Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Η ΚΙΝΈΖΑ ΓΟΥΈΝΤΙ



-Ρε συ, κάτσε να κουβεντιάσουμε λίγο σοβαρά..
-Άιντε λέγε.
-Πιστεύεις πως αυτός ο Τράμπ κυβερνάει τον κόσμο;
-Την αλήθεια;
-Ε, ναι ρε μάπα! Την αλήθεια.
-Όχι.
-Και τότε τι γίνεται;
-Τίποτα ρε φίλε. Η Αμερική δε χρειάζεται πρόεδρο. Ο Τράμπ είναι κάτι σαν κυβερνητικός εκπρόσωπος. Είναι εκεί για να λέει αυτά που του υποδείχνουν οι πολυεθνικές. Μην είσαι κορόιδο!
-Γιατί με υποτιμάς ρε!
-Γιατί είσαι κορόιδο, γι αυτό. Εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός ο Μερντοχ χώρισε με κάποια Κινέζα.
-Τι λες μωρέ! Ποιος είναι ο Μέρντοχ;
-Αφού είσαι αδιάβαστος ρε νούμερο. Δεν ξέρεις τον Μέρντοχ και μου κάνεις τον έξυπνο. Ογδόντα φεύγα μεγιστάνας του τύπου. Και η Κινέζα Γουέντι σαραντάχρονη περίπου, χώρισαν.
-Ε και τι με νοιάζει εμένα;
-Καλά. Εσένα δε σε νοιάζει τίποτε, κάνει μουτρωμένος. Ε, γιατί θέλεις να κουβεντιάσουμε;
-Τον Αλέξανδρο Ρήγα τον ξέρεις;
-Τι με ρωτάς; Πρέπει να τον ξέρω κι αυτόν;
-Όχι, είχε μια συνέντευξη και είπε πως η επανάσταση θα έρθει μόνο μετά την απόλυτη εξαθλίωση.
-Άρα δεν είναι τώρα; με αγωνία.
-Όχι, δεν είναι τώρα. Προς το παρόν φαίνεται πως κερδίζει αυτός ο χοντροκέφαλος, ο Βενιζέλος..
-Τι λες ρε μούργο; [του χώνω μια μπουνιά, διπλώνεται χάμω.] Θα ζήσουμε πάλι με τους Βενιζελοπασοκικούς;
-Τι βαράς ρε; Επειδή σου είπα την αλήθεια, [σηκώνεται, κλαίει, τον λυπάμαι.]
-Εγώ πάντως είμαι με την ΕΡΤ ...[τον εξετάζω περίεργα]
-Ρε δεν πρόκειται να βάλεις μυαλό, του λεω. Ποια ΕΡΤ; Προχτές δε μου λεγες πως εκεί γίνεται της πουτάνας; πως πέφτει μεγάλη ρεμούλα, πως διασπαθίζεται το χρήμα του Ελληνικού λαού; Τώρα τι μου το αλλάζεις;
-Ναι αλλά δυομισι χιλιάδες άνεργοι..
-Ποιοι άνεργοι βρε μαλάκα; Δε θα πάρουν την αποζημίωση τους; Δε θα τους ξαναπάρουν στις δουλειές τους; Ποιον θα πάρουν εμένα; Αυτοί που κάνουν την κατάληψη του μεγάρου είναι τα λίγα κορόιδα, τους υπόλοιπους καρφί δεν τους καίγεται. Έχουν κάνει τη μπάζα τους. Ξέρεις κανέναν δημοσιογράφο χαζό;
-Όχι αλλά..
-Τι αλλά βρε νούμερο; Ξέρεις ότι ο Μαυροκεφαλίδης παίρνει πεντακόσιες χιλιάδες ευρό το χρόνο και δεν του φτάνουν;
-Τι λες μωρέ; Ποιος είναι πάλι αυτός; Μου επιτίθεται. Εγώ δεν θα πάρω μια ολόκληρη ζωή τόσα λεφτά ....
-Μπασκετμπολίστας, του λέω ήρεμα.
-Θα πάω να γίνω κι εγώ, μου απαντάει κλαίγοντας.

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

ΌΤΙ ΥΠΆΡΧΕΙ ΜΈΣΑ ΜΟΥ



Εκτιμώ τους ανθρώπους που έχουν να πουν κάτι με σαφήνεια. Τους φίλους που δεν επιδίδονται σε ανόητες κριτικές, σε εγωιστικές παρορμήσεις. Δυστυχώς δεν προλαβαίνω την αντιπαράθεση προτού φτάσει στα άκρα. Μερικοί είναι απίστευτα εγωπαθείς, εγωκεντρικοί και ξερόλες. Να τους χαίρεστε.

Καθένας ασχολείται με ότι του ταιριάζει. Πλουραλισμός. Μια έννοια που αρμόζει απόλυτα στον καιρό μας. Άμα κοιτάξεις στις οθόνες θα δεις πως αυξήθηκαν οι κανονικοί εραστές. Αυτό θα πει ανωμαλία στο σύστημα.

Πάντως οι σημερινοί άνθρωποι έρχονται και φεύγουν πολύ εύκολα από κοντά μας. Μου φαίνονται όλοι πολύ βιαστικοί. Κάτι ψάχνουν σε μας, σε μένα σε σένα, δεν το βρίσκουν, νόμιζαν άλλα, φεύγουν. Σαν χρυσοθήρες στο Ελντοράντο.

Αν ένας άνθρωπος βρεθεί κατώτερος από το ύψος του, νομίζω πως δεν επανέρχεται. [Είναι αυτό που λέμε, ξέπεσες στα μάτια μου.]

Ο εγωισμός είναι τελικά ελάττωμα ή προτέρημα; Σύμφωνα με του Δαρβινιστές είναι η μεγαλύτερη αρετή των ικανοτέρων. Στην δε φύση, ο εγωισμός σπάει καρύδια. Μου αρέσει που είσαστε καλοί εγωιστές.
Είμαστε όλοι ίσοι και έχουμε τα ίδια δικαιώματα στη ζωή. Το πιστεύετε αλήθεια αυτό;


Αλλά για να τονώσουμε και το ηθικό των εναπομεινάντων, θα πρέπει να ρισκάρουμε την άποψη πως, ο ανθρώπινος πολιτισμός ποτέ δεν έχει φτάσει στο σημερινό επίπεδο. Άποψη που πρέπει να δεχτούμε αξιωματικά και Ιστορικά τεκμηριωμένη. Όλοι οι προηγούμενοι πολιτισμοί ήταν χειρότερα άγριοι, χειρότερα βάρβαροι ακόμα και ο λεγόμενος μέγιστος τρόπος ζωής των αρχαίων Αθηναίων.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 42 [ΤΕΛΕΥΤΑΊΟ]




