεκινούσε έτσι: Όχι, δεν καταγόμαστε από τους πιθήκους. Η πρώτη, σθεναρή αντίρρηση είναι πως κανένα από τα γνωστά είδη πιθήκων δε μετεξελίσσεται σε άνθρωπο. Ο χιμπατζής παραμένει χιμπατζής, ο
  ουρακοτάγκος, ουρακοτάγκος και ούτω καθεξής. Είναι πολύ απλό να σκεφτούμε εδώ πως μόνο ένα είδος πίθηκου, αυτό που ονομάζουμε άνθρωπο εξελίχτηκε σε άνθρωπο, άρα αυτό αναιρεί άμεσα την καταγωγή μας από το συγκεκριμένο είδος. Ούτε ξαδέρφια μας είναι οι πίθηκοι, ούτε καθόλου τέτοια πράγματα. Οι άνθρωποι υπάρχουν πάνω στη γη περίπου τεσσεράμισι δισεκατομμύρια χρόνια, μιλάμε για αριθμό που και συμπαντικά είναι ικανός, και τίποτα δε μεταμορφώνει πια την εικόνα του: ήθελε να πει, πως με την εμφάνιση του ανθρώπου τελείωσε ο νόμος της εξέλιξης των ειδών; Και εφόσον όλα τα είδη δε μετεξελίσσονται σε άλλο, το λιοντάρι σε αλεπού, το ψάρι σε πουλί, θα πρέπει να βγάλουμε το συμπέρασμα πως ο άνθρωπος είναι το τελειότερο των ειδών; Και από απόψεως λογικής και μορφής και ότι άλλο συνεπάγεται με αυτό;
Είχε μια σκέψη διαφορετική αν και υπήρχε φυσικά σαν άθεος, που θα πηγαίνει κάπως προς τους ιδεολόγους: ο άνθρωπος υπήρχε πάντα και δεν είναι προϊόν καμιάς εξέλιξης. Οι κλιματικές συνθήκες οι φυσικές καταστροφές, τον έκαναν άλλοτε πρωτόγονο κι άλλοτε πολιτισμένο. Αν εξετάσουμε τη δική μας ιστορία δέκα-δεκαπέντε χιλιάδες χρόνια, είναι μηδαμινή μπροστά στα τέσσερα δισεκατομμύρια που υπάρχουμε εδώ πάνω. Τι σημαίνει αυτό; Μπορούμε να προδικάσουμε ακριβώς ποιος ήταν ο πολιτισμός πριν εκατό χιλιάδες χρόνια πριν; Όχι.
Και επανερχόταν στο βασικό ερώτημα. Καταγόμαστε από τον πίθηκο; Η απάντηση είναι όχι. Ούτε όμως μας έσπειρε κάποιος θεός. Πως όμως θα εξηγήσουμε τη στασιμότητα της τελειοποίησης του είδους των ανθρώπων; Και μη του έλεγε κανένας πως δεν είμαστε ίδιοι εδώ και χιλιάδες χρόνια θα το απέρριπτε. Έχουμε πάντα δυο μάτια, δυο πόδια, πέντε αισθήσεις και μια μορφή που την αλλάζουμε μόνο εμείς, επεμβαίνοντας στη φύση μας. Η ίδια από μόνη της δεν αλλάζει τη μορφή και τον εγκέφαλο μας, ούτε μας πάει στο καλύτερο ή στο χειρότερο, αυτό αναγκαία δεν υπάρχει στη φύση, δηλαδή το καλό και το κακό [ Καλό για το λιοντάρι είναι
 να φάει την αντιλόπη, κακό είναι για την αντιλόπη να φαγωθεί] Ο πίθηκος που είναι όντως ένα άσχημο ζώο και δεν μπορεί να συγκριθεί με τον άνθρωπο, όπως φυσικά και κανένα άλλο ζώο. Οποιεσδήποτε συγκρίσεις σ αυτό, καταντούν έξω από τη λογική του ανθρώπου. Βεβαίως τα ζώα έχουν μόνο ένστικτο,  το καθένα λίγο περισσότερο και το άλλο λίγο χειρότερο, η σύγκριση όμως με τον άνθρωπο είναι ανεπανόρθωτα συντριπτική : Ο άνθρωπος είναι το τέλειο ον που γνωρίζουμε σ αυτόν τον γήινο πολιτισμό. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο και θα διαφωνούσε εδώ με τον Μίλαν Κούντερα που λέει: Η πραγματική ηθική δοκιμασία της ανθρωπότητας [η πιο ουσιαστική κρυμμένη ώστε να μη τη βλέπουμε] έγκειται στη σχέση του ανθρώπου με όσους είναι στο έλεος του: τα ζώα.
Και γιατί να μην είναι στο έλεος του τα ζώα; Με την έννοια να τα λυπάται που και που και να τα αφήνει να ζήσουν λίγο παραπάνω;
Ο Ντίνος Βελεμέντης δε λυπόταν τα ζώα, μόνο τους ανθρώπους και από αυτούς όχι όλους. Τα ζώα δεν αποτελούν το μεγαλύτερο υπηρετικό προσωπικό του ανθρώπου από καταβολής λογικής; Κανένα ζώο δε μοιάζει στον άνθρωπο είτε το θέλετε, είτε όχι. Αυτός όσο έζησε δήλωνε αυτή τη διαφορά. Με την άποψη πως ο κόσμος μας, είναι κόσμος ικανοτήτων, έβγαζε το συμπέρασμα για την τεράστια διαφορετικότητα του από τον πίθηκο.

