Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 35






Όλα έχουν ένα τέλος, καλώς ή κακώς. Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον, ήταν ένα από τα τελευταία ρητά που ξεφούρνιζε ο Ντάφλος. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τη μοίρα μας, συνέχιζε, είναι όλα κανονισμένα. Έτσι και η συνεργασία του με τον Δούκα έφτανε στο τέλος της. Δεν μπορούσαν να ήταν πια μαζί, έτσι κι αλλιώς από κάποια ανάγκη το έκαναν. Άρα ήταν υποχρεωμένοι ο ένας να ρίξει τον άλλον, για να μείνει η επιχείρηση καφενείο στον κερδισμένο.
Μια από εκείνες τις μέρες λοιπόν, ο Ντάφλος αποφάσισε να βγει βόλτα με τον γιο του, τον Τίτο. Ο Τίτος είχε μεγαλώσει πια, ήταν φοιτητής της Ιατρικής. Τον σύστησε στον Δούκα.
-Ο γιος μου ο Τίτος! Είπε αγκαλιάζοντας τον. Ο κύριος Δούκας.
-Χαίρω πολύ, είπε ο Δούκας άκεφα, χωρίς να δώσει το χέρι του-τις είχε ξεχάσει αυτές τις αβρότητες από χρόνια.
-Θα φύγουμε εμείς τώρα, θα πάμε μια βόλτα, έχε το νου σου στο μαγαζί, είπε ο Ντάφλος φανερά ενοχλημένος.
-Να πάτε, απάντησε. Εγώ να δω πότε θα φύγω… μέρα-νύχτα στο καφενείο είμαι!
-Τι εννοείς; Τον κοίταξε συνοφρυωμένα. Έχεις και παράπονο;
-Τίποτα, πηγαίνετε, δεν έχω παράπονα.
-Άμα είναι έτσι να μην πάμε πατέρα, τόλμησε να εκφράσει ο Τίτος.
Ο Ντάφλος τους αγριοκοίταξε και τους δυο.
-Πάμε, είπε ύστερα από λίγη σιωπή.
-Που θα πάμε; ρώτησε όταν είχαν μπει ήδη στο ταξί.
-Θα δεις … χαμογέλασε. Μεγάλωσες τώρα, οπότε μπορούμε να πάμε όπου θέλουμε. Θέλω να έχεις κέφι ε; Όχι μούτρα και τέτοια. Γιατί, να σου πω, ότι και να πεις έχω μερικά παράπονα από σένα. Και πρώτον που τόσον καιρό δεν ήρθες να δεις τον πατέρα σου.
-Δεν μπορούσα πατέρα. Το σχολείο, το ψιλικατζίδικο… δικαιολογήθηκε κάπως άβολα.
-Το έχετε ακόμα το ψιλικατζίδικο! Μπράβο!
-Εμ, βέβαια, το έχουμε, πως θα ζούσαμε, βλέπεις εσύ…
-Άστα αυτά. Τα ξέρω, δεν ήμουν καλός πατέρας αλλά έφταιγε η μάνα σου. Αλλά άστα αυτά απόψε, θέλω κέφι, χαρά, γλέντι. Εντάξει;
-Εντάξει, εντάξει πατέρα.
Του άρεσε αυτό το «πατέρα». Έδειχνε σεβασμό, τον κοίταζε και κορδωνόταν «Μωρέ, πως μεγάλωσε έτσι! Σωστός άντρας!» Και καθώς δεν είχε πιει ακόμα πολύ ή δεν τον είχε πιάσει το ποτό, όλο τον αγκάλιαζε τρυφερά κι όλο «α, ρε Τίτο!» του έλεγε με χαρά και παράπονο.
Μετά από μερικές ασκοπες βόλτες κι ενώ συνέχεια σκεφτόταν που να πάνε, αποφάσισε να τρυπώσουν σε κάποιο ακριβό καμπαρέ από κείνα που σύχναζε όταν είχε λεφτά. Βέβαια, τώρα δεν τον έπαιρνε αλλά δε βαριέσαι, σκέφτηκε, μια φορά στο τόσο τον έβλεπε.
Κάθισαν σε ένα τραπεζάκι στο βάθος, πατέρας και υιός, δίχως ο κόσμος να τους νοιάζει.
-Έχεις πάει ρε μπαγάσα σε τέτοιο μαγαζί; Είδες που σε έφερε ο πατέρας σου!
-Όχι, δεν έχω πάει, αλλά μου αρέσει, είπε ο Τίτος που είχε αρχίσει να το διασκεδάζει, παρατηρώντας το θέαμα, τις ωραίες γυναίκες, τη μουσική, την κίνηση.
