Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

ΚΑΡΥΩΤΑΚΗς



ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
"Εγώ δυστυχώς δεν έχω κέφι τώρα να σου γράψω τίποτα. Η ζωή μου άλλωστε είναι περισσότερο μονότονη κι ελεεινή απ όσο πίστευα κι απ όσο φαντάζεσαι. Κλαίγε με Χαρίλαε..."
Τάδε έφη ο Κώστας Καρυωτάκης εν έτει 1923. Άτομο παράξενο, διεισδυτικό, έξυπνο, με ζωή που θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένη. Αλλά δεν ήταν. Όπως και η δικιά μου. Και η δικιά σας. Αυτό το ελεεινή ζωή, όμως, μου χτυπάει άσχημα, είναι μια έκφραση αθλιότητας. Δηλαδή ήταν τόσο πολύ αξιολύπητος, τόσο οικτρός, τιποτένιος και άθλιος-όλα αυτά μαζί τα εκφράζει αυτή η λέξη!
Δε θα μπορούσα ποτέ να χαρακτηρίσω έτσι τη ζωή μου. Ίσα-ίσα έχω μια μικρή περηφάνια πως κάτι κάνω και σίγουρα είμαι πάντα με το μέρος του δικαίου και του αδυνάτου. Πιστεύω, πως για να κατέχεσαι από υψηλά αισθήματα υπεροχής, ελευθερίας, δικαιοσύνης, γενναιότητας, είναι δύσκολο. Οι περισσότεροι άνθρωποι λυγίζουν και μόνο λίγοι αντέχουν το πραγματικό βάρος της ζωής.
Μόνο οι πολύ άρρωστοι, πρώτα στο σώμα και μετά στην ψυχή, μπορεί να νιώθουν τόσο καταρρακωμένοι-σίγουρα η ζωή είναι ελεεινή όταν είσαι άρρωστος. Δεν ξέρω πόσο άρρωστος ήταν ο Καρυωτάκης, δεν το αποσαφηνίζουν τα βιβλία αλλά θα πρέπει να ήταν πολύ. Γι αυτό και δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει και έδωσε το τέλος που όλοι γνωρίζουμε στην μουχλιασμένη Πρέβεζα.
Εκτιμώ βαθύτατα την ποίηση και τη σκέψη του Καρυωτάκη:
Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι
οι ονειροπόλοι στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη
κι όταν φέρουνε το μήνυμα, δεν είναι πια καιρός.
Όσα ενόχλησαν τον ποιητή, συνεχίζουν να ενοχλούν κι εμάς ακόμα σήμερα. Κυνηγήθηκε από ένα έξαλλο και κακοφτιαγμένο μισόκοσμο τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα. Κοφτερός και οξύνους βρήκε τη δύναμη ή την αδυναμία να πιέσει τη σκανδάλη για να τελειώσει την ελεεινή και μονότονη ζωή του. Πολλοί άνθρωποι ακόμα και σήμερα δεν τον συγχωρούν που αυτοκτόνησε, δεν δέχονται τις πεσιμιστικές τάσεις των ανθρώπων και θέλουν να βλέπουν τη ζωή μόνο ρόδινη, αισιόδοξη.
Όλοι μαζί κινούμε συφερτός
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία
Μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός.
Αλλάζουμε με ήχους και συλλαβές
τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά
                                          μας
δημοσιεύουμε τα ποιήματα μας
για να τιτλοφορούμεθα ποιητές.
Βαθειά ειρωνικός, γουστάρω αυτή τη σαρκαστική ειρωνεία του γι αυτόν τον τρισάθλιο κόσμο μας-ενίοτε. "Γελούσε συχνά, δηλαδή μάλλον χαμογελούσε, μα-παράξενο πράγμα! Ακριβώς αυτό το χαμόγελο ήταν το μόνο που φανέρωνε όλη του την πικρία!" μας πληροφορεί ο Τέλος Άγρας που φυσικά τον είχε γνωρίσει από κοντά.
Η πικρία του Καρυωτάκη και η δική μας, πηγάζει από την αδικία της ζωής, από την μη αναγνώριση-του ίδιου δεν του την δικαίωσαν ποτέ ενόσω ζούσε- κάποιων αξιών, κάποιων δικαιωμάτων και τότε, εκεί, να βγαίνει όλο το πικρόχολο ρήμα εναντίον όλων, όσων μας αδίκησαν.
"Κάθε πραγματικότης, μου είναι αποκρουστική. Είχα τον ίλλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο σαν ήρθε, τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους κι εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία... Σ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!! είμαι έτοιμος τώρα για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δύστυχους γονείς μου, λυπούμαι τ αδέρφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά..." Αυτά από το σημείωμα του. Το σημείωμα του ιδανικού αυτόχειρα.
Είναι απίστευτη η ευκολία που πετάει αυτό το, κάθε πραγματικότης, μου είναι αποκρουστική. Και τό δεν έβλεπε κανένα ιδανικό στη ζωή του.
  Για να καταθλιβεί κάποιος σε αυτό το σημείο, ξαναλέω, πρέπει να είναι άρρωστος.  Αλλά, τόσα χρόνια τώρα, οι κριτικοί δε θέλουν να θάψουν τον Καρυωτάκη, όπως αρνήθηκε και η εκκλησία τους που χαραχτηρίζει τους αυτόχειρες άτυχους που δεν λαμβάνουν αυτή την τιμή.
Εννοείται πως, όσοι είχαν προβλέψει ότι η λογοτεχνική ιστορία θα επιφύλασσε μια σελίδα σε μια άκρη της για τον Καρυωτάκη, έπεσαν έξω αφού το ενδιαφέρον για τον ποιητή κρατείται αδιάπτωτο και αυξανόμενο, για να μας θυμίζει κι έναν άλλον ιππότη: Τον Δον Κιχώτη, τον ιππότη της ελεεινής μορφής. Μήπως όλων μας η ζωή είναι Ελεεινή;

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ ΩΡΑ



Ο ΓΙΩΡΓΟς  ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟς ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ ΩΡΑ.

