Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

ΟΙΑ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 34




Πάντα είχα την εντύπωση ότι δεν πήγαινα πουθενά. Ακόμα και η πιο καλή μουσική, το πιο καλό φαγητό, δε μου ταίριαζαν. Ιδιαίτερα όταν μου έβαζαν τέτοια πόστα οι φίλοι μου. «Ασε τους φίλους σου» μου είπε ο πατέρας μου. «Φίλος επιζήμιος, εχθρός αποκαλείται. Σου το είχα πει από την αρχή πως δεν κάνουν αυτοί για σένα. Τι θέλεις εσύ μαζί τους;»
Σωστό μου φαινόταν πως ήταν. Το ίδιο έλεγε η μάνα μου που δεν ήξερε πια τι ήταν τα κεριά, τι ήταν οι εκκλησίες κι έβγαινε μονάχα  στην αυλή μας. Καθόλου παραπέρα
Εγώ όμως ήθελα άλλες δουλειές, άλλα πράγματα κι ύστερα δε χώνευα αυτούς που έκαναν τους έξυπνους, αυτούς που νόμιζαν πως ήταν έξυπνοι. Τέτοια φάρα ήμουν ο Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας. Ένας Αλμύρας σκέτος που πήγαινε οικιοθελώς στην καταστροφή.
Δε μου άρεσε πια ούτε η Λουτσία, την είχα βαρεθεί, δεν ήταν πια η κοριτσούλα που είχα γνωρίσει κι αυτός ο ορθολογισμός της, να φτιάξουμε το σπιτικό μας, να κάνουμε παιδιά, να είμαστε ένα νόμιμο ζευγάρι, μου την έδιναν στα νεύρα. Μόνο αυτά ήθελε, τα άλλα τα είχε βάλει στην άκρη. Τέρμα το θέατρο, η καριέρα, ο κινηματογράφος. Τέρμα όλα αυτά. Της είχε κοστίσει βέβαια αλλά με τον καιρό το είχε συνηθίσει πως τώρα θα στηριζόταν μονάχα επάνω μου.
-Θα φτιάξουμε το καινούριο σπίτι μας μου είπε μια μέρα κι ξεκίνησε αρχής, γενομένης να βάλει τα ονόματα μας στο κουδούνι: Αμβράζης – Παπακυριακού
Τους δικούς της δεν τους μπέρδευε στα πόδια μας πια. Έτσι κι αλλιώς ήταν ανεξάρτητη, είχε τα οικονομικά της, αυτό που της απόμενε ήταν ο γάμος και η καταξίωση σε μια τέτοια κοινωνία. Γι αυτό έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά, συσσωρεύοντας χιλιάδες πράγματα στο μεγάλο ρετιρέ της Κηφισιά που το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της.
Τεράστιο. Σαν αλάνα μου έμοιαζε, της το είπα χαριτολογώντας, εγώ ποτέ δεν ήθελα ένα τόσο μεγάλο σπίτι. Μάλιστα, πρόσθεσα πως όταν θα γεννιόταν ο γιος μας, θα έπαιζα εκεί μπάλα μαζί του.
Βιβλιοθήκες, έπιπλα, μπαρ, όλα τα έφτιαχναν οι εργάτες, εμείς απλώς λέγαμε εδώ θα μπουν ή θα τοποθετηθούν. Η Λουτσία, βέβαια, ήταν πάντα εκεί παρών κι εμένα που με έβλεπε αδιάφορο, έως κυνικό κάμποσες φορές, μου το είπε.
-Τι έχεις; Γιατί δε στέκεσαι πουθενά; Μοιάζεις έτοιμος να το βάλεις στα πόδια! Πες μου το, άμα δε θέλεις, άμα δε μ αγαπάς, να ξέρω τι να κάμω…
Ήταν τόση η αγωνία της, που κάποτε συμμαζευόμουν αλλά σπάνια. Έτσι με έπιανε στα πράσα. «Που θα πας; « έλεγα κι απ την άλλη, «δεν έχεις ανάγκη κανέναν, δε χρωστάς πουθενά, οι δουλειές πάνε καλά!» Είχα κάνει κάποια λεφτά, δε σκεφτόμουν να παντρευτώ από συμφέρον. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δε μου άρεσε ο γάμος.
