Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 41




Η φτώχεια που ήθελε την καλοπέραση της, τα πλούτη που αγαπούσαν μερικοί άνθρωποι, η αγάπη και ο τρόπος να γίνει καλύτερη  η ζωή, η εναγώνια προσπάθεια μου να καταλάβω μερικά από αυτά, ίσως λίγα περισσότερα απ όσα μπορούσα κι έτσι έχανα όλη αυτή την πραγματικότητα, τους φίλους, τους αδερφούς, ότι είχα και δεν είχα, τη γυναίκα που αγαπούσα και είχα διώξει, αλήθεια γιατί μετανιώνουμε τόσο εύκολα; Όλα αυτά ή μερικά από αυτά με έκαναν να μην αναγνωρίζω ή τουλάχιστον να μη καταλαβαίνω τι ήταν τελικά ο Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας. Μέρες και μήνες μετά τη φουρτούνα και την συμφορά του χωρισμού έκανα να συνέλθω, γιατί, συνέχεια σκεφτόμουν πόσο μου έλειπε, τώρα πια που τίποτα δε φαινόταν ικανό να τη φέρει πίσω.
Κάποιο βράδυ, μέσα στο γενικό συνονθύλευμα της ζωής μου, ανάμεσα από κραιπάλη, άνοστες γυναίκες, καινούργιους ζητιάνους της φιλίας μου, την πήρα τηλέφωνο και μου το κλεισε. «Δε σε ξέρω» μου είπε. «Δεν ξέρω κανέναν σαν εσένα.» Κλικ!
Αν θυμάμαι καλά, θα ήμουν γερά πιωμένος και περιγέλασα αλλά αργότερα μελαγχόλησα τόσο πολύ με εκείνο το «δεν ξέρω κανέναν σαν εσένα» που ήπια κι άλλο. Κι ύστερα πήρα νυχτιάτικα τους δρόμους. Πάντα τους δρόμους έπαιρνα κι όπου με έβγαζαν. Για τη δουλειά δεν είχα πια κουράγιο, ούτε ζωγράφιζα ούτε έκανα κάτι άλλο. Σπαταλούσα μόνο ότι είχα και δεν είχα, έπινα, γυρνούσα, διασκέδαζα με γυναίκες της μιας νύχτας. Αλήθεια, αυτές ποτέ δεν τις βλέπεις μέρα, μυστήριο πράμα, λες και φοβούνται το φως, όπως οι νυχτερίδες, έτσι είπα σε μια Ντίνα που πρόλαβε να με αγαπήσει. Να έρθεις και καμιά μέρα να βρεθούμε! Ήρθε και ήταν σαν τη μύγα μες το γάλα. Από τότε όσες φορές την συνάντησα ήτανε νύχτα. Μεσάνυχτα.
Από το πατρικό μου σπίτι περνούσα σπάνια. Σπανιότατα. Σα να είχα ξεχάσει πως είχα έναν πατέρα και μια μητέρα, κατάκοιτους σχεδόν γονείς, ανήμποροι να ψευτοζούνε με τις ψωροσυντάξεις, αμίλητοι πια στις μοναξιές τους. Φαίνεται, πάντως πως θα μάθαιναν τα κατορθώματα μου, ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο και τα λοιπά, επειδή όποιος θέλει να μάθει, μαθαίνει κι επειδή πάντα θα υπάρχουν οι καλοθελητές πληροφοριοδότες, ειδικά όταν πρόκειται για το λεγόμενο κακό
Σιγά-σιγά, λιγόστευαν τα χρήματα που είχα συμμαζέψει, οι τραπεζικοί μου λογαριασμοί άδειαζαν, το βλεπα με λύπη που θα καταντούσα σε βάθος χρόνου αλλά μυαλό δεν έβαζα.  Γύριζα στα καταγώγια της πόλης των Αθηνών, μερόνυχτα, στα μπαρ, με εφήμερους περιπατητές, φιλόσοφους, άφραγκους, ασίγαρους, όλα τα α και αγαπούσα αυτόν τον τρόπο που ζούσα. Έλεγα μάλιστα αδιόρθωτα, εγωιστικά πως δεν αλλάζω, δεν πρόκειται ν αλλάξω! Έτσι θα ζούσα από τούδε και εντεύθεν κι ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πως, αφού είχα επιλέξει αυτή την ακολουθία, γιατί τώρα μετάνιωνα οικτρά; Λίγες φορές, ελάχιστες, αποφάσιζα με το νου πως θα ξαναφτιάξουν τα πράγματα, αλλά ο Θεοφάνης που έβλεπε την κατρακύλα μου, μία από τις πέντε ή έξι φορές που συναντηθήκαμε στο εργαστήρι, μου το είπε ξεκάθαρα: «Δεν πας καλά. Δεν ξέρω τι έχεις πάθει αλλά αν είσαι τόσο κακός εγωιστής θα πας χαμένος!» Αυτή τη πρώτη φορά ήταν σχετικά ελαστικός απέναντι μου. Την επόμενη μου είπε φανερά ενοχλημένος να μην ξαναπάω εκεί και πως έληξε η συνεργασία μας.
