Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 38



Το ποτάμι κυλούσε ήσυχα τα νερά του. Σε μερικές μεριές, γινόταν ορμητικό αλλά εκεί, στον κάμπο, έπαιρνε τις στροφές του λυγερό, όμορφο, φιδίσιο που λένε.
Άνοιξη, χαρά θεού ήταν. Ο κάμπος καταπράσινος, το ελαφρύ αέρι θρόιζε τα σπαρτά του. Βούιζε ο τόπος από τις μέλισσες, τα χιλιάδες μαμουνάκια έδειχναν πως πράγματι άνοιγε η ζωή.
Κάποιος άνθρωπος έτρεχε παράλληλα στη μια όχθη, πότε τσαλαβουτώντας στο νερό και πότε-πότε, όπου δεν τον βόλευε, στην όχθη. Έτρεχε ακολουθώντας την κοίτη, φανερά προσηλωμένος στην κάθε κίνηση του νερού, ιδιαίτερα στα πράγματα που παρέσερνε στη δίνη του. Ίσως κιόλας να είχε βάλει και κάποιο δικό του κορμό ή σανίδα σωτηρίας για τους ναυαγούς, που δεν έπρεπε να χαθεί προτού φτάσει στη θάλασσα.
-Η θάλασσα έχει πολύ νερό! Φώναζε. Νερό! νερό!  νερό! Είναι δικό μου το νερό!
Κάθε μέρα έκανε αυτή τη διαδρομή. Από τον πόρο που ήταν ρηχά, μέχρι τη θάλασσα κι ύστερα πάλι πίσω, βρεγμένος, μούσκεμα και λασπωμένος. Συνήθως και ματωμένος.
Ο Φοράδας, γιατί αυτός ήταν ο άνθρωπος μας, είχε φτάσει στο ποτάμι κανένα χρόνο πριν. Κυνηγημένος από περίγελο των ανθρώπων στο νησί του, είπε στη μάνα του πως θα έφευγε. Κανένας δεν τον πίστεψε αλλά αυτός τελικά τα είχε καταφέρει. Μετά από περιπλανήσεις στις πόλεις, όπου ζητιάνευε και έκανε μικρομεταφορές, έφτασε κάποτε στο ποτάμι, στον πόρο Ρούχα. Ρούχα πολλά και πράγματα δεν είχε. Ένα-δυο πουκάμισα, ένα μπουφάν πέτσινο, δυο παντελόνια που το χρώμα τος είχα αλλάξει κάτω από τα γόνατα από το καθημερινό τσαλαβούτημα στο νερό.
Τα πόδια του που μπορεί να είχαν αρχίσει να βγάζουν πτερύγια αλλά ούτε αυτό τον ένοιαζε πολύ. Αυτός είχε το νερό του και μια παράγκα δίπλα στο ποτάμι. Τίποτε άλλο.
Την παράγκα την έφτιαξε μόνος του στην όχθη με ότι είχε βρει μπροστά του. Χαρτόνια, σύρματα, τσίγκους, παλιά καδρόνια, σχοινιά. Την έκανε έτσι που να μοιάζει με σχεδία, επειδή δεν μπορούσε να ξεχάσει πως κάποτε ήταν ναυτικός και πως είχε ναυαγήσει πολλές φορές, όπως όλοι οι ναυτικοί. Στο τελευταίο ναυάγιο είχε ναυαγήσει και το μυαλό του.
Έτσι λοιπόν, τώρα είχε ριζώσει στην άκρη του ποταμού και τις περισσότερες ώρες της ημέρας τις περνούσε κοντά του. Πολλές φορές βουτούσε, τον έπαιρναν οι δίνες και οι γαλαζοπράσινοι κύκλοι του νερού, εκεί που βάθαινε. Τι καταλάβαινε; Ίσως τίποτε, ίσως την ευχαρίστηση της ησυχίας, της μοναξιάς, μακριά από τους ανθρώπους.
Το μεγαλύτερο του πρόβλημα ήταν που δεν μπόρεσε να φτιάξει τα καράβια του, τον στόλο του γιατί έτσι έλεγε όταν τον ρωτούσε κανένας τι φτιάχνει.