Τα έλεγα αυτά στους φίλους μου όταν τύχαινε να βρεθούμε-τι, όταν τύχαινε, όλο εκεί ήμουν. Βιαζόμουν να φύγω απ τη Λουτσία, από το τεράστιο σπίτι, τη φευγαλέα εγκαρτέρηση της, τη στωικότητα που έβλεπα να με περικυκλώνει.
Η Λουτσία που ήταν πιο ζεστή, πιο τρυφερή από ποτέ. Με αγαπούσε, δεν ήθελε να με χάσει κι όλο με ρωτούσε πότε θα πάμε στους δικούς της επίσημα, πότε θα γίνουν όλα αυτά και κανόνιζε ακόμα και το πολυτελέστατο πιάνο μπαρ που θα γινόταν το γλέντι μετά το γάμο μας.
-Τι ανάγκη έχεις τώρα εσύ; Μου είπε ο Δούκας. Όλα σου τρέχουν, μη σκέφτεσαι αλλιώτικα. Εμείς τι να κάνουμε…
-Μην το κουνήσεις φουκαρά! Με συμβούλεψε ο Ντάφλος.
Έβλεπα πως με σκεφτόντουσαν, πως με λαχταρούσαν, ήμουν ένας δικός τους άνθρωπος αλλά ήταν έξω από το χορό γιατί εγώ δεν τους αποκάλυπτα τις μύχιες σκέψεις μου, τις αιώνιες τάσεις φυγής, τα υπαρξιακά μου προβλήματα που μεγάλωναν και τελευταία ανέδειξαν κι έναν περιστασιακό υποχονδριασμό. Μια μέρα, μάλιστα, είχα τρέξει σε έναν γιατρό, προσωπικό της οικογένειας της Λουτσίας. Την πήρα άρον-άρον και πήγαμε. Τι είχα πάθει; Έλεγα πως δεν μπορούσα ν ανασάνω, πως είχα μια ατονία, πως είχα τάσεις μελαγχολίας, μοναξιάς που με ανέβαζαν στα ύψη. Με εξέτασε ο γιατρός και γέλασε.
-Φύγετε, μου είπε. Δεν έχεις τίποτε!
Έτσι απλά. Κι εγώ έγινα καλά. Κορόιδευα τον εαυτό μου αν και ήξερα κατά βάθος πως κάτι δεν πήγαινε καλά με μένα. Τις νύχτες πεταγόμουν επάνω ξαφνικά και θυμάμαι μια τέτοια νύχτα
Κορόιδευα τον εαυτό μου αν και ήξερα πως κατά βάθος κάτι στράβωνε. Τις νύχτες πεταγόμουν επάνω ξαφνικά, θυμάμαι μια τέτοια νύχτα που το έκανα, τέσσερις η ώρα το πρωί, βγήκα αναμαλλιασμένος απ τη μπαλκονόπορτα στη μεγάλη βεράντα του καινούριου σπιτιού μας κι έπεσα στα γόνατα. Έβαλα τα χέρια μου σαν προσευχή προς τον ουρανό, ωστόσο η Λουτσία είχε έρθει πλάι μου. Με αγκάλιασε μα εγώ δεν μπορούσα ούτε να την κοιτάξω. Κοίταζα μονάχα ψηλά, στον ουρανό, στο χάος, εκεί που τα άστρα τρεμόσβηναν, σαν την ψυχή μου εκείνη την ώρα.
Η Λουτσία με χάιδευε απαλά, ανήσυχη.
