Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 33




Μόλις στάθηκαν πάλι στα πόδια τους ο Ντάφλος μίλησε πρώτος.
-Γρήγορα είναι, να το σκεφτώ πρώτα, είπε καθίζοντας πάλι. Τι ώρα είναι;
-Αργά. Τρεις, τρεισήμισι τη νύχτα, είπε ο Δούκας προσπαθώντας να κοιτάξει το ρολόι του.
- Θα μείνεις εδώ; Σχεδόν αναρωτήθηκε παρά τον ρωτούσε και κοίταζε γύρω.
-Που να πάω…
-Καλά. Πάρε μια κουβέρτα, ξάπλωσε σε κείνο τον καναπέ. Βολέψου και τα λέμε το πρωί κι έγειρε ο ίδιος να κοιμηθεί στο ντιβάνι με το ποτήρι στο χέρι. Σε λίγο τον είχε πάρει ο ύπνος και ροχάλιζε.
Ο Δούκας πήγε κοντά να του πάρει το ποτήρι αλλά δεν πρόλαβε. Το ποτήρι έπεσε στο δάπεδο, έσπασε. Ο μεταλλικός, γυάλινος θόρυβος, ξύπνησε την Έλεν Νασοπούλου που άνοιξε μια στιγμή τα μάτια της. Γύρισε, κοίταξε τον Δούκα απορημένη, στον κόσμο της. Έναν κόσμο που όσο πήγαινε ο λαβύρινθος του όλο και μεγάλωνε.  Άπλωνε στην ευθεία, ίσιωνε απελπιστικά, χωρίς μνήμη. Τουλάχιστον φωναχτή.
Ο Δούκας την παρατήρησε κάμποσο καθώς ξανακοιμήθηκε καθιστή δίπλα στο τζάκι και παραξενεύτηκε με τις μικρές και άναρθρες κραυγές που άρχισε να βγάζει. Μπερδεύονταν με τον αέρα που φύσαγε έξω και το ροχαλητό του Ντάφλου: Άουεεεεεείιι!...άουθθθθ, φςςς…έιιιιι…φίουουου…φυυυυυυ…όουουου….φςςςς!