 

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

ΝΑ ΥΠΟΤΆΞΕΙΣ ΤΗΝ ΎΛΗ

 

 


Τράβηξα την κουρτίνα να δω τον κόσμο.
Και πίσω απ την κουρτίνα άνοιξε μια άλλη. Μια άλλη. Πειθαρχώ. Φτιάχνω ισοζύγιο μεταξύ επιθυμίας και δύναμης.
Άνοιξα την κουρτίνα με απείθεια. Ποια είναι η ουσία αυτού του κόσμου;
Να υποτάξεις την ύλη.
Πολύ δύσκολο για μένα,που κινούμαι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, κάποιες στιγμές νομίζω πως είμαι θεός και κάποιες άλλες φύλλο τρεμάμενο.
Πάνω απ όλα όμως στέκει η αρετή και η πειθαρχία, που μαζί με τη γενναιότητα στέκουν τεράστια εμπόδια στην καθυπόταξη της ύλης. Να σκεφτώ καλύτερα από τους προγόνους, να ξεπεράσω το νου του ανθρώπου που μπορεί να συλλαμβάνει μονάχα τα φαινόμενα.
Ανοίγω την κουρτίνα, στέκομαι πίσω απ το παράθυρο. Βλέπω τον κόσμο, είναι ένα φως απέραντο-παρ όλα αυτά εγώ βρίσκομαι σε μια άβυσσο. Εδώ έρχεται η αβεβαιότητα, δε στηρίζομαι πουθενά, το περβάζι είναι έτοιμο να πέσει, τρέμουν συνθέμελα οι νόμοι και οι εξουσίες μου. Άραγε ότι έφτιαξα ήταν μηδαμινό, πίσω απ την κουρτίνα, κρύβεται η ολιγότητα της ύπαρξης, ο χρόνος που δε φτάνει να εξηγήσω μόνος μου τον κόσμο. Η σκληρότητα του απάνθρωπου ποτίζει τον νωτιαίο μυαλό, η ανάγκη γίνεται πιο αισχρή απ την αγάπη, απ την ελευθερία. Δεν είμαι ελεύθερος. Ανεξάρτητος να κάνω ότι θέλω. Αισθάνομαι συνέχεια πεινασμένος σαν τον Τάνταλο, κουρασμένος σαν τον Σίσυφο, ανήμπορος να συλλάβω την αλήθεια. Την αλήθεια που θα εκφράζει το απόλυτο. Ήρθα εδώ από ένα απόλυτο σκοτάδι. Θα καταλήξω σε ένα εξ ίσου απόλυτο σκοτάδι.
Αυτή είναι μια από τις μεγαλύτερες αλήθειες του ανθρώπου. Η ακεραιότητα αυτής της συνύπαρξης δεν μπορεί να ελευθερώσει τον νου.
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα μου με τίτλο Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ.