Όταν έφτασα στο ποτάμι, περπάτησα δίπλα στην καινούργια γέφυρα που είχε μισογκρεμιστεί, πάλι. Έτσι δεν μπορούσες να περάσεις απέναντι. Πλησίασα κάποιον εργάτη και τον ρώτησα από πού θα διάβαινα, και, αφού γέλασε, μου είπε πως σε αυτό το σημείο μόνο κολυμπώντας θα περνούσα. «Αλλά τα νερά είναι ορμητικά,» του είπα, «δεν ξέρω κολύμπι… «Τι να σου κάνω; πήγαινε παραπάνω στον πόρο» είπε βαριεστημένα και γύρισε στη δουλειά του.
Βάδισα πλάι στην όχθη μέχρι πέρα την παλιά γέφυρα κι ανέβηκα πάνω της. Πήγα μέχρι τη μέση, στο ύψος που είχε κοπεί, στάθηκα κοιτάζοντας το απέναντι κομμάτι. Σκέφτηκα να πηδήξω, μέτρησα τις δυνάμεις μου. Πήρα φόρα να κάμω μια δοκιμή, κώλωσα, παρά λίγο να τσακιστώ στο κενό- την τελευταία στιγμή κρατήθηκα πισωγυρίζοντας. Φοβισμένος, κάθισα και κοίταζα το βάθος του νερού. «Πω, πω! Τι πήγα να πάθω!» σκέφτηκα. Παρατήρησα πόσο μεγάλο πήδημα έπρεπε να κάνω και ομολόγησα αφού ησύχασα κάπως, πως φτηνά την γλίτωσα και πως ήταν αδύνατο να γίνει αυτό. Κανένας άνθρωπος δε θα το κατάφερνε, ακόμα και ο καλύτερος άλτης του κόσμου. Να, λοιπόν γιατί οι άνθρωποι έφτιαχναν γέφυρες. Τις έφτιαχναν για να ενώσουν τις τύχες τους, να ανταμώνουν για αγάπη ή για πόλεμο. Για πόλεμο, το πιθανότερο- εγώ, γιατί πήγαινα; Γιατί ήθελα να περάσω αυτό το ποτάμι; Τι ήταν απέναντι; Μήπως θα ήταν καλύτερα;
Προσπάθησα να ερευνήσω με το μάτι, όσο μπορούσα τον τόπο και είδα τα ίδια πράγματα που ήταν κι από εδώ. Ε, τότε καλύτερα να μείνω! Αναπόδιασα. Τι δουλειά είχα απέναντι αφού κι εκεί δε θα άλλαζε τίποτε; Αλά αμέσως μετάνιωσα. Έπρεπε να πάω γιατί με περίμενε ο φίλος μου ο Ντάφλος. Κάπου, λίγο πιο πάνω από την παλιά γέφυρα, είναι το αγρόκτημα, που έμενε, μου είχε πει και έβγαλα ένα παλιό, τριμμένο χαρτί που μου είχε κάνει το σχεδιάγραμμα για να μελετήσω τον τόπο.. Δεν κατάλαβα και πολλά, συμπέρασμα δεν έβγαινε, μπερδεμένο ήταν κι αυτό, όπως το κεφάλι του Ντάφλου αλλά θα το έβρισκα. Αρκεί να είχα μια γέφυρα. Να έστηνα εγώ μια γέφυρα με χορτόσκοινα και κρεμασμένος να διάβαινα αντίπερα. Φαντάστηκα κιόλας τον εαυτό μου κρεμασμένο στο κενό, πάνω από το νερό, πάνω από τον κόσμο και τα χέρια μου λύγισαν. Δε θα μπορούσα να κρατηθώ άλλο, θα έπεφτα με παφλασμό στα κύματα και δεν θα ξανάβγαινα.
Σίγουρα δεν θα μπορούσα να το κάμω, έπρεπε να βρω άλλον τρόπο- κοίτα πόσο άξιζε μια γέφυρα! Όλος ο κόσμος γεμάτος τέτοιες ήταν και εδώ που χρειαζόταν μια, δεν υπήρχε.» Δε βαριέσαι, θα πάω παραπάνω, στον πόρο, Έτσι δεν είπε εκείνος ο εργάτης; Θα πάω»
Πήρα την άκρη-άκρη κι αυτό μου θύμισε ένα τραγουδάκι, ένα παλιό μοιρολόι κι άρχισα να το τραγουδάω. «Την άκρη- άκρη πήγαινα, τη άκρη το ποτάμι. Βρίσκω του Νάσου τα μαλλιά, του Νάσου τις πλεξούδες, μαλλιά που είν το κεφάλι σας» και τα λοιπά. Όλο το ίδιο έλεγα, δεν το θυμόμουν παρακάτω αλλά πρέπει να έλεγε κάτι σαν μαλλιά που είναι το κεφάλι σας, κορμί που η κεφαλή σας. Κάτι τέτοιο θα έλεγε και θυμόμουν που το τραγουδούσε η μάνα μου αλλά δεν έσκασα και πολύ. Τα τραγούδια που αγαπούσα τα είχα ξεχάσει προ πολλού και τα καινούργια, ήταν δύσκολο να τα μάθεις αν δεν τα αγαπούσες.
Το μονοπάτι ανέβαινε φιδίσιο, χωματερό, ανάμεσα από πλατάνια και ιτιές. Η φωνή μου αντιβούιζε ανάμεσα από πολλούς ήχους. Όπως το κελάηδισμα των πουλιών, το κελάρυσμα του νερού, το θρόισμα των φύλλων. Μέχρι να φτάσω στο διάσελο, τραγουδούσα. Εκεί σταμάτησα. Έτρεξα όλο το ίσιωμα με δύναμη να φτάσω στην όχθη του ποταμού και να κοιτάξω με λαχτάρα το ύψος του νερού. Πράγματι ήταν ρηχό, μέχρι το γόνατο θα έφτανε και αυτό ήταν σε λίγα σημεία. Στα περισσότερα μέχρι το κότσι.
Ευχαριστημένος κάθισα στην όχθη, έβγαλα τα παπούτσια και τις κάλτσες. Μάζεψα το παντελόνι μέχρι τα γόνατα και με τα παπούτσια στο χέρι-αυτό είναι που λένε μας έδωσαν τα παπούτσια στο χέρι- μπήκα στο νερό. Κάποια χαραμάδα χαράς που δεν ξέρω από πού ερχόταν, διάβηκε μέσα μου. «Ίσως αυτό να είναι το ποτάμι που έλεγε ο πατέρας μου» είπα και στάθηκα λίγο πριν από τη μέση να κοιτάζω στο βάθος, στη στροφή, ώσπου έφτανε το μάτι. Αλλά όχι, δεν ήταν αυτό. Εκείνος έλεγε πως είναι ευθεία, χωρίς ιτιές και πλατάνια στις όχθες του, μόνο σκόνη και γυαλιστερές πέτρες. Όχι δεν ήταν αυτό και ίσως να μην υπήρχε τελικά εκείνο το ποτάμι του πατέρα μου.
Κάνοντας αυτές τις σκέψεις και ξαναπροχωρώντας εκεί που βάθαινε, λίγο πάνω από το γόνατο, δεν πρόσεξα. Γλίστρησα κι έπεσα. Βούλιαξα, μου έφυγαν τα παπούτσια με τις κάλτσες από τα χέρια, πάει, τα πήρε το ρέμα. Χωρίς να σκεφτώ όρμισα, αφού ανασηκώθηκα να τα πιάσω προτού φτάσουν στο βαθύ. Δεν το κατόρθωσα αν και το χέρι μου τα πλησίασε στον πόντο. Μέχρι να το αντιληφθώ, είδα με τρόμο πως είχα μπει για τα καλά στο βαθύ. Κολυμπούσα ενώ με παρέσερνε το ορμητικό ρεύμα, τα παπούτσια είχαν χαθεί από τα μάτια μου αλλά ποιος νοιαζόταν τώρα γι αυτά; Εδώ κινδύνευε η ζωή μου, η ζωή ολάκερη αυτό μου έλειπε να σκέφτομαι τα παπούτσια! Με άρπαξε μια δίνη, μια σοίρα με κατέβασε στο βάθος, πάει, τέλειωσα, σκέφτηκα. Ήταν γραφτό να πεθάνω, να πνιγώ. Αυτή ήταν η μοίρα μου για μένα που δεν πίστευα τέτοια πράγματα αλλά με ξανάβγαλε λίγο παρακάτω στην επιφάνεια αφού όμως είχα πιει κάμποσο νερό. Γιατί να μη γίνει έτσι; Πρόλαβα να σκεφτώ. Το υπαρξιακό μου πρόβλημα ήταν μεγαλύτερο, άρα καλύτερα να μην κάνω καμιά προσπάθεια να σωθώ. Θα ήταν κι αυτό κάτι