Όλο εκείνο τον καιρό με είχε καταβάλει ο θάνατος του Τασούλη. Δεν ξέρω γιατί αλλά κάτι βάραινε μέσα μου σαν υπευθυνότητα. Ναι, λες και ήμουν κι εγώ υπεύθυνος που πέθανε τόσο νέος. Τι τρέλα ήταν αυτή; Τριβέλιζε συνέχεια στο μυαλό μου η εικόνα του, τα όσα είχαμε περάσει μαζί. Το πρωί που ξυπνούσα και πήγαινα να πλυθώ και να χτενιστώ στον καθρέφτη, έβλεπα το πρόσωπο του, φευγαλέα, στο τσακ.
Θα ήταν βέβαια, ο φόβος, ο τρόπος που πέθανε, το αόριστο της ύπαρξης, η μηδαμινότητα, η απελπισία που κάρφωνε στο μυαλό τις πιο δυσάρεστες πλευρές της ζωής.
Τις περισσότερες ώρες μου τις περνούσα στο εργαστήρι μου. Ίσως και τις καλύτερες εκείνο το διάστημα Εκεί ξεχνιόμουν δουλεύοντας χωρίς σταματημό, μέχρι αργά τα βράδια. Έτσι απέφευγα να είμαι πολύ με τη Λουτσία, να την έχω συνεχώς δίπλα μου Είχα αρχίσει ήδη να βαριέμαι να είμαστε συνέχεια μαζί.. Εκείνη το έβλεπε κι όλο με ρωτούσε γιατί κάνω έτσι, ενώ εμένα με νευρίαζαν αυτές της οι ερωτήσεις, αγρίευα.
-Πως κάνω; απαντούσα. Μια χαρά είμαι…
Ο κόμπος όμως για τον επικείμενο γάμο μας είχε φτάσει στο χτένι. Τέσσερα χρόνια ήμασταν ήδη μαζί, το είχαν χωνέψει και οι γονείς της, γενικά όλο το σόι, αφού τώρα ήμουν κι εγώ κάποιος- όχι ο καθένας. Αυτοκίνητο, εργασία, αναγνώριση, χρήματα, ένας καθώς πρέπει γαμπρός. Εμένα, πάλι, αυτό το γαμπρός δε μου κολλούσε καθόλου. Δεν ξέρω γιατί αλλά εκείνος, ο άλλος κόμπος που με είχε πρωτοπιάσει όταν παντρευόταν ο φίλος μου ο Ντάφλος, ερχόταν ξανά σαν αναπαλαίωση των στιγμών.
Σα να ζούσα τα ίδια πράγματα όπως τότε με την Καίτη. Φυσικά η Λουτσία δεν έμοιαζε πουθενά μαζί της- αν και ψέματα μου φαίνεται πως λέω, γιατί οι γυναίκες λίγο πολύ, μοιάζουν μεταξύ τους- αλλά, άλλο ψέμα αυτό; Την αγαπούσα.
-Έχεις βολευτεί μαζί της, αυτό είναι όλο, μου είπε ο Δούκας όταν το συζητήσαμε Έτσι έκανα κι εγώ με τη Βασιλική, προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως την αγαπούσα και είδες πως κατάντησα, ολοκλήρωσε μια άποψη. Που με καθήλωσε.
Ο Ντάφλος πάλι, φαινόταν και ήταν σε λήθαργο εκείνο τον καιρό.
- Κάνε ότι θέλεις, μου είπε ένα βράδυ που καθόμασταν στου Λινάτσα. Ίδιος θα είσαι πάντα, δεν αλλάζεις εσύ, σε έχουν πάρει τα γρανάζια άλλων πραγμάτων. Και να παντρευτείς θα χωρίσεις, να μου το θυμηθείς. Δεν κάνεις για τέτοιες ιστορίες.
Είχαν ανοίξει τελικά εκείνο το καφενείο αλλά τίποτε δεν πήγαινε καλά. Στην αρχή κάτι γινόταν από αυτά που είχαν υπολογίσει, όσο δηλαδή ο Ντάφλος είχε κόψει για λίγο το ποτό και ο Δούκας το χαρτοπαίγνιο, τα μπαράκια . Τότε μπορούσαν να δουλεύουν, να προσέχουν τους πελάτες, να κοιτάνε λίγο τη δουλειά τους. Σιγά-σιγά όμως άρχισαν πάλι τα ίδια. Ο ένας στουπί, να τσακώνεται χωρίς λόγο με τους πελάτες, ο άλλος ξενύχτι, χαρτί, γυναίκες δηλητήριο και κόντρα ανελέητους τσακωμούς οι τρεις τους μπροστά σε όλους τους πελάτες που δυσανασχετούσαν και δεν σύχναζαν πια εκεί. Και λέω οι τρεις γιατί είχαν πάρει μαζί τους την Φραντζέσκα να τους βοηθάει στη λάντζα κυρίως αλλά και στο σερβίρισμα.
-Να δεις, του είπε ο Δούκας, είναι τσακάλι θα μας ανεβάσει τη δουλειά.
-Ε, τότε να πάρουμε και την Έλεν! πετάχτηκε ο Ντάφλος. Θα τη βάλουμε στη λάντζα, να έχει κι αυτή κάτι να κάνει