Για όλα αυτά που μου είπε, είχε δίκιο ο άνθρωπος. Τι να με έκανε πια; Στην αγορά είχα πέσει στα αζήτητα, κανένας πια δε μιλούσε για τον ζωγράφο Αμβράζη-Αντώνιο-Αλμύρα. Στους δρόμους δε με χαιρετούσαν, δε με ήξεραν πια, ούτε ποιος ήμουν, ούτε που πήγαινα. Είχαν εξουδετερώσει το αντίκτυπο μου και με συνέθλιβε η ανικανότητα μου να επανέλθω. Είχα αλλάξει και φυσιογνωμικά, εντάξει πάντα με μούσι αλλά τώρα ήταν γένια απεριποίητα και τα μαλλιά μου ήταν δεμένη  μεγάλη κοτσίδα στην πλάτη, αλλά αυτό έλεγα δεν είχε σημασία. Σημασία είχε που όταν έπιανα το πινέλο για να ζωγραφίσω, το χέρι μου μισότρεμε, το μυαλό μου κουνούσε, διασαλευόταν η ακινησία της ύπαρξης κι εγώ στεκόμουν σε μια οπτασία  περασμένης ζωής στο διάφανο και το έβαζα στα πόδια κυνηγημένος από αυτό που δεν μπορούσα να καταλάβω: τη συνέχεια. Ποια θα ήταν αυτή αν μη τι άλλο όχι διαφορετική από τη διάγνωση του Θεοφάνη, ήταν εύκολο να τη δεις αλλά εγώ δεν την έβλεπα.
Ο Θεοφάνης στην τελευταία μας συνάντηση, όταν πια είχαν τελειώσει όλα τα λεφτά μου, πήγα να του ζητήσω δανεικά και μόνο που δε με κυνήγησε, δε μου έριξε καπέλο, πίνακες, παλέτες, καβαλέτα.
Ήταν εκεί και η αδερφή του, η Κάθριν, που κάποτε με είχε ερωτευθεί. Ξεραμένη, κατάβαφη, κωλαράκια μπλε ανούσια , με κέρασε προτού έρθει ο Θεοφάνης. Μου ξαναθύμισε πως εκείνη με ήθελε ακόμη, εγώ τρελάθηκα περισσότερο με την τρέλα που κουβαλούσε, Και τα έλεγε όλα αυτά σοβαρά η Κάθριν. Έλεγε πως εμείς οι δυο ήμασταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον, αλλά δεν έγινε ποτέ επειδή έφταιγα εγώ και πως τώρα μπορούσα να επανορθώσω. Εγώ χαμογελούσα δεν ήξερα τι να της πω, να της χαλάσω ένα ψεύτικο όνειρο αλλά όταν ήρθε ο Θεοφάνης και με είδε σ αυτή την κατάντια με τα λερωμένα κι ασιδέρωτα ρούχα-αλήθεια τι είχαν γίνει τόσα ρούχα, τόσα παλτά, τόσα παντελόνια, γραβάτες;- αυτός που ήταν ένα φιλήσυχο ανθρωπάκι, αγρίεψε.