-Τι έχεις άντρα μου; Δεν είναι τίποτε, μη φοβάσαι, μου λεγε συνέχεια αλλά που εγώ…
Αυτός κι αν ήταν πανικός-ξέρετε μερικές φορές λέω την αλήθεια, άλλοτε όχι.
Δεν μπορούσα να ζήσω άλλο μαζί της αλλά πώς να το εξηγήσεις αυτό σε μια γυναίκα που σ αγαπάει; Αισθανόμουν την παρουσία της να με παρατηρεί παντού. Αρρώσταινα περισσότερο, σηκωνόμουν κι έφευγα. Που πήγαινα; Όπου με έβγαζε ο δρόμος. Συνήθως στα μπαράκια, μου άρεσαν οι γυναίκες η αλητεία τους. Ξέφευγα, έπινα, μιλούσα, γλίτωνα. Ή νόμιζα πως γλίτωνα, γιατί κάποτε επέστρεφα μισομεθυσμένος.
Τις πιο πολλές φορές δε μου έλεγε τίποτε. Με κοίταζε μόνο, αγουροξυπνημένη, καθιστή στα γόνατα, στο κρεβάτι. Έπεφτα εγώ τότε πάνω της, κάναμε έρωτα και μετά κλαίγαμε. Ξημέρωνε κάποτε η μέρα και μας έβρισκε αγκαλιασμένους κατάχαμα στην κουζίνα, στο χολ και αλλού.
Το πρωί ερχόταν πιο δύσκολο-σχεδόν πάντα έφευγα σαν κυνηγημένος.
-Μείνε λίγο! Μείνε σε παρακαλώ, να πάρουμε μαζί πρωινό, να μιλήσουμε, το έχω ανάγκη, μου έλεγε με παράπονο.
Τίποτα εγώ.
-Έχω δουλειά, πρέπει να φύγω, απαντούσα από την πόρτα. Έπειτα ένα βιαστικό, άνοστο φιλί και δρόμο.
Όλα τα μαντάτα όμως έρχονται ξαφνικά, αναπάντεχα. Μέσα σ αυτές τις αυταπάτες, τους ξεπεσμούς, πήγαινα που και που στους γονείς μου που με καμάρωναν. Είχα αυτοκίνητο, τους εξυπηρετούσα, τους έβγαζα καμιά βόλτα στους γιατρούς δηλαδή, ή μερικές φορές στην εκκλησία με τη μάνα μου που δεν μπορούσε πια να πηγαίνει μόνη της. Εγώ στεκόμουν πάντα μακριά, στα σκαλοπάτια και βάλε. Είδε κι έπαθε να με ανεβάσει μια Κυριακή στο προαύλιο, σχεδόν με παρέσυρε να μπούμε μέσα. Τίποτα εγώ. «Με πειράζουν τα κεριά, τα λιβάνια» έλεγα.
Αυτή με κοίταζε με συντριβή.
-Δεν πας καλά παιδάκι μου, τι πράγματα είναι αυτά; Ο θεός είναι μεγάλος, έλα ν ανάψεις ένα κερί!
Δεν πήγαινα όμως. Χωνόμουν στην άβυσσο. Έτρεμα, δε μιλούσα σε κανέναν, προσπαθούσα ν αποφύγω τους ανθρώπους, γιατί, όλο περισσότερο ψεύτικοι, απατεωνίσκοι μου φαινόταν. Συχνά μονολογούσα, έλεγα πως δεν έχει νόημα να συνεχίζεις να ζεις έτσι, πάρε κάποιες αποφάσεις, αυτή είναι η ζωή, είτε σ αρέσει είτε δε σου αρέσει. Τότε, λοιπόν, ήρθε το ξαφνικό μαντάτο που σας έλεγα: Ο θάνατος της Βαριεντίνας. Μου το ανακοίνωσε η Λουτσία ένα μεσημέρι που επέστρεψα από τη δουλειά. Μόλις είχαμε καθίσει να φάμε.
- Ξέρεις… μου είπε και κόμπιασε.