Έτσι και έγινε. Η πρώην κυρία υπουργού, η Έλεν Νασοπούλου, δούλευε στη λάντζα ενός μαυρισμένου καφενείου. Αυτό δε θα το φανταζόταν ποτέ για τη μοίρα της, Γιατί, καλά η άλλη, η Φραντζέσκα γι αυτά ήταν γεννημένη. Έτσι την είδα ένα βράδυ που πήγα από εκεί για να δω το κατάντιο των φίλων μου. Τότε τη γνώρισα κι έπαθα. Τι πράγμα ήταν αυτή! Άλλου είδους άνθρωπος, σωστή αντρογυναίκα. Σαραντάρα όμως τώρα πια και το πρόσωπο της είχε σπάσει. Το σώμα της έδειχνε όλα αυτά που είχε τραβήξει, όλα τα ποτά, τα ξενύχτια, τα ξένα κρεβάτια που είχε πλαγιάσει, τα ονόματα των εραστών που δε θυμόταν πια. Δούλευε στα μπαρ, συντηρούσε και τον Δούκα. Τον Δούκα που πρώτη φορά τον έβλεπα φοβισμένο-ναι φοβισμένο!- μπροστά σε μια γυναίκα.
Ήταν λοιπόν και η Έλεν Νασοπούλου εκεί. Γερασμένη, καμπουριασμένη, κάτασπρη στη λάντζα, να πλένει ποτήρια και να πίνει ούζο, κρασί, κονιάκ, ότι έβρισκε μπροστά της.
Είδα όλη αυτή τη μιζέρια, την κατάντια των φίλων μου, σιχάθηκα για μια ακόμα φορά όσα κουβαλάει η πουτάνα η ζωή.
-Δεν είναι τίποτα, μου μίλησε ο Ντάφλος. Υπάρχουν και χειρότερα.
-Τι έγινε το μουσείο; Τα μεσιτικά και όλα αυτά που είχες φτιάξει; Τον ρώτησα όταν καθίσαμε.
Συνάμα ήρθε και ο Δούκας στο τραπέζι μας.
-Τώρα! πάει, το πήρε το κράτος, απλά καταφέραμε να πάρει μια μικρή σύνταξη η Έλεν. Όσο για τα μεσιτικά, βαρέθηκα…
-Να σου τα πω εγώ Αμβράζη, μπήκε στη μέση ο Δούκας. Να πούμε, συνέχισε κοιτάζοντας ειρωνικά τον Ντάφλο, ο φίλος σου τα κατάφερε έτσι. Αυτός! Τι περιμένεις; Μια ζωή χαμένο κορμί ήταν!
-Μιλάει ο καλύτερος! Τον έδειξε με το χέρι ο Ντάφλος. Κοιτάτε ρε ποιος μιλάει…το σερνικό! Που του πηδιέται η γυναίκα κι αυτός πέρα βρέχει! Το σερνικό
Τα άκουγε  η Φραντζέσκα όλα αυτά, λοξοκοιτούσε τον Δούκα σαν αρπάγη, έτοιμη να του ριχτεί. Ευκαιρία ζητούσε, το έβλεπες στα μάτια της αλλά αυτός συνήθως την απέφευγε, δεν ήθελε να πάει η κουβέντα στα δικά τους. Έτσι, δεν έλεγε τίποτε, καμωνόταν τον ανίδεο, εκτός κι αν είχε πιει. Και εκείνο το βράδυ ήταν ψιλοκοπανισμένος, έβλεπε κι εμένα που του θύμιζα όλο το παρελθόν, ξεσπάθωσε.
-Τι θέλεις μωρή; Κι έκανε να της ρίξει ένα σκαμπίλι αλλά δεν πρόλαβε.
Η Φραντζέσκα τον έσπρωξε τόσο δυνατά που τρέκλισε και τελικά μπερδεύτηκε με την καρέκλα, έπεσε στο μωσαϊκό δάπεδο.
-Κάτσε εκεί! Του φώναξε. Κάτσε εκεί παλιομαλάκα που περιμένεις να σε ζει μια γυναίκα. Κάτσε εκεί! Αυτό σου αξίζει: το χώμα!
Ο Δούκας την κοίταζε από καταγής.
-Κάτσε εκεί και μη βγάλεις μιλιά! Τα ακούς; Αλλά τι να πεις.. τι να πεις που δεν μπορείς να πηδήξεις κιόλας! Πες το ντε! Πες το να το ακούσουν οι φίλοι σου πόσον καιρό έχεις να με πηδήξεις ρε! Σε λίγο θα κατουριέσαι επάνω σου, πέτσα ρε παλιόπουστα!
Πρώτη φορά άκουγα γυναίκα να μιλάει έτσι και τα χασα. Έμεινα αποσβωλομένος. Κοιτούσα μια τον Δούκα που είχε σηκωθεί και είχε καθίσει στην καρέκλα και μια τον Ντάφλο που είχε βάλει το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια του και προσπαθούσε να μου κάνει νεύμα πως δεν έτρεχε τίποτα. Ύστερα σα να τον πήρε ο ύπνος κι αυτόν. Η Φραντζέσκα όμως είχε πάρει φόρα. Έσπασε μερικά ποτήρια, γέμισε το δάπεδο με γυαλιά.
-Τι γίνεται; Του είπα με νεύρα.
-Τίποτα! Σήκωσε το χέρι του καθησυχαστικά.
-Δε φεύγεις τώρα; γύρισε στη Φραντζέσκα. Άιντε, πήγαινε εκί που ξέρεις1
-Που να πάει; Απόρεσα εγώ.
-Θα πάω ρε! Τι νομίζεις πως θα σε φοβηθώ; Σιγά τα μούτρα! Και πήρε την τσάντα να φύγει