-Θα πιούμε; Ρώτησε χαμογελαστά.
-Ε, βέβαια θα πιούμε, αναταράχτηκε ο Ντάφλος. Φέρε μας ένας μπουκάλι Τζόνι και τα σχετικά, είπε στο γκαρσόνι που δεν τους καλοέβλεπε σαν πελάτες.
-Κερνάω εγώ! Είπε ο Τίτος με νόημα.
-Μην το ξαναπείς αυτό! Καμώθηκε πως αγρίεψε τάχα. Έχεις καιρό για κεράσματα.
-Ότι πεις! Δεν μπορώ να σου χαλάσω το χατήρι.
Σε λίγο όμως το γκαρσόνι επέστρεψε και τους είπε ευγενέστατα να σηκωθούν να τους πάει να καθίσουν σε ένα άλλο τραπέζι, πιο κεντρικό, κοντά στην πίστα, που ήταν ήδη στρωμένο, σερβιρισμένο, ένα μπουκάλι Σίβας, ποτήρια, παγάκια, φρούτα και τα λοιπά. Ο Ντάφλος σα να αιφνιδιάστηκε.
-Γιατί; απόρεσε. Καλά είμαστε εδώ.
-Σας παρακαλώ! Μπήκε στη μέση ο μαιτρ. Καθίστε εκεί, υπάρχει λόγος.
Πατέρας και γιος ανοιγόκλεισαν τα μάτια.
-Πάμε, είπαν και σηκώθηκαν.
Όταν βολεύτηκαν, έβαλαν ποτό, τσούγκρισαν. Ο Τίτος παρατήρησε καθώς έτρωγε ένα κομμάτι μπανάνα πως κάποια όμορφη γυναίκα, από το βάθος συχνοκοίταζε προς το μέρος τους κι όλο χαμογελούσε.
-Εσένα κοιτάζει, γύρισε στον πατέρα του και τον ανάγκασε να την δει.
-Ποια; Κοίταξε ένα γύρω με προσοχή
-Μα, αυτή, του έκανε με νόημα.
Την είδε μπροστά από τις βεραμαν κουρτίνες να του χαμογελάει κλείνοντας το μάτι της. Κούκλα σωστή, πανέμορφη και σκέφτηκε πως μάλλον λάθος θα έκανε αλλά δεν πρόλαβαν να το κουβεντιάσουν. Εκείνη ήρθε λικνιστικά στο τραπέζι τους. Μάλιστα έσκυψε και τον φίλησε
Να καθίσω; Ρώτησε. Δε θα με κεράσετε ένα ποτό; Και κάθισε.
Ο Ντάφλος άναυδος! Ο Τίτος απλά παρακολουθούσε-κάτι του άρεσε στο σκηνικό
-Έλα καημένε! Βάλε να πιούμε, έκανε σκασμένη στα γέλια κι έβαλε μόνη της.
-Ποια είσαι; Ψέλλισε κατεβάζοντας όλο το ποτό.
-Η Βασιλική! Είπε και χάιδευε στα μαλλιά τον Τίτο. Γιος σου;
-Ναι, γιος μου… η Βασιλική!
Πετάχτηκε επάνω, την αγκάλιασε και τη φίλησε.
-Σιγά!  του είπε αυτή. Εδώ είναι μαγαζί πολυτελείας. Κάθισε, ον έσπρωξε απαλά στην καρέκλα.
Κάθισαν. Του Ντάφλου το μυαλό πήρε εκατό στροφές, όχι παραπάνω. Έφτασε γρήγορα στο συμπέρασμα. Πουτάνα, σκέφτηκε. Πουτάνα πολυτελείας η πρώην γυναίκα του Δούκα.
Εκείνη σα να κατάλαβε τις σκέψεις του, ναι, του είπε κουνώντας το κεφάλι της. Έτσι ακριβώς είναι φίλε μου
-Τι γίνεται ο Δούκας; Γέλασε κακαριστά. Το κάθαρμα, ο Αλμύρας, ο φίλος σας ζει;
-Μια χαρά είναι! Ενθουσιάστηκε. Και πήρε ένα καλάθι με λουλούδια  και την έλουσε.
-Μη! Του είπε αυτή. Είναι ακριβά, δεν πρέπει.
Αλλά ο Ντάφλος είχε πάρει φόρα. Ανάποδες. Δεν πειράζει, χαλάλι σου, φέρε κι άλλα! Είπε στη λουλουδού. Έπειτα ρώτησε τη Βασιλική πως είχε φτάσει μέχρι εκεί
-Θέλεις να πεις πως με λυπάσαι; Έκανε με κάποια δύσκολη γκριμάτσα λύπης ή σιχασιάς η ίδια.