Ομολογώ ότι διάβασα μουδιασμένος τις πρώτες σελίδες του βιβλίου.
Η επιστροφή στη γενέθλια γη ενός ώριμου, νέου ακόμη, ανθρώπου που παρατάει τη σχιζοφρένεια της πρωτεύουσας και επανακάμπτει στον τόπο του για να ζήσει με το χώμα, τη φύση-να επαναποκτήσει τους ήπιους ανθρώπινους ρυθμούς της βραδύτητας.
Αίφνης όμως τα πάντα ανατρέπονται, με κύρια αιτία, όπως πάντα, σχεδόν, τον έρωτα.
Τα συναισθήματα του αναγνώστη πυρπολούνται μέσα από μια στέρεα αναφορά της πορείας των ηρώων, με μια σίγουρη για την απλότητα της γλώσσα. Ο συγγραφέας πλάθει μια σκληρή ιστορία, είναι όμως επιεικής, άμα τε και γενναιόδωρος με τους χαρακτήρες των ηρώων του.
Χαρακτήρες δύσκολοι, αιρετικοί, ορθολογιστές αλλά και καταφρονητές της λογικής όταν μιλάει ο έρωτας. Εντυπωσιάζει η επιφυλακτικότητα που δείχνουν ο ένας για τον άλλον όταν έρχονται σε επαφή οι δυο από τους πρωταγωνιστές. Μια φιλία αντρίκεια κάπως που μετεξελίσσεται σε σχέση συγκρούσεων αλλά και της ίδιας της ζωής των. Με ρεαλισμό καταγράφεται η αγάπη των δυο αντρών για την ίδια γυναίκα. Μια απροσδόκητη πλοκή συντροφεύει την τριτοπρόσωπη αφήγηση που ξεδιπλώνεται από τον συγγραφέα.
Γνώστης ο ίδιος του σκληροτράχηλου βίου των ανθρώπων της ελληνικής περιφέρειας, παίζει εύκολα με τη λαχτάρα όσων ζουν εκεί, να ξεφύγουν, γνωρίζοντας ότι αυτό που θα συναντήσουν στην πόλη δεν είναι ένα όνειρο αλλά ένας εφιάλτης.
Κάποτε φουντώνει ο έρωτας όπως και η φιλία δεν αργούν όμως να εκφυλιστούν, μέσα από τον πόλεμο και το αλκοόλ. Ξενίζει κάπως η χρήση του αλκοόλ που κατακυριεύει τον ήρωα όσο κι αν προσπαθεί να το ξορκίσει. Βαθμιαία η κατάπτωση γίνεται κάπως ανερμήνευτα κατάντια, ελευθερία από την κοινωνική ζωή.
Ο συγγραφέας καταγγέλλει τον καταναλωτισμό και γενικότερα τον καπιταλισμό εξωθώντας τους ήρωες στον ευτελισμό τους. Από ευτυχισμένο μεσαίο, μικροαστικό ζευγάρι, ο άντρας καταλήγει ρακοσυλλέκτης και η πανέμορφη γυναίκα, πόρνη. Τι μας ιστορεί; Ότι τα κοινωνικά στρώματα δεν είναι αυτά που φαίνονται, ότι όλοι οι άνθρωποι κουβαλούν μια ξεχωριστή ζωή, βουτηγμένη μάλιστα στον έρωτα. Απ αυτού και η δυνατότητα τους να επανακάμψουν από την αθλιότητα σε μια κανονικότητα, όσο αυτό είναι δυνατόν.
Είναι μια γερά δομημένη αφήγηση με ωραίες παρενθέσεις για την αγριότητα και φρικαλεότητα του πολέμου, για το μάταιο των μικρών εξεγέρσεων, διανθισμένη με φιλοσοφικούς προβληματισμούς και ηθική παρεμβατικότητα, υπό την μορφή στοχασμών.
Εμμονή με το καλό και το κακό, με τη θρησκεία, το σύμπαν. Ανάμεσα σε όλα αυτά κινούνται οι ήρωες: στη μικρότητα των ανθρωπίνων αλά και στο μεγαλείο του σύμπαντος.

Είπα από την αρχή ότι είναι μια σκληρή αφήγηση. Επιμένω.
Ο συγγραφέας δεν ηθικολογεί. Δεν παίρνει το μέρος αυτών που φαίνεται να έχουν δίκαιο. Αφήνει τους ήρωες απροστάτευτους, δίνοντας τους ‘όμως, απεριόριστη ελευθερία να αποφασίζουν οι ίδιοι και ας πλανάται η εντύπωση ότι όλοι ακολουθούν μια προδιαγεγραμμένη μοίρα. Αποφασίζουν μόνοι τους, ελεύθεροι, με ιδεολογικό φόντο τον ρηξικέλευθο κοινό νου και μια πίστη σε αρχές που διέπουν τις κοινωνικές σχέσεις. Ένας ορθολογισμός είναι αυτό που επικροτεί, που δεν ελέγχεται όμως από κάποια αιτιολόγηση του, με αποτέλεσμα να είναι διαφορετική η κατάληξη των πράξεων των ηρώων απ αυτό που ήθελαν ή επιθυμούσαν. Οι επιθυμίες εύκολα πραγματοποιούνται και εύκολα εξαφανίζονται.
Ο Συγγραφέας δεν παίρνει το μέρος ούτε του καλού ούτε του κακού. Κινείται πέραν τούτων και αφήνει τη ροή της αφήγησης να αποφασίζει. Τούτο, νομίζω είναι και το μήνυμα που θέλει να δείξει ο συγγραφέας. Μια ωμή καταγραφή των ανθρωπίνων σχέσεων  οι οποίες διαμορφώνονται άλλοτε ερήμην τους και άλλοτε προκαλούμενοι από τους ίδιους τους ανθρώπους.
Πίσω από αυτή την ωμότητα, καρτερεί και καραδοκεί η πίστη στη σκηνοθέτρια πραγματικότητα. Η πραγματικότητα δεν είναι μόνο κυνική και επιθετική. Είναι και τρυφερή και γλυκιά.
Θέλω να πω, δύσκολα συναντάς σήμερα συγγραφείς που στέκονται γενναία απέναντι στη μοίρα, που δεν είναι μοίρα αλλά απόρροια της ολιγότητας και της μικρότητας των ανθρώπων.
Δύσκολα οι συγγραφείς, όσο είρωνες και κυνικοί κι αν θέλουν να φανούν, παίρνουν το μέρος του κακού, όπως οι πλείστοι έχουμε συνομολογήσει για τη σημασία του. Ο Κώστας Πλιάτσικας δε διστάζει να παρουσιάσει τους δυο φίλους στα ακρότατα όρια τους: από τη μια να θυσιάζουν τη ζωή τους ο ένας για τον άλλον και από την άλλη να δίνουν διαταγές στους στρατιώτες που διοικούν, να δολοφονούν άμαχους και παιδιά, να βιάζουν γυναίκες και άλλα αποκρουστικά.
Αλλά αυτό είναι ο άνθρωπος: μια κουκίδα μεταξύ γελοίου και μεγαλείου.
Μου αρέσουν οι συγγραφείς με εμμονές ακόμα κι όταν αυτές έχουν να κάνουν με την προσωπικότητα τους, εκτός συγγραφικού έργου. Αυτές τις εμμονές τις διοχετεύουν στους ήρωες τους, είτε στα εσωτερικά τους γνωρίσματα, είτε στην αντιμετώπιση του απροσδόκητου κατά τη διάρκεια της αφήγησης, είτε σε εξαιρετικά βαθειά, ψυχικά κατορθώματα.
Βεβαίως από τους καλούς αναγνώστες, δεν μπορούν να κρυφτούν, αλλ αυτός, ίσως, να είναι και ο στόχος τους, όταν αναφέρονται σε υπαρξιακά προβλήματα.
Οι εμμονές ελαττώνονται όταν καταγίνονται με εθνικά ή αμιγώς λογοτεχνικά θέματα κι έτσι επιτυγχάνουν την ισορροπία στο συγγραφικό τους έργο.
Γνωρίζω τον Κώστα Πλιάτσικα, περίπου 35 χρόνια, τώρα. Ανήσυχος πάντα, ατίθασος και επιθετικά παρεμβατικός από τότε που εξέδωσε το λογοτεχνικό περιοδικό «ΔΡΟΜΟΣ».
Εριστικός τις περισσότερες φορές, έβαλλε κατά πάντων, με μια ενθουσιώδη αυθάδεια. Θα έλεγα.
Έχω διαβάσει τα προηγούμενα βιβλία του και έχω δει την εξέλιξη  στο ζωγραφικό του έργο. Αντιλαμβάνομαι, ότι παρά τις εμμονές του, έχει κατακτήσει και εικαστική και λογοτεχνική ωριμότητα.
Εν κατακλείδι: η απροσδόκητη πλοκή της αφήγησης, ο ρεαλισμός και το αναπάντεχο, η σκληρότητα και η τρυφερότητα, καθιστούν ελκυστική την αφήγηση και συνθέτουν ένα διαφορετικό λογοτεχνικό αφήγημα, μια μικρή λογοτεχνική εξέγερση. Επίσης δε θεωρώ τυχαίο ότι ένας από τους ήρωες είναι αλλοδαπός και οι υπόλοιποι κατάγονται από την επαρχία, που, όμως, δρουν σε αστικό περιβάλλον. Είναι ένα μικρό κλειδί- νομίζω- για την ανάγνωση
Η χοάνη της λογοτεχνίας εντός της οποίας αλέθεται η αγωνία του συγγραφέα και της κοινωνίας: ο πολύπλαγκτος, πολύπαθος αλλά όρθιος άνθρωπος.