Ο Δούκας την πρόλαβε στην αυλή παρασέρνοντας μερικές καρέκλες στο πέρασμα του. Πίσω από τη τζαμαρία τους είδα που κουβέντιασαν για λίγο σα να μη συνέβαινε τίποτε. Ύστερα του δωσε μερικά χαρτονομίσματα, αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν και τελικά αυτή να φεύγει.
Ούτε σταυρό έκανα, ούτε τίποτε. Δε με έπαιρνε.
Ο Ντάφλος κοιμόταν δίπλα μου. Βαρυανάσαινε. Ο Δούκας ξαναγύρισε
-Κάτσε ρε, μη σε νοιάζει τίποτε, μου είπε σαν με είδε έτοιμο να το βάλω στα πόδια. Αυτά έχει η ζωή, τι νομίζεις πως ζεις σε κανέναν παράδεισο; Δεν ήρθες για να μας δεις και να πιούμε; Ε, λοιπόν, κάτσε! Κι έβαλε ποτά.
-Εγώ, λοιπόν φιλαράκο θα φτιάξω τον κόσμο! Όλοι αυτοί οι χαλέδες θα προσκυνήσουν, άκου τι σου λέει ο Δούκας. Τι νομίζεις πως είναι όλοι αυτοί; Χαλέδες, τρύπες. Τέτοιοι είναι όλοι τους μηδενός εξαιρουμένου. Κατάλαβες Αμβράζη ή ακούς το Ντάφλο; Τι να σου πει ο Ντάφλος; Φλόκια είναι, κατάλαβες; Ενώ εγώ δεν προσκυνάω, εγώ ρε είμαι άλλο σκαρί, δεν μπορούν να μου κάνουν τίποτα. Δε μου αρέσουν οι ηλίθιοι τι να σου πω! Μην είσαι βλάκας, τα ξέρεις αυτά αλλά μαλακίζεσαι κι εσύ, δε βλέπεις που πάμε..
Σταμάτησε. Άρχισε να φτιάχνει τσιγάρο. Μπάφους και τέτοια.
-Θέλεις; Με κοίταξε με νόημα.
-Όχι, του απάντησα. Ξέρεις δεν έχω σχέση μ αυτά.
-Ξέρω, μου απάντησε και φύσηξε  γενναίες τζούρες.
Και τότε τον ξανάπιασε το παραλήρημα. Εγώ το ένιωθα πως πήγαινε χαμένος και λες πως μου ταίριαζε το θάρρος για άλλα πράγματα, είπα πως όλα αυτά δεν έστεργαν, λες και θα με καταλάβαινε. Του είπα πως η ζωή είναι αλλιώτικη, εγώ ήθελα να την δω με άλλον τρόπο. Πίσω από τη σφαίρα, πίσω από τον αδιάφορο εαυτό μας κι ακόμα πίσω από το τίποτε. Αυτό ήταν ένα σπουδαίο πράγμα αν και φαινόταν πως η ζωή δεν τέλειωνε ή δεν άρχιζε ποτέ.
-Αυτά είναι ψιλά γράμματα για μας. Αυτά είναι για σας, εμείς δεν έχουμε τέτοια όνειρα! Ξύπνησε κάποτε ο Ντάφλος.
Τότε απόρεσα ακόμα πιο πολύ. Τελικά, σκέφτηκα, αυτοί οι δυο ήταν ίδιοι. Κουφάρια που τα έσπειρε ο δράκος. Μελετημένα πράγματα που ούτε ήξεραν κατά που φυσάει ο άνεμος και τι παράξενο κι αυτό; Παράσερναν κι εμένα. Με πήγαιναν μαζί τους στο χαμό, πάρ ότι είχα δει την εξέλιξη, τον τρόπο να πάμε λίγο παρά πέρα αλλά… όλο αλλά ήταν τώρα η ζωή μας.
-Θα φτιάξω εγώ τον κόσμο, γιατί εσύ είσαι ανίκανος! Μου ξαναθύμισε ο Δούκας.
Μου κόστιζε που με προσφωνούσε έτσι αλλά τι να έκανα; Φίλοι μου ήταν.
-Τι νομίζεις πως είσαι; Πες μου το τώρα ρε μαλάκα! Νομίζεις πως είσαι κάποιος; Πως είσαι κάτι σημαντικό;
Ωραίο κι αυτό! Έλεγα εγώ, ως εκεί είχαμε φτάσει, να δούμε παρακάτω.
-Δεν έχει παρακάτω, ολοκλήρωσε ο Ντάφλος. Μεγάλες κουβέντες Αμβράζη, δε σε παίρνει έτσι. Έτσι είναι, όπως σου τα λέει ο Δούκας. ‘Έμοιασες τώρα και εσύ με εμάς, δεν είσαι ούτε επαναστάτης, ούτε ληστής. Στην ουσία δεν ξέρεις και συ ο ίδιος τι είσαι. Να σου πω εγώ τι είσαι; Ένα κάθαρμα. Ένα κάθαρμα για να μη σου πω τα χειρότερα. Ο υπόνομος ξεβγάζει στη θάλασσα, εσύ που θα πας;

συνεχίζεται

2 σχόλια:

  1. Αυτό που με τρελαίνει σε αυτήν την ιστορία είναι Κώστα η αντιμετώπιση που έχουν οι γυναίκες. Πολύ ξύλο βρε φίλε μου και πολύ συγκεκριμένη συμπεριφορά. Τι να πω.
    Καλησπέρα, όμορφο Σαββατοκύριακο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Όμως Τζον κι αυτές δέρνουν και απαντάνε! Είδες τη Φραντζέσκα τι κάνει. Καλή σου μέρα.

      Διαγραφή

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...