-Όχι ρε, όχι, βιάστηκε να διορθώσει
-Ο φίλος σου ο Δούκας φταίει! Κι ύστερα πάλι γέλασε. Δεν πειράζει, είμαι μια χαρά, καλό μεροκάματο, καλοί πελάτες, τι νομίζεις Ντάφλο; Εσύ αγόρι μου τι κάνεις; Γύρισε και παραχάιδεψε τον Τίτο στο στέρνο που είχε ιδρώσει.
-Καλά είμαι, είπε λίγο χαμένα και προσπάθησε να της διώξει το χέρι.
-Μην κάνεις έτσι αγόρι μου! Εδώ είναι το καμπαρέ της ευτυχίας, του είπε και έχωσε τώρα το χέρι της ανάμεσα από τα πόδια του αυτή τη φορά.
Σε λίγο τον αγκάλιασε, τον φίλησε στα χείλη. Ο Τίτος αναψοκοκκινισμένος από το ποτό, τη μουσική, τη ζεστασιά της, δε σκεφτόταν τίποτα. Εξ άλλου τι να σκεφτόταν; Ντρεπόταν λίγο για τον πατέρα του που τον είχε πιάσει για τα καλά το πιώμα και ήδη δεν ήξερε τι έκανε αλλά μήπως αυτός ήξερε;. Ο Ντάφλος παράγγελνε συνέχεια λουλούδια, σε λίγο είχε έρθει και μια άλλη κυρία στο τραπέζι τους, παράγγειλε σαμπάνιες, είχε άραγε λεφτά; Αλλά μάλλον θα είχε αφού παράγγελνε. Γλεντούσε με τον γιο του που είχε γίνει πια άντρας.
Ώσπου, η ώρα είχε πάει κοντά τέσσερις. Ο Ντάφλος ακούμπησε στο ημίφως το κεφάλι του στο τραπέζι. Η Βασιλική είχε σηκωθεί πολλές φορές από το τραπέζι τους να πάει σε άλλους πελάτες. Ο Τίτος τσιμπήθηκε κάπως όταν είδε που τη χαϊδολογούσαν αλλά του πέρασε, δε θα την παντρευόταν κιόλας.
Η Βασιλική εκτέλεσε ένα ωραίο χορευτικό στην πίστα. Τζαζ. Ο Ντάφλος μισοκοιμόταν μεταξύ ουρανού και γης.
-Μην κάνεις έτσι, του είπε όταν ξαναήρθε. Εγώ εσένα θέλω. Δε με νοιάζουν αυτοί, απλά είναι δουλειά. Περίμενε, μη φύγετε και κοίταξε τον μισοκοιμισμένο πατέρα του.
-Τι θα τον κάνουμε; Που θα τον πάμε; έκανε με νόημα.
-Θα τον πάμε στο σπίτι, φυσικά.
-Ωραία, περίμενε λίγο, σε πέντε λεπτά κλείνουμε και φεύγουμε.
Πράγματι έτσι έγινε, πήραν ένα ταξί, έφυγαν. Έγιναν πουλιά. Έβάλαν το Ντάφλο μπροστά που παραμιλούσε αλλόκοτες λέξεις, τσιμέντο, πουτάνα, δέντρο, ενώ ο ταξιτζής ρωτούσε που πάμε ρε παιδιά; Στο διάστημα; Άσε μας και συ ρε φίλε! Πεταγόταν ο Ντάφλος. Τι να πεις; Κι αυτοί φιλιόντουσαν.
Τον άφησαν στο σπίτι, συνέχισαν για το ξενοδοχείο.
Κατέβηκαν στο Κάραβελ, σχεδόν τον τραβούσε στα σκαλοπάτια, στο ασανσέρ, κόλλησαν τα σώματα τους. Η Βασιλική τον έσερνε, τον τραβούσε με τα μάτια, με τα χέρια κι αυτός να συνεχίζει να τα έχει κάπως χαμένα. Κάπου στο σκοτάδι. Αυτό είναι εξπρεσιονιστικό. Άστο. Αλλά όταν τον έγδυσε ή την έγδυσε στο κρεβάτι, η τρεμάμενη σαραντάρα, πεινασμένη για λιονταρίσια σάρκα, όλα ήταν καλά στη ζούγκλα της ανθρώπινης πραγματικότητας.

συνεχίζεται

2 σχόλια:

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...