-Φτιάχνω καράβια, είμαι ναυπηγός!
Κι έκοβε με ένα παλιό μαχαίρι φλούδες από τους κορμούς των πεύκων και προσπαθούσε να τους δώσει το σχήμα των καραβιών.
Φυσικά δεν τα κατάφερνε, όμως αυτού του άρεσαν, έτσι όπως τα έφτιαχνε. Κάθε μέρα, έριχνε στο ρέμα του ποταμού κι από ένα καράβι. Ύστερα τρέχοντας το ακολουθούσε από την όχθη, τρέχοντας, μέχρι το Δέλτα, μέχρι τη θάλασσα που δεν ήταν πολύ μακριά. Εκεί στο Δέλτα είχε δημιουργηθεί ένας μεγάλος βιότοπος. Υπήρχαν άγρια άλογα, πάρα πολλά πουλιά, ζώα, που είχαν βρει εκεί καταφύγιο  για να ξεφύγουν από το κυνηγητό τόσων αιώνων από τους ανθρώπους.
Θα είχε περάσει κάμποσος καιρός από τότε που είχε φτάσει στο ποτάμι. Λίγο πιο κάτω από την παράγκα του υπήρχε το μοναδικό ταβερνάκι της περιοχής. Ήταν σε ένα παλιό χτίριο, μισό ξύλινο, μισό πέτρινο. Ήταν βαμμένο πράσινο-κόκκινο, ωραίο, μοναχικό που το διατηρούσε η Κυρά-Φωτεινή.
Εκεί βολευόταν  από φαγητό ο Φοράδας. Πήγαινε, τη βοηθούσε, έκανε μικροθελήματα, τη βοηθούσε στις δουλειές κι εκείνη σε ανταπόδοση του έδινε ένα πιάτο φαΐ και όχι μόνο: Έτρωγε κανένα γλυκό, έπινε καφέδες, γκαζόζες και στο τέλος του δινε και κανένα χαρτζιλίκι η κυρα-Φωτεινή. Κάπου-κάπου εκνευριζόταν που τον είχε συνέχεια μες τα πόδια της και τον απόπαιρνε με ένα σκουπόξυλο.
-Φεύγα μωρέ!, μες στα πόδια μου όλη μέρα! Που κακό χρόνο να έχεις! Άιντε, πήγαινε και πουθενά αλλού, πήγαινε στο ποτάμι διάλε, ανάθεμα την ώρα που μου κουβαλήθηκες εδώ!
Ο Φοράδας τότε δε μιλούσε καθόλου. Ζάρωνε στη γωνιά, ήσυχος, απονήρευτος, λες και δεν έτρεχε τίποτε. Μάλιστα μόλις απομακρυνόταν η Κυρά, εκλιπαρούσε κανέναν πελάτη για τσιγάρο. Το ήξεραν όλοι αυτό δεν ήταν δα και πολλή η πελατεία κι έτσι άμα τον έβλεπαν να πλησιάζει, του έδιναν. Το παιρνε αυτός με λαχτάρα και κινούσε για το ποτάμι
Μια μέρα, εκεί που έφτιαχνε τα καράβια του, είδε έναν άγνωστο άνθρωπο να στέκεται στην πόρτα της παράγκας του. Πενηνταπεντάρης θα ήταν με μεγάλα άσπρα μαλλιά, λεπτός σαν τσιγαρόχαρτο. Φορούσε φθαρμένα ρούχα, παλιατζίδικα, γεμισμένα με χρώματα, εδώ κι εκεί.
Τον παρατηρούσε που σκάλιζε την πευκόφλουδα και γέλας.
-Τι φτιάχνεις εκεί ρε;
Ο Φοράδας δε μίλησε, τι να έλεγε; Ύστερα όμως χαζογέλασε και του απάντησε.
-Καράβια, δε βλέπεις;
Ο Ντάφλος, γιατί αυτός ήταν ο άνθρωπος με τα φθαρμένα ρούχα, κατάλαβε. Κατάλαβε τι σόι ιστορία ήταν ο Φοράδας.