σαν μια ιδανική αυτοχειρία γιατί τώρα το έβλεπα πως μπορούσα να σωθώ καθώς είχα γαντζωθεί σε έναν κορμό δέντρου και πήγαινα ιλιγγιωδώς όμως ανάλογα με τις κινήσεις του νερού. Όχι, θα τον άφηνα. Θα τον άφηνα τον κορμό, καλύτερα να πνιγώ, καλύτερα να πεθάνω και αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα, θα είχα μια δικαιολογία πως δεν αυτοκτόνησα αλλά με πήρε το ποτάμι. Έτσι όλοι θα έλεγαν την άλλη μέρα και θα πρόσθεταν πως κρίμα το παλικάρι, κρίμα στον άνθρωπο που πνίγηκε, νέος ήταν ακόμα στα σαράντα πέντε του. Θα έκλαιγαν και λίγοι, αν με βρίσκανε, αν έβρισκαν το κουφάρι μου στη θάλασσα όπου σίγουρα θα με ξερνούσε το ποτάμι. «Δεν έχει νόημα να ζεις έτσι!» βούιξε πάλι στο κεφάλι μου πιο ορμητική από το νερό η σκέψη μου. «Εκτός κι αν θέλεις ν αλλάξεις αλά δεν έχεις τα κότσια να το παραδεχτείς. Ο θάνατος είναι η ιδανικότερη λύση αλλά τώρα εσύ τρέμεις. Παλιά έλεγες καλύτερα ένα πιστόλι στον κρόταφο, ναι, αυτό φαινόταν πιο ανώδυνο αλλά τώρα εδώ μέσα γιατί να πνιγείς;»
 Πως είναι όταν πνίγεται κανείς; Εκείνη τη στιγμή του κρακ ήθελα να καταλάβω που δίνεις μια και φεύγεις μαζί με τον άνεμο, μαζί με το νερό, τις χαρές που ήθελες και δε θα τις ξανάβρισκες ποτέ τώρα πια, όπως τον κορμό του δέντρου που ήταν η σωτηρία μου κι εγώ το είχα παρατήσει στη δική του μοίρα.
Με ξαναπήραν οι δίνες, με έχωσαν κατάβαθα, πιάστηκε το πόδι μου σε ένα ριζάρι πλατάνου, εκεί θα έμενα. Να, το τέλος ερχόταν, ένας πόνος στο στήθος, στο κλειστό στόμα που σε λίγο θα ορμούσε μέσα του ο ποταμός. Θα γέμιζε το στόμα μου, στο λαιμό θα κατηφόριζε σα χείμαρρος που φτάνει σε καταρράκτη, νερό, ακατάσχετο νερό. Νερό… νερό… νερό… μα ναι… να, η μνήμη τεράστια, το πόδι μου ξεφεύγει από το ριζάρι μια δύναμη άλλη με ξαναβγάζει στην επιφάνεια, ανάσκελα, ημιθανάτιο στην αντίπερα όχθη. Κάπου ήθελα να πιαστώ, ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται, δεν είναι κάποιος εδώ; Να μου δώσει ένα χέρι θεέ μου, εγώ που δεν πίστευα σε θεούς, να σωθώ, να γλιτώσω. Ένα χέρι να με τραβήξει στη στεριά σε ένα ποτάμι ξερό, χωρίς νερό, μόνο χαλίκια και γυαλιστερή σκόνη!
Και τότε το ένιωσα.
Κάποιος με έπιασε από τον ώμο, από την πλάτη, από τα μαλλιά. Με έσυρε να με σώσει, άκουγα τις φωνές του, την αγωνία του έτσι που με είχε ξαπλώσει μπρούμυτα κι εκείνος από πάνω μου με το κεφάλι του να έχει γεμίσει αίματα, τα μάτια πεταγμένα έξω από τις κόγχες- και χάθηκα. Έσβησα μ αυτή την τελευταία σκέψη. Ένας γλυκός ύπνος με πήρε σε μια απέραντη κοιλάδα. Φωτεινή.
Μια ευτυχισμένη πολιτεία, καταπράσινη, λουλουδιασμένη φάνηκε σε έναν παράξενο τόπο, μυστηριακό με ένα σπίτι στην μια άκρη της περιποιημένο με κηπάρι, φυτεμένο από μια γυναίκα που έσκυβε και μάζευε λαχανικά, ενώ εγώ στεκόμουν στην εξώθυρα με ένα παιδί στα χέρια να χαμογελάμε στον ήλιο.
Αλλά κι όταν άνοιξα τα μάτια μου, ο ίδιος ήλιος χαμογελούσε. Η γλύκα από το παράξενο όνειρο στο παράξενο σπίτι και τη γιαγιά απέναντι να παρακολουθεί τους σταλακτίτες, εμένα που κρυβόμουν αργότερα γυμνός στην αγκαλιά μιας επίσης γυμνής κοπέλας και κάποιοι ήθελαν να μας βάλουν φωτιά. Φωτιά σαν αυτή που όταν είχα κλειστά τα μάτια με έριχνε ο ήλιος μέσα σε ένα πορτοκαλί απέραντο, ώσπου άκουσα τη φωνή κάποιου, σαν γνώριμου από παλιά. «Ξύπνησες; Ξύπνα!» μου έλεγε. «Ξύπνα, δεν κάνει να κοιμάσαι, εγώ σε γλίτωσα, σε γλίτωσα είσαι φίλος μου, εγώ σε γλίτωσα δε με θυμάσαι;»
Μου ήρθε να γελάσω ή να κλάψω με τον τρόπο που μιλούσε η τσιριχτή φωνή αλλά νόμιζα πως κάποιος με κορόιδευε κι όταν, επί τέλους άνοιξα κάποτε τα μάτια μου, ξέφυγα από το πορτοκαλί που με τύφλωνε και είδα τον Φοράδα σκυμμένο επάνω μου χλομό και κίτρινο από το φόβο του.
Μόλις είδε που ανασηκώθηκα και συναντήθηκαν τα μάτια μας, τρεμόπαιξε τις βλεφαρίδες, πήδηξε επάνω φωνάζοντας:
-Ζει! Εγώ τον έσωσα… ζει!
Πήγα κοντά του, τον αγκάλιασα κι αυτός δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του.
-Γιατί με έσωσες; Τον ρώτησα σοβαρά μισοκλείνοντας τα μάτια. Ποιος σου είπε ότι ήθελα να γλιτώσω;
Μούτρωσε, πέταξε τα χοντρά του χείλη έξω. Στεναχωρήθηκε, πήγε να βάλει τα κλάματα με αυτά που του έλεγα. Τον χτύπησα φιλικά στην πλάτη και μέσα μου σκεπτόμουν που στο διάολο βρέθηκε εκεί, εγώ τον είχα ξεχάσει στη Ζάκυνθο ή στα Κύθηρα δε θυμόμουν και καλά αλλά θα μου πεις τέτοια ώρα τέτοια λόγια και έτσι τον ρώτησα πως είχε βρεθεί εκεί.
-Φτιάχνω καράβια! Μου είπε και με αποσβόλωσε. Να, δες! Και μου έδειξε μια σκαλισμένη πευκόφλουδα, ενώ ταυτόχρονα με ρώτησε που είναι η Λουτσία.
-Που είναι η γυναίκα σου; που την άφησες; Αυτή με αγαπούσε δε σου είπα πως κάποτε θα σου την πάρω;
-Ναι Φοράδα, μου την πήρες. Δεν υπάρχει πια, σκοτείνιασε. Για πες μου όμως ξέρεις κανέναν Ντάφλο εδώ πέρα;
-Ξέρω, ξέρω!  είναι φίλος μου, έλα να σε πάω αλλά πέθανε η γυναίκα του και είναι λυπημένος.
-Πέθανε η Έλεν; ξαφνιάστηκα. Μου ήρθε πολύ απότομο.
-Ναι… πέθανε κλαψούρισε ο Φοράδας, έπεσε από τον βράχο.
Ήμουν που ήμουν κατάκοπος από την περιπέτεια του νερού, αρρώστησα πιο πολύ με αυτό που άκουγα καθώς προχωρούσαμε για το αγρόκτημα. «Πως έγινε;» τον ρώτησα, «Δεν ξέρω ξερόκλαψε. «Ο Ντάφλος είπε πως έπεσε από τον γκρεμό κι έπειτα την έθαψαν πέρα στο νεκροταφείο. Εγώ δεν πάω εκεί γιατί φοβάμαι.» «Καλά» του είπα και δε μιλήσαμε άλλο μέχρι να φτάσουμε στο αγρόκτημα του Ντάφλου.