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2019

ΩΡΑΙΕς ΣΕΛΙΔΕς ΓΙΑ ΕΝΑ ΤΕΛΟς




ΩΡΑΙΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ
 Τα καράβια πήγαιναν κι έρχονταν. Μια φωλιά το λιμάνι της Ηγουμενίτσας, έσφυζε από ζωή.
Η θάλασσα ήρεμη, ενίοτε δροσερή, αναμόχλευε τις μνήμες, τις μπέρδευε με την λεπτή άμμο.
Εμένα μου άρεσε να βλέπω τη θάλασσα. Να κάθομαι ολόκληρες ώρες, Χειμώνες -Καλοκαίρια, στην άκρη της ακτής έτσι που να μου λούζει τα πόδια η αρμύρα  κι ύστερα να βουτάω μέσα της σαν το αγρίμι.
Έφευγα μακριά, εξαφανιζόμουν. Μόνος με τα κύματα να παλεύω ώρες, έλεγα πολλές φορές να μην ξαναγυρίσω πίσω. Τόσο πολύ μπούχτιζα με την παλιοζωή.
Σαραντάριζα τώρα και μυαλό δε είχα βάλει ακόμα. Έτσι μου έλεγε ο καπετάνιος.
-Δεν βάζεις εσύ μυαλό Μήτσο. Μια ζωή έτσι θα είσαι. Κάνε κάτι μήπως και καλυτερέψεις ...
-Δηλαδή;
-Τι δηλαδή..να νοικοκυρευτείς. Να βρεις μια δουλειά μόνιμη και να μην τρέχεις από δω κι από κει. Κι ύστερα να παντρευτείς.
-Ωραία έλεγα εγώ, βρες μου εσύ μια..
-Γυναίκα; Γυναίκα θα βρεις μόνος σου. Δουλειά θα σου βρω οπωσδήποτε ρε μπαγάσα. Κοίταξε όμως μη μου την κοπανήσεις αλά Γαλλικά. Έρχεσαι μούτσος στο καράβι;
-Μούτσος; Άνοιξα τα μάτια μου. Να σφουγγαρίζω το κατάστρωμα;
-Ε, τι θέλεις να σε βάλουμε καπετάνιο; Μούτσος. Θα παίρνεις το μισθό σου, τα δώρα σου τις άδειες σου. Τα ταξίδια θα είναι κοντινά, εδώ, Ηγουμενίτσα -Κέρκυρα, είσαι μέσα;
-Είμαι, του είπα. Μούτσος, μούτσος, τι να κάνουμε τώρα.
-Λοιπόν, αύριο να περάσεις από τα γραφεία της εταιρείας. Τα υπόλοιπα θα τα φροντίσω εγώ, μη σε νοιάζει.
΄Έτσι έγινα μούτσος στα σαράντα μου χρόνια. Ήμουν πια στο στοιχείο μου, την θάλασσα που τόσο αγαπούσα. Πάφλαζε το νερό στην πρύμνη κι εγώ στα έγκατα του βαποριού τραγουδούσα, Νταλάρα, Μπιθικώτση, Αλεξίου. Μερικές φορές απάγγελνα, στίχους του Καββαδία. Του ποιητή των ναυτικών.
Κι έτσι όλα πήγαιναν μέλι-γάλα.
-Είδες; Μου σφύριζε καμιά φορά ο Καπετάν-Σταμάτης ο φίλος μου. Δεν σου τα λεγα εγώ; Μια χαρά είσαι τώρα. Να βρεις και μια πουτάνα να την παντρευτείς ...τι κάθεσαι ρε Μήτσο;
«Μια πουτάνα να την παντρευτείς!» επαναλάμβανα τα λόγια του. Εύκολο το 'χεις; Και έπειτα γιατί πουτάνα; «Ε, δεν ξέρεις εσύ, όλοι το ξέρουμε αυτό, όλες οι γυναίκες πουτάνες είναι εκτός από την μάνα μας και την αδερφή μας»ολοκλήρωνε
Αλλά όλα έχουνε την ώρα τους. Ο καπετάν-Σταμάτης, πήρε μαζί του σε ένα ταξίδι και την κόρη του την Ευγενία.
-Η Ευγενία, μου την σύστησε. Η κόρη μου και μας άφησε μόνους στο κατάστρωμα. Ανέβηκε στο τιμόνι.
Εγώ έμεινα με ανοιχτό το στόμα να την κοιτάζω. Πως διάολο είχε καταφέρει να φτιάξει τέτοιο πλάσμα ο καπετάνιος; Αυτή ήταν πανέμορφη, μια κούκλα μοναδική ...ίδια γοργόνα , λες και είχε ξεπεταχτεί από το στοιχειό της θάλασσας. Την κοίταζα  και δεν το πίστευα.
-Γεια σου Ευγενία, είπα μισοσφαγμένος.
Η Ευγενία δεν κούνησε ούτε βλέφαρο. Σαν να μην με άκουσε.
-Είμαι ο μούτσος ...ο Μήτσος ήθελα να πω που είμαι μούτσος, μπερδεύτηκα από την ομορφιά της.
Πάλι η Ευγενία δεν έβγαλε μιλιά, με κοίταζε μόνο με τα υπέροχα μάτια της. Ύστερα κούνησε κάπως περίεργα τα δάχτυλά της.
-Δε μιλάς; Δάγκωσα τα χείλια μου. Ω! συμφορά! Ανέκραξα. Τουλάχιστον ακούς;
Έγνεψε ναι, κι έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα της. Άναψε ένα, κάθισε αμέριμνη σε μια καρέκλα. Εγώ συνέχιζα να στέκομαι και να την κοιτάζω αμήχανος, ξερός. Ώστε δεν μιλούσε ε; Αυτή ένα απίστευτο πρόσωπο και κορμί.
Άναψα κι εγώ τσιγάρο και κάθισα δίπλα της, απέναντί της. Την κοίταζα και δεν ήξερα αν με βλέπει. Κάποια στιγμή δάκρυσε.
-Μην κλαις σε παρακαλώ της είπα και της χάιδεψα τα μαλλιά.
  Οι μέρες κύλησαν αμίλητες. Η θάλασσα φουρτούνιαζε, αγρίευε, καθώς μπαίναμε σε έναν ατέλειωτο Χειμώνα.
-Θα έχουμε πολλά μποφόρ εφέτος αποφάνθηκε ο καπετάν-Σταμάτης. Τι λες κι εσύ  Μήτσο;
-Τι να πω εγώ; ...πνίγηκα σε μια ολάκερη μπύρα.
-Εμ, βέβαια, τι να πεις. Όλο μπύρες πίνεις τώρα τελευταία. Τι έπαθες; Δεν σου είπα να βρεις μια πουτάνα να την παντρευτείς για να ημερέψεις;
Είχε περάσει κανένας μήνας από τότε που γνώρισα την κόρη του την Ευγενία. Ερωτευμένος καθώς ήμουν μαζί της, δεν μου άρεσε να μου μιλάει έτσι ο πατέρας της αλλά αυτός βέβαια δεν ήξερε τίποτε. Σκέφτηκα να του το πω.
-Την βρήκα, πήρα θάρρος κοιτάζοντας τον στα μάτια.
-Έλα, ρε! Άνοιξε τα μάτια του. Αλήθεια λες;
-Αλήθεια.
-Μπράβο. Εγώ κουμπάρος.
-Δεν ξέρω αν γίνεται..
-Γιατί δεν γίνεται; Δεν με θέλεις;
-Όχι, αλλά δεν ξέρω αν ο πεθερός μπορεί να είναι και κουμπάρος..
-Τι λες μωρέ; Μήπως σου έστριψε; Ποιος πεθερός και ποιος κουμπάρος μου τσαμπουνάς;
-Καπετάν-Σταμάτη, ζητώ το χέρι της κόρη σου της Ευγενίας, είπα σοβαρά.
Οι άλλοι του πληρώματος μας άκουγαν βουβοί. Η θάλασσα φουρτούνιαζε, σήκωνε κύματα του ύψους. Ο αχός τους αντιβούιζε, κόχλαζε ο τόπος στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας.