 

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2022

ΣΤΗ ΜΈΣΗ ΤΟΥ ΔΡΌΜΟΥ 2

 

 


Στεκόταν κάμποση ώρα εκεί, στη μέση του δρόμου, αναποφάσιστη. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Να κλάψει ή να μισήσει τον εαυτό της.  Σήκωσε το άσπρο χέρι το έβαλε ανάμεσα στα κατάμαυρα μαλλιά της. Μαλλιά απαλά χαϊδεμένα απ τη μάνα της. Χρόνια την θυμάται από παιδί να την αγγίζει  και να της ψέλνει την αξία μιας τίμιας ζωής. Ήταν ποτέ τίμια η ζωή;
Η Νέλλη Στερνίου δεν είχε πάρει ποτέ μια οριστική απάντηση σ αυτό το ερώτημα, αν και έγερνε προς την αρνητική θέση. Όχι, δεν ήταν τίμια αυτή η ζωή.

Μπήκε την τελευταία στιγμή, κυριολεκτικά το σίδερο του έγδαρε τον ώμο αλλά πρόλαβε. Πρόλαβε το τρένο για την Κηφισιά. Ιδρωμένος, έψαξε για μια θέση μέρα μεσημέρι. Τη βρήκε, βολεύτηκε, κοίταξε γύρω του, λίγος κόσμος, λίγοι άνθρωποι αλλά και πολύς να ήταν δεν τον ένοιαζε, ότι έψαχνε να βρει στη ζωή του είχε πάει στράφι. Όχι δεν ήταν απελπισμένος ο Παύλος Δεμίρης, φωτορεπόρτερ το επάγγελμα, πάντα κουβαλούσε μια φωτογραφική μηχανή στον ώμο του, είχε αποκρυσταλλωμένες απόψεις. Δε θα γινόταν αυτός έρμαιο των πιθανοτήτων.
Κουβαλούσε την ισχυρή θέληση, μια από αυτές, πως έπρεπε να βρει τη σωστή, μια αληθινή γυναίκα να την κάνει σύντροφο του. Όχι μεσοβέζικες καταστάσεις σαν αυτές που είχε κάνει μέχρι τότε στη ζωή του, γιατί στα τριανταπέντε σου χρόνια δεν δικαιούσαι να κάνεις κι άλλες βλακείες. Έτσι έλεγε στον εαυτό του και στους φίλους που τον παρότρυναν να κάνει μια σχέση. Σχέση, άλλη μανιώδης λέξη αυτή. Τι θα πει σχέση;
Κι έτσι έμενε μόνος του καιρό τώρα, ίσως δυο χρόνια.
-
Δυο χρόνια! Είναι πολύς καιρός, του είπε ο απέναντι. Δυο χρόνια χωρίς γυναίκα; απόρεσε. Πως γίνεται αυτό;
-
Άλλοι έχουν μείνει και δέκα χρόνια, του ανταπάντησε.
-
Εγώ θα βρω αυτό που θέλω! φώναξε ο Παύλος. Ούρλιαξε.
Όσοι τον άκουσαν θορυβήθηκαν. Δεν περίμεναν να ήταν τόσο τρελός. Να ψάχνει μέσα στον ανόητο κόσμο να βρει τη μοναδική, την τέλεια γυναίκα για να την κάνει σύντροφο του ή αλλιώς θα έμενε μόνος μια ζωή.
Ωστόσο το τρένο έτρεχε, πλησίαζε στο τέρμα, εκεί στην Κηφισιά όπου έπρεπε να πάρει μερικά πλάνα για τις ανάγκες της δουλειάς του. Ήταν για ένα άρθρο του Κυριακάτικου φύλλου περί την μπουρζουαζία κι αυτός έπρεπε θα φωτογράφιζε μερικά από τα σπίτια των πλουσίων. Ήταν θεόμουρλος κι αυτός και ο αρχισυντάκτης αλλά τι τον ένοιαζε; Του άρεσε η δουλειά του αλλά μέχρι εκεί. Δε θα γινόταν ποτέ σκλάβος κανενός πράγματος, κανενός ανθρώπου, κανενός θεού.