Ο φίλος μου ο Ντάφλος. Λεπτοκαμωμένος, αδύνατος, ισχνός σαν τσίχλα μα ψυχή Αστραπόγιαννου. Πόσα χρόνια είχα να τον δω; Πέντε-έξι, ίσως παραπάνω.
Καθώς τον παρατηρούσα από την εξώθυρα, αυτός δε με είχε αντιληφτεί, γέμισα μονομιάς με μνήμες από τότε που ήμασταν παιδιά στις αλάνες του Αγίου Αρτεμίου. Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο με τα μανίκια ανασηκωμένα στα μπράτσα, καθαρό. Στο αριστερό του χέρι μια μαύρη λουρίδα περιβραχιόνιο του πένθους για τον θάνατο της γυναίκας του. Θα ήταν απόγευμα τώρα και ο ήλιος έριχνε τις τελευταίες ακτίνες του, κατάφατσα προς εμάς κι ανάμεσα μας. Τα μαλλιά του Ντάφλου κάτασπρα, μεγάλα, ανέμιζαν στο σιγανό αεράκι. Φαινόταν θλιμμένος, απόμακρος, καθισμένος στο πεζούλι, έξω από την παράγκα του- γιατί, παράγκα ήταν αυτό που έβλεπα κι αυτός, σίγουρα θα το ονόμαζε παλάτι
Μόλις με αντιλήφτηκε δεν έκαμε καμιά κίνηση με το σώμα. Γύρισε μόνο το κεφάλι και τα βλέμματα μας συναντήθηκαν. Κοιταχτήκαμε κάμποσο από αυτή την απόσταση λες και ψάχναμε κάτι. Κάτι που δεν το ξέραμε αλλά απλώς το νιώθαμε. Σα να μην είχαμε ανάγκη να πούμε λόγια, κάποια λόγια χαιρετισμού, κάποιες κουβέντες σαν αυτές που λένε οι άνθρωποι σε ανάλογες περιστάσεις: Τι κάνεις; Πως είσαι; Που χάθηκες τόσον καιρό και πως βρέθηκες εδώ. Εμείς δεν είπαμε τίποτα τέτοια γιατί και εγώ και εκείνος νιώθαμε πως δεν είχε φύγει ποτέ από τη σκέψη μας, η ύπαρξη μας. Αλλά ούτε αγκαλιαστήκαμε μετά τη χειραψία. Κρατούσαμε μόνο τα χέρια μας σφιγμένα και μισοχαμογελάσαμε κάποτε. Ύστερα με τράβηξε να μπούμε μέσα.
-Έλα μαχαραγιά, μου είπε.
Η φωνή του ήταν βραχνή, σκονισμένη από τον καιρό, από τις ταλαιπωρίες της ζωής του.
Μπήκαμε μέσα στην αραχνιασμένη παράγκα και το εσωτερικό της μου έδειξε το αδιέξοδο της ζωής. Το νο γουέι.
Ο Ντάφλος έπιασε δυο κούπες ξύλινες, πήρε το μπουκάλι με το τσίπουρο, τις γέμισε. Με χέρι που έτρεμε μου έδωσε τη μια και καθίσαμε σε δυο τσακισμένες καρέκλες, ο ένας απέναντι στον άλλον. Οι δυο τελευταίοι ήρωες στο ημίφως και ενώ κατέβαζε το τσίπουρο, δεν άντεξε. Είδα τα μάτια του να γεμίζουν δάκρυα. Δεν άντεξα κι εγώ και μας πήραν τα κλάματα για όσα ζήσαμε και για όσα υπήρχαν στον κόσμο μας. Μεγάλοι άντρες εμείς τώρα πια, να κλαίμε σα μωρά παιδιά αλλά ήταν μια συγκίνηση που δεν μπορούσα να την καθορίσω, λες και ο κόμπος βούλιαζε στο λαιμό και δε θυμάμαι ποτέ στη ζωή μου να είχα κλάψει τόσο πολύ.
Η ανάγκη όμως να δούμε τα πράγματα όπως ήταν, στέγνωσε κάποτε τα δάκρυα και νιώσαμε λίγο καλύτερα. Ο Ντάφλος ανασηκώθηκε με την κούπα στο χέρι, κάθισε λίγο απόμερα μου.
-Ήρθες λοιπόν, πέρα από το ποτάμι, είπε.
Κι εγώ τότε το συνειδητοποίησα. «Πέρα από το ποτάμι!» μονολόγησα και ρίγησα. Τι θα έκαμα εδώ; Σε αυτή την ερημιά, παρέα με τον Ντάφλο και τον Φοράδα; Τι θα ζωγράφιζα; Τον εαυτό μου ή εκείνους; Εμένα η πόλη με κυνηγούσε και οι άνθρωποι μου φάνηκαν πολύ μακρινοί.
-Να ζήσεις εδώ! Μίλησε ο Ντάφλος λες και είχε καταλάβει τις σκέψεις μου.
-Αυτή είναι Αμβράζη η κληρονομιά σου Η πέτσα της γης σ αυτή τη μεριά του κόσμου, σου ανήκει και μη προσπαθήσεις να χτίσεις αυτό το γιοφύρι. Εδώ, καθώς βλέπεις, τελειώνει το όνειρο, δεν πρόκειται να φτιάξουμε μια καλύτερη ζωή. Οι απέναντι θα έρθουν όμως πάλι. Θα βρουν τον τρόπο να έρθουν, να είσαι σίγουρος γι αυτό..
Σταμάτησε για λίγο. Έστριβε ένα τσιγάρο και προσπαθούσε να ψηλαφίσει το σκοτάδι που είχε αρχίσει από ώρα να γίνεται βαρύ. Βαρύ σκοτάδι, σκέφτηκα, τι λέξεις χρησιμοποιούσα για να φτιάξω μια άλλη πραγματικότητα κι έτσι δεν έλεγα τίποτε. Όχι ότι δεν είχα να πω αλλά ήθελα να τον ακούω να μιλάει. Να μιλάει έτσι ο Ντάφλος, να φιλοσοφεί και το βλεπα πως μιλούσε μέσα από τη διεύρυνση συνείδησης που είχε επέλθει από το αλκοόλ.
-Πιες και συ, μου είπε. Δε θυμάσαι που σου τα λεγα; Και γέλασε.
Έπειτα άναψε ένα φως
-Να βλεπόμαστε, είπε. Πως έγινε έτσι, ξαφνικά σκοτάδι;
Στο φως ένιωσα λίγο καλύτερα και εκείνος με ρώτησε πως πέρασα το ποτάμι. Απέφυγα να του μιλήσω εκείνη την ώρα, δεν ήθελα να μπω ξανά στο νερό κι έτσι τον κοίταξα καχύποπτα. Τον ρώτησα για τον θάνατο της Έλεν.
-Την αγαπούσες και συ, το ξέρω αυτό. Πάει όμως, τέλειωσε. Είχε διαγράψει από καιρό τον κύκλο της. Έπεσε από τα βράχια, τι να σου πω… έπεσε.
Κατάλαβε πως δε με έπειθε, αγκομάχησε, στένεψε τα μάτια, πήγε κάτι άλλο να πει, σα να δυσανασχέτησε που έδειχνα να μην τον πιστεύω και μούγκρισε.
-Τι τα θέλεις Αμβράζη! Έτσι είναι η ζωή: άλλοι ζούνε κι άλλοι πεθαίνουν! Μη με ρωτάς περισσότρα.
Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα αλλά ούτε και ο Ντάφλος, πιστεύω. Στριφογύριζαν στο μυαλό μου σαν ενοχλητικές μύγες οι σκέψεις μου για όλα. Το ένα, το άλλο, το πέρα από το ποτάμι, η πέτσα της γης, ο θάνατος την Έλεν Νασοπούλου. Αυτός ο τελευταίος, ειδικά, μου είχε γίνει έμμονη ιδέα.. Κάτι άλλο θα είχε γίνει που ο Ντάφλος το έκρυβε επιμελώς αλλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Κι έτσι, κάποια στιγμή τα αρνήθηκα όλα. Η ώρα θα ήταν πέντε το πρωί που αποκοιμήθηκα βαρύς σα μολύβι.
Δε θυμάμαι να είδα κανένα όνειρο- και τι όνειρο να έβλεπα;
Αχρείαστα μου φαινόταν όλα τα όνειρα και όταν κάποτε ξύπνησα από το σκούντημα του Ντάφλου, έκανα κανένα πεντάλεπτο για να συνειδητοποιήσω που βρίσκομαι.
Ένας ήλιος παράξενος τρύπωνε εκτυφλωτικά στην παράγκα και η μυρουδιά του καφέ που έψηνε ο φίλος μου, με έκαναν να σηκωθώ, νιώθοντας όμως ακόμα βαρύς, καταπονημένος.
Ήπιαμε τον καφέ, κάναμε δυο-τρία απανωτά τσιγάρα αμίλητοι στην αυλή. Ύστερα, χωρίς να μιλήσουμε πάλι, πήραμε το μονοπάτι προς το ποτάμι, εκεί που έφτιαχναν την καινούρια γέφυρα. Αυτή που έστηναν και ξανάπεφτε σα να ήταν στοιχειωμένη. Σα να ήταν η γέφυρα του παραμυθιού.
Όταν φτάσαμε κοντά, είδαμε πως επικρατούσε μια λευκή ησυχία. Μόνο δυο-τρεις εργάτες κυκλοφορούσαν ανόρεχτα, πάνω- κάτω.
Ωστόσο δίπλα από το ίσιωμα κι απέναντι μας ακριβώς, εμφανίστηκαν στον ορίζοντα οι τρεις φιγούρες της εξουσίας: Ο Αστυνόμος, ο Παππάς, ο Δάσκαλος. Ο ένας πίσω από τον άλλον κι ύστερα σε παράταξη να έχουν στη μέση τον Αστυνόμο που σήκωνε απειλητικά το χέρι του δείχνοντας τον Ντάφλο.
Γύρισα και πρόσεξα το πρόσωπο του φίλου μου σε προφίλ. Μου φάνηκε πέτρινο. Το ίδιο και η φωνή του.
-Αν μπορείτε, ελάτε απέναντι! τους φώναξε.