-Όχι, δεν σου την δίνω! Άστραψε αναψοκοκκινισμένος. Πως τόλμησες; Εσύ ένας μούτσος να σηκώσεις τα μάτια σου πάνω στην κόρη μου;
Κι έφυγε αφήνοντας με στην μπύρα μου. Όμως εγώ δεν είχα πει την τελευταία μου λέξη. Ήξερα πως η Ευγενία με αγαπούσε κι αυτό ήταν το μεγάλο όπλο μου, το έρισμα μου. Όμορφος καθώς ήμουν, γενναίος παρ' ότι μούτσος, είχα την δύναμη ν αντισταθώ. Δεν θα μου την έπαιρναν έτσι την Ευγενία!
Μερικές μέρες, κύλησαν έτσι, πονεμένα. Ίσως με λίγο μυστήριο. Τι γίνεται, τι θα γίνει κτλ.  Ο καπετάνιος είχε εξαφανιστεί αφού ήμασταν αραγμένοι στη στεριά, στην πλευρά της Ηγουμενίτσας.
Δεν ήξερα πια τι να κάμω. Με την Ευγενία δεν μπορούσα να επικοινωνήσω κι αυτό μου χαλούσε όλη την διάθεση. Έψαχνα να βρω τρόπο, ώσπου με πήρε τηλέφωνο ο καπετάν -Σταμάτης.
-Έλα, μου είπε, παλιομούτσε, πάμε για κανένα ποτό.
Με τον καπετάνιο βγαίναμε που και που από παλιά. Ήξερα ότι θα με πήγαινε σε κανένα κωλόμπαρο κι έτσι έγινε.
-Πιες όσο θέλεις. Κέρασε και τις πουτάνες, εγώ πληρώνω μου είπε μόλις καθίσαμε.
Εγώ ήθελα να του μιλήσω για την Ευγενία αλλά το ύφος του με αποκάρδιωνε. Ας περιμένω σκέφτηκα να δούμε τι θα γίνει
Αρχίσαμε να πίνουμε ουίσκι. Ουίσκι με πάγο και τα σχετικά. Φρούτα και γκόμενες. Πρώτα ήρθαν δυο Ρωσίδες. Ψηλές, ξανθές, ορθοκάβαλες. Τις κεράσαμε ποτά τις πιάσαμε και τον κώλο. Χούφτωνε ο καπετάνιος, χούφτωνα κι εγώ. Κοιταζόμαστε και γελούσαμε.
-Είδες; μου έλεγε συνέχεια με κάποιο νόημα.
Μάλλον ήθελε να μου πει «τι τη θες την Ευγενία, εδώ είναι αυτό που ζητάς» αλλά εγώ τι να δω, εγώ σκεφτόμουν την Ευγενία αλλά χούφτωνα και την Ρωσίδα.
Σε λίγο τις έδιωξε, δεν κάνουν αυτές μου είπε και φώναξε δυο μαύρες. Κατάμαυρες, μπλάκ. Μόνο το άσπρο των ματιών βλέπαμε και των δοντιών όταν γελούσαν.Η «δικιά μου»Γκλόρια είπε πως την έλεγαν, ήταν μια πανέμορφη αραπίνα γύρω στα εικοσιπέντε.
-Αυτή να πάρεις, πρότεινε ο καπετάνιος. Θέλεις να της το πω;
-Πες το της! Γέλασα.
-Το παιδί από δω θέλει να σε παντρευτεί, την γύρισε προς το μέρος του.
Η Γκλόρια γέλασε. Το θεώρησε παιχνίδι.
-Κι εγκώ θέλει παντρευτεί Μήτσο Και με φίλησε.
-Μούτσος, είπα εγώ.
-Α, για πούτσος, πληρώνει. Πάμε μετά ντουλειά, χοτέλ
-Όχι, πούτσος, μούτσος, επέμενα εγώ. Μού-τσος!
-Τι είναι αυτό; εσύ κοροιντεύει εμένα; Ψευτονευρίασε.
-Όχι, όχι, καλά σου το λέει. Μούτσος είναι η δουλειά του Παιδί του καραβιού, εξήγησε ο καπετάνιος.
-Ααα, κατάλαβα, μούτσος είναι ντουλειά. Ωραία, άλλο πούτσος.
-Τι λες; συνέχισε απτόητος. Θα τον παντρευτείς;
-Εγκώ, αγαπάει μούτσος αλλά όχι παντρεύεται. Θέλει πρώτα γκνωρίσει πολλούς μούτσους.
-Είδες; αναθάρρησα εγώ. Δεν με θέλει.
-Καλά. Φύγετε. Θα βρούμε άλλη, καλύτερη. Και τις έδιωξε.
-Εγώ θέλω την Ευγενία, του είπα.
-Ποια Ευγενία; Έχει καμιά Ευγενία εδώ; μπερδεύτηκε.
-Την κόρη σου λέω..
-Ωχ, μωρέ Μήτσο, τι σου κόλλησε τώρα στο κεφάλι; Άστη αυτή δεν κάνει, Άμα σου λέω εγώ ,ξέρω. Κόρη μου είναι δεν λέω, καλό παιδί κι εσύ αλλά γιατί να δυστυχήσεις; Τι να την κάνεις μια γυναίκα που δεν μιλάει;
-Είναι καλύτερα που δεν μιλάει επέμενα.
-Σ΄αυτό μπορεί να έχεις δίκιο. Οι γυναίκες είναι καλύτερες άμα δεν μιλάνε.
-Συμφωνείς; Ρώτησα με αγωνία.
-Θα δούμε, μη βιάζεσαι. Εκείνη σε θέλει;
-Ούου..
-Τι θέλει από σένα, με κοίταζε με υποτίμηση. Τέλος πάντων θα δούμε, φέρε να πιούμε. Φέρε ένα μπουκάλι είπε στη γκαρσόνα.
-Θα μεθύσουμε, του είπα, είναι πολύ ένα μπουκάλι ήδη έχουμε πιει από πέντε..
-Δεν πειράζει, τσέβδισε. Και ξεμέθυστοι τι κάνουμε; Τα ίδια δεν κάνουμε; Πιες λοιπόν.
Σιγά-σιγά, γίναμε στιφάδο. Σε λίγο δεν θα ξέραμε ούτε τι λέγαμε ούτε τι κάναμε. Ο καπετάν -Σταμάτης φώναξε άλλες δυο κοπέλες στο τραπέζι μας. Μια Ελληνίδα και μια Τσέχα αυτή φορά. Αρχίσαμε να τις χαϊδεύουμε, κάναμε πάλι τα ίδια. Η Ελληνίδα ήταν μια κωλοπετσωμένη τριανταπεντάρα. Ήρθε σε μένα. Η Τσέχα ξεπουπούλιαζε τον καπετάνιο που ήταν ήδη στους εφτά ουρανούς.
-Ώστε είσαι ναυτικός, μου είπε η Ελένη. Έτσι την έλεγαν. Εγώ είμαι από τον βόλο.
-Α, ωραία, είπα εγώ ψάχνοντας την στον κώλο.
-Τι βόλος, τι κώλος! Ωραία είναι και τα δυο, γέλασε ο μεθυσμένος πια καπετάνιος.
-Συμφωνώ, είπα κι εγώ που δεν πήγαινα πίσω.
Το καταλάβαινα πως είχαμε γίνει στουπί, δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου αλλά  επέμενα εκεί, να πίνουμε μέχρι το πρωί.
Αηδιασμένος κάποτε, πήρα μυρουδιά ότι τα κορίτσια συμμάζευαν το μαγαζί για να κλείσουν. Από κάποιο παράθυρο είδα να αχνοφέγγει το γαλάζιο. Σκούντησα τον καπετάνιο που σχεδόν κοιμόταν με το κεφάλι ακουμπισμένο στο τραπέζι, ανάμεσα από τα ποτήρια.
-Τι έγινε; Πετάχτηκε, μας πιάσανε; Τι σκουντάς;
-Πάμε να φύγουμε, πλήρωσε το λογαριασμό, έλα, πάμε.
-Α, ναι, να πληρώσουμε έγρουξε κι έβγαλε ένα μάτσο εύρο.
Πλήρωσε τα μαυροκέφαλά του και σέρνοντας τα βήματα μας κουτσά στραβά, βγήκαμε στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας. Έξω χάραζε μια καινούρια μέρα.

