Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019

Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΡΑΞΙΤΕΛΗς



ΝΟΣΤΙΜΟ ΝΕΡΟ
Ο στρατιώτης Πραξιτέλης απολύθηκε μια μέρα πριν πέσουν οι δίδυμοι πύργοι, χαρούμενος με το απολυτήριο στο χέρι, όχι για τους πύργους, δεν τον ένοιαζε και πολύ, αυτός δεν είχε και ούτε θ αποκτούσε ποτέ πύργους και μάλιστα δίδυμους. Αφού δεν υπάρχει κάτι καινούργιο κάτω απ τον ουρανό, γιατί ω γλυκειά μου μικρή, ο κοσμος να μην είναι χαρούμενος;
Μπαίνοντας στο τρένο της επιστροφής στην Αυλώνα, κάθισε μ ένα ωραίο χαμόγελο στο κουπέ κι άνοιξε το τελευταίο μήνυμα της Μαίρης,
I wait for  ever you, I  am very happy! έγραφε στο τέλος. Ήταν ευτυχισμένη η Μαίρη κι ο Πραξιτέλης χαμογέλασε πλατιά φέρνοντας την εικόνα της μπροστά του, τόσο που ο διπλανός του αναρωτήθηκε αν ήταν χαζός που γελούσε μόνος του. Αυτός τον κοίταξε ήρεμος, τόσο που ο άλλος άλλαξε διεύθυνση των ματιών του. Πιθανόν έβλεπε μια κατσαρίδα, ένα πρόσωπο που υπήρχε στο βάθος, πίσω απ τη δροσιά που έρχεται. Όχι. Στάσου. Είναι περίεργο αλλά έπρεπε να βρει τις κατάλληλες λέξεις. Ο διπλανός τελικά δεν ήταν χαζός, του μίλησε για τον αντιπυρινικό πόλεμο που διεξάγουν οι ΗΠΑ, για τον αντικοφορμισμό που δείχνουν οι Γάλλοι πολίτες και περνούσε η ώρα μαζί με το τρένο που τον έφερνε πίσω, ω! είναι ωραίο να γυρνάς από εκεί που δε σου άρεσε, να είσαι δημαδή φαντάρος.
Ο στρατιώτης Πραξιτέλης ήταν ένας μέτριος άντρας, ούτε ψηλός μήτε κοντός με χαρακτηριστικά ήπιου χαρακτήρα, με όνειρα για τη ζωή, θα παντρευόταν με τη Μαίρη το είχαν αποφασίσει καιρό πριν γι αυτό και η μέρα που απολύθηκε έμοιαζε με το άγγιγμα μιας νεράιδας στον ώμο του. Ίσως αν έβαζε εκεί μια γάτα ή ένα γαλάζιο πουλί η ένα χελιδόνι και τον εαυτό του σε μια κορνίζα με πηλίχιο και παλάσκες να ταίριαζε πιο πολύ μ αυτόν που του χαμογελούσε ανόητα όταν κατέβηκαν στο τέλος της διαδρομής.
Έφτασε στο σπίτι του, οι γονείς του τον περίμεναν στην εξώθυρα καθώς και ο μεγάλος αδερφός του. Ήταν μια ωραία οικογένεια που δεν της έλλειπε τίποτε και σε λίγο κατέφτασε και η Μαίρη που έπεσε στην αγκαλιά του. [Έπεσε; Άγγιγμα χεριού αλλά γιατί έπεσε; Τι έπεσε χάμω και δεν το είδαμε;] Φορούσε ένα πανωφόρι στο χρώμα του σάπιου μήλου και φαινόταν σαν αστείο ζωάκι, η Μαίρη που την αγαπούσε τότε πιο πάνω από τον εαυτό του.
Η ζωή κυλούσε σαν ένα άσπρο λιθάρι, οι μέρες φώτιζαν και οι νύχτες που κοιμόταν με τη Μαίρη ατέλειωτες, η εργασία του στο μαγαζί κυνηγητικών όπλων που διατηρούσε η οικογένεια από πάππου προς πάππου, πήγαινε μια χαρά. Ρολόι. Ρολόι στον τοίχο. Κούκος. Κούκος, ώσπου εκείνο το απόγευμα που στεκόταν πίσω απ την κουρτίνα την είδε στην απέναντι ταράτσα να φοράει λευκά εσώρουχα και να μη νοιάζεται ποιος την έβλεπε. Η απόσταση απ τη μπαλκονόπορτα του μέχρι την ταράτσα της ήταν κοντινή, μια χάπα δρόμος με το μάτι κι αυτή η εικόνα τον σημάδεψε σαν κυνηγητικό όπλο που ήταν έτοιμο να εκπυρσοκροτήσει.
