Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2022

ΜΙΚΡΌΣ ΚΑΙ ΜΕΓΆΛΟΣ ΚΌΣΜΟΣ

 

 


Πέρα στο γρέκι του Βαγγέλη Κουφού ήτανε νύχτα του Απρίλη με φεγγάρι ολόγιομο. Ο Βαγγέλης κοιμόταν στην παράγκα, δίπλα στα πρόβατα, παρέα με τον Μήτση Πλιάτσικα τον αδερφό μου κι εγώ παραδίπλα, κουκουλωμένος με μια βρώμικη κουβέρτα, οχτάχρονος πια, καταλάβαινα ή νόμιζα πως άρχιζα να καταλαβαίνω ότι γινόταν μέρα και νύχτα σ αυτό τον κόσμο. Ο Μήτσης ήταν ήδη δεκαεφτάχρονος και δούλευε μπιστικός μαζί με τον χαζό στα πρόβατα κάποιου που δε θυμάμαι τα όνομα του και με είχαν πάρει μαζί τους να τους βοηθήσω. Το χτήμα με τις στάνες ήταν του χαζού Βαγγέλη που ροχάλιζε τώρα, ενώ εμένα δε με έπαιρνε ο ύπνος., όταν ακούστηκαν ποδοβολητά από πέντε-έξι άλογα, άγριες φωνές και βλαστήμιες.
Οι καβαλάρηδες ξεπέζεψαν μπροστά από την στάνη, εμείς πεταχτήκαμε έξω. Ήταν ο Τηλέμαχος Καραδήμος με άλλους από το σόι του. Εγώ στάθηκα λίγο παράμερα, ο Βαγγέλης κοίταζε φοβισμένος, ο Μήτσης μάλλον άφοβος.
-Δεν έκαμες καλά Βαγγέλη, είπε γελαστός, περιπαιχτικά ο Τηλέμαχος. Εσύ είσαι καλό παιδί, γιατί πείραξες τα σύνορα μας;
Ο χαζός άνοιξε τα μάτια του.
-Σουτ! μη μιλάς! Αγρίεψε. Έλα, πάμε να τα ξαναβάλουμε στη θέση τους κι άμα τα ξαναπειράξεις θα σε πάω στο δικαστή, άκουσες! Και του ριξε μια με την γκλίτσα στην πλάτη.
Ο Βαγγέλης έκλαψε καθώς τον έσερναν να πάνε στα σύνορα των χωραφιών.
Ο Μήτσης κι εγώ ακολουθήσαμε. Φτάσαμε στα σύνορα, οι άντρες του Τηλέμαχου ξερίζωσαν τους φράχτες, γκρέμισαν τους τοίχους, έκοψαν τα δέντρα με τσεκούρια, έβαλαν φωτιά, όρισαν τα καινούργια σύνορα, αφήνοντας στον Βαγγέλη μόνο την παράγκα και μια στάλα χώμα. Φεύγοντας ο Τηλέμαχος πάνω από το άλογο, έβγαλε από την τσέπη του γιλέκου του μια λίρα. Την πέταξε ψηλά, την ξανάπιασε στην παλάμη του κι ύστερα την έριξε στα πόδια του Βαγγέλη.
-Πάρτην! Για να ξέρεις πως εγώ είμαι τίμιος άνθρωπος! Εντάξει;
Αυτός έσκυψε και πήρε τη λίρα σκουπίζοντας τα μάτια του, χαρούμενος.
-Ευχαριστώ! Ευχαριστώ! Έλεγε συνέχεια.
Εγώ είχα πάει στην εξώθυρα της στάνης ακουμπισμένος στον πάσαλο της. Πέρασαν μπροστά μου οι καβαλάρηδες και τελευταίος ο Τηλέμαχος που σταμάτησε μπροστά μου και τα μάτια μας συναντήθηκαν. Εγώ τα έσμιξα σκληρά όπως θα συνήθιζα από τότε, αυτός προσπάθησε ν αστειευτεί.
-Εσύ είσαι ο Κωστάκης του Φώτη; Του κουμπάρου μου; [είχε βαφτίσει τον Αχιλλέα.] Είσαι καλό παιδί εσύ, φαίνεσαι, να, πάρε ένα τάλιρο για σοκολάτες.
Πήρα από κάτω το τάλιρο μαζί με χώμα και του το πέταξα στο πρόσωπο. Ύστερα γύρισα κι έφυγα ατάραχος. Αυτός έμεινε να με κοιτάζει απορημένος χουφτώνοντας το κέρμα με το χώμα πάνω στο καλοξυρισμένο του πρόσωπο.

 

Απόσπασμα από τη ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΉΣ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΜΕΤΕΚΌΜΙΣΑΝ ΣΤΟ ΑΜΈΡΙΚΑ

  Χωρί ς μιζέρια, δίχως γκρίνια- ο κόσμος μας δεν είναι, σίγουρα, ο καλύτερος. Ο πλανήτης γη ίσως απ τα χειρότερα μέρη για να κατοικήσεις. Ο...