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΨΩΜΙ







ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΨΩΜΙ 
[ΔΥΤΙΚΟς ΑΝΕΜΟς;]

Όταν μπορούσα έπρεπε να σε σκοτώσω
τι να  κάνεις την ελευθερία
φωνάζεις δεν έχω λύση
φωνάζεις δεν αγαπώ
η ελευθερία θέλει ψωμί
τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από ένα φιλί
Έλα μαζί μου σου λέω,
μη φωνάζεις τίποτα δεν έχεις λύσει
την αλήθεια δεν πρέπει να την γνωρίζουν όλοι!
όταν μπορούσα έπρεπε να σε σκοτώσω
τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από ένα δικό σου ψέμα
Φωνάζεις δεν αξίζει να ζεις στο ψέμα
το αίμα, το αίμα, το αίμα
μα την αλήθεια δεν την ξέρεις
το αίμα, το αίμα
Κανείς δε θα μάθει την αλήθεια
το αίμα.
Αν πρέπει να γελάς απ τη χαρά σου
αν πρέπει να τρως απ τη λύπη σου
αν πρέπει να τρως το παραμύθι του λαού
το ψέμα, το ψέμα
πως η εξουσία είναι δικιά μας
επειδή κι εμείς είμαστε λαός
το ψέμα.
Κι επειδή αιώνες κύλισαν κάτω από τον ήλιο κι επειδή οι άνθρωποι συνεχίζουν να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον
και ακόμα οι άνθρωποι δεν αναγνώρισαν το δίκιο των φτωχών
κι επειδή ο φονιάς κρύβεται πάντα πίσω απ τα φυλλώματα, θέλω τώρα να σου πω να μην κάνεις πάλι αυτά που έκανες.
Δεν ωφελεί να φυλάγεις Θερμοπύλες γιατί έτσι που τη ζωή σου την κατάντησες σ αυτήν εδώ την πλάση, δεν αξίζει
να μεταναστεύεις απ το ένα μέρος στο άλλο, τρώγοντας την άσπρη σάρκα, αρπάζοντας.
Φωνάζεις δεν αξίζει να ζεις έτσι!
όταν μπορούσα θα σε σκότωνα
κρύβοντας ακόμα και τον σαδισμό που τρέφω για σένα
γιατί είσαι ένα γουρούνι, ένα γουρούνι, ένα γουρούνι
ένα σάπιο καράβι που ταξιδεύει.
Ιωλκός και παράξενο δράμα
τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από ένα δράμα
γιατί είσαι ένα γουρούνι, ένα γουρούνι
είσαι ένα γλυκό γουρούνι.
[Το λευκό πιο λευκότερο δε γίνεται
κι εσύ θέλεις το λευκό
φωνάζεις άμα δεν έχεις λύση
-όλα τα προβλήματα σου τα λύνω
εκτός απ το οικονομικό
το μαύρο δεν έχει πάτο, το χρώμα της ήττας είναι κόκκινο
έχασες ένα λιβάδι και δε θες να το καταλάβεις
οι Ρώσοι δεν ξεπέρασαν ποτέ τον εαυτό τους
οι Ιντιανς θα παρέμειναν Ιντιανς, το λευκό πιο λευκότερο δε γίνεται.]
Τι να την κάνεις την ελευθερία και τον ύμνο της;
να ξερες μονάχα πως πενθούν οι γύφτοι
πως γαμούν οι γύφτοι στο μαύρο σκοτάδι
στο σκοτάδι, στο σκοτάδι, στο σκοτάδι
επειδή το πρόσωπο της γυναίκας δε φαίνεται
το ασπράδι του ματιού έχει γυρίσει
-κανείς δεν ξέρει να πεθαίνει
κανείς δεν ξέρει το σκοτάδι, το σκοτάδι.
Να φωνάζεις δεν είναι άδικο κρυμμένος πίσω απ τις πέτρες, ταμπουρωμένος τη σιωπή των αμνών, επειδή τα πρόβατα δε μιλούν ποτέ ή βελάζουν, μα αυτή η α-κακία τους μοιάζει με τον ηλίθιο τρόπο που σκέπτεσαι ότι κατάκτησες τον πλανήτη γη σε λίγα δευτερόλεπτα υποκειμένου και κανείς απ αυτούς που έκαναν τα μεγαλύτερα λάθη δεν υπέκυψαν, ούτε ο Καίσαρ
-να φωνάζεις επειδή αυτός ο κόσμος είναι φτιαγμένος από γύψο και κρασί
Κρασίν  θεών τε και ανθρώποις μοίραν χειρότερη των βροτών είναι.
[Ταξιδεύοντας ένα μεσημέρι
εκεί που οι θεοί δεν ακούουν
όπου υπάρχει μόνο η σκιά του δέντρου, το κελάρυσμα του νερού
στο κορμί μιας εξαίσιας γυναίκας- αυτός ο κόσμος χωρίς το σεξ θα ήτο ανούσιος
ταξιδεύοντας, λοιπόν, με τον αέρα
σχίζοντας όπως τα πουλιά τον αέρα
πουλώντας πάντα στους ανθρώπους αέρα
που αναπνέει ο Χο Τσι Μινγχ
βουλιάζοντας στην υπαίθρια θέληση του αέρα
ταξιδεύοντας ένα απόγευμα
έπρεπε να πούμε τη σκάφη-σκάφη και τα σύκα- σύκα.]
Αλλά ποτέ δε βρήκαμε το θάρρος να ομολογήσουμε πως
οι άνθρωποι του Μεσολογγίου ήταν γενναιότεροι των ανθρώπων.
Θα πρέπει να σου ομολογήσω πως αυτός ο τρόπος που σκέφτεσαι
δεν είναι και ο καλύτερος
να πεθαίνεις γιατί δε σε ενδιαφέρει είναι αδύνατον
βάζω εδώ το θάρρος ανώτερο του παιδιού
ανώτερο της γλώσσας, ηθικότερο του γίγνεσθαι
ο τρόπος που σκέφτονται οι άνθρωποι είναι άγνωστος!
απίστευτη λέξη!
Άγνωστος!
Είναι ένα πουλί τεθωρακισμένο
που πετά στη θάλασσα, σκοτώνει τα πουλιά
σκοτώνει την άμμο, τη γυναίκα που κοιτάζει το πέλαγος
τον άντρα
τον άντρα, τον άντρα, τον άντρα.
Θα πρέπει να ομολογήσω πως ο τρόπος που σκέφτεσαι
δεν είναι ο καλύτερος
μισείς τον άντρα και θα πρεπε μόνο γι αυτό να σκοτωθείς
ο ανήρ είναι το υπέρτατο ον αυτού του κόσμου
που τον ενδιαφέρει πάντα γιατί πεθαίνει.
Όταν μπορούσα έπρεπε να σε σκοτώσω
Γιατί θα το έκανε εσύ
Είναι τόσο απλό μα δεν το ξέρεις! σε νοιάζει μονάχα το γάλα των παιδιών σου
όχι των άλλων Βισιγότθων! ααααα!
είσαι το βούρλο των βόρειων λιμνών, είσαι ο μοναχικός Ιουδαίος, ο τάρανδος του Νότου
γιατί σου τα λέω όλα αυτά;
Είναι για τι είμαι καλύτερος από σένα
Έχω τιμή, έχω δάκρυ.
Ανάμεσα από το πράσινο αυτό που στη γη θεωρούμε όταν θα έρθουν οι εξωγήινοι, λευκό,
όταν  κάποτε θα έρθουν, γιατί θα έρθουν
 το καλύτερο δείγμα ζωής
το σεξ είναι ίσως το αντίδοτο του!
Χωρίς έρωτα πάνω σ αυτή τη γη δε ζεις, χωρίς μαλακίαν φτωχός τω πνεύματι
άραγε ουτιδενός, μάταιος των γήινων κατέστης.
Έχω τιμή, έχω δάκρυ
Τιμιώτερος των ανθρώπων ο ανεξίθρησκος