ΤΕΛΟΣ

Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 41




Η φτώχεια που ήθελε την καλοπέραση της, τα πλούτη που αγαπούσαν μερικοί άνθρωποι, η αγάπη και ο τρόπος να γίνει καλύτερη  η ζωή, η εναγώνια προσπάθεια μου να καταλάβω μερικά από αυτά, ίσως λίγα περισσότερα απ όσα μπορούσα κι έτσι έχανα όλη αυτή την πραγματικότητα, τους φίλους, τους αδερφούς, ότι είχα και δεν είχα, τη γυναίκα που αγαπούσα και είχα διώξει, αλήθεια γιατί μετανιώνουμε τόσο εύκολα; Όλα αυτά ή μερικά από αυτά με έκαναν να μην αναγνωρίζω ή τουλάχιστον να μη καταλαβαίνω τι ήταν τελικά ο Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας. Μέρες και μήνες μετά τη φουρτούνα και την συμφορά του χωρισμού έκανα να συνέλθω, γιατί, συνέχεια σκεφτόμουν πόσο μου έλειπε, τώρα πια που τίποτα δε φαινόταν ικανό να τη φέρει πίσω.
Κάποιο βράδυ, μέσα στο γενικό συνονθύλευμα της ζωής μου, ανάμεσα από κραιπάλη, άνοστες γυναίκες, καινούργιους ζητιάνους της φιλίας μου, την πήρα τηλέφωνο και μου το κλεισε. «Δε σε ξέρω» μου είπε. «Δεν ξέρω κανέναν σαν εσένα.» Κλικ!
Αν θυμάμαι καλά, θα ήμουν γερά πιωμένος και περιγέλασα αλλά αργότερα μελαγχόλησα τόσο πολύ με εκείνο το «δεν ξέρω κανέναν σαν εσένα» που ήπια κι άλλο. Κι ύστερα πήρα νυχτιάτικα τους δρόμους. Πάντα τους δρόμους έπαιρνα κι όπου με έβγαζαν. Για τη δουλειά δεν είχα πια κουράγιο, ούτε ζωγράφιζα ούτε έκανα κάτι άλλο. Σπαταλούσα μόνο ότι είχα και δεν είχα, έπινα, γυρνούσα, διασκέδαζα με γυναίκες της μιας νύχτας. Αλήθεια, αυτές ποτέ δεν τις βλέπεις μέρα, μυστήριο πράμα, λες και φοβούνται το φως, όπως οι νυχτερίδες, έτσι είπα σε μια Ντίνα που πρόλαβε να με αγαπήσει. Να έρθεις και καμιά μέρα να βρεθούμε! Ήρθε και ήταν σαν τη μύγα μες το γάλα. Από τότε όσες φορές την συνάντησα ήτανε νύχτα. Μεσάνυχτα.
Από το πατρικό μου σπίτι περνούσα σπάνια. Σπανιότατα. Σα να είχα ξεχάσει πως είχα έναν πατέρα και μια μητέρα, κατάκοιτους σχεδόν γονείς, ανήμποροι να ψευτοζούνε με τις ψωροσυντάξεις, αμίλητοι πια στις μοναξιές τους. Φαίνεται, πάντως πως θα μάθαιναν τα κατορθώματα μου, ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο και τα λοιπά, επειδή όποιος θέλει να μάθει, μαθαίνει κι επειδή πάντα θα υπάρχουν οι καλοθελητές πληροφοριοδότες, ειδικά όταν πρόκειται για το λεγόμενο κακό
Σιγά-σιγά, λιγόστευαν τα χρήματα που είχα συμμαζέψει, οι τραπεζικοί μου λογαριασμοί άδειαζαν, το βλεπα με λύπη που θα καταντούσα σε βάθος χρόνου αλλά μυαλό δεν έβαζα.  Γύριζα στα καταγώγια της πόλης των Αθηνών, μερόνυχτα, στα μπαρ, με εφήμερους περιπατητές, φιλόσοφους, άφραγκους, ασίγαρους, όλα τα α και αγαπούσα αυτόν τον τρόπο που ζούσα. Έλεγα μάλιστα αδιόρθωτα, εγωιστικά πως δεν αλλάζω, δεν πρόκειται ν αλλάξω! Έτσι θα ζούσα από τούδε και εντεύθεν κι ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πως, αφού είχα επιλέξει αυτή την ακολουθία, γιατί τώρα μετάνιωνα οικτρά; Λίγες φορές, ελάχιστες, αποφάσιζα με το νου πως θα ξαναφτιάξουν τα πράγματα, αλλά ο Θεοφάνης που έβλεπε την κατρακύλα μου, μία από τις πέντε ή έξι φορές που συναντηθήκαμε στο εργαστήρι, μου το είπε ξεκάθαρα: «Δεν πας καλά. Δεν ξέρω τι έχεις πάθει αλλά αν είσαι τόσο κακός εγωιστής θα πας χαμένος!» Αυτή τη πρώτη φορά ήταν σχετικά ελαστικός απέναντι μου. Την επόμενη μου είπε φανερά ενοχλημένος να μην ξαναπάω εκεί και πως έληξε η συνεργασία μας.
Για όλα αυτά που μου είπε, είχε δίκιο ο άνθρωπος. Τι να με έκανε πια; Στην αγορά είχα πέσει στα αζήτητα, κανένας πια δε μιλούσε για τον ζωγράφο Αμβράζη-Αντώνιο-Αλμύρα. Στους δρόμους δε με χαιρετούσαν, δε με ήξεραν πια, ούτε ποιος ήμουν, ούτε που πήγαινα. Είχαν εξουδετερώσει το αντίκτυπο μου και με συνέθλιβε η ανικανότητα μου να επανέλθω. Είχα αλλάξει και φυσιογνωμικά, εντάξει πάντα με μούσι αλλά τώρα ήταν γένια απεριποίητα και τα μαλλιά μου ήταν δεμένη  μεγάλη κοτσίδα στην πλάτη, αλλά αυτό έλεγα δεν είχε σημασία. Σημασία είχε που όταν έπιανα το πινέλο για να ζωγραφίσω, το χέρι μου μισότρεμε, το μυαλό μου κουνούσε, διασαλευόταν η ακινησία της ύπαρξης κι εγώ στεκόμουν σε μια οπτασία  περασμένης ζωής στο διάφανο και το έβαζα στα πόδια κυνηγημένος από αυτό που δεν μπορούσα να καταλάβω: τη συνέχεια. Ποια θα ήταν αυτή αν μη τι άλλο όχι διαφορετική από τη διάγνωση του Θεοφάνη, ήταν εύκολο να τη δεις αλλά εγώ δεν την έβλεπα.
Ο Θεοφάνης στην τελευταία μας συνάντηση, όταν πια είχαν τελειώσει όλα τα λεφτά μου, πήγα να του ζητήσω δανεικά και μόνο που δε με κυνήγησε, δε μου έριξε καπέλο, πίνακες, παλέτες, καβαλέτα.
Ήταν εκεί και η αδερφή του, η Κάθριν, που κάποτε με είχε ερωτευθεί. Ξεραμένη, κατάβαφη, κωλαράκια μπλε ανούσια , με κέρασε προτού έρθει ο Θεοφάνης. Μου ξαναθύμισε πως εκείνη με ήθελε ακόμη, εγώ τρελάθηκα περισσότερο με την τρέλα που κουβαλούσε, Και τα έλεγε όλα αυτά σοβαρά η Κάθριν. Έλεγε πως εμείς οι δυο ήμασταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον, αλλά δεν έγινε ποτέ επειδή έφταιγα εγώ και πως τώρα μπορούσα να επανορθώσω. Εγώ χαμογελούσα δεν ήξερα τι να της πω, να της χαλάσω ένα ψεύτικο όνειρο αλλά όταν ήρθε ο Θεοφάνης και με είδε σ αυτή την κατάντια με τα λερωμένα κι ασιδέρωτα ρούχα-αλήθεια τι είχαν γίνει τόσα ρούχα, τόσα παλτά, τόσα παντελόνια, γραβάτες;- αυτός που ήταν ένα φιλήσυχο ανθρωπάκι, αγρίεψε.
-Κοίτα ρε πως κατάντησε! Δε ντρέπεσαι καθόλου; Που έπρεπε να έχεις τον κόσμο στα πόδια σου; Πήγαινε και μη ξανάρθεις! Από μένα δεν έχεις να κερδίσεις τίποτε έτσι που κατάντησες.
Αλλά εμένα δε με ενδιέφερε η γνώμη του. Δε με ενδιέφερε η γνώμη κανενός και παρ ότι δεν αγαπούσα αυτόν τον εαυτό μου, τραβούσα μέσα σ αυτή τη μιζέρια. Χτύπησα κάμποσες πόρτες ακόμη, που κάποτε είχα ευεργετήσει, όμως είναι γνωστό το αποτέλεσμα σ αυτές τις περιπτώσεις. Κανένας δε σε θέλει. Ψεύτικες υποσχέσεις, ανόρεχτα έως βλαβερά πειράματα, απέναντι στη θρυλούμενη συμπόνια και κοινωνικότητα των ανθρώπων. Αυτοί αν ήταν εύκολο θα ήθελαν να με ποδοπατήσουν, στο γκρεμό να με έβλεπαν, να μου έδιναν μια κλωτσιά παραπάνω.
Έτσι αναγκάστηκα να πουλήσω και το αυτοκίνητο μου, αυτό πια μου είχε απομείνει, καθώς δεν μπορούσα να το συντηρώ κιόλας.. Το πούλησα για μερικές εκατοντάδες χιλιάρικα ενώ το είχα αγοράσει εκατομμύρια.
Για λίγο νόμισα πως κάτι θα γίνει, έκανα κάποιες ψεύτικες προσπάθειες να βρω δουλειά αλλά μετά από κανένα μήνα άκαρπων δοκιμασιών τα παράτησα πάλι. Τίποτα δε γινόταν Φαίνεται πως δεν μπορούσα να δώσω το απαιτούμενο ενδιαφέρον κι έτσι η ζωγραφική και η ζωή μου πήγαιναν στράφι . Τη ζωγραφική μάλλον θα την είχα διαγράψει εντελώς. Για να πω την αλήθεια, μόλις σκεφτόμουν πινέλα, χρώματα, καβαλέτα, με έπιανε πανικός.
Μια μέρα, απόγευμα μπορεί να ήταν, δε θυμάμαι καλά, πήρε το μάτι μου σαν οπτασία, την Λουτσία, αγκαλιά με κάποιον άντρα. Ήταν αυτή; Αγκαλιάζονταν, έτρεχαν, γελαστοί σε ένα πάρκο, γεμάτο δέντρα, παγκάκια, λουλούδια κι ένα πλήθος ανθρώπων γύρω τους. Έμοιαζαν όλοι ευτυχισμένοι, πιο πολύ η Λουτσία, ξένοιαστη στη μέση ενός γαλάζιου κόσμου.
Τότε λυπήθηκα πολύ. Ζήλεψα αν και ακόμα δεν έχω ξεκαθαρίσει αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα. Θα ήταν όμως αλήθεια επειδή η Λουτσία δεν ήταν από τις γυναίκες που θα έμεναν για πολύ καιρό μόνες. Αλίμονο! Η πιο ανόητη σκέψη όλων των εραστών είναι αυτή: πως κάποτε θα γύριζε πίσω. Το ίδιο σκεφτόμουν κι εγώ όσο κι αν αυτό φαινόταν ηλίθιο. Αν ήταν δυνατόν! Η πιο ανόητη σκέψη μου ήταν πως θα με περίμενε ξανά. Τόσο απίθανο ήταν αυτό που σκεφτόμουν και παρ όλα αυτά, όσο κι αν ήθελα να το ξεχάσω, δεν μπορούσα. «Μην είσαι βλάκας Αμβράζη» έλεγα στον εαυτό μου «Η ζήλια είναι επώδυνο συναίσθημα αλλά αφού εσύ την έδιωξες, τι ήθελες να κάνει;» «Θα μπορούσε να περιμένει!» επέμενε με πείσμα ο εαυτός μου και ο πόνος μαζί με τη λύπη γινόταν τεράστιος. Αναθυμόμουν τι είχα και τι έχασα, στον ύπνο μου πεταγόμουν επάνω, ρίχνοντας όλα τα βάρη στον εαυτό μου. Το πρόσωπο της η περπατησιά, το κορμί της έρχονταν συνέχεια μπρος μου. Τίποτα όμως δεν ήταν  ικανό να γυρίσει πίσω- το ποτάμι δε γυρίζει πίσω, ηχούσαν στα αφτιά μου οι κουβέντες του πατέρα μου και των φίλων που επέμεναν πως δεν έπρεπε να κάνω αυτό το θλιβερό λάθος.
Αργότερα κακόπεσα ακόμα περισσότερο.
Χωρίς σκοπούς και στόχους, κανένας δε ζει, το ήξερα, το ψυχανεμιζόμουν και κάπου προσπαθούσα να πάρω κουράγιο. Τέλειωσαν όμως όλα κάποτε. Και τα χρήματα και οι σκέψεις, άδειασαν σε μια μεγάλη θάλασσα.
Βούλιαξα.
Στο κενό, μετέωρος, πως έπρεπε να κάνω κάτι αλλά τι;
Περπατώντας στον υπόγειο σιδηρόδρομο-πως είχα βρεθεί εκεί;- ζήτησα τσιγάρο από κάποιον καλοντυμένο κύριο. Με κοίταξε με λύπηση, προτείνοντας μου ολόκληρο το πακέτο. «Ο Αμβράζης δεν είσαι;» είπε. Εγώ έγνεψα όχι. «Δεν είσαι ο ζωγράφος Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας;» επέμενε και με κοίταζε στα μάτια χωρίς ν αφήνει το πακέτο. «Όχι κύριε, σας είπα δεν είμαι, ίσως να του μοιάζω, δεν τον ξέρω τον άνθρωπο που λέτε. Θα μου δώσετε το τσιγάρο;» «Πάρε όλο το πακέτο!» χαμογέλασε κι έφυγε.
Εγώ κάθισα δίπλα στις ράγες, άναψα τσιγάρο, χλωμός στο κλάμα. Έκλαψα πολύ μα πάλι δεν έβγαινε τίποτα. Ότι φοβόμουν ξαναγυρνούσε μέσα μου κι αυτό ήταν πιο πολύ ο θάνατος.. Τριγύριζε σαν μέλισσα, βούιζε στο κεφάλι μου η φωνή του και τρομαγμένος μπήκα στο τρένο. Είχα αποφασίσει να πάω στον Ντάφλο, στον φίλο ου τον Ντάφλο που ήξερα πως ήταν πέρα από το ποτάμι. Όταν είχε φύγει, μου είχε πει, πως όποτε ήθελα, μπορούσα να πάω! «Άνευ δεύτερης κουβέντας! Μη το σκεφτείς καθόλου συνάδελφε! Εγώ θα σε περιμένω,» είχε τελειώσει.