Ήξερε πόσο αγαπούσα τη Βαριεντίνα. Γνώριζε ακόμα πόσο είχα συνθλιβεί από τον θάνατο του Τασούλη, που γι αυτόν, η ίδια δεν είχε πονέσει αλλά με τη Βαριεντίνα, είχαν γίνει φίλε, έκαναν παρέα, παρ ότι δεν της συγχωρούσε που όπως έλεγε με είχε κλέψει από αυτή. Το έβλεπα συχνά στα μάτια της, σαν παράπονο αλλά μιλιά δεν έβγαζε γι αυτό. «Ταιριάζετε οι δυο σας» έλεγε και σώπαινε γι αυτό το θέμα. Ήταν διακριτική, πανέμορφη στα σαράντα εννιά της χρόνια, έφυγε.
Βουβάθηκα.
Δεν έκλαψα. Δεν μπορούσα να κλάψω. Μόνο η Λουτσία έκλαιγε με αναφιλητά στην αγκαλιά μου.
Ύστερα δεν μπόρεσα άλλο. Πήρα τους δρόμους με το αυτοκίνητο, τρέχοντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η Λουτσία ήρθε μαζί μου, δεν ήθελε να με αφήσει μόνο μου σε τέτοιες στιγμές. «Είσαι άντρας!» μου είπε και με πρόλαβε παρ ότι εγώ βγήκα σα σίφουνας.
-Κάθισε στο σπίτι σου! της είπα νευρικά.
Αλλά δε με άφησε ν ανοίξω την πόρτα του αυτοκινήτου. Όταν το κατάφερα, παλεύαμε οι δυο μας μπροστά στους περαστικούς, χώθηκε στο τιμόνι, πριν από μένα και δεν έλεγε να το κουνήσει από εκεί.
-Τώρα κάνε ότι θέλεις, μου είπε σαν ησυχάσαμε λίγο. Τράβα πέρα, πίσω από τον κόσμο, στη θάλασσα, στον ουρανό αλλά θα είμαι μαζί σου.
Τσιμπούρι σκέτο, βδέλλα στο σβέρκο, σκέφτηκα αλλά δε γινόταν αλλιώς. Μπήκε στη θέση του συνοδηγού, συμφωνήσαμε με τα μάτια, πήρα το τιμόνι.
Τράβηξα πίσω στη θάλασσα. Κοντά της, συχνά πήγαινα όταν ήμουν λυπημένος. Στην Κακιά θάλασσα.
Φυσούσε ένας αγέρας αβόλευτος από παντού. Γκρίνιαζε ο ουρανός, αστραποβολούσε, Καλοκαίρι καιρό. Το κύμα φουρτουνιασμένο έφτανε μέχρι τα πόδια μας, εκεί, σε κάτι γύφτικες, χαλασμένες παράγκες που καθίσαμε, έξω στα βράχια να θωρούμε το πέλαγος. Άσπρο, μπλε, μαύρο. Ο ουρανός ένα με τη θάλασσα στο βάθος κι η παραλία κιτρίνιζε από τη θολούρα του κυμάτου. Χοντρές στάλες έπεσαν πάνω μας, η βροχή, η καταιγίδα, ο θάνατος.
Μέναμε όμως εκεί, κουκουβισμένοι, μισοαγκαλιά με τα χέρια υγραμένα στον άνεμο. Τέτοια προσμονή δεν την περίμενα ποτέ από τη Λουτσία.
Κάποτε ξεχαστήκαμε και φύγαμε.
Την άλλη μέρα έγινε η κηδεία. Εγώ δεν πήγα μέσα, παρακολουθούσα απ έξω, απ τα κάγκελα. Οι άλλοι ήταν όλοι κοντά και γύρω από τον τελευταίο περίπατο της Βαριεντίνας. Ο Ντάφλος, ο Δούκας, η Έλεν, μισότρελη, ο Λινάτσας.
Κόσμος πολύς.

συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...