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019

Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΡΑΞΙΤΕΛΗς



ΝΟΣΤΙΜΟ ΝΕΡΟ
Ο στρατιώτης Πραξιτέλης απολύθηκε μια μέρα πριν πέσουν οι δίδυμοι πύργοι, χαρούμενος με το απολυτήριο στο χέρι, όχι για τους πύργους, δεν τον ένοιαζε και πολύ, αυτός δεν είχε και ούτε θ αποκτούσε ποτέ πύργους και μάλιστα δίδυμους. Αφού δεν υπάρχει κάτι καινούργιο κάτω απ τον ουρανό, γιατί ω γλυκειά μου μικρή, ο κοσμος να μην είναι χαρούμενος;
Μπαίνοντας στο τρένο της επιστροφής στην Αυλώνα, κάθισε μ ένα ωραίο χαμόγελο στο κουπέ κι άνοιξε το τελευταίο μήνυμα της Μαίρης,
I wait for  ever you, I  am very happy! έγραφε στο τέλος. Ήταν ευτυχισμένη η Μαίρη κι ο Πραξιτέλης χαμογέλασε πλατιά φέρνοντας την εικόνα της μπροστά του, τόσο που ο διπλανός του αναρωτήθηκε αν ήταν χαζός που γελούσε μόνος του. Αυτός τον κοίταξε ήρεμος, τόσο που ο άλλος άλλαξε διεύθυνση των ματιών του. Πιθανόν έβλεπε μια κατσαρίδα, ένα πρόσωπο που υπήρχε στο βάθος, πίσω απ τη δροσιά που έρχεται. Όχι. Στάσου. Είναι περίεργο αλλά έπρεπε να βρει τις κατάλληλες λέξεις. Ο διπλανός τελικά δεν ήταν χαζός, του μίλησε για τον αντιπυρινικό πόλεμο που διεξάγουν οι ΗΠΑ, για τον αντικοφορμισμό που δείχνουν οι Γάλλοι πολίτες και περνούσε η ώρα μαζί με το τρένο που τον έφερνε πίσω, ω! είναι ωραίο να γυρνάς από εκεί που δε σου άρεσε, να είσαι δημαδή φαντάρος.
Ο στρατιώτης Πραξιτέλης ήταν ένας μέτριος άντρας, ούτε ψηλός μήτε κοντός με χαρακτηριστικά ήπιου χαρακτήρα, με όνειρα για τη ζωή, θα παντρευόταν με τη Μαίρη το είχαν αποφασίσει καιρό πριν γι αυτό και η μέρα που απολύθηκε έμοιαζε με το άγγιγμα μιας νεράιδας στον ώμο του. Ίσως αν έβαζε εκεί μια γάτα ή ένα γαλάζιο πουλί η ένα χελιδόνι και τον εαυτό του σε μια κορνίζα με πηλίχιο και παλάσκες να ταίριαζε πιο πολύ μ αυτόν που του χαμογελούσε ανόητα όταν κατέβηκαν στο τέλος της διαδρομής.
Έφτασε στο σπίτι του, οι γονείς του τον περίμεναν στην εξώθυρα καθώς και ο μεγάλος αδερφός του. Ήταν μια ωραία οικογένεια που δεν της έλλειπε τίποτε και σε λίγο κατέφτασε και η Μαίρη που έπεσε στην αγκαλιά του. [Έπεσε; Άγγιγμα χεριού αλλά γιατί έπεσε; Τι έπεσε χάμω και δεν το είδαμε;] Φορούσε ένα πανωφόρι στο χρώμα του σάπιου μήλου και φαινόταν σαν αστείο ζωάκι, η Μαίρη που την αγαπούσε τότε πιο πάνω από τον εαυτό του.
Η ζωή κυλούσε σαν ένα άσπρο λιθάρι, οι μέρες φώτιζαν και οι νύχτες που κοιμόταν με τη Μαίρη ατέλειωτες, η εργασία του στο μαγαζί κυνηγητικών όπλων που διατηρούσε η οικογένεια από πάππου προς πάππου, πήγαινε μια χαρά. Ρολόι. Ρολόι στον τοίχο. Κούκος. Κούκος, ώσπου εκείνο το απόγευμα που στεκόταν πίσω απ την κουρτίνα την είδε στην απέναντι ταράτσα να φοράει λευκά εσώρουχα και να μη νοιάζεται ποιος την έβλεπε. Η απόσταση απ τη μπαλκονόπορτα του μέχρι την ταράτσα της ήταν κοντινή, μια χάπα δρόμος με το μάτι κι αυτή η εικόνα τον σημάδεψε σαν κυνηγητικό όπλο που ήταν έτοιμο να εκπυρσοκροτήσει.
-Να έρθω εκεί; Τη ρώτησε από απέναντι και η ηχώ της φωνής του ταξίδεψε μέσα της.
-Και δεν έρχεσαι; Απάντησε με το χαμόγελο του ξαφνικού έρωτα.
-Πως σε λένε; Τη ρώτησε από κοντά, πίσω απ τα κρεμασμένα σεντόνια, μέσα από τα λευκά της εσώρουχα.
-Αλίνα.
-Πραξιτέλης.
-Του Διομήδους; Ψιθύρισε στ αυτί του σαν αγέρας που περνά και χάνεται και μένει η ηχώ. Πάλι η ηχώ, μέχρι να χαθεί τελείως στο βάθος του διαδρόμου, στο βάθος του απέραστου, και τότε τι γίνεται;
