Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 32




Συναντήθηκαν κάποτε ξανά οι δυο τους. Πως και τι, παρέμενε μυστήριο. Παράξενα πράγματα, αντιθετικά ήταν αυτά που τους έδεναν, γι αυτό, το μυστήριο των ανθρωπίνων σχέσεων, δικαίωνε την ίδια τη ζωή που από μόνη της υπήρχε αντιφατική
Αυτοί που κάποτε δεν ήθελαν ούτε ν ακούει ο ένας για τον άλλον, τώρα είχαν γίνει κολλητοί Τους ένωσαν τα κοινά συμφέροντα; Πιο πολύ, ίσως η ερωτική σχέση που είχαν με την ίδια γυναίκα, ίσως το ποτό, το ξενύχτι, το μπατιριλίκι του Δούκα, που συνέχεια κοπανούσε το αγγλικό ρητό, πάντα του άρεσε να πετάει το Αγγλικό του για επίδειξη-
misery wants company- ίσως να πήγαινε γάντι στη συνύπαρξη τους που άρχισε εκείνο τον καιρό.
Από τότε που είχε χωρίσει οριστικά με τη Βασιλική και έμεινε στον άσσο, δούλεψε κάποιο διάστημα κοντά στους φορτοεκφορτωτές στη Ζάκυνθο  αλλά σύντομα τους βαρέθηκε και τα παράτησε.
Γύρισε πίσω στην Αθήνα, έμπλεξε με τον υπόκοσμο, τα μπαρ, τις χαρτοπαιχτικές λέσχες, τις μεγαλοκυρίες. Ξανάσμιξε με τη Φραντζέσκα, το παιδικό του όνειρο, την παράξενη και ελκυστική Φραντζέσκα, το θηλυκό της νύχτας. Δούλευε στα μπαρ, στην αγκαλιά τους ενός και του άλλου και πάντα πίσω της ο Δούκας σαν το λυκόσκυλο- κάτι σαν ταβατζής. Πράγμα που δεν το ανεχόταν με τίποτε η ίδια και τότε στήνονταν ομηρικοί καβγάδες μεταξύ τους. Ανάμεσα στο ποτό, τσιγαριλίκι, βρώμικες μουσούδες σημαδεμένων ανθρώπων της νύχτας, κυνηγημένοι και οι ίδιοι, πότε εδώ, πότε εκεί, από το ένα σπίτι στο άλλο, αφού σπανίως είχαν να πληρώσουν το νοίκι.
Στο ντύσιμο όμως, πάντα στην πέννα ο Δούκας. Ήθελε να παρουσιάζεται ωραίος, τα κατάφερνε ακόμα και τώρα που σαραντάριζε να μοιάζει εικοσιπεντάρης. Χωρίς καμιά άσπρη τρίχα στα μαλλιά του, πίστευε πάντα πως θα κατακτήσει τον κόσμο. ‘ Θα τους δείξω εγώ ποιος είναι ο Δούκας. Είμαι αρσενικό εγώ ρε! Φοράω παντελόνια, όχι σαν κάτι φούφληδες που κρύβονται! Είμαι αρσενικό!» Επαναλάμβανε σε κάθε ευκαιρία. Για τη φυλακή που είχε κάνει ποτέ δε μιλούσε. Το κρατούσε μυστικό, έτσι που νόμιζες πως ήταν κι αυτό ένα παραμύθι από τα πολλά που έλεγε για να μεγαλώνει το μύθο του. Μόνο η Φραντζέσκα του πέταγε κάποιες στιγμές κατάμουτρα πως θα τον ξανάστελνε στη στενή μ αυτά που έκανε και πως δε θα δούλευε αυτή μια ζωή για να θρέφει ακαμάτες χαρτοπαίχτες. Αυτός όμως συνέχιζε το ίδιο τροπάρι. Ήταν καλός χαρτοπαίχτης αλλά ήθελε να σηκώσει τη μπάγκα, όπως και τη ζωή κι έτσι ήταν σχεδόν πάντα χαμένος.
Ένα λοιπόν τέτοιο βράδυ, άφραγκος, πιωμένος, περνούσε τυχαία, σαν τον δολοφόνο που γυρίζει ξανά στο μέρος του εγκλήματος, δίπλα από το μουσείο της Έλεν Νασοπούλου στην Κηφισιά.