συνεχίζεται

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 40




Πήγε κοντά της προσπαθώντας να θυμηθεί πόσα χρόνια είχε να τον κοιτάξει στα μάτια αφού σχεδόν δεν είχαν επικοινωνία. Απλά τον ακολουθούσε σαν πιστό σκυλάκι. Έτρωγε ότι της έδινε, δεν μπορούσε να φάει και πολλά πράγματα αφού είχε γίνει φαφούτα, έπινε κρασί, σπάνια μιλούσαν απλά ο Ντάφλος έλεγε κι αυτή μερικές φορές κουνούσε το κεφάλι της.
-Αύριο θέλω να με βοηθήσεις να χτίσω το πεζούλι στον πάνω βράχο. Πέφτουν τα χώματα και μας χαλάνε τον κήπο, της είπε με κάποια σημασία.
Η Έλεν δε μίλησε, πιθανώς δεν καταλάβαινε πια, ήταν σαν φυτό αλλά, τουλάχιστον αυτή τη φορά, έγνεψε καταφατικά, κατεβάζοντας το κεφάλι της μπροστά.
-Πάω τώρα να φτιάξω τα χόρτα να φάμε. Ψόφησα στην πείνα, εσύ πεινάς;
Πάλι δεν πήρε απάντηση. «Τι τη ρωτάω τώρα;» σκέφτηκε  καθώς μάζευε τα χόρτα που είχαν πέσει έξω από τη σακούλα. Αφού τα μάζεψε όλα, πήγε έξω στη βρύση να τα πλύνει, να τα καθαρίσει. Άναψε πρώτα φωτιά να είναι έτοιμη για να τα βράσει και άρχισε να τα καθαρίζει με ένα μισοσκουριασμένο σουγιά που είχε κρεμασμένο στη μέση του από μια αλυσίδα- όταν περπατούσε τον έχωνε στην τσέπη του παντελονιού. Σκουριασμένο ήταν και το μυαλό του, έχοντας συνέχεια μέσα του την Έλεν. Δεν έπρεπε να την κουβαλήσει μαζί του εκεί στην ερημιά του. Όχι δεν έπρεπε, μα το είχε κάνει. Μετάνιωνε οικτρά αλλά πάλι να την άφηνε στην πόλη σ αυτό το χάλι, μόνη, αβοήθητη, δεν το μπορούσε. Δεν το μπορούσε γιατί είχε σκεφτεί πως, σίγουρα θα την πήγαιναν στο τρελάδικο. Ίσως όμως αυτό να ήταν το καλύτερο Ίσως εκεί να έβρισκε την ησυχία της κι αυτός τη λησμονιά της ή και αντίστροφα. Τώρα, όπως είχαν έρθει τα πράγματα κάτι έπρεπε να κάνει. Η Έλεν ήταν με το ένα πόδι στον τάφο, είχε γίνει ένα ζωντανό φυτό αλλά ο θάνατος δε θα την έπαιρνε εύκολα κι έτσι θα τυραννιόταν μέχρι να πεθάνει και θα τυραννούσε κι αυτόν. Τα βλεπε, το καταλάβαινε. Ο ίδιος είχε  με αυτή την ιδέα, την ιδέα του θανάτου αλλά αυτή; Αυτή που δεν είχε πια άλλο νόημα να ζει; Ποια θλίψη, ποια καταφρόνεση και ποιος πόνος την άντεχε; Έτσι που είχε απομείνει, πετσί και κόκκαλο, μια χούφτα άνθρωπος, χωρίς δόντια, χωρίς μαλλιά, πέντε τρίχες δώθε-κείθε, τι λογίζονταν; Ρυτίδες, σαπισμένα χέρια και πόδια γεμάτα πληγές και το κυριότερο που είχε χαμένο το λογικό της. Δεν ήταν πια ούτε ζώο ούτε άνθρωπος κι ο Ντάφλος λυπόταν πολύ για τον άνθρωπο του. «Τι διάολο θε μου!» συλλογίστηκε. «Όλα για τους ανθρώπους τα έδωσες. Όλα τούτα, γύρω-γύρω, φύση, χαρά, ομορφιά, έρωτας, όλα καλά είναι. Τον πόνο, τις πληγές, τα βάσανα τι τα ήθελες; Δε μας έκανες από πέτρα; Ας όριζες να ζούσαμε λίγα χρόνια και καλά. Πέτρινα όμως, χωρίς πόνο δίχως αρρώστιες.
Τέλειωσε με τα χόρτα, σκούπισε μπαϊλντισμένος τα χέρια στο παντελόνι του. Έκλεισε το σουγιά τον έβαλε στην τσέπη Ξεκρέμασε ένα τσουκάλι από τον τοίχο, το μισογέμισε νερό. Έβαλε την πυροστιά πάνω στη θράκα απίθωσε πάνω της το τσουκάλι με το νερό. Περίμενε να πάρει μια βράση κι έριξε τα χόρτα, τα ανακάτεψε, έκλεισε το καπάκι. Πήρε το σκαμνί, το μπουκάλι με το κρασί κάθισε κοντά στη φωτιά. Έπινε και παρακολουθούσε τα χόρτα που έβραζαν.