-Κοίτα ρε πως κατάντησε! Δε ντρέπεσαι καθόλου; Που έπρεπε να έχεις τον κόσμο στα πόδια σου; Πήγαινε και μη ξανάρθεις! Από μένα δεν έχεις να κερδίσεις τίποτε έτσι που κατάντησες.
Αλλά εμένα δε με ενδιέφερε η γνώμη του. Δε με ενδιέφερε η γνώμη κανενός και παρ ότι δεν αγαπούσα αυτόν τον εαυτό μου, τραβούσα μέσα σ αυτή τη μιζέρια. Χτύπησα κάμποσες πόρτες ακόμη, που κάποτε είχα ευεργετήσει, όμως είναι γνωστό το αποτέλεσμα σ αυτές τις περιπτώσεις. Κανένας δε σε θέλει. Ψεύτικες υποσχέσεις, ανόρεχτα έως βλαβερά πειράματα, απέναντι στη θρυλούμενη συμπόνια και κοινωνικότητα των ανθρώπων. Αυτοί αν ήταν εύκολο θα ήθελαν να με ποδοπατήσουν, στο γκρεμό να με έβλεπαν, να μου έδιναν μια κλωτσιά παραπάνω.
Έτσι αναγκάστηκα να πουλήσω και το αυτοκίνητο μου, αυτό πια μου είχε απομείνει, καθώς δεν μπορούσα να το συντηρώ κιόλας.. Το πούλησα για μερικές εκατοντάδες χιλιάρικα ενώ το είχα αγοράσει εκατομμύρια.
Για λίγο νόμισα πως κάτι θα γίνει, έκανα κάποιες ψεύτικες προσπάθειες να βρω δουλειά αλλά μετά από κανένα μήνα άκαρπων δοκιμασιών τα παράτησα πάλι. Τίποτα δε γινόταν Φαίνεται πως δεν μπορούσα να δώσω το απαιτούμενο ενδιαφέρον κι έτσι η ζωγραφική και η ζωή μου πήγαιναν στράφι . Τη ζωγραφική μάλλον θα την είχα διαγράψει εντελώς. Για να πω την αλήθεια, μόλις σκεφτόμουν πινέλα, χρώματα, καβαλέτα, με έπιανε πανικός.
Μια μέρα, απόγευμα μπορεί να ήταν, δε θυμάμαι καλά, πήρε το μάτι μου σαν οπτασία, την Λουτσία, αγκαλιά με κάποιον άντρα. Ήταν αυτή; Αγκαλιάζονταν, έτρεχαν, γελαστοί σε ένα πάρκο, γεμάτο δέντρα, παγκάκια, λουλούδια κι ένα πλήθος ανθρώπων γύρω τους. Έμοιαζαν όλοι ευτυχισμένοι, πιο πολύ η Λουτσία, ξένοιαστη στη μέση ενός γαλάζιου κόσμου.