Κοντοστάθηκε για λίγο. Θυμήθηκε εκείνη την παλιά τους ιστορία, αποφάσισε να μπει. Άνοιξε την παλιά σαραβαλιασμένη πόρτα, προχώρησε στον χορταριασμένο κήπο. Όλα έδειχναν πικρή εγκατάλειψη. Που και που κανένα ξεχασμένο άγαλμα, κάποια σπασμένη κορνίζα, κάποιο κομμάτι μάρμαρο που είχαν ξεμείνει εκεί από την εποχή που λειτουργούσε το μουσείο. Στο χώρο του θεάτρου που κάποτε είχε γνωρίσει μικρές και μεγάλες δόξες, στάθηκε καταμεσής στην πλατεία κι έκανε μια χορευτική φιγούρα. Ύστερα χαμογελώντας προχώρησε προς τη τζαμένια είσοδο του χτιρίου.
Πίσω απ την κουρτίνα με μάτι αγριεμένο τον παρακολουθούσε ο Ντάφλος. Αγριεμένο ήταν όλο του το παρουσιαστικό από πάνω μέχρι κάτω. «Τι θέλει αυτός εδώ;» αναρωτήθηκε. «Τι να θέλει άραγε;» μονολόγησε πηγαίνοντας να του ανοίξει. «Σίγουρα καμιά διευκόλυνση, τι άλλο θα μπορούσε να θέλει απ αυτόν ο Δούκας και μάλιστα μέσα στα άγρια μεσάνυχτα;»
Ωστόσο είχε ανοίξει την πόρτα. Στάθηκε στο άνοιγμα έτοιμος να ξανακλείσει. Ο Δούκας του χαμογελούσε καθώς αυτός συνέχιζε να τον κοιτάζει ερευνητικά.
-Τι θέλεις; Ρώτησε κάπως άγαρμπα.
-Έτσι υποδέχεσαι τους παλιούς φίλους; γέλασε πιο πλατεία ο Δούκας.
-Δεν είμαστε φίλοι. Από πού και ως που φίλοι εμείς οι δυο; Το καλό που σου θέλω είναι να φύγεις γρήγορα. Φύγε! κι έκανε να κλείσει την πόρτα.
Ο Δούκας τον πρόλαβε. Έβαλε το πόδι στο άνοιγμα, αυτός το δικό του, σπρώχτηκαν με δύναμη, ώμο με ώμο, η πόρτα παρέμεινε μισάνοιχτη. Ήταν φανερό πως ήταν πιο δυνατός σαν πιο νέος που ήταν.
-Τι θέλεις ρε; Παράτησε την προσπάθεια να τον εμποδίσει ο Ντάφλος. Λέγε τι θέλεις, ορίστε πέρνα να δούμε τι θέλεις.
Πέρασε μέσα. Είδε την Έλεν Νασοπούλου που καθόταν σε ένα κούτσουρο κοντά στο τζάκι, με το ποτήρι του κρασιού στο χέρι. Τον κοίταξε με μάτι απλανές, αδιάφορο, πιθανώς να μη τον γνώρισε κιόλας. Πήγε κοντά της, πήρε τη μπουκάλα με το κρασί, έψαξε γύρω, βρήκε ένα βρώμικο ποτήρι Το γέμισε και ήπιε μονοκοπανιάς αφού το σήκωσε με νεύμα προς τον Ντάφλο.
-Ρε παλιοκαθίκι! Πήγε να του ορμήσει αυτός.
-Μη! Του σήκωσε το χέρι σαν ασπίδα. Δεν κάνει, είμαστε φίλοι, ας λες εσύ. Δεν έχουμε τίποτε να χωρίσουμε. Περασμένα-ξεχασμένα. Εξ άλλου εγώ πάντα σε συμπαθούσα, ας έλεγες εσύ. Εντάξει, έχουμε διαφορετικές πολιτικές ιδέες αλλά άλλο τα πολιτικά. Τι μας νοιάζει  γι αυτούς; Αυτοί τη δουλειά τους κάνουν και μας, έχουν στην απ έξω.