Οι μεγάλες γλάστρες με τα περίφημα λουλούδια, μετακινήθηκαν, το ευρύχωρο, παλιό κλασικό σπίτι ανατρίχιασε, το σπίτι; Κάτω απ τις γλάστρες υπήρχε λίγο χώμα που έβγαινε από τις πήλινες τρύπες, μαζί με λίγη υγρασία, όπως αυτή που κυλούσε στα ιδρωμένα κορμιά τους.
-Τι δουλειά κάνεις; τη ρώτησε μετά από πολλές νύχτες.
-Είμαι αντιπρόσωπος σε μια εταιρία καλλυντικών, είπε με σημασία. Αντιπρόσωπος στην επαρχία. Ταξιδεύω πολύ. Σε νοιάζει;
-Και βγάζεις πολλά; Τόσα πολλά απ αυτή τη δουλειά; Κι έδειξε τον περίφημο πλούτο του σπιτιού.
-Πολλά. Πάρα πολλά, έκανε με στόμφο. Είμαι πλούσια. Δε θέλω να πεθάνω φτωχή.
-Σ αρέσουν τα πλούτη;
Η μεγάλη ζωή;
-Ναι.
Εσύ; Τι κάνεις; εννοώ στην τωρινή σου ζωή…φαντάζομαι να μη σου αρέσουν τα πλούτη!
-Όχι… αλλά ναι…ξέρεις, ετοιμάζομαι να παντρευτώ!
- Η μέλλουσα το ξέρει για μας;
-Όχι! έκανε εμβρόντητος.
-Ε, τότε να της το πεις. Φεύγω αύριο για τον Βόλο, όταν θα επιστρέψω, σε μια βδομάδα, θέλω να το ξέρει.
Κι έφυγε.
Φαινομενικά ήσυχος κόσμος, πίσω απ το παράθυρο τον παρακολουθούσε ο πατέρας του, με βλοσυρό ύφος, όπως συμβαίνει σ αυτές τις περιπτώσεις αλλά δεν του είπε τίποτε ακόμη. Ακόμη. Μια δύσκολη λέξη γιατί χρειάζεται υπομονή, γιατί χρειάζεται να συμμαζέψεις το μυαλό σου για το τι θα πεις.
-Αυτή την ιστορία θέλω να τη σταματήσεις, του είπε τελικά. Δεν αρμόζει στο ήθος της οικογένειας μας. Τι είναι αυτά;
Σε λίγο ετοιμάζεσαι να παντρευτείς, ξέχασε τις περιπέτειες.
Αμήχανος δεν ήξερε τι να του απαντήσει, τον ενοχλούσε που κάποιος έμπαινε στις υποθέσεις του, έστω κι αν αυτός ήταν ο πατέρας του, ακόμα χειρότερα. Τι να του λεγε; Πως δε θα παντρευόταν τη Μαίρη; Το άφησε για μετά. Για μετά που κύλισε ο χρόνος, ξαναήρθε η ηχώ, το Φθινόπωρο σκούριασε τον κόσμο, η Αλίνα πηγαινοερχόταν στις επαρχίες φορτωμένη με χρήμα, η Μαίρη επέμενε πως έπρεπε να ορίσουν την ημερομηνία του γάμου κι αυτός πήρε την απόφαση μια μέρα, μέρα ήταν ή νύχτα; να παρακολουθήσει την Αλίνα σε ένα ταξίδι στην επαρχία. Κάτι του λεγε πως αυτός ο κόσμος ήταν ψεύτικος. Γυάλινος. Τσακισμένος σε πολλά μικρά-μικρά κομματάκια που χρειαζόταν να επανασυνδεθούν.
Ο στρατιώτης Πραξιτέλης ένα χρόνο μετά την απόλυση του χρειάστηκε να εφαρμόσει ορισμένα από τα κόλπα που είχε μάθει στο στρατό. Μεταμφιέστηκε, φόρεσε μουστάκι, έβαλε μια κόκκινη, φθαρμένη χλαίνη, έδεσε βαριές αλυσίδες στις μπότες, έγινε αγνώριστος. Ποιος νοιάζεται για μια τέτοια φυσιογνωμία; Κανείς.
Έφτασε στη Θεσσαλονίκη, παρκάρισε απέναντι από την Ελίνα, στο σκοτεινό μέρος του εγκεφάλου της, έξυσε τη μνήμη του να θυμηθεί τι έκανε και γιατί, έξω από το μεγάλο σούπερ μάρκετ.
Η Ελίνα βγήκε από το μικροσκοπικό σμαρτ, φορώντας μια κάλτσα στο πρόσωπο της. Όρμησε στο σούπερ μάρκετ, έβαλε το όπλο στη μούρη του ταμία, γέμισε τη νάιλον τσάντα με χρήματα και βγήκε ταχύτατα, ενώ οι σειρήνες ούρλιαζαν, τα φρένα στρίγγλιζαν, ο κόσμος έχασκε, ληστεία, είπαν έγινε, όμως η Αλίνα έγινε καπνός, πίσω από τον κόσμο, πίσω από μια άλλη πραγματικότητα, ενώ ο Πραξιτέλης δοκίμασε να την ακολουθήσει αλλά δεν την πρόλαβε.
Μια προστατευτική ησυχία που δεν την περίμεναν είχε απλωθεί στο σαλόνι, στο σπίτι της Βερνάντας Άλμπα, ή το σπίτι της Αλίνας ώσπου άνοιξε την τηλεόραση ν ακούσουν τις ειδήσεις.
-Μ αγαπάς; Του φώναξε σαν δυναμίτης.
-Πιο πολύ απ τα άστρα! Της απάντησε παρακολουθώντας το τιγρίσιο γυμνό της σώμα.
-Άφαντη παραμένει ακόμα η γυναίκα που κάνει τις ληστείες στα σούπερ μάρκετ, έλεγε ο εκφωνητής. Η αστυνομία δεν έχει σηκώσει ψηλά τα χέρια και έχει βάσιμες ελπίδες πως σε μια από τις επόμενες επελάσεις της θα την συλλάβει.
-Εσύ τις λες γι αυτές τις ληστείες;