Σκλάβος. Απίστευτη λέξη. Απίστευτη η ουσία της. Τι σημαίνει να είσαι σκλάβος; Δούλος; Όλοι είμαστε σκλάβοι! κατέληξε σε μια συμφωνία με τον εαυτό του. Σκλάβοι των ουσιών. Του αλκοόλ, της ηρωίνης, του κορμιού. Η Νέλλη τα είχε όλα. Όλα αυτά, ίσως και άλλα.
Συνοφρυωμένος κατέβηκε  στα λουλούδια της Κηφισιάς. Τα κοίταξε και τότε την είδε. Τον είδε κι αυτή κατεβάζοντας επιτέλους το χέρι από τα μαύρα μαλλιά της.
Η αινιγματική Νέλλη τρεμόπαιξε τα δικά της λουλουδένια μάτια, δεν τα κατέβασε, της άρεσε να τον ψάξει βαθειά. Πως κοιτάμε καμιά φορά με το παιχνιδιάρικο ύφος να τριβελίζει μέσα στο φως του άλλου; Πως αγαπάμε από την πρώτη στιγμή αυτό το βλέμμα που κάτι ζητάει, κάτι αγαπάει, κάτι θέλει και δεν το γνωρίζουμε γιατί γίνεται;
Φαίνεται να ήταν αυτή ή τουλάχιστον της έμοιαζε.
-
Πάμε κάπου; πρότεινε κι η Νέλλη έγνεψε ναι.
-
Ναι, γιατί όχι;
Και συμφώνησαν. Κάθισαν στο πουθενά, στο κάπου. Έψαξαν ο εις τον άλλον. Η άλλη αυτόν, κοιτάχτηκαν ώρες στα μάτια, αυτός την ήθελε πιο πολύ, εκείνη δεν καιγόταν ενώ το τραγούδι έλεγε ποιος έχει λόγο στην αγάπη. Φίλιππος Πλιάτσικας ή κάτι τέτοιος. Η Νέλλη αρνήθηκε πεισματικά να γίνει ταίρι του ίσως πάνω από δυο χρόνια. Έπαιζε, ήθελε, κάτι δεν της πήγαινε κι ο Παύλος απόκαμε. Όταν βρήκε αυτό που ήθελε εκείνο δεν τον ήθελε. Όχι ακριβώς αλλά γιατί; Που ήταν η τραγωδία; ποιος σκότωσε τον Οιδίποδα; ηλίθια ερώτηση αλλά πάει. Πηγαίνει.
Πολλές φορές το βλέμμα της ήταν απλανές, έμοιαζε με εκείνο των ανθρώπων που παίρνουν ουσίες κι Παύλος  σιχαινόταν αυτά τα πράγματα. Λες; αναρωτιόταν και δεν ήθελε να το πιστέψει αλλά πιστεύεις δεν πιστεύεις εσύ, τα πράγματα έχουν την δική τους σειρά, έξω από τις βουλές σου.
-
Και την έχασες; Άκουσε για πολλοστή φορά τον φίλο του τον Βαγγέλη να τον ρωτά.
Αυτός σκυθρώπιασε. Ηλίθιος κι αυτός ο Βαγγέλης.
Σκυθρώπιασε. Τι σκατολέξη ήταν αυτή; Ίσως να είχαν περάσει δυο χρόνια ακόμα από τότε και θα ήταν απαράδεχτο να μην είχε βρει μια άλλη να του αρέσει
-
Ξέρεις, έχασα την εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους εξ αιτίας της, του απάντησε κι ο Βαγγέλης έμεινε να τον κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα. Ανοιχτό. Μηδέν ολοστρόγγυλο. Γιατί τι άλλο μπορούσε να κάνει; Σιγά που χάθηκε ο κόσμος για μια Νέλλη! Έλα όμως που χάνεται ο κόσμος για μια Νέλλη ... λιγοστεύει επικίνδυνα η οθόνη, μικραίνουν οι απαντήσεις, οι λύσεις ... και τότε;