-Μπα! Άλλαξες; Σαν κάτι να βλέπω πως άλλαξες;
-Τι ν αλλάξω ρε Ντάφλο; Μην είσαι κουτός, ο Δούκας ποτέ δεν του πίστευε. Όλοι τους είναι ρεμάλια, Αριστεροί και Δεκιοί, τι να περιμένεις από αυτούς!
Ο Ντάφλος κάτι πήγε να πει αλλά δεν το περίμενε να είχε γίνει έτσι ο Δούκας. Τον κοίταξε με συμπάθεια, ήταν μεγάλη ψυχή ο Ντάφλος. Είναι γνωστό πως κι αυτός ποτέ δεν συμπάθησε τα γουρούνια της εξουσία. Κωθώνια τους ανέβαζε, παλιοκερατάδες τους κατέβαζε. Έτσι, τον ρώτησε αμήχανα, ποιος ήταν ο σκοπός της επισκέψεως του.
-Γι αυτό ήθελα να σου πω κι εγώ, έκανε και κοίταξε γύρω συνωμοτικά.
-Για λέγε! Απόρεσε και κάθισε στο ντιβάνι.
- Με κυνηγάνε.
-Ποιοι; Έσμιξε τα φρύδια. Οι Αριστεροί; Είπε χαμένα.
-Ποιοι Αριστεροί μωρέ! Έσκασε στα γέλια. Όλο εκεί το μυαλό σου εσένα. Σου το είπα και κάποτε θα το παραδεχτείς και συ πως είναι όλοι ίδιοι. Δεξιοί, κενρώοι, Αριστεροί. Τους τελευταίους τους ανέφερε πιο ειρωνικά κι αυτό έκανε το Ντάφλο να νευριάσει ξανά αλλά δεν έβγαινε πουθενά γι αυτό ηρέμησε πάλι.
Μπορεί να έχεις δίκιο παραδέχτηκε. Αλλά ποιοι σε κυνηγάνε; Σε κυνηγάνε και γελάς;
-Τι θέλεις να κάνω; να βάλω τα κλάματα; Με τα κλάματα δε βγαίνει τίποτε. Δεν είναι και τόσο σπουδαίο, μη νομίζεις. Είναι κάτι παλιά χρέη, κάποιες ακάλυπτες επιταγές…
-Μάλιστα. Για τις επιταγές σε πάνε μέσα…
-Χαίρω πολύ, είπε πικρά
-Και τώρα; τι θέλεις από μένα; Λεφτά δεν υπάρχουν, μα τέλειωσαν.
-Το ξέρω, δε θέλω λεφτά, απλά δεν έχω που να μείνω για λίγο καιρό.
-Δηλαδή ζητάς άσυλο;
-Όπως θες πάρτο. Ζητάω φιλοξενία για λίγο μέχρι να δω τι θα κάνω.
- Ώστε έτσι! Πάνε τα μεγαλεία!
Τώρα; δε σου τα είπε ο φίλος σου ο Αμβράζης; Μη μου πεις πως κι αυτός δεν είναι φίλος σου δε θα σε πιστέψω. Εσίς ήσασταν κώλος και βρακί μια ζωή.
-Ναι, και είμαστε. Έχω λίγο καιρό να τον δω, κάτι μου είχε πει αλλά δεν τα ήξερα τόσο χάλια. Αυτός μεγαλοπιάστηκε τελευταία. Δε μιλάει κι εύκολα για τους άλλους, τον ξέρεις.
-Ναι τον ξέρω, είναι κρυφή πληγή.
-Έχω να τον δω από την κηδεία του Τασούλη…
-Πέθανε; Του φυγε το ποτήρι απ το χέρι, το πρόλαβε στον αέρα. Πότε πέθανε, από τι;
-Ναι, μωρέ, πάει αυτός πέθανε. Που ήσουν εσύ;
-Δεν ήμουν εδώ, δεν ήξερα. Κρίμα. Πως έγινε; Από τι;
-Τι ρωτάς, στρίφτηκε ο Ντάφλος. Πάει αυτός, τέτοια θα λέμε τώρα;
-Πήγες στην κηδεία ε;
-Ε, ναι πήγα, άστα, μηδέν η ζωή, δεν είμαστε τίποτε.
-Καλά, λες, θα βάλεις να πιούμε;
-Βάλε μόνο σου.