Θα την πιάσουν λες αυτή; Έχει κάνει δέκα-δεκαπέντε ληστείες… είπε αινιγματικά κοιτάζοντας ευθεία τον τοίχο του αμφιβληστροειδούς της.
-Α, δε με ενδιαφέρουν αυτές οι ειδήσεις, δεν ασχολούμαι, κοιτάζω τον κόσμο μου. Νομίζω πως είναι δεκαεπτά, είπε παγερά.
-Πάντως πρέπει να είναι πολύ θαραλέα αυτή η γυναίκα, έκανε με θαυμασμό ο Πραξιτέλης.
-Αυτός ο κόσμος θέλει άλλαγμα καλέ μου. Γιατί να υπάρχουν φτωχοί και πλούσιοι; Όλα αυτά δε θα γινόταν αν είχαμε ισονομία. Η ισονομία ου ποιεί πόλεμον, ποιος το είπε αυτό; Και σκάλιζε την τσάντα της, να βρει τον αναπτήρα, να βρει ένα έγχορδο μουσικό όργανο, να ανακαλύψει τη μουσική των φαντασμάτων, να βρει κάτι τέλος πάντων που θα άλλαζε αυτόν τον κόσμο, ίσως τη λίμα της να ξύσει μια παρανυχίδα. Μια καθαρή αναπνοή, ένα ίσως κέρινο ομοίωμα της πραγματικότητας.
-Ναι, αλλά εγώ προστατεύω έναν κόσμο όπως είναι!
-Δικαίωμα σου. Είμαστε αντίθετοι!
-Ναι, αλλά μοιάζουμε κιόλας.
-Πάμε έξω; ρώτησε αργά, θλιμμένα.
-Τι έπαθες; Γιατί αυτή η θλίψη ξαφνικά;
-Πάμε σε παρακαλώ, έχω ανάγκη μιας άλλης ανάσας. Κι έκλεισε την τηλεόραση.
Βγήκαν έξω. Ο κόσμος είναι το έξω. Και το μέσα. Κάθισαν σε κάποιο μπαρ, η ανάσα δεν άλλαζε, ο κόσμος ήταν ίδιος. Νέοι με αλογοουρές, γυναίκες με κοτσίδες, παλιόγεροι που ζήλευαν τους νέους και κάτω απ το τραπέζι έπαιζε μια γάτα, που βρέθηκε εκεί; δίπλα στο χυμένο ποτό, που είχε χυθεί απρόβλεπτα από το ποτήρι της Αλίνας;
-Στην υγειά σου! Φώναξε δυνατά να την ακούσουν όλοι.
-Στην υγειά σου! συνοφρυώθηκε ο Πραξιτέλης.
-Το είπες στη μέλλουσα για μας;
-Τρελή είσαι;
-Όχι αλλά πάω να γίνω. Διάλεξε, ή εμένα ή εκείνη.
-Μαχαίρι στο μηρό ε; Εσένα. Αλλά τα ξέρω όλα!
-Ω! πόσο σ αγαπώ! Είμαι πολύ καλά! Όλα; συνέχισε με αγωνία.
-Ναι, όλα. Σε παρακολούθησα τη Θεσσαλονίκη, αν και το ήξερα από πριν. Ξέρω το πριν και το παρόν.
-Πως το ήξερες; Και τώρα τι θα κάνεις;
-Θα καταθέσω στην Αστυνομία.
Μια θήκη άνοιξε και έκλεισε μια άλλη. Ο στρατιώτης Πραξιτέλης είχε αποφασίσει. Είχε αποφασίσει μιαν αυτοδικία. Μια προδοσία. Ήξερε ένα θανάσιμο μυστικό, η γυναίκα που αγαπούσε ήταν μια λησταρχίνα κι αυτός ένας νομοταγής πολίτης. Νόμος και πράξη. Λόγος και αντίλογος, κοχύλια και σαλιγκάρια πίσω από τη λύπη αλλά δεν του άρμοζε, όπως του τόνιζε συνέχεια ο πατέρας του, η μάνα του και ο αδερφός του. Ω! αυτά τα αδέρφια! Σου παίρνουν την τανάλια από τα χέρια, σκουπίζουν την επανάληψη, μια καθώς πρέπει ζωής, λες και αυτοί την είχαν.
 Αλλά και του ίδιου δεν του άρμοζε να παντρευτεί τη Μαίρη. Τον έτσουζε το μάτι, είχε κοκκινίσει σαν τριαντάφυλλο όταν
συναντήθηκε για τελευταία φορά μαζί της και είπε πως ο γάμος τους ήταν ένα γλυκό όνειρο. Αλίμονο! Υπάρχουν κι άλλοι άντρες για σένα, εγώ θα ζήσω στη μοναξιά μου, προσποιήθηκε. Κι έφυγε για πάντα από τη ζωή της. Αυτής που θα τον περίμενε
for ever, όπως έγραφε σε εκείνο το τελευταίο μήνυμα της.

Πίσω από τα κάγκελα ο κόσμος μεγαλώνει. Η Αλίνα σκέφτηκε πως είχε άδικο να κλέβει τους πλούσιους. Η υποψία πως το παλιό, γλυκό τραγούδι, η μελωδία της ευτυχίας, χρόνια μετά που το νερό κύλησε νόστιμο, ο ένας έξω κι ο άλλος μέσα, μέσα η Αλίνα, απ έξω ο στρατιώτης Πραξιτέλης, ώσπου ένα χτυποκάρδι, ένα μπαλόνι, που είναι δύσκολο να κρίνεις αλλά για να έχει ένα ωραίο
happy ent ent αυτή η ιστορία, δέκα χρόνια μετά, την περίμενε στην έξοδο των φυλακών.
Τι ωραία εικόνα!
ΤΕΛΟΣ

ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ-ΧΑΡΑΜΑ-ΔΡΟΜΟΣ

  Είναι πολύ πρωί. Σχεδόν πριν τις έξι. Τα καταστήματα είναι κλειστά. Ο κεντρικός δρόμος, σχεδόν άδειος. Ο Γιάννης, ένας καλοστεκο...