-Και τι θα τα κάνεις τα καράβια; Ξαναρώτησε σοβαρά.
-Θα ταξιδέψω, μουρμούρισε, πετώντας τα χείλη του έξω. Εγώ ήμουν ναύτης, καπετάνιος…
Σταμάτησε, λες και τον χτύπησε κάτι, πέταξε το μαχαίρι, την φλούδα πέρα. Το πρόσωπο του αγρίεψε, η μνήμη του δούλεψε πίσω, πολύ πίσω, όταν πραγματικά ταξίδευε. Μούτσος, σχεδόν παιδί αμούστακο.
-Τι έπαθες ρε; Παραξενεύτηκε ο Ντάφλος
Ο Φοράδας σχεδόν άφριζε, από το στόμα του έτρεχαν σάλια, αίμα από το μέτωπο του αφού είχε κουτουλήσει στο καδρόνι
-Τρελός είσαι; Να φωνάξω να σε πάρουν μέσα; Είπε κάνοντας να φύγει ο Ντάφλος.
Πρόσεξε όμως το λυπημένο ύφος που είχε πάρει τώρα, σταμάτησε. Γύρισε πίσω, κάθισε σε ένα σπασμένο σκαμνί, απέναντι του. Κοιτάχτηκαν με νόημα και ο Φοράδας άρχισε να του διηγείται την ιστορία του. Ανάμεσα από αίματα, κλάματα, μορφασμούς θυμήθηκε εκείνη την άγρια νύχτα που όλο το πλήρωμα τον κορόιδευε και τον χλεύαζε, λίγο προτού ξεσπάσει η μεγάλη φουρτούνα. Χαλούσε ο θεός τον κόσμο και κάποιος λοστρόμος προσπαθούσε να τον βιάσει στο αμπάρι, όταν το καράβι προσέκρουσε σε ύφαλο, τσακίστηκε και βρέθηκαν όλοι στο νερό. Αυτός κολύμπησε μια μέρα ώσπου τον ξέρασε το κύμα σε κάποια αμμουδιά.
-Κακομοίρη! Λες αλήθεια ρε;
-Ναι, κακομοίρη, χιχίρησε. Αλήθεια, λέω.
-Πότε ήρθες εδώ;
-Από το νησί… δεν ξέρω..
-Και τι θα κάνεις;
-Σου είπα φτιάχνω καράβια, θέλεις ένα; Και πήγε να του δώσει ένα.
Εντάξει, θα το πάρω. Πόσο κάνει;
-Τίποτα… πάρτο να ταξιδέψεις κι εσύ.
-Πως σε λένε; Εμένα με λένε Ντάφλο, εσένα;
Ο Φοράδας σάστισε. Σπάνια του έκαναν μια τέτοια ερώτηση. Γούρλωσε τα μάτια του, πήγε να πει «Φοράδα» αλλά μετά σα να θύμωσε προσπαθούσε να θυμιθεί τα όνομα του
-Δεν ξέρω, είπε τελικά. Φοράδα με φωνάζουν όλοι.
-Δεν ξέρεις τα όνομα σου; πως διάολο γίνεται αυτό; Απόρεσε αστειευόμενος πάλι ο Ντάφλος
-Να, ναι, ξέρω… Φοράδα δε σου είπα; Έτσι με λέει και η Κυρά-Φωτεινή.
-Α, πας εκεί στην ταβέρνα; Α, τώρα κατάλαβα, τη βοηθάς εκεί και σου δίνει να τρως ε;
-Ναι, εκεί πάω. Θα το πάρεις το καράβι;
-Εντάξει Φοράδα, δόστο μου
Να πάρτο, είμαστε φίλοι ε; χαζογέλασε πάλι.
Το πήρε στα χέρια του, το αχνοκοίταξε. «Ναι, είμαστε» του είπε κι έφυγε βιαστικός.. Πέταξε ένα «γεια» κι ένα ακόμα πιο βιαστικό «έχω δουλειά εδώ πιο πάνω στο κτήμα» και πήρε το μονοπάτι τρέχοντας.

συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...