Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022

ηθική

 


-Μου άρεσε η μεταμφίεση των γυναικών, είπα στον Τούμα, το παίξιμο του Σαίξπηρ και με κοίταζε ξαφνιασμένος.
-Δεν το έχω διαβάσει, φέρτο εδώ. Με κοίταξε με μάτια παράξενο μίσους, δεν ήταν άνθρωπος αυτός, ήταν σκουλήκι φαρμακερό, έχιδνα που σφύριζε έριχνε το φαρμάκι του απέναντι στη βάρβαρη ζωή των χωρικών ή και της Ελλάδας που ήθελε να την αλλάξει, όταν το διάβασε και μου το επέστρεψε, μου είπε πως είχα δίκιο κι αρχίσαμε κάτι άλλο, κάτι σαν να με δίδασκε την ηθοποιία, με ανέβασε πάνω στο θρανίο να απαγγείλω, κάθε μου λέξη τη διόρθωνε, ορθοφωνώντας, αν και η δική του φωνή ήταν ξερή, καθαρή όμως και η δικιά μου άλλαζε χρώματα από εκείνη τη μέρα που πήγαινα στην εκκλησία σαν ψαλτόπαιδο με τον Παπά-Σπύρο να μου διδάσκει τους ύμνους, με ήχους πλάγιους, πρώτους και δεύτερους, ώσπου ένα απόγευμα συνάντησα τον γιο του, έναν αρχιμάστορα της φωνής να ψέλνει στο δάσος, τον Γιώργο Καραδήμο, μια αλλιώτικη φυσιογνωμία, μια σπάνια φωνή, ένα ταλέντο αξεπέραστο, παβουγαδικεζονι άκουγα από πάνω του και δεν κουνήθηκε από την παρουσία μου, αφού με είδε, κατάλαβε πως ήμουν εγώ, δεν πειράχτηκε, αλλά μια-δυο μελλοντικές κόντρες υπήρξαν μεταξύ μας που άλλα περίμενα να γίνει κι άλλα έγινε, εισαγγελέας παρ Αρείω πάγο, αυτός που ήταν ένα κάποιο ίνδαλμα για τη μικρή κοινωνία του Άγριου και όλοι τον είχαν σαν πρότυπο.
συνεχίζεται