Ο Δούκας έβαλε. Γέμισε κι ένα ποτήρι για τον Ντάφλο που σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε για πρώτη φορά φιλικά.
-Γεια μας, του είπε τσουγκρίζοντας το ποτήρι του.
--Γεια μας. Αλήθεια είπες πως ο Αμβράζης δεν έρχεται από εδώ;
-Μπα, δεν έρχεται, έχω να τον δω καιρό. Καλά είναι αυτός, δεν παθαίνει τίποτα, είναι κοπρόσκυλο.
-Και η Λουτσία;
-Μαζί του. Τον αφήνει αυτή;
-Παντρεύτηκαν;
-Μπα, δεν παντρεύεται αυτός, δεν είναι κορόιδο σαν εμάς. Μένουν πάντως μαζί, στην υψηλή κοινωνία. Να δεις πως την λέει…χάι..χάι…
-Σοσάιτι. Χάι σοσάιτι, κορδώθηκε ο Δούκας.
-Ναι, έτσι. Αυτό.
-Εκεί ήμουνα κι εγώ κι εσύ… έχει ο καιρός γυρίσματα.
-Ναι, βάλε κρασί, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, κούνησε το κεφάλι του.
-Εσύ; Είπε με νόημα ο Δούκας τώρα βάζοντας κρασί.
-Τι εγώ; Τι ρωτάς; Έσμιξε τα φρύδια.
-Έχεις λεφτά; Ή τα φαγες όλα;
-Γι αυτό ήρθες; Είπα κι εγώ…. Και βέβαια έχω, έκανε αλλά δεν έπειθε. Έχω καμιά εικοσαριά..
-… Χιλιάδες; Άνοιξε τα μάτια του. Αυτά δε φτάνουν ούτε για κολατσιό!
-..εκατομμύρια! ολοκλήρωσε ο Ντάφλος.
-Έχεις είκοσι χαρτιά ρε θηρίο; Τόσα πολλά; Αδερφούλη να κάνουμε μια δουλειά, να σωθούμε, έχω ιδέες εγώ!
-Ιδέες έχουν όλοι. Πονήρεψε ο Ντάφλος και βάλθηκε να τον δουλέψει λίγο σαν είδε που τσιμπούσε. Λεφτά να φάνε και οι κότες, για λέγε, τι σκέφτεσαι;
Να, αρπάχτηκε αμέσως ο Δούκας. Μεγάλη ευκαιρία Ντάφλο. Προχτές είχα πάει στη Χαλκίδα, ευκαιρία να σωθούμε και οι δυο σου λέω!
-Όλο μου λες και τίποτα δε λες! έκανε σκασμένος ο άλλος. Για λέγε! Στο ψητό!
-Ναι, αλλά χρειαζόμαστε λεφτά, μούδιασε. Είναι ένα καφενείο…
-Καφενείο! Καφετζήδες θα γίνουμε τώρα Πίθηκα; Άστα δεν κάνουμε..
-Πως δεν κάνουμε; Κάνουμε, άμα σου το λέω εγώ να με πιστεύεις… κάνουμε, αρκεί να είσαι και εσύ μέσα.. είσαι;
-Γιατί δεν το κάνεις μόνο σου;
-Σου είπα, δεν έχω λεφτά, με ένα χαρτί γίνεται η δουλειά…
-Ένα χαρτί; Σοβάρεψε ο Ντάφλος. Πολλά λεφτά!
-Πολλά λεφτά είναι ένα χαρτί; Αφού λες πως ,έχεις είκοσι..
-Μωρέ, άσε τι λέω, τι υπάρχουν να ρωτάς.
Σηκώθηκε επάνω και τον κοίταζε. Έκανε μερικά βήματα τρεκλίζοντας, του χύθηκε το κρασί καθώς προσπαθούσε να γεμίσει το ποτήρι του. Ο Δούκας τον στήριξε αγκαλιάζοντας τον από τη μέση. Η Έλεν Νασοπούλου γύρισε και τους κοίταξε. Άσπρη, γριά πια κοντά στα εξήντα, γεμάτη ρυτίδες και πίκρα στο μέτωπο, στα χέρια, παντού. Ένας γάτος, άσπρος κι αυτός γουργούριζε στη ζεστασιά, στην ποδιά της.

συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...