-Να έρθω εκεί; Τη ρώτησε από απέναντι και η ηχώ της φωνής του ταξίδεψε μέσα της.
-Και δεν έρχεσαι; Απάντησε με το χαμόγελο του ξαφνικού έρωτα.
-Πως σε λένε; Τη ρώτησε από κοντά, πίσω απ τα κρεμασμένα σεντόνια, μέσα από τα λευκά της εσώρουχα.
-Αλίνα.
-Πραξιτέλης.
-Του Διομήδους; Ψιθύρισε στ αυτί του σαν αγέρας που περνά και χάνεται και μένει η ηχώ. Πάλι η ηχώ, μέχρι να χαθεί τελείως στο βάθος του διαδρόμου, στο βάθος του απέραστου, και τότε τι γίνεται;
Οι μεγάλες γλάστρες με τα περίφημα λουλούδια, μετακινήθηκαν, το ευρύχωρο, παλιό κλασικό σπίτι ανατρίχιασε, το σπίτι; Κάτω απ τις γλάστρες υπήρχε λίγο χώμα που έβγαινε από τις πήλινες τρύπες, μαζί με λίγη υγρασία, όπως αυτή που κυλούσε στα ιδρωμένα κορμιά τους.
-Τι δουλειά κάνεις; τη ρώτησε μετά από πολλές νύχτες.
-Είμαι αντιπρόσωπος σε μια εταιρία καλλυντικών, είπε με σημασία. Αντιπρόσωπος στην επαρχία. Ταξιδεύω πολύ. Σε νοιάζει;
-Και βγάζεις πολλά; Τόσα πολλά απ αυτή τη δουλειά; Κι έδειξε τον περίφημο πλούτο του σπιτιού.
-Πολλά. Πάρα πολλά, έκανε με στόμφο. Είμαι πλούσια. Δε θέλω να πεθάνω φτωχή.
-Σ αρέσουν τα πλούτη;
Η μεγάλη ζωή;
-Ναι.
Εσύ; Τι κάνεις; εννοώ στην τωρινή σου ζωή…φαντάζομαι να μη σου αρέσουν τα πλούτη!
-Όχι… αλλά ναι…ξέρεις, ετοιμάζομαι να παντρευτώ!
- Η μέλλουσα το ξέρει για μας;
-Όχι! έκανε εμβρόντητος.
-Ε, τότε να της το πεις. Φεύγω αύριο για τον Βόλο, όταν θα επιστρέψω, σε μια βδομάδα, θέλω να το ξέρει.
Κι έφυγε.
Φαινομενικά ήσυχος κόσμος, πίσω απ το παράθυρο τον παρακολουθούσε ο πατέρας του, με βλοσυρό ύφος, όπως συμβαίνει σ αυτές τις περιπτώσεις αλλά δεν του είπε τίποτε ακόμη. Ακόμη. Μια δύσκολη λέξη γιατί χρειάζεται υπομονή, γιατί χρειάζεται να συμμαζέψεις το μυαλό σου για το τι θα πεις.
-Αυτή την ιστορία θέλω να τη σταματήσεις, του είπε τελικά. Δεν αρμόζει στο ήθος της οικογένειας μας. Τι είναι αυτά;
Σε λίγο ετοιμάζεσαι να παντρευτείς, ξέχασε τις περιπέτειες.
Αμήχανος δεν ήξερε τι να του απαντήσει, τον ενοχλούσε που κάποιος έμπαινε στις υποθέσεις του, έστω κι αν αυτός ήταν ο πατέρας του, ακόμα χειρότερα. Τι να του λεγε; Πως δε θα παντρευόταν τη Μαίρη; Το άφησε για μετά. Για μετά που κύλισε ο χρόνος, ξαναήρθε η ηχώ, το Φθινόπωρο σκούριασε τον κόσμο, η Αλίνα πηγαινοερχόταν στις επαρχίες φορτωμένη με χρήμα, η Μαίρη επέμενε πως έπρεπε να ορίσουν την ημερομηνία του γάμου κι αυτός πήρε την απόφαση μια μέρα, μέρα ήταν ή νύχτα; να παρακολουθήσει την Αλίνα σε ένα ταξίδι στην επαρχία. Κάτι του λεγε πως αυτός ο κόσμος ήταν ψεύτικος. Γυάλινος. Τσακισμένος σε πολλά μικρά-μικρά κομματάκια που χρειαζόταν να επανασυνδεθούν.