Την άλλη μέρα ξύπνησε νωρίς. Σηκώθηκε, πλύθηκε, έφτιαξε ένα βιαστικό καφέ. Το έβαλε στο παγούρι, πήρε τον κασμά, τα σφυριά, ανέβηκε στον πάνω βράχο. Ακούμπησε τα εργαλεία, ήπιε μια στάλα καφέ, έστριψε τσιγάρο παρατηρώντας το ύψος του βράχου που ήταν αρκετό ίσως πάνω από είκοσι μέτρα. Καπνίζοντας το τσιγάρο στάθηκε στο χείλος, κοίταξε την καθετότητα. Είδε το κόκκινο χρώμα στην καρδιά του και σκέφτηκε άθελα πως το κόκκινο αντιπροσώπευε τον θάνατο, μαζί με το μαύρο που ανακατωνόταν εκεί.
Ήρεμος αφού τελείωσε το τσιγάρο άρχισε να σκάβει το θεμέλιο για το πεζούλι αφού χάραξε πρώτα τις γραμμές, δούλεψε με ρυθμό κανα δυο ώρες. Ίδρωσε, μούσκεψε, ολοκλήρωσε το σκάψιμο, μέχρι που έβγαλε ο ήλιος κέρατα. «Καιρός είναι να πάω να ξυπνήσω την Έλεν να με βοηθήσει να κουβαλήσουμε την πέτρα» μονολόγησε.
Κατηφόρισε. Μπήκε στο σπίτι, την είδε που καθόταν μάλλον ήρεμη κι έπινε μια κούπα κρασί. «Πάμε, έχω σκάψει το θεμέλιο. Πάμε να με βοηθήσεις να μαζέψουμε πέτρες από γύρω.»
Της έπιασε το χέρι τη βοήθησε ν ανέβουν. Ξεκίνησαν να μαζεύουν πέτρες. Η Έλεν κουβαλούσε τις μικρές. Πολύ μικρές, σαν αυτές που φτιάχνουν καλιμπούτσια τα παιδιά και τις έριχνε όπου ήθελε. Δίπλα ή μέσα στο θεμέλιο. Ο Ντάφλος τις μεγάλες, ήταν καλός χτίστης, προχώρησαν κάμποσο, γέμισε ο λάκκος, έστρωσε καλά το θεμέλιο ή βάση. Ο ήλιος έκαιγε λες και ήταν Καλοκαίρι, ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι στο πρόσωπο, στο κορμί Ντάφλου, όταν πλησίασαν στον βράχο να γεμίσουν κι εκεί.
-Κοίταξε… της είπε. Έλα να δεις και την τράβηξε κοντά του, όρθια στην άκρη του βράχου.
Την αγκάλιασε από τον ώμο, αγνάντεψαν λίγο κάτω. Η Έλεν γύρισε και τον κοίταξε. Αυτός χλόμιασε αλλά άντεξε. Την ξαναγύρισε να βλέπει στο βάθος, πέρα μακριά στον κάμπο κι ύστερα, σαν άθελα, την έσπρωξε απαλά.
Η Έλεν έπεσε στο κενό, γκρεμίστηκε στα πλευρά του βράχου, ξαναχτύπησε εκεί στο κόκκινο του θανάτου, κουτρουβάλησε λίγο ακόμα στα χορτάρια του κήπου. Κάποτε σταμάτησε έμεινε ακίνητη, μάζα μαύρη, κόκαλα και συμφορά στην ησυχία της ανυπαρξίας.
Ο Ντάφλος έμεινε κι αυτός ακίνητος να την κοιτάζει από το ύψος. Τα μάτια του ήταν θολά, το στόμα ξεραμένο. Σκούπισε τα μάτια με τον βραχίονα, τον έτσουξαν καθώς αναμίχτηκαν με τον ιδρώτα. Ύστερα έκανε το σταυρό του σηκώνοντας το βλέμμα στον ουρανό.
Ζώστηκε βιαστικά καλύτερα το παντελόνι του, ίσιωσε τα μαλλιά, πήρε το δρόμο για την ταβέρνα της Κυρα-Φωτεινής.
Έφτασε και μπήκε όσο πιο ήρεμος μπορούσε. Τρεις-τέσσερις χωρικοί κουτσόπιναν στη γωνιά. Κάθισε κι εκείνος σε ένα τραπεζάκι, παράγγειλε  διπλό τσίπουρο που το έφερε ο Φοράδας.
-Πιες κι εσύ, κερνάω εγώ, του είπε.
-Τσου! Ανασήκωσε το κεφάλι του αυτός.
-Πιες σου είπα! συνέχισε σα να έδινε διαταγή Φέρε ένα ακόμα για μένα και το κατέβασε μονομιάς. Κέρασε και τους ανθρώπους από μένα. Κυρά-Φωτεινή! Έλα γιατί τούτος δεν παίρνει χαμπάρι.
Η Κυρά-Φωτεινή βγήκε σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά της. Πήγε στο τραπέζι αγριοκοιτάζοντας τον φοράδα που είχε καθίσει.
-Βάλε σε όλους, πιες κι εσύ κάτι, είπε ο Νττάφλος.
-Εντάξει Ντάφλο, είπε κι έφυγε να εκτελέσει την παραγγελία.
Έβαλε στους άλλους να πιουν έφερε και δυο ακόμα δικά τους. Τσούγκρισε με τον Φοράδα, οι άλλοι φώναξαν στην υγειά σου από τη γωνία.
Τα έκανε συχνά αυτά ο Ντάφλος,  ήταν το σκαρί του έτσι δεν παραξενεύτηκε κανείς. Και αφού πέραση λίγη ώρα ακόμα, τόση που πρόλαβε να ρουφήξει δυο-τρία, σηκώθηκε κι έφυγε. Ανηφόρισε, έφτασε στο αγρόκτημα. Πήγε κοντά στο ακούνητο κουφάρι της Έλεν που ήταν καταματωμένο παντού. Έπιασε το πρόσωπο του με φρίκη, γύρισε αλλού, έβγαλε μια μεγάλη κραυγή.
-Άουουουουουου!
Αχολόγησε ο τόπος, αντιβούισε στο βράχο, στη ρεματιά, στη γέφυρα και πέρα ακόμη. Μονομιάς,-ταυτόχρονα-κίνησε τρέχοντας κατά την ταβέρνα. Έφτασε, μπήκε μέσα μούσκεμα στον ιδρώτα, στάθηκε στη μέση με ανοιχτά τα πόδια. Οι άλλοι είχαν ακούσει την κραυγή και είχαν μισοσηκωθεί.
-Έπεσε από το βράχο, είπε με λυγμούς. Σκοτώθηκε, έπεσε από το βράχο η γυναίκα μου! Και σωριάστηκε σε μια καρέκλα.


ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 39




Πέρασε κοντά από τον πόρο εκεί που το νερό ήταν ρηχό, χάρηκε την ηρεμία της μέρας. Πλύθηκε λίγο στο πρόσωπο κι ύστερα βάζοντας το χέρι αντήλιο, κοίταξε πιο πέρα, εκεί που έκτιζαν την καινούρια γέφυρα.
Ένας μεγάλος οργασμός επικρατούσε, ένα μελισσολόι ανθρώπων εργάζονταν πυρετωδώς. Λάσπες, καλούπια, σίδερα, μεγάλα κίτρινα μηχανήματα, εργάτες και εργολάβοι κινούνταν ασταμάτητα από το πρωί μέχρι το βράδυ για να χτίσουν το καινούργιο γιοφύρι λίγο πιο πάνω από το παλιό.
«Γιατί δεν το άφηναν έτσι;» αναρωτήθηκε ο Ντάφλος. «Το παλιό ήταν πιο καλό, πιο ωραίο αλλά βέβαια τώρα είχε γκρεμισθεί κάμποσο κομμάτι στη μέση. Αλλά κι αυτή τη γέφυρα που φτιάχνουν τώρα, πάνω από δυο χρόνια προσπαθούν να τη στηρίξουν, μου φαίνεται πως θα ξαναπέσει. Χμ, ωραίος εργολάβος είναι αυτός! Σήμερα, σ αυτή την εποχή που ζούμε να πέφτουν τα γεφύρια που χτίζει! Τι διάολο, στοιχειωμένο είναι!»
Κάνοντας αυτές τις σκέψεις, πήγαινε προς το αγρόκτημα. Ήταν το τελευταίο κομμάτι που του είχε απομείνει από τότε που έκανε τα μεσιτικά- δίπλα στην παλιά μισογκρεμισμένη γέφυρα. Το είχε περικλείσει με συρματόπλεγμα αγκαθωτό και σιγά-σιγά προσπάθησε να μαστορέψει το παλιό κτίσμα που υπήρχε. Ένα τετράγωνο ντουβάρι από πλίθες, ασβέστες, άχερα.
Όταν έκλεισε το καφενείο που φτιάξανε με τον Δούκα, πήρε την Έλεν και με έναν φίλο του μεταφορέα κουβάλησε εκεί όλα τους τα τζιμπράγκαλα. Παλιές καρέκλες ψάθινες, σαραβαλιασμένα τραπέζια, τέντες, μαχαιροπήρουνα, σάπιες κουβέρτες. Ακόμα, δύο ράντσα που τα επιδιόρθωσε με ηλεκτροσυγκόλληση, καθώς και ένα παλιό βαρέλι για κρασί. Αυτό ήταν τώρα το πλέον απαραίτητο για τον ίδιο, πόσο δε μάλλον για την Έλεν. Μόλις το σκέφτηκε, ανατρίχιασε. Έβγαλε από την τσέπη του σακακιού ένα πλακέ μπουκάλι με τσίπουρο. Ρούφηξε μια γερή γουλιά.
Τελευταία είχε παραγίνει το πράγμα. Είχε παρακουραστεί να τη βλέπει στην τρέλα της και τον πονούσε αφάνταστα η καρδιά του όταν άκουγε τα ακατάληπτα λόγια της ή καλύτερα τα παραμιλητά της.
Προσπάθησε να διώξει τις κακές σκέψεις που του ερχόταν στο μυαλό-όπως να τη σκοτώσει για λόγους ευθανασίας- και προχώρησε. Πέρασε δίπλα από τη γέφυρα, χαιρέτησε απέναντι τον εργολάβο.
-Τι γίνεται; Του φώναξε. Τελειώνει το έργο;
-Τελειώνει όπου να ναι, σε κανένα χρόνο. Εσένα τι σε κόφτει; Βιάζεσαι να περάσεις από εδώ; Τον ειρωνεύτηκε ο άλλος.
-Εσύ να δω πότε θα περάσεις! Του ανταπάντησε. Γιοφύρι της Άρτας το κατάντησες! Και χάθηκε μέσα στις φυλλωσιές για να μην ακούει τις βρισιές που ξεφούρνισε ο εργολάβος.
Πηγαίνοντας για το αγρόκτημα, μάζευε λίγα χόρτα. Τα ήξερε και του άρεσαν, ειδικά τα άγρια ραδίκια. Αφού μάζεψε κάμποσα σε μια νάιλον σακούλα, κάθισε σε μια πέτρα να στρίψει τσιγάρο. Το έστριψε και προτού το ανάψει τράβηξε άλλη μια γουλιά τσίπουρο από το πλακέ μπουκάλι. Το οινόπνευμα του καψε το λαιμό, ξερόβηξε άσχημα, συνήλθε, άναψε το τσιγάρο.
-Ουφ! Έκανε φωναχτά.
Μέσα στην ησυχία ακούστηκε σαν πιστολιά.
-Τι διάολο θεέ μου! Όλοι οι τρελοί σ αυτή την άκρη του κόσμου μαζεύτηκαν;
Και συνέχισε να πίνει και να καπνίζει στην ερημιά.

