Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2022

Η ΑΠΌΛΥΤΗ ΔΥΣΤΥΧΊΑ ΤΩΝ ΆΛΛΩΝ 2

 



Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πηγαίνοντας ν αγοράσει πηλό κόκκινο ή λευκό.
Του άρεσε ο πηλός. Η επαφή με το χώμα με τη γη. Στην ουσία από αυτό ζούσε. Τη σημειολογία την είχε παρατήσει σε κάποιες άκρες του μυαλού του. Εξάλλου στην Ελλάδα ποιος ήξερε τι είναι η σημειολογία; Τρίχες. Κάτι αφηρημένο, κάτι που δεν υπήρχε για τους πολλούς αλλά τίποτε τέτοιο δεν τον ενδιέφερε, νοώντας πως η σκέψη των πολλών για την ύπαρξη των πραγμάτων, δεν τον άγγιξε ποτέ. Όταν επέστρεψε από το Χιούστον, που ποτέ δεν παινεύτηκε πως τέλειωσε το πανεπιστήμιο όπως οι περισσότεροι έκαναν, παρατήρησε πως η ζωή στην Ελλάδα ήταν σκιώδης. Στην κατοχή του είχε ένα σπίτι στο Λυκαβηττό, κληρονομιά από τους γονείς του, ένα κατάστημα στο κέντρο της πόλης που νοίκιαζε κι ένα δικό του χώρο εργασίας περίπου τριακοσίων τετραγωνικών, όσο χρειαζόταν για ν αναπτύξει την αγγειοπλαστική του. Εκεί μέσα ήταν όλη η ζωή του Ντίνου Βελεμέντη. Ένας χώρος που θύμιζε αρχαϊκό εργαστήρι. Κροντήρια, κούροι και κόρες, πιάτα, θρύψαλα, κομμάτια από αγαλματένια κορμιά, τερακότες, λευκές, κόκκινες, βαμμένα ή ατέλειωτα, προτομές αντρών και γυναικών, γέμιζαν αυτά τα τετραγωνικά που είχε λατρέψει όσο τίποτε άλλο στη ζωή του. Σιγά, καημένε! Του λεγε συχνά η Μαριλένα που δεν ήθελε να λατρεύει τίποτε περισσότερο από εκείνη αλλά όμως αυτός, τότε μούτρωνε. Όχι πως έβγαζε λεφτά από αυτή τη δουλειά. Ίσα- ίσα, ξόδευε. Όλα τα υλικά ήταν ακριβά, από το ρεύμα που έκαιγε για τους δυο μεγάλους φούρνους που τους έλεγε χαϊδευτικά τα μεγάλα καμίνια, μέχρι τα πινέλα, τα χρώματα, οι πορσελάνες, όλα του κόστιζαν μια περιουσία. Αλλά…