Τότε λυπήθηκα πολύ. Ζήλεψα αν και ακόμα δεν έχω ξεκαθαρίσει αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα. Θα ήταν όμως αλήθεια επειδή η Λουτσία δεν ήταν από τις γυναίκες που θα έμεναν για πολύ καιρό μόνες. Αλίμονο! Η πιο ανόητη σκέψη όλων των εραστών είναι αυτή: πως κάποτε θα γύριζε πίσω. Το ίδιο σκεφτόμουν κι εγώ όσο κι αν αυτό φαινόταν ηλίθιο. Αν ήταν δυνατόν! Η πιο ανόητη σκέψη μου ήταν πως θα με περίμενε ξανά. Τόσο απίθανο ήταν αυτό που σκεφτόμουν και παρ όλα αυτά, όσο κι αν ήθελα να το ξεχάσω, δεν μπορούσα. «Μην είσαι βλάκας Αμβράζη» έλεγα στον εαυτό μου «Η ζήλια είναι επώδυνο συναίσθημα αλλά αφού εσύ την έδιωξες, τι ήθελες να κάνει;» «Θα μπορούσε να περιμένει!» επέμενε με πείσμα ο εαυτός μου και ο πόνος μαζί με τη λύπη γινόταν τεράστιος. Αναθυμόμουν τι είχα και τι έχασα, στον ύπνο μου πεταγόμουν επάνω, ρίχνοντας όλα τα βάρη στον εαυτό μου. Το πρόσωπο της η περπατησιά, το κορμί της έρχονταν συνέχεια μπρος μου. Τίποτα όμως δεν ήταν  ικανό να γυρίσει πίσω- το ποτάμι δε γυρίζει πίσω, ηχούσαν στα αφτιά μου οι κουβέντες του πατέρα μου και των φίλων που επέμεναν πως δεν έπρεπε να κάνω αυτό το θλιβερό λάθος.
Αργότερα κακόπεσα ακόμα περισσότερο.
Χωρίς σκοπούς και στόχους, κανένας δε ζει, το ήξερα, το ψυχανεμιζόμουν και κάπου προσπαθούσα να πάρω κουράγιο. Τέλειωσαν όμως όλα κάποτε. Και τα χρήματα και οι σκέψεις, άδειασαν σε μια μεγάλη θάλασσα.
Βούλιαξα.
Στο κενό, μετέωρος, πως έπρεπε να κάνω κάτι αλλά τι;
Περπατώντας στον υπόγειο σιδηρόδρομο-πως είχα βρεθεί εκεί;- ζήτησα τσιγάρο από κάποιον καλοντυμένο κύριο. Με κοίταξε με λύπηση, προτείνοντας μου ολόκληρο το πακέτο. «Ο Αμβράζης δεν είσαι;» είπε. Εγώ έγνεψα όχι. «Δεν είσαι ο ζωγράφος Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας;» επέμενε και με κοίταζε στα μάτια χωρίς ν αφήνει το πακέτο. «Όχι κύριε, σας είπα δεν είμαι, ίσως να του μοιάζω, δεν τον ξέρω τον άνθρωπο που λέτε. Θα μου δώσετε το τσιγάρο;» «Πάρε όλο το πακέτο!» χαμογέλασε κι έφυγε.
Εγώ κάθισα δίπλα στις ράγες, άναψα τσιγάρο, χλωμός στο κλάμα. Έκλαψα πολύ μα πάλι δεν έβγαινε τίποτα. Ότι φοβόμουν ξαναγυρνούσε μέσα μου κι αυτό ήταν πιο πολύ ο θάνατος.. Τριγύριζε σαν μέλισσα, βούιζε στο κεφάλι μου η φωνή του και τρομαγμένος μπήκα στο τρένο. Είχα αποφασίσει να πάω στον Ντάφλο, στον φίλο ου τον Ντάφλο που ήξερα πως ήταν πέρα από το ποτάμι. Όταν είχε φύγει, μου είχε πει, πως όποτε ήθελα, μπορούσα να πάω! «Άνευ δεύτερης κουβέντας! Μη το σκεφτείς καθόλου συνάδελφε! Εγώ θα σε περιμένω,» είχε τελειώσει.

συνεχίζεται

2 σχόλια:

  1. Παρακολουθώ την κάθοδο του Αμβράζη στα δικά του αδιέξοδα. Κατά ένα παράξενο τρόπο συμμερίζομαι την ψυχική του κατάσταση.
    Καλησπέρα και καλή βδομάδα Κώστα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ναι, είναι πολύ ιδιαίτερος ο Αμβράζης σαν ήρωας και σε καταλαβαίνω που τον συμμερίζεσαι τον αδιόρθωτο. Καλησπέρα Τζον.

      Διαγραφή

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...