Ωστόσο, η μέρα είχε ανακάμψει, γύριζε προς το απόγευμα, όταν ο Φοράδας αφού είχε κάνει  τη δουλειά του, να ρίξει δηλαδή το καράβι του στο νερό και να το ακολουθήσει κάμποσο, είχε ξαναγυρίσει προς το αγρόκτημα του Ντάφλου.
Άνοιξε τη λιάσα-εξώπορτα, μπλέχτηκαν λίγο με τα συρματοπλέγματα τα ατσούμπαλα πόδια του μα αφού τα κατάφερε, έφτασε και σταμάτησε μπρος από το μπλε κτίσμα. Πεινούσε σαν αδέσποτο σκυλί και σκέφτηκε πως ο Ντάφλος θα του έδινε κάτι να φάει. Αργότερα θα πήγαινε στην Κυρά-Φωτεινή.
Προχώρησε, έσπρωξε τη μισάνοιχτη πόρτα, στάθηκε στο άνοιγμα της. Στο μισοσκόταδο είδε την Έλεν Νασοπούλου, ανάμεσα από σκουπίδια, τεντζερέδια, αποφάγια, λιγδιασμένα ρούχα και μπουκάλια από κρασί.
Εκείνη γύρισε να τον κοιτάξει. Το μάτι της γυάλισε.
-Φύγε! Έγρουξε.
-Λίγο ψωμί, έκανε παρακαλετά ο Φοράδας.
Δεν έχει! Δεν έχει φως, δε βλέπω, φύγε! Φώναξε πιο στριγγά. Ανάθεμα τη μάνα που σε γέννησε κερατά. Κερατάδες ήταν όλοι, βλάκες, ανόητοι, σαν εσένα σαν τη νύφη και το γαμπρό. Η νύφη δεν είναι εδώ…έφυγε με το Δούκα. Εσύ γιατί ήρθες; Φύγε πήγαινε από εκεί που ήρθες. Πήγαινε στο διάολο! Στο διάολο να πάτε όλοι ! Θέλετε να με ξεκάμετε. Να μου πάρετε το μουσείο, όλοι, ο Παλιοδούκας. Όχι, δε θα το πάρετε! Δε θα το πάρεις! Χέστηδες όλοι γαμώ τα υπουργεία σας! Και σένα Αλμύρα δε σε θέλω, τι με κοιτάς; Δε θέλω και σένα, δεν είσαι καλός, τι με κοιτάς;
Και σταμάτησε απότομα κάνοντας μια κίνηση με το χέρι μπροστά της σα να ήθελε να διώξει τις εικόνες ή κάτι. Ύστερα ήπιε κρασί. Το μισό της χύθηκε στο στήθος.
-Λίγο ψωμί… γούρλωσε τα μάτια του περισσότερο ο Φοράδας και πλησίασε περισσότερο.
Και σαν η άλλη δε μιλούσε, έσκυψε και πήρε ένα ξεροκόμματο από τα αποφάγια. Φοβισμένος, στάθηκε λίγο παραπέρα προσπαθώντας να το δαγκώσει. Κατάφερε να μασουλίσει μια δυο μπουκιές ενώ ταυτόχρονα έριχνε ματιές γύρω μην έρθει κανένας.
Θέλεις ένα καράβι; Γύρισε πάλι κοντά της κι έβγαλε από την τσέπη του την πελεκημένη πευκόφλουδα.
Η Έλεν δεν τον άκουσε ή δεν ήθελε ν ακούει τίποτε πια. Σηκώθηκε, άρχισε να βγάζει το μαύρο φουστάνι της, λερωμένο και τρισάθλιο ποιος ξέρει από πόσα χρόνια. Τα κατάφερε. Έμεινε με το εσώρουχο, σχισμένο, τρυπημένο σαν από ποντίκια. Ύστερα, γύρισε την πλάτη προς τον Φοράδα, έσκυψε και με τα δυο της χέρια ανασήκωσε τα εσώρουχα δείχνοντας του τα γερασμένα οπίσθια της-από κάτω δε φορούσε τίποτε άλλο.
Αυτός γούρλωσε τα μάτια πιο πολύ, έσκυψε να δει καλύτερα. Ύστερα φοβισμένος έκανε να φύγει αλλά αντ αυτού, έμενε εκεί μαγνητισμένος να βλέπει.
Ανυποψίαστος με ένα χαρούμενο σφύριγμα στα χείλη και την νάιλον σακούλα με τα ραδίκια στο χέρι, κατέφτασε ο Ντάφλος.
Μόλις είδε την κατάσταση του κόπηκε το σφύριγμα, του φυγε η σακούλα από το χέρι. Μετά, γύρισε τα σφιγμένα μάτια του μια στον Φοράδα που έτρεμε και μια στην Έλεν που σερνόταν αδιάφορη στη γωνιά της. Κανείς δε μιλούσε. Τι να πει;
Ο Ντάφλος έμεινε κάμποσες στιγμές έτσι, με τα νεύρα τεντωμένα και σιγά-σιγά, καθώς οι άλλοι δεν έκαναν τίποτε, ημέρεψε. Χαμογέλασε. Χαμογέλασε αργά, μειδίασε προκαλώντας στον εαυτό του μεγαλύτερο γέλιο, σχεδόν σαρκαστικό, που τελικά έγινε τρανταχτό.
Ο Φοράδας γελούσε κι αυτός. Γελούσε χαζά, ηλίθια αλλά γελούσε.
Ώσπου ο Ντάφλος σταμάτησε. Πήγε κοντά του τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
-Έλα, του είπε να σου δώσω λίγο φρέσκο ψωμί και τυρί.
Πήγε στο ψυγείο στο βάθος, έκοψε ένα κομμάτι τυρί λίγη φέτα και μισή φραντζόλα ψωμί. Γύρισε και του τα έδωσε.
-Άιντε τώρα, πήγαινε, φάε το ψωμοτύρι, πήρες και το μάτι σου! πήγαινε στα καράβια μη σου βουλιάξουν.
Άλλο που δεν ήθελε ν ακούσει ο Φοράδας. Βούτηξε το ψωμοτύρι, αμολήθηκε στον κατήφορο, ανοικονόμητος, χοντρόκωλος να παρασέρνει ότι έβρισκε στο διάβα του: πέτρες, χώματα και σκόνη, κάτω από το γελαστό βλέμμα του Ντάφλου που είχε βγει στην πόρτα και τον παρατηρούσε μέχρι να χαθεί στο βάθος. Ύστερα γύρισε μέσα. Είδε την Έλεν ή αυτό που είχε απομείνει από αυτή. Είχε ντύσει το μαύρο της φόρεμα και τον κοίταζε και κείνη. 


συνεχίζεται

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...