Επιστρέφοντας ένα σούρουπο από την εκκλησία που βρισκόταν λίγο έξω από χωριό, ίσως χίλια μέτρα χωρίς σπίτια ανάμεσα τους, είχα μια πρώτη μεγάλη κόντρα με τον Παπά-Σπύρο, βαδίζοντας αργά, μετρώντας ο ένας τα βήματα του άλλου, δεν ήξερα αν μ αγαπούσε ή μονάχα τη βολή του ήθελε, ένα παπαδοπαίδι με καθαρή φωνή, αυτός να βγαίνει στην ωραία πύλη και να μου δείχνει την ακολουθία των ήχων με φωνή και χέρια κι εγώ στο μανουάλι ν ακολουθώ τον τρόπο του, έτσι περπατώντας μεταξύ Άγριου και θεού, του είπα πως εγώ δεν πίστευα σε τίποτε απ όλα αυτά, δεν τρόμαξε, ίσως το περίμενε, δεν έλεγε μεγάλα λόγια, έκανε ένα καθήκον περισσότερο σαν νεκροθάφτης, δεν ήταν υπέρμαχος της ορθοδοξίας αν και Καραδήμος, καταλάβαινε την εξουσία του, ίσως με μια απάθεια για τα πάθη της Χρισιανοσύνης, λίγο άθεος μου φάνηκε αλλά δεν μπορούσε να το υπερασπιστεί, δεν ήταν διαβασμένος πέρα από τα εκκλησιαστικά βιβλία, αμόρφωτος, γομάρι, όχι το δέμας, παρ όλα αυτά δίκαιος όσο μπορούσε.
-Δεν πιστεύεις στο θεό; Με ρώτησε.
-Όχι, του απάντησα σταθερά. Τουλάχιστον δεν πιστεύω στον δικό σας θεό. Μπορεί ο Βούδας να είναι καλύτερος θεός. Ακόμα καλύτερος ο Δίας.
-Σε έναν άλλο θεό; Έσκυψε ως Αριστοτέλης προς το δεξί μου ώμο συμβουλευτικά, τότε κατάλαβα πως με σεβόταν και πάντα ήμουν συμβατικός απέναντί του, επειδή καταλάβαινα την παραδεχτικότητα του να μην μπορεί ν αλλάξει τον κόσμο και παρέμενε στα καθεστώτα και από τότε δεν του ξαναφίλησα ποτέ το χέρι, νιώθοντας πως ήταν μια υποκρισία ή κάτι άλλο, γιατί να φιλάμε το χέρι του παπά; Ακόμα και του Παπαφλέσσα αυτού του οργισμένου επαναστάτη, που είχε αρχίσει να με συναρπάζει με την φλογερότητα του, κάνοντας ήδη την Ιστορία της Ελληνικής επανάστασης στο σχολείο, στην Πέμπτη τάξη πια, άριστος μαθητής ενός εξαίσιου δάσκαλου που έπαιζε στα δάχτυλά του την εξουσία του, ντυμένος πάντα με τη γραβάτα και τα κουστούμια που τα σιδέρωνε επιμελώς η χοντρή γυναίκα του αλλά τι άλλο θα ήταν η ζωή μου χωρίς τον Παπαφλέσσα και τον Κολοκοτρώνη που δεν τον μίσησα ή δεν τον αγάπησα ποτέ σαν τον Κανάρη μα δεν έφταιγε ο Γέρος του Μωριά, μόνο, για όσα συνέβηκαν τότε και ίσως ο Μάρκο Μπότσαρης να γινόταν πιο αρεστός με τον ξαφνικό του θάνατο, άραγε πόσα πράγματα να έρχονται στο νου κινώντας αυτές τις μνήμες και αργότερα ούτε τον Αντρούτσο θα συμπονούσα σαν αίτιο του εμφυλίου πολέμου μεταξύ Στερεοελλαδιτών και Πελοπονήσιων με ανάμεσό τους τον αντιπαθητικό στη φάτσα Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, και το βδελυρό, όπως έλεγαν, Κωλέττη, και εξίσου μεγάλη κόντρα αναπτύχτηκε δυο σημαντικές στιγμές μεταξύ εμένα και του Γιώργου Καραδήμου που σπούδαζε ήδη στην Ακαδημία, που είχε φιλοτεχνήσει ένα σκίτσο ίσως του Γεννάδιου, ή με μολύβι και ο Τούμας το είχε κρεμάσει σαν πρότυπο στον τοίχο της αίθουσας να το βλέπουμε όλα τα παιδιά σαν υπόδειγμα ζωγραφικής, δε λέω, είχε έναν καλούτσικο τρόπο σκίασης, μα αχνό, σαν μια αντιγραφή και δεν τον παραδέχτηκα σαν ζωγράφο, πράγμα που δεν έγινε ποτέ, παρά μόνο ένας φτωχός εισαγγελέας, αυτός ένα τεράστιο μέγεθος της φωνής, έψελνε ήδη στην μητρόπολη παρέα με τους Δεσποτάδες αλλά μέχρις εκεί, τίποτε άλλο μια καρικατούρα, ενός γνήσιου Καραδήμου που έκανε παρέα με τον Νικηφόρο Τάτση και τον αδερφό μου τον Σωτήρη Πλιάτσικα, ξεσπώντας ή χαραμίζοντας ατέλειωτες ώρες σε ανέκδοτα και ανούσιες ιστορίες και ήταν και ο Θόδωρας του Κώσταγιάνη, μια παράδοξη ιστορία ενός μελιστάλλακτου έφηβου που συντάραξε αργότερα το Άγριο με την αυτοκτονία του, και ο δε Νικηφόρος, παράξενη μορφή, που ήθελε να γίνει δημοσιογράφος, ρεπόρτερ και τα λοιπά, απάρτιζαν κάτι από τα ινδάλματα των νέων του Άγριου, μεταξύ αυτών και τρεις γυναίκες, πανέμορφες συνομίλικες, την αδερφή μου Έφη, την Γιαννούλα Καραδήμου και την Αγαθή του Τάτση, έτσι που μια μέρα συνέλαβα τον Αντώνη στο δάσος να ακολουθεί την Γιαννούλα, πανέξυπνη γυναίκα που χαραμίστηκε με κάποιον που δεν της έπρεπε, κόρη του παπά, μελαχρινή, και ο Αντώνης που ήδη είχε μεγαλώσει η πόσθη του να την ακολουθεί στο δάσος κάνοντας άσεμνες κινήσεις με το μπράτσο του, την έχω ακριβώς αυτή την εικόνα καθώς ήμουν ανεβασμένος στη συκιά, στην ασπρούλα συκιά του θείου που σπάνια πήγαινα επειδή ήταν απαγορευτικό να κλέβεις, στο Άγριο οι κλέφτες τιμωρούνταν με δυο ημέρες στο κατώι και αξίζει εδώ να πω, πριν αρχίσει ο μεγάλος μου έρωτας με τη Λεφτερία από το γένος των Μπαβαραίων που μας θεωρούσαν παρακατιανό σόι, αλλά εμάς μας άρεσε πολύ να κοιταζόμαστε στα μάτια και να πιανόμαστε από τα χέρια όταν συναντιόμασταν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΜΕΤΕΚΌΜΙΣΑΝ ΣΤΟ ΑΜΈΡΙΚΑ

  Χωρί ς μιζέρια, δίχως γκρίνια- ο κόσμος μας δεν είναι, σίγουρα, ο καλύτερος. Ο πλανήτης γη ίσως απ τα χειρότερα μέρη για να κατοικήσεις. Ο...