Ο στρατιώτης Πραξιτέλης ένα χρόνο μετά την απόλυση του χρειάστηκε να εφαρμόσει ορισμένα από τα κόλπα που είχε μάθει στο στρατό. Μεταμφιέστηκε, φόρεσε μουστάκι, έβαλε μια κόκκινη, φθαρμένη χλαίνη, έδεσε βαριές αλυσίδες στις μπότες, έγινε αγνώριστος. Ποιος νοιάζεται για μια τέτοια φυσιογνωμία; Κανείς.
Έφτασε στη Θεσσαλονίκη, παρκάρισε απέναντι από την Ελίνα, στο σκοτεινό μέρος του εγκεφάλου της, έξυσε τη μνήμη του να θυμηθεί τι έκανε και γιατί, έξω από το μεγάλο σούπερ μάρκετ.
Η Ελίνα βγήκε από το μικροσκοπικό σμαρτ, φορώντας μια κάλτσα στο πρόσωπο της. Όρμησε στο σούπερ μάρκετ, έβαλε το όπλο στη μούρη του ταμία, γέμισε τη νάιλον τσάντα με χρήματα και βγήκε ταχύτατα, ενώ οι σειρήνες ούρλιαζαν, τα φρένα στρίγγλιζαν, ο κόσμος έχασκε, ληστεία, είπαν έγινε, όμως η Αλίνα έγινε καπνός, πίσω από τον κόσμο, πίσω από μια άλλη πραγματικότητα, ενώ ο Πραξιτέλης δοκίμασε να την ακολουθήσει αλλά δεν την πρόλαβε.
Μια προστατευτική ησυχία που δεν την περίμεναν είχε απλωθεί στο σαλόνι, στο σπίτι της Βερνάντας Άλμπα, ή το σπίτι της Αλίνας ώσπου άνοιξε την τηλεόραση ν ακούσουν τις ειδήσεις.
-Μ αγαπάς; Του φώναξε σαν δυναμίτης.
-Πιο πολύ απ τα άστρα! Της απάντησε παρακολουθώντας το τιγρίσιο γυμνό της σώμα.
-Άφαντη παραμένει ακόμα η γυναίκα που κάνει τις ληστείες στα σούπερ μάρκετ, έλεγε ο εκφωνητής. Η αστυνομία δεν έχει σηκώσει ψηλά τα χέρια και έχει βάσιμες ελπίδες πως σε μια από τις επόμενες επελάσεις της θα την συλλάβει.
-Εσύ τις λες γι αυτές τις ληστείες;
Θα την πιάσουν λες αυτή; Έχει κάνει δέκα-δεκαπέντε ληστείες… είπε αινιγματικά κοιτάζοντας ευθεία τον τοίχο του αμφιβληστροειδούς της.
-Α, δε με ενδιαφέρουν αυτές οι ειδήσεις, δεν ασχολούμαι, κοιτάζω τον κόσμο μου. Νομίζω πως είναι δεκαεπτά, είπε παγερά.
-Πάντως πρέπει να είναι πολύ θαραλέα αυτή η γυναίκα, έκανε με θαυμασμό ο Πραξιτέλης.
-Αυτός ο κόσμος θέλει άλλαγμα καλέ μου. Γιατί να υπάρχουν φτωχοί και πλούσιοι; Όλα αυτά δε θα γινόταν αν είχαμε ισονομία. Η ισονομία ου ποιεί πόλεμον, ποιος το είπε αυτό; Και σκάλιζε την τσάντα της, να βρει τον αναπτήρα, να βρει ένα έγχορδο μουσικό όργανο, να ανακαλύψει τη μουσική των φαντασμάτων, να βρει κάτι τέλος πάντων που θα άλλαζε αυτόν τον κόσμο, ίσως τη λίμα της να ξύσει μια παρανυχίδα. Μια καθαρή αναπνοή, ένα ίσως κέρινο ομοίωμα της πραγματικότητας.
-Ναι, αλλά εγώ προστατεύω έναν κόσμο όπως είναι!
-Δικαίωμα σου. Είμαστε αντίθετοι!
-Ναι, αλλά μοιάζουμε κιόλας.
-Πάμε έξω; ρώτησε αργά, θλιμμένα.