Ο ήλιος χτύπησε απέναντι την τρελή αμυγδαλιά. Έριξε φως στα ροδόασπρα άνθη, τύφλωσε ανάμεσα από τα ψηλά κτήρια το δικό του φως, να δει καλύτερα τι υπάρχει ανάμεσα μας. Ανάμεσα στο κορμί, στο πνεύμα, τις πέτρες και τη λευκή αντίσταση της  τρελής. Είναι η μυγδαλιά τρελή; μήπως δεν ξέρει τι κάνει; Γιατί να είναι τόσο βιαστική; [όσο η ζωή μας]. Γιατί δεν περιμένει τα άλλα καρποφόρα;
Το φως συνέχιζε να τον χτυπάει κατάμουτρα κι απέναντι στο άσπρο. Το ροζ είναι ελάχιστο και οι μέλισσες κάνουν τη δουλειά τους. Παίρνουν τη γύρη; φτιάχνουν τη γύρη; που να θυμάται. Δεν είναι πολλές, ίσως δυο-τρεις αυτό το πρωινό. Αργότερα θα έρθουν περσότερες, σκέφτεται: « κι εγώ θα ανοίξω επιτέλους την πόρτα του κήπου. Δεν είναι δικός μου, ούτε η Μυγδαλιά είναι δικιά μου. Τίποτα δεν είναι δικό μου εκτός από το φως του ήλιου.»
Πριν από το δάσος δεν υπήρχε πνοή, δεν υπήρχε τίποτε. Γι αυτό είχε μπει εκεί, για να δει έναν κόσμο αλλιώτικο. Να δει τα δέντρα, τα λουλούδια, το χώμα, πριν από το πρώτο φιλί μας με τον ήλιο. Τις πυκνές βελανιδιές, τα ανοιχτοπράσινα πεύκα, τον σκουρόχρωμο κισσό που πνίγει νοσηρά τον κόσμο μας-υπάρχει κι αυτός όπως και οι σκιές και το φως. Όταν μπαίνεις στο δάσος πριν την ανατολή του ήλιου, αυτό ήταν το φιλί του ήλιου που αντάμωσε αργότερα στο ξέφωτο, στο λιβάδι με τις παπαρούνες. Τις άσπρες και τις κίτρινες μαργαρίτες, τα μοβ μανουσάκια, τα λευκά ζουμπούλια, όλα τα λουλούδια που μύριζαν έρωτα, αυτή τη μυστική συμφωνία ανθρώπου και θροίσματος ανέμου. Πάντα κάπως έτσι σφύριζε την Άνοιξη μόνο, ο αέρας. Σαν να επικοινωνούσε με το μυαλό του, σα να μεθούσε και το ήξερε πάντα λίγο προτού βγει στο ξέφωτο γι αυτό έτρεχε μαζί με το αέρι, σα να κυνηγούσε κάποιο αόρατο άσπρο άλογο και μια γυναίκα. Γιατί και η Άνοιξη γυναίκα ήταν όπως κι αυτά τα αρχαία δέντρα, τα δυνατά δέντρα που του έδιναν μια άλλη δύναμη ψυχής. Κι όταν έλεγε ψυχή δεν εννοούσε κάποιο αθάνατο μέρος του, που θα συνέχιζε να ζει και μετά το θάνατο του. Η ψυχή μπορούσε απλά να είναι ο νους, ο εγκέφαλος, όμως κάτι άλλο, ίσως μια απόδειξη της μοναδικότητας του ήθελε να μεταδώσει με τον όρο ψυχή.
Το πράσινο αέριζε αυτόν τον κόσμο, με έναν τρόπο που μόνο η Άνοιξη μπορούσε να το κάνει. Μυρίζει η Άνοιξη;
Είναι απίστευτο, να το νιώθεις ακόμα κι όταν είσαι κλεισμένος σε τσιμεντούπολεις. Και ο Ντίνος Βελεμέντης ένιωθε έτσι, όλες τις Άνοιξες της ζωής του. Στο κενό της ατμόσφαιρας, στο μουντό συνήθως χρώμα της μοναξιάς- α, αυτό το θαλερό ημίφως του ξυπνήματος, οι χρυσές ανταύγειες του απογεύματος, το μέσα που γινόταν έξω, το ξέφωτο που είχε φτάσει τώρα. Και λέγοντας ξέφωτο δεν εννοούσε υποχρεωτικά το άνοιγμα ενός χώρου στο δάσος. Όχι, εννοούσε το ξέφωτο του μυαλού του, το άνοιγμα σε ένα χώρο που το μπλε, ξεχώριζε άπλετα από τις σκιές και η μάθηση του για τη ζωή γινόταν κάτι ακαθόριστο μεν οριακά δε ξεκάθαρο: Ήταν το μοναδικό πλάσμα πάνω στη γη που μπορούσε να ξεχωρίσει το καλό από το κακό.

συνεχίζεται

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΜΕΤΕΚΌΜΙΣΑΝ ΣΤΟ ΑΜΈΡΙΚΑ

  Χωρί ς μιζέρια, δίχως γκρίνια- ο κόσμος μας δεν είναι, σίγουρα, ο καλύτερος. Ο πλανήτης γη ίσως απ τα χειρότερα μέρη για να κατοικήσεις. Ο...