Μια εικόνα του κόσμου μας είναι τα σπίτια. Τα σπίτια που συχνάζουν άντρες για να δουν ή να κάνουν κάτι με ότι υπάρχει εκεί μέσα. Μια τσατσά, μια πουτάνα, ένας ταβατζής. [Το αίμα να κυλάει στην άσφαλτο, γιατί με πας αλλού; γιατί πας με άλλον; Έτσι σου αρέσει;]
Ο Παύλος Δεμίρης άρχισε αυτές τις επισκέψεις από τότε που έβγαλε οριστικό συμπέρασμα πως δεν υπάρχει η τέλεια γυναίκα που έψαχνε. Κι έτσι αυτός ο ευκαιριακός έρωτας με ξένα κορμιά, απλά κορμιά στο σκοτάδι ή στο ημίφως, αγκαλιές που δεν χρειάζονται φιλιά, αν σε φιλήσει μια πόρνη στα χείλη θα πει πως σ αγαπά κι αν σ αγαπήσει μια πουτάνα θα είσαι σπάνιος άντρας κι έτσι, όταν κατέβηκε τα δυο ή τρία σκαλιά του σπιτιού, κάθισε στο σαλονάκι μαζί με άλλους και περίμενε όπως ανάγγειλε η τσατσά πως θα εμφανιζόταν το κορίτσι. Η κοπέλα μας. Πίσω απ την κουρτίνα παραμόνευε ο ταβατζής, η δόση, τα ναρκωτικά, το σώμα που δεν καταλαβαίνει, το μυαλό που είναι αόριστο, ο μύθος πως χρειαζόμαστε ένα αιδοίο, ένα καυλί κι όταν επιτέλους βγήκε στη σκηνή το κορίτσι, η Νέλλη Στερνίου, δεν έγινε κανένας σεισμός, ούτε έπεσαν κάποια σπίτια, απλά το μετέωρο βλέμμα, η γρήγορη κίνηση του Παύλου να φύγει, να φύγει, να πάει κάπου μακριά για να μη τη σκοτώσει, αυτή ήταν η πρόωρη πρώτη σκέψη του και όλα τα γιατί γένηκαν πελώρια στην ψυχή του, η Νέλλη τον ακολούθησε στο δρόμο, στην άσφαλτο, να του εξηγήσει ήθελε, δεν έφταιγε αυτή, τα ναρκωτικά, η δόση, τα εύκολα λεφτά, η φτώχεια, ω! δεν μπορούσε, δεν την άντεχε τη φτώχεια.

Ο Παύλος Δεμίρης στάθηκε αναποφάσιστος στη μέση του δρόμου, πέρασε το χέρι του ανάμεσα στα μαύρα μαλλιά του. Μαύρα. Κατάμαυρα.











































 

ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ-ΧΑΡΑΜΑ-ΔΡΟΜΟΣ

  Είναι πολύ πρωί. Σχεδόν πριν τις έξι. Τα καταστήματα είναι κλειστά. Ο κεντρικός δρόμος, σχεδόν άδειος. Ο Γιάννης, ένας καλοστεκο...