-Τι έπαθες; Γιατί αυτή η θλίψη ξαφνικά;
-Πάμε σε παρακαλώ, έχω ανάγκη μιας άλλης ανάσας. Κι έκλεισε την τηλεόραση.
Βγήκαν έξω. Ο κόσμος είναι το έξω. Και το μέσα. Κάθισαν σε κάποιο μπαρ, η ανάσα δεν άλλαζε, ο κόσμος ήταν ίδιος. Νέοι με αλογοουρές, γυναίκες με κοτσίδες, παλιόγεροι που ζήλευαν τους νέους και κάτω απ το τραπέζι έπαιζε μια γάτα, που βρέθηκε εκεί; δίπλα στο χυμένο ποτό, που είχε χυθεί απρόβλεπτα από το ποτήρι της Αλίνας;
-Στην υγειά σου! Φώναξε δυνατά να την ακούσουν όλοι.
-Στην υγειά σου! συνοφρυώθηκε ο Πραξιτέλης.
-Το είπες στη μέλλουσα για μας;
-Τρελή είσαι;
-Όχι αλλά πάω να γίνω. Διάλεξε, ή εμένα ή εκείνη.
-Μαχαίρι στο μηρό ε; Εσένα. Αλλά τα ξέρω όλα!
-Ω! πόσο σ αγαπώ! Είμαι πολύ καλά! Όλα; συνέχισε με αγωνία.
-Ναι, όλα. Σε παρακολούθησα τη Θεσσαλονίκη, αν και το ήξερα από πριν. Ξέρω το πριν και το παρόν.
-Πως το ήξερες; Και τώρα τι θα κάνεις;
-Θα καταθέσω στην Αστυνομία.
Μια θήκη άνοιξε και έκλεισε μια άλλη. Ο στρατιώτης Πραξιτέλης είχε αποφασίσει. Είχε αποφασίσει μιαν αυτοδικία. Μια προδοσία. Ήξερε ένα θανάσιμο μυστικό, η γυναίκα που αγαπούσε ήταν μια λησταρχίνα κι αυτός ένας νομοταγής πολίτης. Νόμος και πράξη. Λόγος και αντίλογος, κοχύλια και σαλιγκάρια πίσω από τη λύπη αλλά δεν του άρμοζε, όπως του τόνιζε συνέχεια ο πατέρας του, η μάνα του και ο αδερφός του. Ω! αυτά τα αδέρφια! Σου παίρνουν την τανάλια από τα χέρια, σκουπίζουν την επανάληψη, μια καθώς πρέπει ζωής, λες και αυτοί την είχαν.
 Αλλά και του ίδιου δεν του άρμοζε να παντρευτεί τη Μαίρη. Τον έτσουζε το μάτι, είχε κοκκινίσει σαν τριαντάφυλλο όταν
συναντήθηκε για τελευταία φορά μαζί της και είπε πως ο γάμος τους ήταν ένα γλυκό όνειρο. Αλίμονο! Υπάρχουν κι άλλοι άντρες για σένα, εγώ θα ζήσω στη μοναξιά μου, προσποιήθηκε. Κι έφυγε για πάντα από τη ζωή της. Αυτής που θα τον περίμενε
for ever, όπως έγραφε σε εκείνο το τελευταίο μήνυμα της.

Πίσω από τα κάγκελα ο κόσμος μεγαλώνει. Η Αλίνα σκέφτηκε πως είχε άδικο να κλέβει τους πλούσιους. Η υποψία πως το παλιό, γλυκό τραγούδι, η μελωδία της ευτυχίας, χρόνια μετά που το νερό κύλησε νόστιμο, ο ένας έξω κι ο άλλος μέσα, μέσα η Αλίνα, απ έξω ο στρατιώτης Πραξιτέλης, ώσπου ένα χτυποκάρδι, ένα μπαλόνι, που είναι δύσκολο να κρίνεις αλλά για να έχει ένα ωραίο
happy ent ent αυτή η ιστορία, δέκα χρόνια μετά, την περίμενε στην έξοδο των φυλακών.
Τι ωραία εικόνα!
ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΜΕΤΕΚΌΜΙΣΑΝ ΣΤΟ ΑΜΈΡΙΚΑ

  Χωρί ς μιζέρια, δίχως γκρίνια- ο κόσμος μας δεν είναι, σίγουρα, ο καλύτερος. Ο πλανήτης γη ίσως απ τα χειρότερα μέρη για να κατοικήσεις. Ο...